Επειδή ο Χόρχε, λερωμένος, κουρασμένος, παραμονεύοντας ακόμα στην Αβενίδα Ατλάντικα, οι συναλλαγές ήταν κανονισμένες, άπλωσε το ελεύθερο χέρι του (τικ ήτανε) σ’ έναν περαστικό, σαν πεινασμένη γλώσσα ή σαν ταυτότητα της άχρηστης, επικίνδυνης ύπαρξής του, εκείνος, αντί να λοξοδρομήσει πάνω στα λεπτά μυτερά του παπούτσια, τον κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό και τον τσουβάλιασε κι αυτόν και το μικρό κουλό του: ο Μπόρχες κράτησε σφιχτά, έτσι όπως τον είχε πιασμένο, μέσα σ’ ένα περίσσεμα ανυπακοής! και λίγο μεθυσμένος από την μπίρα που είχε πιει στα γρήγορα στην μπαράκα*, τον λεχρίτη από το λεπτό μελαμψό του μπράτσο και τον οδήγησε, μετά από μια ανταλλαγή λέξεων: πώς λέγεσαι, πόσων χρονών είσαι, σχεδόν βίαια διασχίζοντας το οδόστρωμα, κατευθείαν στην είσοδο ενός σπιτιού και πέρασε τον ζόρικο νεαρό μπροστά από τον θυρωρό βάζοντάς τον μέσα στο φωτεινό ασανσέρ που γλιστρούσε στον τελευταίο όροφο.
Ο Μπόρχες, περνώντας πολλές σιδερένιες πόρτες, έσπρωξε το αγόρι μέσα στο ατελιέ του. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει (όλος ο κόσμος είχε πληροφορηθεί την παρουσία του)· ο ίδιος αφιερώθηκε στον φοβισμένο επισκέπτη του. Μιγάς, αινιγματικό, έμπειρο πρόσωπο, τα μπρατσάκια με μεγάλα χέρια γωνιώδη, τα γόνατα πληγιασμένα, καλυμμένα με κακάδι. Το κοντομάνικο μπλουζάκι κρεμόταν έξω από το παντελόνι, τα αθλητικά παπούτσια σκισμένα. Δεν ξέρεις από τρόπους, ρώτησε ο Μπόρχες και προσπέρασε την ερώτηση, έπρεπε να παραθέσει μια αιτία γι’ αυτήν. Έφαγες. Πλύσου, είπε και άνοιξε στον τύπο την πόρτα του μπάνιου και ο Χόρχε, ανασφαλής για τις προθέσεις του γέρου, έβγαλε τα ρούχα του προκλητικά αργά. Ο Μπόρχες έφτιαξε τη θερμοκρασία του νερού κι έριξε μέσα ένα αιθέριο έλαιο, που το χτύπησε να κάνει αφρό. Πλύσου, διέταξε, από την κορφή ώς τα νύχια. Ο Χόρχε ακολούθησε απρόθυμα την οδηγία, έκανε ντους με κρύο νερό κι έπρεπε να τριφτεί με μια μεγάλη απαλή πετσέτα, που του πέταξε ο κύριος πάνω στους ώμους του. Ύστερα ο Μπόρχες τού έφερε ρούχα, το γέρικο μικροκαμωμένο κορμί του ταίριαζε με του αγοριού κι εκείνο έπρεπε να χωρέσει στο παντελόνι και στο μπουφάν, παλεύοντας με τα δάκρυά του από ντροπή. Αυτές οι προετοιμασίες τού προξενούσαν δυσαρέσκεια· και για ποιο λόγο γίνονταν; Ο Μπόρχες, εντούτοις, έβαλε αυτόν, που μεμιάς είχε γίνει ντροπαλός, σ’ ένα μικρό δίχως παράθυρα δωμάτιο, έβγαλε ποτήρια και πιάτα κι ετοίμασε ένα λιτό απογευματινό, προτρέποντάς τον αυστηρά να φάει. Τότε ανακάλυψε, μέσα στη χούφτα τού Χόρχε, που άρα κατά τη διάρκεια όλων των διαδικασιών δεν την είχε ανοίξει, ένα ξυραφάκι και ο Χόρχε, πιασμένος στα πράσα, απαθής, χαμογέλασε γαλίφικα.
Εκείνη τη στιγμή έγινε σαφές στον Μπόρχες ότι δεν θα ξαπόστελνε το θήραμά του ξανά, ούτε σήμερα ούτε αύριο. Ελόγου του έπρεπε να μοιραστεί το διαμέρισμα με το τέρας. Πιάστηκαν στην παγίδα και οι δύο· εξαιτίας των αντανακλαστικών τους είχαν πέσει μέσα· αόρατος ο ένας για τον άλλον. Τους χώριζαν εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια, ήταν συγκαιρινοί. Δεν μπορούσε (σκέφτηκε με επιείκεια ο Μπόρχες) να αλλάζει κανείς διαρκώς δρόμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βγάλει τη νύχτα.
Έδειξε στον νεαρό μια θέση να κοιμηθεί και ο ίδιος πήγε να ξαπλώσει στην κάμαρά του. Ο Χόρχε υπέμενε τις αβέβαιες καταστάσεις κι έψαξε για τα πράγματά του αλλά δεν τα βρήκε στη σάλα. Σκόνταψε πάνω σε σωρούς από βιβλία, δίσκους σερβιρίσματος, σε μια ραφιέρα, πάνω στην οποία θρόιζε το ριζόχαρτο. Για ποιον λόγο ήταν εδώ; Δεν συνήθιζε να υποτάσσεται στη θέληση του οποιουδήποτε. Άλλους, μεγαλύτερους, τους κυριαρχούσε αυτό το πάθος· όταν ήταν σουρωμένοι τα πάντα ήταν αδιάφορα γι’ αυτούς, μαστουρωμένοι το έκαναν αυτό. Στην παραλία, στο πόστο 8, ένας άντρας τού πρόσφερε χρήματα, όλο και περισσότερα, μέχρι που εκείνος δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί. Ήταν ένας τρόπος να βγάζει χρήματα χωρίς να δεσμεύεται. Με κλεψιές ή με συνάλλαγμα κέρδιζε πιο μελετημένα, πιο τολμηρά τα ρέις του. Είχε κανείς τον έλεγχο της κατάστασης. –Κύλησε, μέσα στις μαλακές πιτζάμες, πάνω στο κλινάρι· έπρεπε να τις βγάλει, του ανήκαν; Άχρηστες ερωτήσεις. Ο γιακάς μύριζε απροσδιόριστα γλυκά, τέντωσε τον λαιμό του προς τα έξω. Πού να κατουρήσει; Έπρεπε να κατουρήσει. Φοβήθηκε όμως πως ο κύριος μπορεί ν’ άκουγε την αδεξιότητά του. Για λεφτά δεν είχε γίνει λόγος, τον είχε εξαπατήσει; Ελόγου του αδιαφορούσε παντελώς για το αν του την είχαν φέρει, αν τον είχαν εκμεταλλευτεί. Αύριο, το χάραμα, θ’ αποσπάσει με τη βία την έξοδό του· σκέφτηκε οργισμένος μέχρι που τον κατέβαλε ο ύπνος.
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου
* Ταβέρνα, εστιατόριο, καπηλειό (σ.τ.μ).
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την τρίτη και τελευταία ιστορία της σπονδυλωτής νουβέλας Αυτό που πραγματικά θέλουμε του Φόλκερ Μπράουν, που κυκλοφόρησε τον Μάιο από τις εκδόσεις Έναστρον σε μετάφραση Σούλας Ζαχαροπούλου. Οι τρεις ιστορίες φέρουν τους τίτλους «Αυτό που πραγματικά θέλουμε», «Έτσι έχουν τα πράγματα» και «Τι έρχεται;» και εκτυλίσσονται αντίστοιχα στην Ιταλία, τη Σιβηρία και τις φαβέλες της Βραζιλίας.
Στο «Σημείωμα της μεταφράστριας» διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Αν και οι τρεις ιστορίες διαδραματίζονται σε διαφορετικό τόπο και χρόνο συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους εάν τις δούμε υπό το πρίσμα της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης υποκειμένου-κοινωνίας. Το υποκείμενο εντάσσεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, είναι απόρροια αυτής της εξέλιξης και καλείται να δώσει τη δική του απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής του. Κοινό σημείο και των τριών ιστοριών είναι το ερώτημα αν αυτό που ζούμε είναι όντως αυτό που πραγματικά θέλουμε, αν είναι αυτό που πραγματικά αξίζει να ζούμε. Το ερώτημα τίθεται επανειλημμένως, σχεδόν βασανιστικά, και ενδεχομένως να τεθεί από τον καθένα μας μετά την ανάγνωση αυτού του μικρού αλλά ιδιαίτερα επίκαιρου και ανήσυχου βιβλίου. Στο τέλος μένει να δούμε και να αναλογιστούμε τι έρχεται…»
«Αν και οι τρεις ιστορίες διαδραματίζονται σε διαφορετικό τόπο και χρόνο συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους εάν τις δούμε υπό το πρίσμα της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης υποκειμένου-κοινωνίας. Το υποκείμενο εντάσσεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, είναι απόρροια αυτής της εξέλιξης και καλείται να δώσει τη δική του απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής του. Κοινό σημείο και των τριών ιστοριών είναι το ερώτημα αν αυτό που ζούμε είναι όντως αυτό που πραγματικά θέλουμε, αν είναι αυτό που πραγματικά αξίζει να ζούμε. Το ερώτημα τίθεται επανειλημμένως, σχεδόν βασανιστικά, και ενδεχομένως να τεθεί από τον καθένα μας μετά την ανάγνωση αυτού του μικρού αλλά ιδιαίτερα επίκαιρου και ανήσυχου βιβλίου. Στο τέλος μένει να δούμε και να αναλογιστούμε τι έρχεται…»
Από το «Σημείωμα της μεταφράστριας» αντλούμε και τις παρακάτω βιογραφικές πληροφορίες για τον Φόλκερ Μπράουν:
«Ο Φόλκερ Μπράουν γεννήθηκε στη Δρέσδη στις 7 Μαΐου τού 1939. Ο πατέρας του πέθανε τις τελευταίες ημέρες του πολέμου αφήνοντας πίσω του τους πέντε γιους και τη γυναίκα του. Ο Μπράουν μεγάλωσε μέσα στα χωράφια και στα ερείπια, όπως ο ίδιος περιγράφει στο τελευταίο του βιβλίο. Έμαθε τι είναι δουλειά, απομακρύνοντας ερείπια μετά τη λήξη του πολέμου. Αργότερα εργάστηκε σε τυπογραφείο και σε υπαίθριες και υπόγειες εξορύξεις. Οι εμπειρίες που απέκτησε εκεί είναι φανερό ότι επηρέασαν τη γλώσσα των γραπτών του. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, εποχή που ουσιαστικά ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή. Αρχικά έγινε γνωστός ως ποιητής και δραματουργός. Μαζί με τον Χάινερ Μύλλερ ανήκε στους κορυφαίους της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας [...]
Έγραψε πολλά ποιήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Tο 2015 έγραψε και το Demos, Die Griechen/Die Putzfrauen [Δήμος, οι Έλληνες/οι καθαρίστριες] που είχε ως θέμα την πολυτάραχη περίοδο του 2012-2015 στην Ελλάδα. Το θεατρικό αυτό έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ τον Απρίλιο του 2016. [...]
Στα χρόνια τής ΓΛΔ στάθηκε κριτικά απέναντι στις επιλογές του κυβερνώντος κόμματος [Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας/SED], μέλος του οποίου ήταν και ο ίδιος. Πολεμήθηκε για την κριτική του αυτή στάση, ακόμη και αν ποτέ δεν αποζήτησε τις καπιταλιστικές σχέσεις ως εναλλακτική οικονομική-πολιτική λύση. Αντιθέτως ανήκε σε εκείνους που αναζητούσαν και επεδίωκαν έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ. [...] Εξίσου κριτικά στέκεται ο συγγραφέας μέχρι σήμερα απέναντι στην αδικία και στη βαρβαρότητα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή».