Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΥΣΤΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΥΣΤΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ingeborg Bachmann, Θα ’ρθει μια μέρα (Αντί εισαγωγής)

Foto by Stephanos Drekos

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Το καλοκαίρι του 1973 η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (25/6/1926-17/10/1973), λίγους μήνες πριν από τον τραγικό θάνατό της, έδωσε μια συνέντευξη στην Γκέρντα Χάλλερ, δημοσιογράφο της Αυστριακής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ORF) στη Ρώμη, η οποία εκδόθηκε με τον τίτλο Ein Tag wird kommen. Gespräche in Rom [Θα ’ρθει μια μέρα. Συνομιλίες στη Ρώμη]. 
 
Από αυτή τη συνέντευξη προέρχεται το παρακάτω ηχογραφημένο απόσπασμα. Η μουσική που συνοδεύει το απόσπασμα έχει προστεθεί εκ των υστέρων από τον Andreas H., ο οποίος τη συνέθεσε εμπνευσμένος από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν.  


Με έχουν ρωτήσει κάποιες φορές γιατί σκέφτομαι ή φαντάζομαι μια ουτοπική χώρα, έναν ουτοπικό κόσμο, στον οποίο όλα θα είναι καλά και στον οποίο όλοι θα είμαστε καλοί. Το ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό, όταν έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τη στυγερότητα αυτής της καθημερινότητας, μπορεί να είναι παράδοξο, γιατί ό,τι έχουμε είναι ένα τίποτα. Πλούσιος είναι κανείς όταν έχει κάτι που είναι περισσότερο από υλικά πράγματα. Και εγώ δεν πιστεύω σε αυτόν τον υλισμό, σε αυτή την καταναλωτική κοινωνία, σε αυτόν τον καπιταλισμό, σ’ αυτή την κτηνωδία που λαμβάνει χώρα εδώ, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν από εμάς. Πιστεύω πραγματικά σε κάτι και το ονομάζω «Θα ’ρθει μια μέρα». Και μια μέρα θα έρθει. Ναι, προφανώς δεν θα έρθει, γιατί πάντοτε μας το κατέστρεφαν αυτό, εδώ και τόσα χιλιάδες χρόνια πάντοτε το κατέστρεφαν. Δεν θα έρθει, και παρ’ όλ’ αυτά εγώ το πιστεύω. Γιατί, αν δεν μπορώ πλέον να το πιστεύω, δεν θα μπορώ πλέον και να γράφω.
(Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης)


Το ίδιο απόσπασμα ακούγεται και στα πρώτα 2 λεπτά του αποσπάσματος που ακολουθεί. Είναι ένα απόσπασμα από την 3ωρη εκπομπή «Lange Nacht» («Μεγάλη νύχτα») του Άστριντ Νέτλινγκ, η οποία μεταδόθηκε στις 17 Ιουνίου 2006 στο Γερμανικό Ραδιόφωνο και ήταν αφιερωμένη στην Αυστριακή ποιήτρια. Ωστόσο, κάποια λόγια της Μπάχμαν έχουν κοπεί και στη θέση τους ακούγεται ένας οξύς ήχος. Αυτή η δημιουργική λογοκρισία καθιστά το απόσπασμα ακατανόητο και σχεδόν παραληρηματικό. 




Με έχουν ρωτήσει κάποιες φορές γιατί σκέφτομαι ή φαντάζομαι μια ουτοπική χώρα, έναν ουτοπικό κόσμο, στον οποίο όλα θα είναι καλά και στον οποίο όλοι θα είμαστε καλοί. Το ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό, όταν έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τη στυγερότητα αυτής της καθημερινότητας, μπορεί να είναι παράδοξο, γιατί ό,τι έχουμε είναι ένα τίποτα. Πλούσιος είναι κανείς όταν έχει κάτι που είναι περισσότερο από υλικά πράγματα. Και εγώ δεν πιστεύω σε αυτόν τον υλισμό, σε αυτή την καταναλωτική κοινωνία, σε αυτόν τον καπιταλισμό, σ’ αυτή την κτηνωδία που λαμβάνει χώρα εδώ, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν από εμάς. Πιστεύω πραγματικά σε κάτι και το ονομάζω «Θα ’ρθει μια μέρα». Και μια μέρα θα έρθει. Ναι, προφανώς δεν θα έρθει, γιατί πάντοτε μας το κατέστρεφαν αυτό, εδώ και τόσα χιλιάδες χρόνια πάντοτε το κατέστρεφαν. Δεν θα έρθει, και παρ’ όλ’ αυτά εγώ το πιστεύω. Γιατί, αν δεν μπορώ πλέον να το πιστεύω, δεν θα μπορώ πλέον και να γράφω.
(Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης)



Παρενθετικά ας αναφερθεί ότι κάτι ανάλογο προκαλούν και οι κακές μεταφράσεις των ποιημάτων της Μπάχμαν, προξενώντας στον αναγνώστη πολλές φορές το αίσθημα ότι διαβάζει τα γραπτά ενός μυαλού συγκεχυμένου.  Βέβαια, οι προθέσεις  μιας ανεπαρκούς μεταφράστριας ή ενός ανεπαρκούς μεταφραστή μπορεί να μην είναι οι ίδιες με τις προθέσεις του Γερμανικού Ραδιοφώνου, γιατί το Γερμανικό Ραδιόφωνο και ο έμμισθος δημοσιογράφος που έκανε την εκπομπή είχαν σαφέστατα συνείδηση του γεγονότος ότι τόσο η απρόσκοπτη άρθρωση των λόγων της Μπάχμαν όσο και η δημιουργική λογοκρισία τους αποτελούσαν πολιτικές πράξεις διαφορετικών πόλων. Κυρίως αυτό φαίνεται (ή θέλουν) να αγνοούν οι κακοί μεταφραστές και οι κακές μεταφράστριες του έργου δημιουργών όπως η Μπάχμαν. Ωστόσο, ακόμα και όταν η μετάφραση ως διαδικασία στερείται τη συνείδηση της πολιτικής πράξης που αποτελεί και μετατρέπεται σε αυτάρεσκο παιχνίδι λέξεων με απώτερο σκοπό να εντυπωσιάσει με την ακατανοησία του το αναγνωστικό κοινό, το οποίο εκ των προτέρων και υποτιμά, δεν παύει να είναι πολιτική πράξη. Αντιθέτως, εξακολουθεί να αποτελεί πολιτική πράξη, και μάλιστα πιο ύπουλη από τη δημιουργική λογοκρισία του Γερμανικού Ραδιοφώνου. Με δόλο ή εν αγνοία του, αθώος δεν είναι κανένας. 

Το παραπάνω απόσπασμα από τη συνέντευξη της Μπάχμαν, αν και είναι σαφέστατο στη μη λογοκριμένη μορφή του, καλό είναι να το δούμε και σε σχέση με κάποια άλλα αποσπάσματα, στα οποία επανέρχεται η φράση «Θα ’ρθει μια μέρα», από το μυθιστόρημά της Μάλινα, το οποίο ολοκλήρωσε το 1967 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1989 από τις εκδόσεις Κανάκη σε μετάφραση Ιάκωβου Κοπερτί (με τον ατυχή -κατά τη γνώμη μου- τίτλο Ο Ιβάν, ο Μαλίνα κι εγώ) και προς το παρόν εμφανίζεται ως εξαντλημένο. 

Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα θα δημοσιευθούν σε επόμενη ανάρτηση. 
 
Αλέξανδρος Κυπριώτης
 
 

Το παραπάνω κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ από το ιστολόγιο INGEBORG BACHMANN RECOVERED / για την αποκατάσταση του ποιητικού έργου της στα ελληνικά, στο οποίο εξηγούνται και οι λόγοι που προκάλεσαν την ανάγκη δημιουργίας του. 
 
Διαβάστε στις σελίδες της Logotexnia21 όλες τις δημοσιεύσεις για την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν.

Αλέξανδρος Κυπριώτης, Αποσύρετε, παρακαλώ!

Η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν με τον Κουρτ Ζάουκε το 1962


Είναι αλήθεια ότι έλειπε μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της εξαιρετικής Αυστριακής ποιήτριας και συγγραφέως Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (1926-1973) στα ελληνικά, όπως είναι αλήθεια ότι δυστυχώς θα συνεχίσει να λείπει, γιατί ο τόμος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν σερβίρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια παρανοημένη, παραμορφωμένη και εντέλει κακοποιημένη Μπάχμαν. Ως εκ τούτου το καλύτερο θα ήταν να αποσυρθεί από την αγορά όσο το δυνατόν συντομότερα. 

Τα προβλήματα αρχίζουν από την Εισαγωγή, για την οποία έχει επιλεγεί ένα κείμενο της Βρετανίδας Έμμα Γκάρμαν, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2019 στο the Paris Review. Αν και το συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι το καταλληλότερο για εισαγωγή στην ελληνική έκδοση απάντων των ποιημάτων της Μπάχμαν, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να παραβλεφθεί, αν δεν άφηνε να φανεί ήδη από την εισαγωγή, την οποία μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας από τα αγγλικά φυσικά, μια προχειρότητα που συνοδεύει την όλη έκδοση και μια γενικότερη άγνοια του έργου της Μπάχμαν από όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτό το εκδοτικό φιάσκο. 

Έτσι, μαθαίνουμε από την Εισαγωγή ότι η συγγραφέας γνώρισε τον Χέντσε «μέσω της κολλεκτίβας αριστερών συγγραφέων Group 47» (αντί Gruppe 47, Γκρούπα 47, Ομάδα 47 ή έστω Ομάδα του ’47, όπως εμφανίζεται στο χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου, το οποίο μάλλον μεταφράστηκε από την Χ. Π. Γραμματικοπούλου), ότι επίσης έχει γράψει το λιμπρέτο της όπερας Ο πρίγκιπας του Αμβούργου (αντί του Χόμπουργκ, ο τίτλος  εμφανίζεται σωστός στο χρονολόγιο), και το μυθιστόρημα Ο Ιβάν, ο Μάλινα και εγώ (ο Μάλινα, αφού επαναληφθεί σχεδόν δέκα φορές στην εισαγωγή και άλλη μία φορά στο χρονολόγιο, θα γίνει σωστά Μαλίνα στο οπισθόφυλλο της έκδοσης πια, που προφανώς γράφτηκε και διορθώθηκε αργότερα). 

Αυτό που δεν διορθώθηκε ούτε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι μια φράση της Μπάχμαν από μια ομιλία της, που παρατίθεται στην αρχή της Εισαγωγής: «Εάν είχαμε τη λέξη, […] εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Είναι, πιστεύω, ηλίου φαεινότερο ότι η Μπάχμαν δεν εννοεί «τη λέξη» όταν λέει «das Wort» και ίσως και η Έμμα Γκάρμαν, όταν μετέφραζε τα λόγια της Μπάχμαν στα αγγλικά, να μην εννοούσε «τη λέξη» όταν έγραφε «the word». Όταν η Μπάχμαν λέει «das Wort» εννοεί «τον λόγο» από τη φράση της Αγίας Γραφής «Εν αρχή ην ο λόγος», η οποία στα γερμανικά είναι «Am Anfang war das Wort» και για τον γνώστη των γερμανικών γραμμάτων η φράση αυτή είναι περισσότερο γνωστή από τον Φάουστ του Γκαίτε. Πέραν τούτου η συγκεκριμένη φράση της Μπάχμαν ενδέχεται να παρερμηνευθεί λόγω της ιδιαίτερης αλλά τυπικότατης γερμανικής σύνταξης και μάλιστα ενδέχεται να παρερμηνευθεί και από Γερμανούς αναγνώστες, αν διαβαστεί επιπόλαια. Στο πρωτότυπο έχει ως εξής: «Hätten wir das Wort, hätten wir die Sprache, wir bräuchten die Waffen nicht». Επιπόλαιη ήταν η ανάγνωση της Γκάρμαν, η οποία μετέφρασε: «If we had the word, […] if we had language, we would not need the weapons». Το γελοίο του πράγματος είναι ότι ακόμα και ο αυτόματος μεταφραστής του Google μεταφράζει σωστά στα αγγλικά αυτή τη φράση της Μπάχμαν και αυτό κατά τη γνώμη μου συμβαίνει, γιατί η σύνταξη σε αυτή τη φράση είναι μια τυπικά γερμανική σύνταξη, που δεν επιδέχεται παρερμηνεία, αν διαβαστεί προσεκτικά ή τέλος πάντων όπως αρμόζει να διαβάζονται τα λόγια μιας ποιήτριας του μεγέθους της Μπάχμαν και όχι όπως έχει συνηθίσει να διαβάζει κανείς τους προχειρογραμμένους στίχους κατά φαντασίαν και ατάλαντων ποιητών και ποιητριών που πληρώνουν για την έκδοση των ποιημάτων τους εκδοτικούς οίκους που έχουν στήσει ωραίες και επικερδείς φάμπρικες. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, του αυτόματου μεταφραστή στα αγγλικά είναι: «Ιf we had the word, we would have the language, we would not need the weapons», ενώ στα ελληνικά: «Εάν είχαμε τη λέξη, θα είχαμε τη γλώσσα, δεν θα χρειαζόμασταν τα όπλα». Ναι, η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματική, όσον αφορά τη διττή σημασία κάποιων λέξεων, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταφράζει σωστά, διότι έτσι είναι προγραμματισμένη, τη φράση «Am Anfang war das Wort». Μάλλον κανείς δεν μπήκε στον κόπο να αναζητήσει τη φράση της Μπάχμαν στο πρωτότυπο και φαίνεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτή την έκδοση μπορούν να ισχυριστούν ότι κατάλαβαν κάτι από την πρόταση «Εάν είχαμε τη λέξη, […] εάν είχαμε τη γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και στη λανθασμένη αγγλική μετάφραση της Γκάρμαν ο αγγλόφωνος αναγνώστης διαβάζει «Εάν είχαμε τον λόγο, […] εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη τα όπλα», πρόταση που μπορεί να πει κανείς ότι έχει ασφαλώς ένα νόημα.

Βέβαια και για τον τίτλο μιας ολόκληρης ποιητικής συλλογής που περιλαμβάνεται στην έκδοση φαίνεται ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, αφού ο γερμανικός πρωτότυπος τίτλος της συλλογής και του ομώνυμου ποιήματος Die gestundete Zeit μεταφράστηκε Ο δανεισμένος χρόνος από τον αγγλικό μεταφρασμένο τίτλο Borrowed Time, που αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο της Γκάρμαν, και όχι Ο παρατεταμένος χρόνος όπως θα έπρεπε από τα γερμανικά.
Και ας περάσουμε στη μετάφραση απάντων των ποιημάτων από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, αρχίζοντας από το ποίημα «Ο ΔΑΝΕΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ», το οποίο αρχίζει ως εξής:

«Έρχονται πιο σκληρές μέρες. / Ο με ανάκληση δανεισμένος χρόνος / διαφαίνεται στον ορίζοντα. / Σύντομα θα πρέπει να δέσεις το παπούτσι / και να κυνηγήσεις πίσω τα σκυλιά στις αυλές τις [sic] στρατιωτικής πορείας» (σελ. 61).

Δεν μπορώ να φανταστώ τι καταλαβαίνει κανείς από τον στίχο «Ο με ανάκληση δανεισμένος χρόνος». Ο συγκεκριμένος στίχος στα γερμανικά είναι: «Die auf Widerruf gestundete Zeit», δηλαδή «Ο παρατεταμένος μέχρι ανακλήσεως χρόνος». Επίσης δεν ξέρω αν λέει κανείς στα ελληνικά «δένω το παπούτσι (μου)», στα γερμανικά πάντως λέγεται «den Schuh schnüren» όπως λέμε «δένω τα κορδόνια (του παπουτσιού) μου». Όσο για τις «αυλές τις στρατιωτικής πορείας», το εκ παραδρομής τυπογραφικό λάθος που διέφυγε και της επιμελήτριας-διορθώτριας είναι το λιγότερο. «Marschhöfe» γράφει η Μπάχμαν και δεν χρειάζεται παρά κοινός νους, για να καταλάβει κανείς ότι το πρώτο συνθετικό της λέξης δεν μπορεί να είναι το αρσενικό ουσιαστικό «der Marsch» αλλά το θηλυκό ουσιαστικό «die Marsch» («βαλτότοπος») και το δεύτερο συνθετικό «Hof» μάλλον δεν είναι «η αυλή» αλλά «το αγρόκτημα».

Ένα άλλο ποίημα με τον τίτλο «Entfremdung», δηλαδή «Αποξένωση», έχει μεταφραστεί «ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ» (σελ. 34), σαν να είχε δηλαδή τον τίτλο «Selbstentfremdung», χωρίς προφανώς να προκαλέσει καμία απορία σε κανέναν η ασυμφωνία με το περιεχόμενό του, στο οποίο διαβάζουμε μεταξύ άλλων: 

«Χορταίνω πριν τον χρόνο / κι έχω μια πείνα να τον γευτώ», που στο πρωτότυπο είναι: «Ich bin satt vor der Zeit / und hungre nach ihr», που θα μπορούσε να μεταφραστεί κάπως έτσι: «Έχω μπουχτίσει τον χρόνο / και τον ζητάω πεινασμένη». 

Για να κλείσει τελικά το ποίημα με τον φλύαρο, για ακατανόητους λόγους, στίχο:

«Αδυνατώ πια να δω μονοπάτι, όταν βλέπω μονοπάτι (μπροστά μου)». Ενώ ο λιτός στίχος της Μπάχμαν είναι: «Ich kann in keinem Weg mehr einen Weg sehen», κατά λέξη «Δεν μπορώ σε κανέναν δρόμο πια δρόμο να βλέπω» και θα έπρεπε να μεταφραστεί: «Σε κανέναν δρόμο πια δρόμο δεν βλέπω». Η δε παρένθεση, που εμφανίζεται και σε έναν άλλο στίχο του ποιήματος αυτού, «Ούτε καν (σε) χορταίνουν», μοιάζει να έχει ξεχαστεί από τη μεταφράστρια και κατά πάσα πιθανότητα δήλωνε μια εναλλακτική πρόταση κατά τη μεταφραστική της εργασία, να χρησιμοποιήσει ή να μη χρησιμοποιήσει τελικά αυτά που έγραψε εντός παρενθέσεως. 

Η αλήθεια είναι ότι όποιο ποίημα και να διαβάσει κανείς, θα βρει παρανοήσεις, λάθη, αστοχίες ή κακές μεταφραστικές επιλογές, γιατί η μεταφράστρια αφενός αποδεικνύεται ότι δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με το έργο της Μπάχμαν  (η μετάφραση μάλιστα πρέπει να έγινε σε χρόνο ρεκόρ) και αφετέρου φαίνεται ότι δεν έχει ιδιαίτερη άνεση στην κατανόηση της γερμανικής γλώσσας εν γένει, πόσο μάλλον της ποίησης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για λέξεις που είτε δεν χρησιμοποιούνται συχνά είτε έχουν περισσότερες από μία σημασία. 

Έτσι διαβάζουμε για παράδειγμα τον στίχο: «ένα εύκολο σπίτι από τραπουλόχαρτα» (σελ. 156),  ο οποίος στο πρωτότυπο είναι: «ein leichtes Kartenhaus», γιατί το επίθετο «leicht» εκτός από «ελαφρύς» σημαίνει και «εύκολος». Επιπλέον, στο ίδιο ποίημα θα μεταφραστεί πάλι ως «τραπουλόχαρτο» [και όχι ως «χαρτί»] το «Blatt» του πρωτοτύπου στον στίχο: «Μείνε, για να τραβήξεις το τραπουλόχαρτο». 

Θα σταθώ λίγο στα δύο παραπάνω λάθη, για να πω ότι πέρα από τη μεταφράστρια που έκανε αυτά τα λάθη, ευθύνεται και η Μαρίλια Λυκάκη, επιμελήτρια-διορθώτρια της έκδοσης, γιατί και είναι πολύ απλό να φανταστεί κανείς ότι «ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα» δεν μπορεί να είναι «εύκολο» αλλά και να επισημάνει ότι στα ελληνικά δεν συνηθίζουμε να λέμε «τράβηξε ένα τραπουλόχαρτο», επισήμανση που ενδεχομένως να έσωζε τρόπον τινά τη μεταφράστρια από την αστοχία της επανάληψης. Παρ’ όλ’ αυτά μια απλή επιμέλεια-διόρθωση της συγκεκριμένης μετάφρασης, δηλαδή μια επιμέλεια των ελληνικών και μια τυπογραφική διόρθωση, δεν θα έσωζε αυτή την έκδοση. 

Απόδειξη το ποίημα «ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ» (σελ. 158-159), το οποίο αποτελεί πραγματικά παράδειγμα χείριστης μετάφρασης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί άκρως ευεργετικά σε μαθήματα μετάφρασης, αφού συγκεντρώνει όλα όσα δεν πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής. Ο τίτλος κατ’ αρχάς «An die Sonne», που δεν μπορεί παρά να θυμίζει το «An die Freude» του Φρίντριχ Σίλλερ θα έπρεπε να μεταφραστεί «Στον ήλιο» (ή ακόμα και «Ωδή στον ήλιο»). Πέραν τούτου, η μεταφράστρια σε αυτό το ποίημα, είτε από επιπόλαιη ή βιαστική ανάγνωση είτε από κακή μεταφραστική επιλογή, βάζει σε κάποιες στροφές του αυθαίρετα το ποιητικό εγώ να απευθύνεται στον ήλιο στο δεύτερο πρόσωπο ενικού, ενώ η Μπάχμαν χρησιμοποιεί πάντοτε το τρίτο πρόσωπο, όταν μιλά για τον ήλιο. Έτσι όμως προκαλείται μια ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στον αναγνώστη, αφού σε κάποιους στίχους η Μπάχμαν χρησιμοποιεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, όταν το ποιητικό εγώ απευθύνεται σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Διαβάζουμε στη δεύτερη στροφή: 

«Όμορφε ήλιε, που ανατέλλεις, το έργο σου δεν λησμόνησες / Και ολοκληρώνεις, πιο όμορφα τα καλοκαίρια, όταν μια ημέρα / Εξατμίζεται στις ακτές και χωρίς δύναμη τα ιστία σε αντικατοπτρισμό / Ταξιδεύουν πάνω από το μάτι σου, μέχρι που κουράζεσαι και το τελευταίο μειώνεις».

Και στην τέταρτη στροφή μεταφράζει η Χ. Π. Γραμματικοπούλου: 

«Όμορφο φως, που μας κρατάς ζεστούς, μας φυλάς και υπέροχα μας φροντίζεις, / Είθε να σε συναντήσω πάλι και είθε να σε ξαναδώ!» 

Σ’ αυτή την τέταρτη στροφή είναι σαφές ότι η μεταφράστρια αδυνατεί να κατανοήσει ακόμα και απλές δομές της γερμανικής γλώσσας. Το πρωτότυπο έχει ως εξής: 

«Schönes Licht, das uns warm hält, bewahrt und wunderbar sorgt, / Dass ich wieder sehe und  dass ich dich wiederseh!»

Δηλαδή: 

«Ωραίο φως, που ζεστούς μας κρατά, μας φυλάει και θαυμάσια φροντίζει / Να βλέπω πάλι εγώ κι εσένα να βλέπω πάλι!»

Στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε επίσης το ακατανόητο: «Δίχως ήλιο και η τέχνη ξαναπιάνει το πέπλο» μια κατά λέξη μετάφραση του στίχου «Ohne die Sonne nimmt auch die Kunst wieder den Schleier». Η έκφραση «den Schleier nehmen» είναι μια λόγια έκφραση που σημαίνει «γίνομαι μοναχή», δηλαδή «Δίχως τον ήλιο και η τέχνη ακόμα περιβάλλεται πάλι το μοναχικό σχήμα».

Ο στίχος «Und das Kleid, das du angetan hast. Und dein Kleid, glockig und blau!» έχει μεταφραστεί και πάλι ακατανόητα: «Και το φόρεμα, που γοήτευσες. Και το δικό σου φόρεμα, κοίλο και μπλε!», διαβάζοντας αδικαιολόγητα το «das du angetan hast» σαν να έγραφε «dem du es angetan hast» και επιλέγοντας το «κοίλο» για το επίθετο «glockig», που προέρχεται από το ουσιαστικό «Glocke» («καμπάνα»), αντί «Και το φουστάνι πού ’χεις φορέσει εσύ. Και το δικό σου το φουστάνι, σαν καμπάνα και γαλάζιο!» 

Για κάποιες λέξεις φυσικά δεν υπάρχει σωστό ή λάθος και η επιλογή εξαρτάται από το γλωσσικό αισθητήριο του καθενός. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι λάθος το «μπλε» για το γερμανικό «blau», που επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε διάφορα ποιήματα της έκδοσης. Ωστόσο «blau» στα γερμανικά είναι επίσης και το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας και των ματιών. Βάσει γλωσσικού αισθητηρίου επίσης θεωρώ ότι θα επιλέξει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια αν τη λέξη «Orden» στον στίχο «Schöner als die Sterne, die berühmten Orden der Nacht» θα τη μεταφράσει «παράσημα» ή «τάγματα» αν δηλαδή η Μπάχμαν λέει: «Ομορφότερος από τα αστέρια, τα περίφημα παράσημα της νύχτας», όπως έχει μεταφράσει η Χ. Π. Γραμματικοπούλου, ή αν η Μπάχμαν αποκαλεί τα αστέρια «φημισμένα τάγματα της νύχτας». Παρενθετικά αναφέρω ότι η λέξη που έχει μεταφραστεί ως «παράσημο» στο ποίημα «ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ» (σελ. 73) στο πρωτότυπο δεν είναι «Orden» αλλά «Auszeichnung», δηλαδή «διάκριση». 

Το ποίημα «An die Sonne» κλείνει με τη συγκλονιστική στροφή: 

«Schöne Sonne, der vom Staub noch die größte Bewunderung gebührt, / Drum werde ich nicht  wegen dem Mond und den Sternen und nicht, / Weil die Nacht mit Kometen prahlt und in mir einen Narren sucht, / Sondern deinetwegen und bald endlos und wie um nichts sonst / Klage führen über den unabwendbaren Verlust meiner Augen».

Η οποία έχει μεταφραστεί ως εξής, αφήνοντας απορίες και συγκεντρώνοντας παρανοήσεις, αστοχίες και εσφαλμένες επιλογές: 

«Όμορφε ήλιε, που σου αρμόζει ακόμα μεγαλύτερος θαυμασμός κι απ’ ό,τι στη σκόνη, / Για  τούτο όχι για λογαριασμό του φεγγαριού και των άστρων και όχι, / Γιατί η νύχτα καυχιέται με  τους κομήτες και με θεωρεί ηλίθιο, / Αλλά για σένα και σύντομα σχεδόν ατέλειωτα και όσο για τίποτε άλλο / Θα κάνω καταγγελία για την αναπόφευκτη απώλεια των ματιών μου».

Αντί, για παράδειγμα: 

«Ωραίος ήλιος, που κι απ’ τη σκόνη ακόμα ο μέγιστος ο θαυμασμός του αξίζει, / Γι’ αυτό κι εμένα όχι για τη σελήνη και τ’ αστέρια κι όχι / Γιατί η νύχτα κομπάζει με κομήτες και μέσα μου αναζητά έναν τρελό, / Αλλά για σένα και σε λίγο δίχως τελειωμό κι όπως για τίποτ’ άλλο / θα με πάρει το παράπονο για την αναπότρεπτη απώλεια των ματιών μου».

Την προχειρότητα της όλης έκδοσης αποδεικνύει περίτρανα και το ποίημα «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕ» (σελ. 95-96). Το πρωτότυπο ποίημα, «Das Spiel ist aus» αποτελείται από 9 στροφές αλλά η ελληνική κακή μετάφρασή του είναι πιο πληθωρική και μας προσφέρει 10. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια δημιουργική συμπλήρωση του ποιήματος. Απλώς η 2η στροφή του μεταφρασμένου ποιήματος αποτελείται από τους 2 πρώτους στίχους και τους 2 τελευταίους στίχους της 2ης και 3ης στροφής αντίστοιχα του γερμανικού πρωτοτύπου. Στη συνέχεια ακολουθούν οι στροφές κανονικά ως 3η η 2η, ως 4η η 3η κ.ο.κ. Ως δείγμα της κακής μετάφρασης ας αναφερθεί μόνο ο πρώτος στίχος: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πότε θα μας χτίσουμε σχεδία», ο οποίος στο πρωτότυπο είναι: «Mein lieber Bruder, wann bauen wir uns ein Floß». Ναι, στα γερμανικά χρησιμοποιείται το αυτοπαθές ρήμα «sich etwas bauen»,το οποίο όπως πολλά αυτοπαθή γερμανικά ρήματα πρέπει να μεταφραστεί χωρίς να αναφερθεί η αντωνυμία «μας», δεν λέμε στα ελληνικά «θα μας πάρουμε αυτοκίνητο». Πέραν τούτου το ρήμα «bauen» δεν σημαίνει μόνο «χτίζω», σημαίνει και «φτιάχνω». Πολύ απλά δηλαδή: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πότε θα φτιάξουμε μια σχεδία». 

Πολλά ακόμα μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτή την πολύ κακή έκδοση αλλά απαιτείται πολύς χρόνος και χώρος για να επισημανθούν και να αναφερθούν. Η λανθασμένη στίξη, κυρίως τα λάθος κόμματα στα ελληνικά, κόμματα που στα γερμανικά είναι απαραίτητα, ανήκουν σε αυτά τα πολλά. Η αδικαιολόγητη, κατά φαντασίαν μόνο ποιητική, μεταφορά του ρήματος στο τέλος της πρότασης, όπως στο γερμανικό πρωτότυπο, όπου το επιβάλλουν οι κανόνες της γερμανικής σύνταξης, είναι ένα άλλο. Η αδικαιολόγητη χρήση λέξεων που είθισται να θεωρούνται ποιητικές είναι επίσης ένα άλλο θέμα. Η απουσία σχολιασμού, ο οποίος κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται σε μια έκδοση απάντων ποιημάτων μιας ξενόγλωσσης ποιήτριας, και μια ουσιαστική εισαγωγή, γραμμένη για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, είναι πάλι ένα άλλο θέμα.
Ως τελευταίο παράδειγμα κάτι πραγματικά γελοίο. Στην Εισαγωγή, στο σημείο όπου γίνεται λόγος για τη σχέση της Μπάχμαν με τον Πάουλ Τσέλαν αναφέρεται το ποίημά της «Ρητό σκοτάδι» και οι στίχοι του «Κι εγώ δεν ανήκω σ’ εσένα. / Και οι δυο μας τώρα θρηνούμε» (σελ. 13). Όσο και να αναζητήσει ο αναγνώστης αυτό το ποίημα στα περιεχόμενα της έκδοσης, δεν θα το βρει. Αν δεν είναι πολύ προσεκτικός αναγνώστης, θα πιστέψει ότι η έκδοση είναι ελλιπής. Αν είναι όμως προσεκτικός αναγνώστης, κάποια στιγμή θα διαβάσει τους στίχους: «Κι εγώ δεν σου ανήκω, δεν σ’ ακούω. / Και οι δύο οδυρόμαστε τώρα» (σελ. 56). Αν έχει καλή μνήμη, θα αναρωτηθεί: «Λες;» Θα ξαναδιαβάσει τον τίτλο του ποιήματος που διαβάζει εκείνη τη στιγμή και θα διαβάσει «ΜΕΛΑΝΑ ΝΑ ΠΩ». Δικαιολογημένα ίσως αναφωνήσει «Εύρηκα!» Το ποίημα «Dunkles zu sagen» της Μπάχμαν κακοποιήθηκε διπλά: τη μια έγινε «Ρητό σκοτάδι» από τα αγγλικά στο κείμενο της Γκάρμαν, όπου ήταν «Darkness Spoken», και την άλλη «ΜΕΛΑΝΑ ΝΑ ΠΩ» από τον ακατανόητα μεταφρασμένο στίχο «ξέρω μόνο μελανά να πω». Πάντως, στη βιβλιονέτ εύκολα βρίσκεις μια παλιά έκδοση: Ingeborg Bachmann, Να λέω λόγια σκοτεινά, μετάφραση: Ντάντη Σιδέρη-Speck, Εκδόσεις Νεφέλη, 2007.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γι’ αυτήν την τόσο κακή έκδοση πάνω από όλους ευθύνεται ο εκδότης, ο οποίος, αφού πρώτα ανέθεσε ένα τόσο σημαντικό μεταφραστικό έργο σε μια ποιήτρια του εκδοτικού του οίκου αλλά άπειρη και δυστυχώς ανεπαρκή μεταφράστρια, πήρε στη συνέχεια στα χέρια του τα μεταφρασμένα ποιήματα, τα διάβασε και έκρινε ότι είναι κατάλληλα να εκδοθούν. Δυστυχώς η έκδοση πραγματοποιήθηκε με επιχορήγηση της μετάφρασης από το Ινστιτούτο Γκαίτε, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιχορηγήσεις των υπό έκδοση μεταφράσεων εγκρίνονται χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν κάποιο δείγμα μετάφρασης. 

Θα πρέπει να ομολογήσω δύο πράγματα: Πρώτον, αφορμή για τη συγγραφή αυτής της κριτικής, η οποία είναι η πρώτη που γράφω και δημοσιοποιώ, στάθηκε μια άλλη κριτική για αυτή την έκδοση απάντων των ποιημάτων της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, η οποία δημοσιεύθηκε στη bookpress.gr στις 5 Αυγούστου 2020 και την οποία υπέγραφε η πεζογράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια Διώνη Δημητριάδου, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Στην πρόσφατη έκδοση των ποιημάτων της, στη σημαντική για τα ποιητικά πράγματα σειρά των εκδόσεων Βακχικόν "Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο" σε προσεγμένη καλή μετάφραση από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου [...]». Δεύτερον, η φωτογραφία που επιλέχθηκε για εξώφυλλο της έκδοσης είναι εξαιρετική.

Στην ίδια σειρά των εκδόσεων Βακχικόν εκδόθηκαν τον Νοέμβριο του 2019 Άπαντα τα ποιήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε μετάφραση Χριστίνας Παναγιώτας Γραμματικοπούλου (σελ. 65-208, 243-252, 271-305) και Ιωάννας Διαμαντοπούλου (σελ. 25-64, 209-242, 253-270, 306-428), «Με την υποστήριξη της Ομοσπονδίας της Καγκελαρίας της Αυστρίας» [sic].







Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, Άπαντα τα ποιήματα
Μετάφραση: Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου
Εκδόσεις Βακχικόν, Ιούνιος 2020



Η παραπάνω κριτική δημοσιεύθηκε πρώτη φορά εδώ.

Thomas Bernhard, Γεγονότα

Foto by Alexandros Kypriotis

Ο ΕΠΙΖΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ: Κατά το τέλος του πολέμου ανοίγονται και στα δυο βουνά της πόλης στοές, στις οποίες εισρέουν οι άνθρωποι, επειδή απειλούνται με αφανισμό. Μόνο επειδή μπαίνουνε μες στις στοές, γλιτώνουνε τη ζωή τους. Αρχικά δεν τολμάνε να βγούνε στο φως της μέρας. Μόνο διστακτικά αφήνουν εκείνους που τους φαίνονται άχρηστοι κι αδύναμοι να βγαίνουν απ’ τις πύλες, τελικά και τα παιδιά, και τ’ απόγευμα φεύγουνε όλοι σιωπηλοί απ’ τις στοές, στις οποίες πολλοί από ’κείνους πέθαναν από ασφυξία, γιατί είχανε πολύ λίγο οξυγόνο. Οικειοθελώς κουβαλάνε έξω τους πεθαμένους και τους θάβουνε μπροστά στις εξόδους. Όταν όμως τώρα ο πόλεμος τελειώνει, συμβαίνει κάτι που κανένας δεν μπορεί να το καταλάβει: Δεν τις κλείνουνε τις στοές, αλλά πάνε, όπως τους έχει γίνει συνήθειο, και μπαίνουν εκεί μέσα. Κάθε μέρα την ίδια ώρα. Όσο ζούνε θα πηγαίνουνε στις στοές.

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης 

 



Το παραπάνω κείμενο είναι το τριακοστό πρώτο κείμενο που κλείνει το βιβλίο του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989) Γεγονότα (Εκδόσεις Εξάντας, 2019). 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται: «Στα τριάντα ένα σύντομα αυτοτελή κείμενα που συνθέτουν τα Γεγονότα ο Τόμας Μπέρνχαρντ αφηγείται αποστασιοποιημένα και κυνικά τριάντα μία αληθοφανείς ιστορίες, που ακροβατούν μεταξύ αστυνομικών χρονογραφημάτων επαρχιακής εφημερίδας και εξπρεσιονιστικών ταινιών του βωβού κινηματογράφου, παρασύροντας αυτόματα τον αναγνώστη να συμπληρώσει ακούσια και συνειρμικά όσα εξιστορούνται και όσα αριστοτεχνικά έχει αποσιωπήσει αυτός ο μοναδικός στο είδος του παραμυθάς. Κάθε μεμονωμένη ιστορία, ένα δυνάμει μυθιστόρημα συμπυκνωμένο στο έπακρο, θυμίζει άλλοτε ξαφνική πτώση στο κενό και άλλοτε κατάβαση σε απύθμενα βάθη, όπου το οξυγόνο όλο και λιγοστεύει. Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή τους, το 1969, τα Γεγονότα αποδεικνύονται και σήμερα ένα εξερευνητικό ταξίδι στο σκοτεινό ανθρώπινο ασυνείδητο».

ِΔιαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.


Alfred Brendel, Ένα ποίημα

Foto by Scott Snyder


Φυσικά σε αγαπώ
είπε αφηρημένος
αφού το ξέρεις πως εγώ όλες τις γυναίκες τις αγαπώ
Αιτία επαρκής
για το ότι εκείνη στην οποία μίλησε μ' αυτόν τον τρόπο
εξ ονόματος όλων των γυναικών
άρπαξε ένα μαχαίρι
και τον άνδρα με την ευρύχωρη καρδιά
ως αντιπρόσωπο όλων των ανδρών
τον μαχαίρωσε



Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης




Ο Άλφρεντ Μπρέντελ, γεννημένος το 1931 στην Τσεχοσλοβακία, είναι Αυστριακός πιανίστας, δοκιμιογράφος και ποιητής. 
Στα Ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Μουσικοί Στοχασμοί και Αναστοχασμοί. 

Ingeborg Bachmann, Όλες τις μέρες


http://logotexnia21.blogspot.com/2018/11/ingeborg-bachmann.html



Ο πόλεμος δεν κηρύσσεται πλέον,

παρά συνεχίζεται. Το ανήκουστο

έχει γίνει καθημερινότητα. Ο ήρωας

κρατιέται από τις μάχες μακριά. Ο αδύναμος

προωθείται στις ζώνες πυρός.

Η στολή της ημέρας είναι η υπομονή,

η διάκριση το πενιχρό αστέρι

της ελπίδας πάνω από την καρδιά.



Θα απονεμηθεί,

όταν δεν θα συμβαίνει τίποτα πλέον,

όταν τα ακατάπαυστα πυρά θα σιγήσουν,

όταν ο εχθρός θα έχει γίνει αθέατος

κι ο ίσκιος του αιώνιου εξοπλισμού

θα σκεπάζει τον ουρανό.



Θα απονεμηθεί

για την εγκατάλειψη των σημαιών

για τη γενναιότητα μπροστά στον φίλο,

για την προδοσία αναξιοπρεπών μυστικών

και την απείθεια

στην καθεμία διαταγή.





Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης





Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για την Αυστριακή ποιήτρια και συγγραφέα Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν και δείτε τα βιβλία της που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.


Στη Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης το ποίημα της Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν Στον ήλιο και το απόσπασμα Θα ’ρθει μια μέρα.


Ernst Weiß, Ο αυτόπτης μάρτυρας



[...]

 

Τώρα πια ήμουν ένας πολύ αξιόπιστος λαντζέρης. Δεν έκανα αυτή τη δουλειά διαφορετικά από έναν εργοστασιακό εργάτη που δούλευε σε μηχανή, έπρεπε να συμβεί κάτι ιδιαίτερο, για να σπάσω κάτι. Πραγματικές καταστροφές στα ωραία πιατικά προκάλεσα μόλις την επόμενη άνοιξη μετά το Πάσχα, όταν στο τέταρτο εξάμηνο άρχισαν οι πρακτικές ασκήσεις στη Φυσιολογία, και μάλιστα τα πειράματα σε ζωντανά ζώα, η επονομαζόμενη ζωοτομία.

 

Ήξερα ήδη πολύ καιρό πριν τι ήταν. Μου είχε πει ο Χέλμουτ μες στη βροχή στον μικρό κήπο μας. Ήδη τότε είχα φοβηθεί τρομερά. Πολύ καιρό δεν ήθελα να δίνω το χέρι μου στον μυστικοσύμβουλο Κάιζερ (ούτε βέβαια κι εκείνος σε μένα το δικό του), επειδή σκεπτόμουν ότι το είχε βουτήξει στο αίμα των πλασμάτων που είχαν μαρτυρήσει χάριν της επιστήμης. Θα μπορούσα να είχα πει ότι αυτό βέβαια ήταν χαρακτηριστικό του επαγγέλματός μας και ότι δεν θα το γλύτωνα. Ίσως και να το είχα πει τότε αυτό και να το είχα αποδεχθεί και να είχα παρηγορηθεί ότι δεν θα είναι τόσο κακό, και ότι αφού είχα μπορέσει να κάνω νεκροτομή με ψυχική ηρεμία στο πτώμα του αδελφούλη της γεντιανής, δεν θα λιποψυχήσω μπροστά στη θέα ενός ελεεινού κόπρου. Αλλά – δεν θα περιγράψω τις λεπτομέρειες. Δεν θα πω τι είδους ήταν το πείραμα, πώς συμπεριφερόταν το ζώο και πώς οι άνθρωποι.

 

Ένα μόνο θα πω: το ιατρικό επάγγελμα ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής μου. Το μοναδικό ιδανικό μου, αν θέλετε. Αλλά αν ήξερα δυο χρόνια πριν τι συνεπάγεται αυτό, θα είχα προτιμήσει να γίνω ξεναγός ή μεταλλεργάτης ή μαραγκός να δουλεύω με καπλαμάδες. Εγώ ήθελα να κυριαρχήσω, και ήθελα να πλατύνω τις γνώσεις μου. Αλλά δεν ήθελα να κυριαρχήσω επί ενός έξυπνου ζώου που έμοιαζε στον άνθρωπο και είχε επιλεγεί τυφλά από τη «μοίρα», που μπορούσε να υποφέρει σαν άνθρωπος και ίσως μες στην κακομοιριά του ακόμη περισσότερο, διότι δεν είχε καμία ελπίδα, καμία πίστη, καμία ανάμνηση και κανένα όνειρο για τη βασιλεία των ουρανών για σκύλους.

 

Δεν ήθελα να μάθω τίποτα από ένα τέτοιο πλάσμα, δεν ήθελα να καταπραΰνω τη δίψα μου για γνώση με τους δικούς του μηχανικούς σπασμούς. Αργότερα είδα πολλούς ανθρώπους να υποφέρουν απάνθρωπα, την επόμενη χρονιά κιόλας, στο πρώτο κλινικό εξάμηνο, στα κρεβάτια των αρρώστων, στο τραπέζι για τις επιδέσεις. Αλλά έναν άνθρωπο μπορούσα να τον κάνω χίλιες φορές πιο εύκολα απ’ ό,τι ένα ζώο να υποφέρει και να ουρλιάζει, να τρίζει τα δόντια του, να γυρίζουν τα μάτια του και να τον λούζει σύγκορμο κρύος ιδρώτας, διότι εγώ δεν ευθυνόμουν για τους πόνους του. Ίσως δεν μπορούσα να τον βοηθήσω ακόμη, ήμουν ο φιλομαθής αυτόπτης μάρτυρας. Δεν είχα όμως καμία ευθύνη, δεν είχα καμία πρόθεση. Στα πάθη όμως του σκύλου ή σ’ εκείνα της ακόμη πιο αξιοθρήνητης γάτας, που, επειδή είναι πιο πεισματάρα, χτυπιέται ακόμη πιο τρομακτικά, και που ουρλιάζει ακόμη πιο απελπισμένα, επειδή είναι πιο έξυπνη, εκεί την έπιανε την καρδιά μου φρίκη. Δεν ήθελα να επωφεληθώ από εκείνο το μάθημα. Μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό; Ανώφελη ερώτηση. Η φρίκη ήταν πιο δυνατή από τη λογική, ήταν η παλιά σύνθλιψη που με κατέλαβε. Ήταν μια καρδιά, που εδώ πάνω στο τραπέζι δούλευε αποκαλυμμένη όπως η δική μου, ένας πνεύμονας, που ανέπνεε όπως ο δικός μου, και με εξόργιζε βαθύτατα που ήταν ακριβώς αυτή η ομοιότητα με τον άνθρωπο, η συγγένεια του πολιτισμένου ανθρώπου με τα από αμνημονεύτων χρόνων απαράλλαχτα ακόμη πρωτόγονα ζώα, που εξαιτίας της κατέληγε το κακόμοιρο το πλάσμα να έχει αυτή τη μοίρα. Εκτός εαυτού από τον τρόμο και τη ντροπή αναρωτιόμουν ποιος ήταν ο κτηνώδης, ο άνθρωπος ή το κτήνος. Ξαφνικά θυμήθηκα το όνειρο με την καταματωμένη Κατίνκα, και μ’ έπιασε τρόμος για ’κείνη. Χλομός σαν πτώμα, με τα γόνατά μου να τρέμουν, βγήκα στον διάδρομο, περίμενα να τελειώσει το μάθημα, πήρα το καπέλο μου και όλο το απόγευμα περιφερόμουν στην πόλη. Το βράδυ πήγα στη δουλειά στο ξενοδοχείο. Έσπαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Όμως τα χέρια μου δεν έτρεμαν, ήταν λες και μου τα κινούσε ο διάβολος τα χέρια. Τότε για πρώτη φορά πίστεψα στην ύπαρξη του Σατανά, κατάλαβα ότι η μέχρι τότε εικόνα μου για τον κόσμο παραήταν «χαριτωμένη», ότι πολλά δεν είχα δει, επειδή δεν ήθελα να τα δω. Μέσα σ’ όλη τη δυστυχία μου η μυρωδιά του λίπους και του «αρπαγμένου» ζαρκαδιού, που με είχε αφήσει για πολύ καιρό, κόλλησε τώρα εκ νέου πάνω μου. Δεν με άφηνε, και ήταν μια κολασμένη ημέρα. Σκέφθηκα να πάω στο σπίτι μου, να βρω καταφύγιο στη μητέρα μου, να της εμπιστευθώ τα πάντα. Αλλά την ντρεπόμουν. Είχα αποφασίσει να γίνω Σπαρτιάτης, και δεν μπορούσα καν ν’ αντέξω θαρραλέα αυτό που οι συμφοιτητές μου παρακολουθούσαν ήρεμοι, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα και τα μάτια γεμάτα ψυχρή δίψα για γνώση και – περιέργεια. Ή μήπως να εμπιστευόμουν τον μυστικοσύμβουλο; Εκείνον, που από προσωπική φιλοδοξία, για να κάνει μία έρευνα που θα προκαλούσε αίσθηση και για να γίνει στα μάτια μιας από τις χαζές γυναίκες του φημισμένος άνδρας, όταν θα έπαιρνε κάποιο επιστημονικό βραβείο, κάποια υψηλή τιμητική διάκριση, είχε θυσιάσει –μάταια, καθώς φαινόταν– εκατόμβες ζώων;

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

 

 

http://www.biblionet.gr/book/224003/Weiss,_Ernst/%CE%9F_%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C%CF%80%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%BC%CE%AC%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%B1%CF%82

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα του Αυστριακού γιατρού και συγγραφέα Ερνστ Βάις (1882-1940) Ο αυτόπτης μάρτυρας που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2017 από τις εκδόσεις Σκαρίφημα. Αυτό είναι το πρώτο έργο του Βάις που κυκλοφορεί στα Ελληνικά.  

Ο συγγραφέας έγραφε για αυτό το τελευταίο του μυθιστόρημα από το Παρίσι, όπου ήταν αυτοεξόριστος, σε έναν επίσης αυτοεξόριστο φίλο του στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1939: «Πρόκειται, όπως σας έχω ήδη μάλλον πει, για ένα μυθιστόρημα με γιατρούς (της Ψυχιατρικής), στο οποίο παίζει κάποιον ρόλο ο Χίτλερ· δεν είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά κατά κάποιον τρόπο περιστρέφεται γύρω απ' αυτόν. Δύσκολα νομίζω ένας εκδοτικός οίκος εδώ ή στην Ολλανδία θα βρει το θάρρος να βγάλει κάτι τέτοιο».
Ο αυτόπτης μάρτυρας εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1963, είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση λόγω της διεισδυτικής ματιάς του Ερνστ Βάις στην ανθρώπινη φύση και στο φαινόμενο της γέννησης, της ανόδου και της επικράτησης του ναζισμού.

 

 

 


Stefan Zweig, Σκακιστική νουβέλα

[Θεατρική διασκευή - αποσπάσματα]

Γιάννης Νταλιάνης, Photo by VDouros

Α΄ μέρος

[…]

-Τι ήταν αυτό;

-Τα φλας των δημοσιογράφων.

- Αυτό μας έλειπε. Ποιον φωτογραφίζουν;

- Τον Τσέντοβιτς.

- Ποιον;

- Τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Το νέο παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι.

- Α, μπα; Διάνοια;

- Αμφιλεγόμενη. Λένε πως δεν ξέρει καν να διαβάζει. Δεν έχει καμία πνευματική ικανότητα, μόνο το σκάκι.

- Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;

- Κι όμως. Το γράφουν κι οι εφημερίδες. Ο αγράμματος Σλάβος, έτσι τον αποκαλούν.

-Ναι, καλά τώρα… Οι εφημερίδες. Αυτές δεν αποκαλούν κάποιον άλλο σωτήρα της Γερμανίας και άστρο την νέας εποχής; Ο Σλάβος τους πείραξε τους Αρίους; Γι’ αυτό σας λέω, φίλε μου. Μακριά από την Αυστρία, μακριά από την Ευρώπη. Όχι Αργεντινή. Ακόμα πιο μακριά. […]

Σκέφτομαι να τον πλησιάσω και να τον γνωρίσω από κοντά. Βρήκα τι θα κάνω 12 μέρες στο πλοίο. Δύσκολο; Γιατί; Δεν αφήνει κανένα να τον πλησιάσει; Εγώ θα βρω τον τρόπο. Στοίχημα!

 

[…]

 

Την άλλη μέρα, πολύ πριν τις τρεις, είχαμε μαζευτεί όλοι στο σαλόνι για να παρακολουθήσουμε το παιχνίδι. Στο κέντρο φυσικά ο Μακ Κόνορ, ο χορηγός μας. Εγώ είχα καθίσει λίγο παράμερα γιατί μ’ ενοχλεί ο καπνός και γιατί είχα αρχίσει να χάνω το ενδιαφέρον μου για τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Δεν έχει νόημα να περιγράψω αυτή την παρτίδα. Χάσαμε σε 24 κινήσεις. Αυτό δε μας ενόχλησε, είναι φυσικό να χάνεις από έναν πρωταθλητή. Αυτό που μας ενόχλησε ήταν το ύφος του. Η αλαζονεία του. Δε μας έριξε ούτε μια ματιά. Σα να ήμασταν άψυχα ξύλινα πιόνια. Μόνο μια λέξη βγήκε από το στόμα του στο τέλος της παρτίδας, ματ, και μετά πρόσθεσε one more game? Προφανώς ήθελε άλλα 250 δολάρια.

 

[…]

 

Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος επιβάτης; Ένας άγγελος εξ’ ουρανού που ήρθε να μας βοηθήσει στην πιο κρίσιμη στιγμή; […] A game with an amateur is a game with an amateur. Ερασιτέχνης; Ερασιτέχνης ένας άνθρωπος που είχε σχεδόν νικήσει τον πρωταθλητή; Τι μοναδική αντίθεση! Από τη μια η έπαρση και από την άλλη η ταπεινότητα ενός ανθρώπου με εξαιρετικές ικανότητες. Όλοι εμείς οι φιλήσυχοι ταξιδιώτες είχαμε κυριευτεί από μια άγρια φιλοπόλεμη διάθεση. Θέλαμε οπωσδήποτε να πάρουμε εκδίκηση, να πάρουμε τη ρεβάνς. Θέλαμε να τον δούμε να χάνει τις δάφνες του πάνω στο καράβι μας, στη μέση του ωκεανού. Πρέπει να καταφέρουμε κάτι εναντίον του. Η παρτίδα πρέπει να γίνει. Πρέπει οπωσδήποτε να πείσουμε τον άγνωστο να παίξει. Να παίξει για μας. Για το κοινό καλό, για όλους μας. Μια καινούρια παρτίδα. Μια παρτίδα για την πατρίδα!

 

Β΄ μέρος

Τον βρήκα να κάθεται έξω από την καμπίνα του ξαπλωμένο σε μία σαιζλόνγκ και να διαβάζει ένα βιβλίο. Ήταν χλωμός, υπερβολικά χλωμός. Τα μαλλιά του έμοιαζαν να έχουν ασπρίσει μέσα σε μια νύχτα. Τον πλησίασα αμέσως και τον παρακάλεσα να δεχτεί να παίξει για μας μια παρτίδα σκάκι. Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα του, άφησε το βιβλίο του, μου συστήθηκε πολύ ευγενικά «Δρ… Μπι», πλησίασε προς την κουπαστή και κοίταξε πέρα, μακριά στον ωκεανό.

-Όχι όχι δεν ξέρω σκάκι, δεν παίζω σκάκι. Έχω να παίξω σκάκι από το σχολείο.

Αυτό που συνέβη πριν είναι τυχαίο, εντελώς – πρωταθλητή είπατε; Παγκόσμιο πρωταθλητή; Μα εγώ έχω να αγγίξω πραγματική σκακιέρα πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Όλα αυτά που σας λέω δεν είναι επίδειξη μετριοφροσύνης. Ασχολήθηκα με το σκάκι. Αλλά εντελώς θεωρητικά και κάτω από εξαιρετικές συνθήκες. Μείνετε λίγο. Μείνετε –θα πιείτε κάτι;

 

[…]

 

Μη νομίζετε τώρα ότι θα σας μιλήσω για στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όχι. Μου επεφύλασσαν μια πολύ πιο λεπτή μεταχείριση. Με οδήγησαν σ’ ένα ξενοδοχείο. Το Μετροπόλ.

 

[…]

 

Η πόρτα ήταν συνέχεια κλειδωμένη. Και το ρολόι μου; Πού είναι το ρολόι μου; Μου το πήραν για να μην μπορώ να βλέπω την ώρα. Το ίδιο και το μολύβι μου, για να μην μπορώ να γράφω. Έχουν δημιουργήσει γύρω μου το τίποτα, το κενό. Ο φρουρός που μου φέρνει το φαγητό μου δεν επιτρέπεται να μου μιλήσει. Δεν ακούω καμιά ανθρώπινη φωνή. Δεν βλέπω κανέναν άνθρωπο. Τίποτα, τίποτα. Μόνο αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Το ίδιο τραπέζι, την ίδια ταπετσαρία, την ίδια πολυθρόνα. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω. Τίποτα να ακούσω. Τίποτα να δω. Περίμενα μήπως συμβεί κάτι, αλλά τίποτα. Βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο και μαζί βημάτιζαν και οι σκέψεις μου. Γιατί και οι σκέψεις, όσο άυλες κι αν είναι, δεν μπορούν να αντέξουν το τίποτα, έχουν ανάγκη από μια αλλαγή, από κάτι καινούριο. Ν’ αλλάξει, ας πούμε, θέση αυτή η καρέκλα!

 

[…]

 

Ένα βιβλίο! Κλέψε το βιβλίο! Τι; Κλέψε το βιβλίο! Τι; Κλέψε το βιβλίο! Κλέψ’ το! Φρουρέ, κουράστηκα τόση ώρα όρθιος εδώ πέρα, πότε θα με πάρουνε; Έρχομαι! Ευτυχώς εκείνη την ημέρα η ανάκριση δεν κράτησε πολύ. Κι έτσι μπόρεσα με πολύ προσεκτικές κινήσεις να γυρίσω στο δωμάτιό μου με το βιβλίο σώο και αβλαβές. Τώρα θα νομίζετε ότι το άνοιξα αμέσως και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Όχι. Όχι, όχι, όχι, όχι. Ήθελα να απολαύσω όσο γίνεται περισσότερο την παρουσία του στο δωμάτιό μου. Λοιπόν. Τι βιβλίο είναι; Τι βιβλίο θέλω να είναι; Πρώτα απ’ όλα θέλω να είναι ένα πολύ πυκνογραμμένο βιβλίο. Με πολλές λεπτές σελίδες. Επίσης, δε θέλω να είναι τίποτα εύπεπτο, αλλά να απαιτεί μεγάλη πνευματική προσπάθεια από τον αναγνώστη. Να είναι ποίηση! Γκαίτε! Ή μάλλον, Όμηρος. Αυτό είναι, Όμηρος! Η Ιλιάδα. Όχι, η Οδύσσεια. Και τα δύο! Σε έναν τόμο! Θεϊκός οιωνός: 27 Ιουλίου, βρέχει και ο Όμηρος έρχεται στο δωμάτιό μου. (Σηκώνει το βιβλίο.) Χαίρε Όμηρε! (Κοιτάζει τον τίτλο) Μέθοδος σκακιού;

 

[…]

 

Το σκάκι στηρίζεται στο γεγονός ότι τα λευκά αγνοούν τα σχέδια των μαύρων και προσπαθούν διαρκώς να τα μαντέψουν για να τα αντιμετωπίσουν. Το ίδιο και τα μαύρα. Το να προσπαθεί λοιπόν κανείς να παίξει εναντίον του εαυτού του είναι σα να ζητάει από το ίδιο μυαλό να ξέρει κάτι και συγχρόνως να μην το ξέρει. Αυτό είναι παράλογο. Είναι σα να προσπαθείς να πηδήξεις πάνω από τον ίσκιο σου. Δε γίνεται! Όμως το δοκίμασα.

 

[…]

 

Όταν σας είδα πριν μαζεμένους στο σαλόνι, νόμιζα ότι βλέπω κάτι εξωπραγματικό. Δυσκολεύτηκα λίγο να καταλάβω ότι αυτό το παιχνίδι που παίζατε ήταν το ίδιο που έπαιζα μόνος μου στο κελί μου. Αυτό ξύπνησε την περιέργειά μου. Ήθελα να παρακολουθήσω. Αλλά ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει. Δεν πρέπει να ξαναπαίξω ποτέ σκάκι. Ένας άνθρωπος που έχει αρρωστήσει μια φορά από μονομανία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να ξανακυλήσει. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δυσκολεύομαι να δεχτώ την πρότασή σας. Ίσως όμως… Δεν μπορώ να μείνω με την αμφιβολία. Πρέπει να διαπιστώσω αν όλο αυτόν τον καιρό στο κελί μου έπαιζα όντως σκάκι ή αν είχα αγγίξει τα όρια της τρέλλας. Γι’ αυτό θα παίξω. Αλλά μόνο μία παρτίδα. Σαν οριστικό αποχαιρετισμό.

 

Γ΄ μέρος

- One more game?

 

 

Foto-Atelier-Reich.-Copyright-Stefan-Zweig-Centre-Salzburg Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική διασκευή του βιβλίου του Αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) Σκακιστική νουβέλα, που θα παρουσιάζεται και πάλι στο Θέατρο Πορεία από τις 30 Νοεμβρίου 2015, για 6 μόνο παραστάσεις.

Η Σκακιστική νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943 στη Στοκχόλμη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη και εγκατέλειψε την Αυστρία το 1935, για να διαφύγει από τον ναζισμό. Αυτοκτόνησε με τη σύζυγό του, Λόττε, στις 23 Φεβρουαρίου 1942 στη Βραζιλία, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση της εποχής του. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Στέφαν Τσβάιχ και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

 

 

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Δραματουργική επεξεργασία - Θεατρική διασκευή: Θοδωρής Τσαπακίδης, Γιάννης Νταλιάνης, Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Σκηνοθεσία: Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Κουστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Μουσική - Ηχητικός σχεδιασμός: Σταύρος Γασπαράτος

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιφιγένεια Ντούμη

Ερμηνεύει: Γιάννης Νταλιάνης

Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών 2014 και του θεάτρου Πορεία.

 

Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τους συντελεστές της παράστασης για την άδεια δημοσίευσης των αποσπασμάτων.