Joseph Roth, Επιβάτες με μεγάλες, βαριές αποσκευές

Bundesarchiv 102-00075, Berlin, Drehbares Haus im Luna Park


Οι επιβάτες που έχουν μεγάλες, βαριές αποσκευές κάθονται στο τελευταίο βαγόνι των ατέλειωτων συρμών, κάθονται δίπλα στους «επιβάτες με σκύλους» και στους «αναπήρους πολέμου». Το τελευταίο βαγόνι κλυδωνίζεται πιο έντονα, οι πόρτες του δεν καλοκλείνουν, τα παράθυρά του είναι σφηνωμένα κι έχουν πολλά σπασμένα τζάμια, σκεπασμένα με χαρτί περιτυλίγματος.

 

Τις μεγάλες αποσκευές δεν τις φορτώνει σ’ έναν επιβάτη η τύχη, αλλά η μοίρα. Ανάπηρος πολέμου γίνεται κανείς από μια χειροβομβίδα, της οποίας οι καταστροφικές συνέπειες δεν ήταν καρπός κακίας, μα παραλογισμού - παραλογισμού τόσο μεγάλου, που πρέπει να ’ναι φριχτός. Το αν θα ’χει κανείς μαζί το σκυλί του, είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής. Αλλά ένας επιβάτης με μεγάλες αποσκευές οφείλει το φορτίο του στο ριζικό του και μόνο. Ακόμα και χωρίς αυτές, πάλι θα ’χε φορτίο να κουβαλάει. Ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων - και η σχετική επιγραφή στα τζάμια του τελευταίου βαγονιού δεν είναι ένας κανονισμός του ηλεκτρικού˙ είναι ένας φιλοσοφικός ορισμός.

 

Στα βαγόνια για τους επιβάτες με μεγάλες αποσκευές ο αέρας είναι βαρύς και θολός, είναι ένα παράξενο φυσικό φαινόμενο, ένα είδος ατμόσφαιρας σε στερεή κατάσταση˙ μυρίζει καπνό από πίπες σβηστές, υγρό ξύλο, νεκρά φύλλα και χώμα φθινοπωρινού δάσους. Φταίνε τα δέματα, τα ξύλινα κασόνια των επιβατών, που έρχονται κατ’ ευθείαν μέσα από τα δάση˙ έχουν ξεφύγει από τα ντουφέκια ακούραστων κυνηγών κι έχουν μέσα στα κόκκαλά τους, μέσα στις σόλες απ’ τ’ άρβυλά τους την παγωνιάς της υγρής γης. Πράσινα βρύα κρέμονται στα ρούχα τους, σαν τα μούσκλια πάνω σε ερειπωμένους τοίχους. Τα χέρια τους είναι σκασμένα, στραβά και πονεμένα τα δάχτυλα των γέρων, θυμίζουν τ’ αλλόκοτα σχήματα που παίρνουν κάποιες φορές οι στριμωγμένες ρίζες των δέντρων. Στα αραιά γκρίζα μαλλιά των γυναικών είναι πιασμένα ξερά φυλλαράκια - έτσι στεφανώνει ο φτωχός θάνατος τα θύματά του. Στις μπερδεμένες γενειάδες των γέρων θα μπορούσαν να φωλιάζουν χελιδόνια…

 

Οι επιβάτες με μεγάλες, βαριές αποσκευές δεν αφήνουν τα δάση τους από τα χέρια τους, ούτε όταν κάθονται. Η απόφαση να σηκώσεις ξανά ένα φορτίο, όταν η ραχοκοκκαλιά σου έχει νοιώσει μισήν ώρα τελείως ελεύθερη, και για πάντα, είναι πιο βαριά κι από ένα δάσος ολόκληρο ψηλά έλατα. Ξέρω πως εμείς οι φαντάροι, όταν μας έδιναν μετά από πολλές ώρες πορείας λίγα λεπτά φευγαλέας ανάπαυσης, δεν λύναμε τους γυλιούς μας˙ συνεχίζαμε να τους κουβαλάμε, σαν τη βασανιστικά πιστή δυστυχία ενός εχθρού, με τον οποίον μας δένουν αιώνιοι όρκοι. Έτσι κάθονται αυτοί οι φορτωμένοι με δισάκια και δεμάτια, δεν είναι επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές, είναι μεγάλες και βαριές αποσκευές με επιβάτες. Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται ο μοιραίος χαρακτήρας των μεγάλων φορτίων: δεν είναι κάτι που το κάνεις, είναι κάτι που το παθαίνεις. Τι λένε οι άνθρωποι των δασών; Μιλούν με φράσεις λειψές, φθόγγους μισούς. Είναι λιγομίλητοι, όχι από εξυπνάδα αλλά από φτώχεια. Απαντούν διστακτικά, επειδή το μυαλό τους δουλεύει αργά, γεννάει με δυσκολία σκέψεις και τις θάβει νεογέννητες στα μύχια βάθη του. Στα δάση, όπου δουλεύουν, βασιλεύει μεγάλη σιωπή, την οποία δεν σπάει κανείς με ανόητες φλυαρίες ή αντιρρήσεις. Όταν ο δρυοκολάπτης ραμφίζει ένα κλαρί, άλλο τίποτα δεν ακούγεται. Στα δάση μαθαίνει κανείς οτι οι λέξεις είναι άχρηστες, τις έχουν μόνο οι ακαμάτηδες για να περνούν την ώρα τους.

 

Αλλά η μισή φράση, που λένε αυτοί οι άνθρωποι, έχει μέσα της τον απέραντο πόνο ενός κόσμου ολόκληρου. Λένε μόνο: το βούτυρο - κι ευθύς καταλαβαίνει κανείς ότι το βούτυρο είναι κάτι μακρινό κι απρόσιτο - δεν είναι απλό φαγώσιμο, που το αλείφεις με το μαχαίρι στο ψωμί σου, όχι, είναι δώρο του ουρανού, όπου φυτρώνουν όλες οι νοστιμιές του κόσμου σαν σε βιτρίνα. Λένε: φέτος θα καλοκαιριάσει νωρίς - κι αυτό σημαίνει πως θα μπορεί κανείς να βγει να μαζέψει άσπρα γαλανθάκια, αυτά που τα λένε και χιονολούλουδα, πως τα παιδιά θα μπορούν να σηκώνονται απ’ τα κρεβάτια και να βγαίνουν για παιχνίδι στο δρόμο, πως οι σόμπες θα μπορούν να μείνουν σβηστές ως το ερχόμενο φθινόπωρο.

 

Οι ηθοποιοί που στη σκηνή αραδιάζουν πολλές πνευματώδεις φράσεις για να εκφράσουν τον πόνο τους, που κάνουν πολλές μεγαλόπρεπες κινήσεις, που ανοίγουν τα χέρια και τα πόδια τους όπως τα παγώνια ανοίγουν τις ουρές τους, θα ’πρεπε να μπουν στα βαγόνια για τους επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές - για να μάθουν πως ένα χέρι σακατεμένο από την κούραση και τ’ αρθριτικά μπορεί να δείξει καθαρά την ανθρώπινη δυστυχία˙ πως ένα βλεφάρισμα μόνο του μπορεί να ’ναι πιο συγκινητικό από ένα βράδυ πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Ίσως δεν θα ’πρεπε να σπουδάζουν σε σχολές οι ηθοποιοί, ίσως θα ’πρεπε να δουλεύουν στα δάση, για να βλέπουν πως η τέχνη τους είναι όχι η ομιλία, αλλά η σιωπή˙ όχι η ομολογία, αλλά η βουβή ομολογία.

 

Βραδιάζει, η λάμπα ανάβει στην οροφή, θαμπό και λερωμένο το φως της, φέγγει μόνο έναν κύκλο μικρό σαν φωτοστέφανο γύρω της, σαν αστέρι μέσα σε μια θάλασσα από ομίχλη. Το τρένο προσπερνάει φωτεινές διαφημίσεις, τις διαφημίσεις ενός κόσμου χωρίς μεγάλες και βαριές αποσκευές, εμπορικούς ύμνους σε σαπούνια πολυτελείας, πούρα, βερνίκια παπουτσιών και κορδόνια, που ανάβουν ξαφνικά, λάμπουν στο σκοτεινό στερέωμα. Είναι η ώρα που ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο, για να παρακολουθήσει σε πανάκριβες σκηνές δράματα της ανθρώπινης μοίρας˙ την ίδια ώρα με τον ηλεκτρικό ταξιδεύουν οι πιο μεγάλες τραγωδίες κι οι πιο τραγικές γελοιότητες, οι επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές.

 

 

Απ’ όλες τις πρακτικές οδηγίες κι επιγραφές, τις υποδείξεις και τις απαγορεύσεις, που ρυθμίζουν τη ζωή στη μεγάλη πόλη, δίνοντας πληροφορίες, διαταγές και συμβουλές, κι επιβάλλοντας το σωστό και το δίκαιο - απ’ όλους τους απρόσωπους κανονισμούς σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε αίθουσες αναμονής και στα κέντρα της ζωής - αυτή μόνη αγγίζει σε ανθρώπινο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, κρύβοντας κι αποκαλύπτοντας νοήματα συνταρακτικά με τη λιτή λακωνική της φόρμα.

 

Ο άνθρωπος, που καλή τη πίστει επινόησε για λόγους πρακτικούς τον όρο «επιβάτες με μεγάλες και βαριές αποσκευές», δεν ήξερε ότι βρήκε ταυτόχρονα τον τίτλο μιας μεγάλης τραγωδίας.

 

Έτσι γεννιούνται τα έργα της ποίησης.

 

 

 Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Αγγελίδου

 

 

 

Το κείμενο του Αυστριακού συγγραφέα Joseph Roth (1894-1939) «Επιβάτες με μεγάλες, βαριές αποσκευές» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Berliner Börsen-Courier στις 4 Μαρτίου 1923 και περιλαμβάνεται στο βιβλίο Βερολινέζικα χρονικά που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.

 

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Γιόζεφ Ροτ και δείτε ποια βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

 



 

 

 

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails