Ξενοφών Κομνηνός, Η μονή των Ασωμάτων

Foto by Glattwalzwerk

[Απόσπασμα]

[...]

Μα να που σιγά σιγά πυκνώνει μέσα μου κάτι απροσδιόριστο στην αρχή, μα που όλο και παίρνει σχήμα. Όλα τούτα τα κλειστά και γνώριμα βγαίνοντας από το στόμα του σάμπως να παίρνουν ένα άλλο, ευρύχωρο, καινό νόημα μέσα σε τούτη τη στενάχωρη σήραγγα. Να πάλι εκείνο το αίσθημα που δοκίμασα την πρώτη φορά που τον άκουσα στο κελί. Να τος πάλι στριμωγμένος μέσα στους συντρόφους κι όμως σαν να ’χη ολόγυρά του ένα πλατύ αλώνι. Ό,τι ξέρει του το ’χει διδάξει το κόμμα. Πώς γίνεται τώρα και διδάσκει αυτός το κόμμα ανεπίγνωστα; Από πού έρχεται τούτο το φως που μέσα του το κόμμα φανερώνεται ξάφνου σαν γκρίζα σκιά; Ποια η πηγή του; Αίνιγμα σκοτεινό που τόσον καιρό με βασανίζει. Κάτι αμίλητο μες στα χιλιομιλημένα με κοιτάζει καταπρόσωπο κι η σιωπή του με θαμπώνει από ψηλά. Μα ποιος είσαι συ τέλος πάντων που στέκεις τόσο στέρεα σε κείνον τον μυστήριο τόπο, σε τούτη την ιλαρή, ανάλαφρη σαν μέρα καλοσύνης πάνω από θάλασσα καλοκαιριού λάμψη στα μάτια σου και μας φωτίζεις όλους εμάς και μας φανερώνεις μικρές, αξιοθρήνητες, γκρίζες φιγούρες σκυμμένες στον ζυγό της ανάγκης; Ναι τώρα το βλέπω, αν το κόμμα βούλιαζε σύψυχο, όλοι μας θα πηγαίναμε μαζί του στα βάθη, όλοι εκτός από σένα. Εσύ θα ’μενες εκεί στον αφρό. Έχεις τάξει την ζωή σου στο κόμμα, μα εσύ δεν το χρειάζεσαι, δεν το ’χεις ανάγκη για να ζήσης.

Τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο. Μα ξάφνου εκεί στην κόψη, υψωμένα βλέπω στον αέρα ένα δάσος ματσούκια. Και τρομερή η ορμή τους που με ξερό κρότο πέφτουν πάνω σε ώμους και κεφάλια. Οι ανθρωποφύλακες! Κάνουν έφοδο!

Όλοι είμαστε ένα σώμα που αναδεύει, χτυπιέται και σφαδάζει εμποδισμένο μέσα στον ζουρλομανδύα του διαδρόμου. Κι απ’ τα κόκαλα που κροτούν ξερά στο ματσούκι βγαλμένες ξεπετιούνται πλήθος κάργες οι οιμωγές και χτυπιούνται λυσσασμένα στα ντουβάρια και στον θόλο ζητώντας μάταια έξοδο, μα πολλαπλασιασμένες ξαναπέφτουν πάνω μας σαν να μας τις ξερνά καταπρόσωπο τ’ ορθάνοιχτο στόμα της κόλασης.

Πασχίζοντας να βγάλω ένα παπούτσι από το στόμα μου, ανασηκώνομαι για λίγο και το μάτι μου πέφτει τυχαία πάνω σε τέσσερεις φύλακες που έχουν πέσει με μανία πάνω στον Φώτη. Τους ξεφεύγει και χώνεται σ’ ένα κελί όπου είναι κι άλλοι δικοί μας. Οι φύλακες ορμούν και θέλουν να τον τραβήξουν έξω. Αυτός κρατιέται απ’ ό,τι βρη μπροστά του. Του ξεσκαλώνουν τα πόδια. Μένουν τα χέρια σκαλωμένα σε δυο κλινοδίποδα. Τα ξεσκαλώνουν κι αυτά. Αρπάζεται με τα δόντια απ’ την κουβέρτα. Οι φύλακες τον τραβάνε. Θέλουν προφανώς να τον απομονώσουν και να τον σακατέψουν. Τον σέρνουν κι αυτός σέρνει με τα δόντια του την ματωμένη κουβέρτα. Ο Μανώλης κι ο Χάρης της περιφρούρησης ορμάνε να κλείσουν τον δρόμο στους φύλακες με τα θεόρατα κορμιά τους. Φθάνω κι εγώ μπουσουλώντας. Πέφτουμε κι οι τρεις πάνω στον Φώτη. Μια ματσουκιά στο κεφάλι και χάνω τον κόσμο. Βλέπω τις μύτες των παπουτσιών μου. Με σέρνουν απ’ τις μασχάλες. Δίπλα μου ταξιδεύει κι ο Φώτης. Μας πετάνε και τους δυο στο μπουντρούμι της απομόνωσης. Σκοτάδι. Δεν υπάρχει ούτε φεγγίτης. Βογκάμε κι οι δυο κατάχαμα. Ακούω ξάφνου τον Φώτη. Μόλις καταλαβαίνω τα λόγια του μέσα απ’ το πρησμένο στόμα του. Πέτρο, μ’ ακούς; Μουγκρίζω.

[...]


Η μονή των ασωμάτων O Ξενοφών Κομνηνός γεννήθηκε το 1950 στην Θεσσαλονίκη. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Η μονή των Ασωμάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μία κριτική της Μάρης Θεοδοσοπούλου για το μυθιστόρημα Η μονή των Ασωμάτων στην εφημερίδα Το Βήμα. Άλλα έργα του είναι το μυθιστόρημα Τα παιδιά του Λειδινού (εκδόσεις Έντομο, 1992, Θεσσαλονίκη) και το αφήγημα Προλεγόμενα στον αιώνα (περιοδικό Ίνδικτος, τεύχος 16, 2002). Ο Ξενοφών Κομνηνός ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση. Δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet τα βιβλία που έχει μεταφράσει.

Ανδρέας Κεντζός, 9 ανέκδοτα ποιήματα

Oedipus-Sphinx Red-figure kylix by Douris

 

Σ' εσένα

 

Τίποτα σ' εσένα δεν βρήκα

 

Έτσι μεγάλωσες τη δίψα μου όμως

και νιώθω πιο ζωντανός

 

 

Ησυχία

 

Ησύχασε ψυχή μου

και μην απορείς

και μην εξίστασαι

 

Ό,τι δεν κατάλαβες

είναι καλό

 

 

Ο ποιητής

 

Πήρε αρκετά μηνύματα

όλα επαινετικά και ωραία

για όσα έγραψε και γράφει

(και σας ευχαριστεί ιδιαιτέρως)

 

Δεν πήρε το ένα μήνυμα που περίμενε

αυτό το εύγε

Πάψε να γράφεις και όσα έγραψες ξέχνα τα

 

 

Ιερέας

 

Ήταν ένας απλός ιερέας

Να τελειώνουμε με τις εκκλησίες

αυτόν τον αιώνα είναι πια αδιανόητες

λένε και ίσως έχουν δίκιο

(μου είπε)

αλλά πού θα κρύψετε όταν έρθει η ώρα

τα μαχαίρια της επανάστασης;

 

 

Σοφία

 

Ξύπνησε

και είδε τον εραστή της

 

Κοντός ήταν

φαλακρός

και τραύλιζε στο «αγάπη μου»

 

Σε νίκησα Έρωτα

σκέφτηκε

 

 

Ανδρόγυνο

 

Σʼ αυτόν το χώρο που ζήσαμε

(τρώγοντας ο ένας τις σάρκες και τα σκατά του άλλου)

και θα πεθάνουμε μαζί

οι επόμενοι μπορούν να έρθουν

να κατοικήσουν απλά και ωραία

Καθόλου απολύμανση δεν θα χρειαστεί

 

 

Γνώση

 

Έγινε το κάλεσμα

«Ας κάνει ένα βήμα μπροστά όποιος θέλει» ακούστηκε μια φωνή

Ακίνητοι ο Άνδρας και η Γυναίκα

Καλού κακού έκαναν τους πεθαμένους

Το Μήλο είχε την ωριμότητα- έπεσε

 

 

Τυφλός τύραννος Ι

 

Ευτυχώς υπάρχει γεωμετρία

υπάρχουν σχήματα

 

Δείτε για παράδειγμα τι ωραία πάω

μʼ αυτά τι ωραία μπορώ

 

Είδατε;

 

Και τώρα πάρτε μου τα σχήματα

αφήστε μου χώρο να πέσω να χαθώ

 

 

Τυφλός τύραννος ΙΙ

 

Ξέρω το σημείο του σώματος

όπου αισθάνεται κανείς μηδέν πόνο

 

Είναι κάπου στην κόρη του οφθαλμού

όταν με τρόμο αντικρίζει και την παραμικρή βελόνα

 

 

 

 

Ανδρέας Κεντζός - Συγκεκριμένα ποιήματα Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της ανέκδοτα ποιήματά του.

 


© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Gottfried Keller, Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο

Kleider 

[Αποσπάσματα]

Μια ψυχρή μέρα του Νοέμβρη, ένας φτωχός ραφτάκος περπατούσε στη δημοσιά για την Γκόλνταχ, μια μικρή πλούσια πόλη που απέχει λίγες μόνο ώρες από την Ζελντβίλα. Ο ράφτης δεν είχε τίποτα στην τσέπη του, παρά μόνο μια δαχτυλήθρα, την οποία, λόγω παντελούς έλλειψης κάποιου κέρματος, στριφογύριζε αδιάκοπα ανάμεσα στα δάχτυλά του κάθε φορά που το κρύο τον ανάγκαζε να χώνει τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, και τα δάχτυλά του τον πονούσαν πολύ απ’ αυτό το στρίψιμο και το τρίψιμο. Διότι, εξαιτίας του φαλιμέντου ενός αρχιράφτη στην Ζελντβίλα, έχασε και τον μισθό του μαζί με τη δουλειά του, και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Δεν είχε φάει ακόμα τίποτα για πρωινό, παρά μόνο μερικές νιφάδες χιονιού που έφερνε ο αέρας στο στόμα του, και ακόμα χειρότερα δεν έβλεπε από πού θα ξεφύτρωνε ένα φτωχικό μεσημεριανό. Να ζητιανέψει τού ήταν υπερβολικά δύσκολο, του φαινόταν μάλιστα εντελώς αδύνατον, διότι πάνω από το μαύρο κυριακάτικο κοστούμι του, που ήταν και το μοναδικό του, φορούσε μια φαρδιά, σκούρα γκρι κάπα, επενδυμένη με μαύρο βελούδο, η οποία του προσέδιδε αριστοκρατική και ρομαντική εμφάνιση, προπάντων επειδή τα μακριά μαύρα μαλλιά του και το μικρό μουστάκι του ήταν περιποιημένα, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν χλομά μεν, αλλά αρμονικά.

Ο τρόπος που συνήθιζε να ντύνεται τού είχε γίνει ανάγκη, δίχως πίσω απ’ αυτό να κρύβεται κάποια κακή ή δόλια πρόθεση· απεναντίας, ήταν ικανοποιημένος όταν του έδιναν ελευθερία κινήσεων και τον άφηναν να κάνει ήσυχος τη δουλειά του· προτιμούσε όμως να λιμοκτονήσει, παρά να αποχωριστεί την κάπα του και τον πολωνικό γούνινο σκούφο του, τον οποίον ήξερε επίσης να φοράει όπως ακριβώς έπρεπε.

Μπορούσε, επομένως, να εργαστεί μόνο σε μεγαλύτερες πόλεις, όπου αυτά τα πράγματα δεν τραβούσαν και πολύ την προσοχή· όποτε περιπλανιόταν, χωρίς να έχει μαζί του κάποιο κομπόδεμα, βρισκόταν σε κατάσταση πολύ μεγάλης ανάγκης. Κάθε φορά που πλησίαζε κάποιο σπίτι, οι άνθρωποι τον παρατηρούσαν με έκπληξη και περιέργεια, και κάθε άλλο παρά να ζητιανέψει περίμεναν απ’ αυτόν· κι έτσι, επειδή, εκτός των άλλων, δεν είχε και λέγειν, τα λόγια του έσβηναν προτού προλάβει να τα ξεστομίσει, με αποτέλεσμα να μαρτυράει για χάρη του παλτού του και να υποφέρει από πείνα τόσο μαύρη, όσο και η βελούδινη φόδρα του τελευταίου.

Καθώς ανέβαινε θλιμμένος κι αδύναμος έναν λόφο, συνάντησε μια καινούργια και ευρύχωρη ταξιδιωτική άμαξα, που ο αμαξάς ενός άρχοντα την είχε παραλάβει στην Βασιλεία και πήγαινε να την παραδώσει στον κύριό του, έναν ξένο κόμη που κατοικούσε κάπου στην ανατολική Ελβετία σ’ έναν παλιό πύργο, τον οποίο είχε μισθώσει ή αγοράσει. Η άμαξα ήταν εξοπλισμένη με κάθε λογής μηχανισμούς για την τοποθέτηση των αποσκευών, και γι’ αυτό φαινόταν να είναι βαριά φορτωμένη, παρότι ήταν εντελώς άδεια. Ο αμαξάς, λόγω του απόκρημνου δρόμου, πήγαινε πλάι στ’ άλογα, και μόλις έφτασε στην κορυφή του λόφου, ξανανέβηκε στο κάθισμά του και ρώτησε τον ράφτη αν ήθελε να μπει στην άδεια άμαξα. Διότι είχε μόλις αρχίσει να βρέχει, κι αυτός με μια ματιά είχε διαπιστώσει ότι ο οδοιπόρος, εξασθενημένος κι ενδεής, πολεμούσε να τα βγάλει πέρα.

Εκείνος δέχτηκε την προσφορά μ’ ευγνωμοσύνη και ταπεινότητα, οπότε και η άμαξα έφυγε γρήγορα με αυτόν μέσα, και σε λιγότερο από μία ώρα πέρασε μεγαλοπρεπέστατα την αψιδωτή πύλη της Γκόλνταχ. Το αριστοκρατικό αμάξι σταμάτησε ξαφνικά μπροστά στο πρώτο πανδοχείο, που λεγόταν «Ο Ζυγός», και στη στιγμή ο υπηρέτης χτύπησε την καμπάνα τόσο δυνατά, που παραλίγο να κοπεί το σχοινί της στα δυο. Τότε, ο πανδοχέας και οι υπηρέτες κατέβηκαν φουριόζοι και άνοιξαν διάπλατα την πόρτα του αμαξιού· παιδιά και γείτονες είχαν ήδη περικυκλώσει την εξαίσια άμαξα, περίεργοι να δουν τι σόι πράγμα θα ’βγαινε μέσα απ’ αυτό το ασύλληπτο κέλυφος, και μόλις ο εμβρόντητος ράφτης ξεπρόβαλε, τελικά, τυλιγμένος στο παλτό του, χλομός και όμορφος και βαρύθυμος, με το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος, τους φάνηκε πως ήταν τουλάχιστον μυστηριώδης πρίγκιπας ή γιος κόμη. Ο χώρος ανάμεσα στην άμαξα και την πόρτα του πανδοχείου ήταν στενός και, πέραν αυτού, ο δρόμος είχε σχεδόν κλείσει από τους θεατές. Να έφταιγε, άραγε, η έλλειψη ετοιμότητας ή θάρρους που δεν άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος και δεν συνέχισε την πορεία του; Δεν έκανε κάτι τέτοιο, παρά αφέθηκε να τον οδηγήσουν μέσα στο πανδοχείο και, εν συνεχεία, στην κορυφή της σκάλας, και αντιλήφθηκε τη νέα ασυνήθιστη θέση του μόνον όταν είχε μεταφερθεί σε μιαν άνετη τραπεζαρία και κάποιος του έβγαζε περιποιητικά το αξιοσέβαστο παλτό του.

«Ο κύριος επιθυμεί να γευματίσει;» ρωτήθηκε. «Θα σερβιριστεί αμέσως· το φαγητό μόλις ετοιμάστηκε!»

Δίχως να περιμένει απάντηση, ο πανδοχέας του «Ζυγού» έτρεξε στο μαγειρείο και φώναξε: «Μα την Ανίερη Τριάδα! Τώρα δεν έχουμε τίποτα, πέρα από βοδινό κρέας και αρνίσιο μπούτι! Την περδικόπιτα δεν κάνει να την κόψω, διότι την έχω τάξει και την προορίζω για τους κυρίους που θα ’ρθουν το βράδυ. Αλλά έτσι είναι! Τη μοναδική μέρα που δεν περιμένουμε φιλοξενούμενο και δεν υπάρχει τίποτα, έπρεπε να έρθει ένας κύριος σαν κι αυτόν! Κι ο αμαξάς έχει ένα οικόσημο στα κουμπιά και η άμαξα μοιάζει με αυτές που έχουν οι δούκες! Κι ο νεαρός είναι τόσο αριστοκρατικός, που δεν ανοίγει καν το στόμα του!»

Ωστόσο, η ήρεμη μαγείρισσα είπε: «Ωραία, ποιος ο λόγος όμως να οδύρεστε, κύριε; Το μόνο που θα βγάλετε κάπως παρακινδυνευμένα είναι η πίτα, που δεν θα την φάει και όλη! Στους κυρίους που θα έρθουν το βράδυ, θα σερβιριστεί σε μερίδες· έξι μερίδες θα τις βγάλουμε όπως και να ’χει!»

«Έξι μερίδες; Μάλλον ξεχνάτε ότι οι κύριοι είναι συνηθισμένοι να τρώνε του σκασμού!» είπε ο πανδοχέας, αλλά η μαγείρισσα συνέχισε ατάραχη: «Κι αυτό θα κάνουν! Ας πάει κάποιος γρήγορα να φέρει μισή ντουζίνα κοτολέτες, που ούτως ή άλλως τις χρειαζόμαστε για τον ξένο, κι ό,τι περισσέψει θα το κόψω κομματάκια και θα το ανακατέψω μέσα στην πίτα, επιτρέψτε μου μόνο να το φροντίσω!»

Μα ο τίμιος πανδοχέας είπε με σοβαρότητα: «Μαγείρισσα, σας έχω ήδη πει ότι σε τούτη την πόλη και σε τούτο το πανδοχείο δεν γίνονται τέτοια πράγματα! Εμείς εδώ είμαστε άνθρωποι σοβαροί και με υπόληψη, και τα καταφέρνουμε μια χαρά!»

«Α, διάβολε, ναι, ναι!» φώναξε τελικά η μαγείρισσα, κάπως ταραγμένη. «Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει! Εδώ είναι δυο μπεκάτσες που τις αγόρασα προ ολίγου από τον κυνηγό και που, στο κάτω κάτω, μπορούμε να βάλουμε αυτές μέσα στην πίτα! Σιγά μην τους πειράξει τους καλοφαγάδες μια περδικόπιτα με γέμιση μπεκάτσας! Έπειτα έχουμε και τις πέστροφες, τη μεγαλύτερη την έριξα στο βραστό νερό με το που ήρθε η παράξενη άμαξα, κι εδώ στο τηγανάκι βράζει κιόλας ο ζωμός· έτσι, λοιπόν, έχουμε ένα ψάρι, το βοδινό, τα λαχανικά με τις κοτολέτες, το ψητό αρνί και την πίτα· δώστε μου μόνο το κλειδί για να μπορέσουμε να βγάλουμε τις κομπόστες, τα τουρσιά και το επιδόρπιο! Και το κλειδί, κύριε!, θα μπορούσατε να μου το δώσετε να το φυλάω με πίστη και τιμή, για να μην χρειάζεται να τρέχουμε διαρκώς στο κατόπι σας και να ερχόμαστε συνεχώς σε τόσο δύσκολη θέση!»

«Αγαπητή μαγείρισσα! Μην το πάρετε στραβά, μα όταν η μακαρίτισσα η γυναίκα μου ήταν στο νεκροκρέβατό της, μ’ έβαλε να της υποσχεθώ ότι τα κλειδιά θα είναι πάντα στα χέρια μου· συνεπώς, αυτό γίνεται για λόγους αρχής και όχι δυσπιστίας. Εδώ είναι τ’ αγγούρια κι εδώ τ’ αγριοκέρασα, εδώ τ’ αχλάδια κι εδώ τα βερίκοκα, αλλά δεν επιτρέπεται να εμφανίσουμε το παλιό γλυκό· να πάει γρήγορα η Λίζε στον ζαχαροπλάστη και να πάρει φρέσκα γλυκάκια, τρία πιάτα, κι αν έχει και καμιά καλή τούρτα, να της την δώσει κι αυτήν μαζί!»

«Μα, κύριε!, δεν μπορείτε, βέβαια, να τα χρεώσετε όλ’ αυτά στον μοναδικό φιλοξενούμενο. Ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων δεν θα βγάλετε τίποτα έτσι!»

«Δεν πειράζει, είναι ζήτημα τιμής! Δεν θα σημάνει δα και το τέλος μου· από την άλλη μεριά, όταν ένας σπουδαίος κύριος περνάει από την πόλη μας, πρέπει να μπορεί να λέει ότι βρήκε σωστό φαγητό, κι ας ήρθε εντελώς απροσδόκητα και μέσα στον χειμώνα! Δεν πρέπει να μιλούν για μας όπως για τους πανδοχείς της Ζελντβίλα, που καταβροχθίζουν όλα τα καλά και στους ξένους σερβίρουν τ’ αποφάγια! Εμπρός λοιπόν, σβέλτα. Στρωθείτε στη δουλειά!»

[…]

Μέσα από ένα μυροβόλο δάσος σκεπασμένο με πάχνη πετάχτηκε ένας κυκεώνας παρδαλών χρωμάτων και μορφών, και εξελίχθηκε σε πομπή με έλκηθρα, η οποία εκεί ψηλά στις παρυφές των χωραφιών διαγραφόταν πάνω στον γαλανό ουρανό και γλιστρούσε όπως και η άλλη προς το κέντρο της περιοχής· ένα αλλόκοτο θέαμα. Φαινόταν ν’ αποτελείται κυρίως από μεγάλα αγροτικά φορτηγά έλκηθρα, δεμένα ανά δύο, ώστε να χρησιμεύουν ως βάση για ιδιόμορφα κατασκευάσματα και παραστάσεις. Στο μπροστινό όχημα δέσποζε μια κολοσσιαία φιγούρα που απεικόνιζε τη θεά Φορτούνα, η οποία φαινόταν να πετάει στον αιθέρα. Ήταν μια γιγαντιαία αχυρένια κούκλα γεμάτη αστραφτερές χρυσές πούλιες, που η τούλινη φορεσιά της κυμάτιζε στον άνεμο. Στο δεύτερο όχημα όμως υπήρχε ένας εξίσου γιγάντιος τράγος, ο οποίος αποτελούσε μαύρη και ζοφερή αντίθεση προς την Φορτούνα και την καταδίωκε με τα κέρατά του χαμηλωμένα. Ακολουθούσε μια ασυνήθιστη κατασκευή, η οποία αναπαριστούσε ένα σίδερο σιδερώματος δεκαπέντε πόδια ψηλό, έπειτα ένα πελώριο ψαλίδι που ανοιγόκλεινε με τη βοήθεια ενός σπάγκου, βγάζοντας έναν κοφτό ελαφρύ ήχο, και έμοιαζε να βλέπει το καταπέτασμα τ’ ουρανού για γαλάζιο βελούδινο ύφασμα γιλέκων. Ακολουθούσαν κι άλλοι τέτοιοι υπαινιγμοί στη ραφτική τέχνη, και στη βάση όλων αυτών των κατασκευασμάτων, πάνω στα ευρύχωρα έλκηθρα, που το καθένα σερνόταν από τέσσερα άλογα, καθόταν η συντροφιά των ανθρώπων της Ζελντβίλα με πολύ παρδαλές φορεσιές, με δυνατά γέλια και τραγούδια.

Μόλις και οι δύο πομπές ανέβηκαν, συγχρόνως, στην πλατεία μπροστά από το ξενοδοχείο, δημιουργήθηκε μια θορυβώδης σκηνή και μεγάλος συνωστισμός ανθρώπων και αλόγων. Οι κύριοι και οι κυρίες της Γκόλνταχ εξεπλάγησαν και σάστισαν με την αλλόκοτη αυτή συνάντηση· από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι της Ζελντβίλα καμώνονταν για την ώρα τους καλοσυνάτους και τους φιλικά ταπεινούς. Το πρώτο τους έλκηθρο με τη Φορτούνα έφερε την επιγραφή: «Ο Άνθρωπος Κάνει τα Ρούχα», κι έτσι συμπέραινε κανείς ότι όλη αυτή η συντροφιά αναπαριστούσε απλώς ράφτες απ’ όλα τα έθνη και όλες τις εποχές. Ήταν, σαν να λέμε, παρέλαση ραφτάδων ιστορικού και εθνογραφικού χαρακτήρα, η οποία έκλεινε με την αντεστραμμένη και συμπληρωματική επιγραφή: «Τα Ρούχα Κάνουν τον Άνθρωπο!» Διότι στο τελευταίο έλκηθρο με αυτήν την επιγραφή κάθονταν, με άκρα επισημότητα, αξιοσέβαστοι αυτοκράτορες και βασιλιάδες, συμβουλάτορες και λοχαγοί, πραιλάτοι και μοναχές, που ήταν τα δημιουργήματα των ειδωλολατρών και χριστιανών μαστόρων της βελόνας που προπορεύονταν.

[...]


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη

 

Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Gottfried Keller Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο που κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αυτό είναι το πρώτο έργο του Κέλλερ που μεταφράζεται στα Ελληνικά και αρχίζει να καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία όσον αφορά το έργο του Ελβετού συγγραφέα. H Logotexnia21 ελπίζει να ακολουθήσει όσο το δυνατόν συντομότερα και η ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος  Der grüne Heinrich [Ο πράσινος Χάινριχ].



Σημείωμα της Εύης Μαυρομμάτη για Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο

Gottfried_Keller_by_Karl_ Stauffer-Bern_Ο Γκότφρηντ Κέλλερ γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1819, όπου και πέθανε σε ηλικία 71 ετών. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και στα πέντε του έχασε τον πατέρα του από φυματίωση. Ξεκίνησε ως ζωγράφος, αλλά χωρίς επιτυχία. Τη ζωγραφική διαδέχτηκε η ποίηση και χάρη στον γερμανό πολιτικό πρόσφυγα στη Ζυρίχη και μαικήνα των γερμανικών γραμμάτων Άντολφ Λούντβιχ Φόλεν, είδε το 1846 τα ποιήματά του να εκδίδονται. Λόγω της καλής υποδοχής που έτυχαν αλλά και χάρη στη μεσολάβηση κυβερνητικών αξιωματούχων και φίλων τού χορηγήθηκε μια υποτροφία για σπουδές στη Χαϊδελβέργη. Στην πορεία διαπίστωσε πως είχε ταλέντο στη μυθιστοριογραφία, και δεν είχε καθόλου άδικο. Το μεγάλο αυτοβιογραφικό έργο του, με τίτλο «Ο πράσινος Χάινριχ», το οποίο του χάρισε αναγνώριση πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του , έκανε τον Νίτσε να πει ότι ο Κέλλερ ήταν «ο μοναδικός Γερμανός εν ζωή συγγραφέας».

Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τα στοιχεία που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη δεν είναι μόνον οι περιγραφικές του ικανότητες ή η δηκτικότητα με την οποία σχολιάζει τα διάφορα ζητήματα, αλλά και το απρόβλεπτο χιούμορ του, το οποίο δεν εμφανίζεται σαν «χρυσό βερνίκι σε μια επιφάνεια», αλλά αναδύεται από τα βάθη της μελαγχολικής του ύπαρξης.

Η πλοκή του διηγήματος «Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο» παρακολουθεί την ιστορία ενός φτωχού ράφτη που έχει χάσει τη δουλειά του και απένταρος, παίρνει τον δρόμο για τη γειτονική πόλη Γκόλνταχ. Στην πορεία συναντάει μια μεγαλοπρεπή άμαξα κι ο αμαξάς τού προτείνει να μπει. Ο ράφτης δέχεται την προσφορά. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στον ράφτη μας αρέσει πολύ το κομψό ντύσιμο. Το κοστούμι και η κάπα που φοράει είναι μεν τα μόνα που διαθέτει, αλλά του προσδίδουν μιαν αριστοκρατική εμφάνιση. Όταν φτάνει, λοιπόν, στην Γκόλνταχ και οι κάτοικοι της πόλης βλέπουν τον καλοντυμένο και περιποιημένο ξένο να προβάλλει από την εξαίσια άμαξα, βγάζουν το συμπέρασμα πως έχουν να κάνουν με έναν πολωνό κόμη. Έτσι, αρχίζουν αμέσως να παρέχουν στον ραφτάκο κάθε λογής περιποιήσεις και εξυπηρετήσεις, τις οποίες εκείνος αποδέχεται αδιαμαρτύρητα, ενώ παράλληλα δειλιάζει να λύσει την παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί. Οι παρεξηγήσεις αρχίζουν να διαδέχονται η μία την άλλη, και σαν να μην έφτανε αυτό, εμφανίζεται στο προσκήνιο και μια πανέμορφη κοπέλα, την οποία ο ράφτης ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τα διλήμματα, ο φόβος και η ντροπή μπροστά στο ενδεχόμενο της αποκάλυψης ταλανίζουν την ψυχή του ήρωά μας. Συν τοις άλλοις, ένας ερωτικός αντίζηλος που έχει καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά με τον «πολωνό κόμη», βρίσκει τη χειρότερη στιγμή για να του δώσει ένα γερό χτύπημα κάτω από τη μέση…

Εκ πρώτης όψεως, η αφήγηση θυμίζει ανάλαφρο πικάντικο ρομάντζο που πραγματεύεται απλώς την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι. Ωστόσο, αναπόσπαστο μέρος της πρόζας του Κέλλερ αποτελεί ένας γλυκός, μα ακλόνητος σκεπτικισμός. Ας μην ξεχνάμε ότι ενώ άλλοι συγγραφείς τείνουν να αφηγούνται και να εξηγούν, ο Κέλλερ επιλέγει να δείχνει. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που μεγάλος θαυμαστής του ήταν ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, ο οποίος σύστηνε στους φίλους του να διαβάσουν το «Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο».

Antje Wagner, Αντανακλάσεις


Chain_foto_by_Raido_Lepp

Τα κεριά σώνονται.

Είναι επιπόλαιο να τα σπαταλάμε μόνο και μόνο για να γράφουμε. Αλλά βασικά αυτό δεν έχει καμία σημασία πια. Είμαστε χαμένοι.

Η Άννα κοιμάται.

Εγώ έχω αποσυρθεί στην κουζίνα. Το φως των κεριών θα μπορούσε να την ξυπνήσει.

Η Άννα χρειάζεται τον ύπνο της.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντιληφθεί πως γράφω. Θα έπαιρνε χαμπάρι αμέσως τι σημαίνει αυτό.

Κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα και καμιά φορά πραγματικά φοβάμαι ότι η Άννα θα ξαναχάσει την αυτοκυριαρχία της. «Μα ποτέ δεν γράφεις τίποτα», θα μου ψιθύριζε ίσως στη μέση μιας πρότασης. Εγώ θα πεταγόμουν απ’ τη θέση μου και μπορεί μάλιστα να μου ’πεφτε το μολύβι απ’ το χέρι. Σε τελική ανάλυση δεν θα είχα καταλάβει ότι ξύπνησε και γλίστρησε αθόρυβα δίπλα μου. «Ποτέ! Γιατί λοιπόν ειδικά τώρα;» θα μου μουρμούριζε στ’ αυτί και το στόμα της θα ήταν κρύο. Θα γυρνούσα απότομα, και μετά -

Μα τι γράφω εδώ τέλος πάντων;

Τελικώς η Άννα δεν λέει κουβέντα μετά το ξέσπασμα πριν δύο βδομάδες. Όταν πέφτει ένα κλαδί επάνω στη στέγη, αρχίζει να σιγοκλαίει. Εγώ τουλάχιστον πρέπει μείνω ψύχραιμος τώρα.

Ναι, είναι βέβαια απερίσκεπτο να αναλώνουμε τα τρόφιμα και το γκάζι σε περιττά πράγματα. Παρόλα αυτά, η Άννα κι εγώ, μαζί, ψήσαμε σήμερα γλυκό στο φούρνο!

Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν στιγμές στη ζωή όπου είναι ζωτικής σημασίας να ψήσεις ένα γλυκό. Ακόμα κι αν είναι απλά και μόνο επειδή έχει τόσο ωραία μυρωδιά. Αυτήν ακριβώς τη μυρωδιά του σπιτικού.

*

Πριν τρεις εβδομάδες το ρεύμα έπεσε οριστικά. Είναι θαύμα πως τελικά άντεξαν τόσο πολύ οι γραμμές με τις θύελλες. Σήμερα στο κρεβάτι η Άννα γαντζώθηκε πάνω μου και έκλαιγε με λυγμούς για πολλή ώρα.

«Θα βγούμε από δω», της ψιθύρισα λικνίζοντάς την ελαφρά. Ήταν καταπαγωμένη. «Προφανώς ήδη ψάχνουν. Πρέπει να περιμένουν να λιώσει λίγο το χιόνι. Διαφορετικά δεν θα μπορέσουν να περάσουν. Έτσι γίνεται κανονικά. Όλα θα πάνε καλά, Άννα».

Αλλά δεν το πιστεύω πια.

*

Κάθε πρωί ξυπνάω πριν απ’ αυτή, χασμουριέμαι δυνατά και μετά στην κουζίνα σφυρίζω, καθώς λιώνω το χιόνι στην φλόγα του γκαζιού και το βάζω να βράσει. Δεν μας έχει μείνει πολύς καφές. Το άρωμα, όμως, του καφέ είναι τώρα ειδικά απολύτως αναγκαίο. Καταπραΰνει τα νεύρα. Μου φέρνει πάντα στη μνήμη ένα σπιτικό, κεντητά τραπεζομάντηλα και παρατεταμένα, χαρούμενα πρωινά γεύματα. Όταν μετά από λίγο η Άννα στέκεται στο κατώφλι, λέω καλοδιάθετα «Καλημέρα» και της χαμογελάω.

Η Άννα δεν χαμογελάει.

Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια επίφαση ομαλότητας. Να τηρούμε το σύνηθες τυπικό: ζωηρό γαργάρισμα κατά το πλύσιμο των δοντιών, ένα κομπλιμέντο για τα μαλλιά της, μαγείρεμα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αρκεί που έχασε την αυτοκυριαρχία της ήδη μία φορά.

Στο κρεβάτι την τράβηξα να κολλήσει πάνω μου για να ζεσταθεί επιτέλους και της χάιδευα τα μαλλιά μέχρι να αποκοιμηθεί. Είχε σφίξει τα χέρια της σε γροθιές και τα ’χε ακουμπήσει στα μάγουλά της. Τα φρύδια της ήταν ακόμα και στον ύπνο σμιγμένα. Της έκανα μασάζ στο μέτωπο με τις άκρες των δαχτύλων μου και μέτρησα ως το χίλια. Τότε μόνο σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι για να γράψω αυτό εδώ. Ίσως και να βοηθήσει.

*

Περισσότερο απ’ όλα νοσταλγώ να μιλήσω με κάποιον. Ν’ ακούσω μια ανθρώπινη φωνή. Για να ’χω καθαρό μυαλό. Αλλά η Άννα παραμένει βουβή, και νωρίς το πρωί το μόνο που βλέπεις είναι η αντανάκλαση του χιονιού στην κατσαρόλα πάνω απ’ τη φωτιά.

Πρέπει να σκεφτώ τι θα μπορούσαμε να κάνουμε αύριο όλη μέρα. Επειδή – αυτό το διαπίστωσα γρήγορα – πρέπει να ’χεις κάτι να σου αποσπά την προσοχή, αλλιώς θα τρελαθείς.

Η θύελλα ακούγεται να λυσσομανάει. Ρίχνεται με όλη της τη δύναμη πάνω στη στέγη. Ποιος ξέρει πόσο ακόμα θ’ αντέξουν τα δοκάρια. Πότε μου δεν έχω επισκευάσει στέγη. Αλλά και κανείς ποτέ δεν έχει επισκευάσει στέγη κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αν δεν το ’χε στρώσει με τόσους πόντους, θα την είχε οπωσδήποτε σαρώσει την καλύβα μας.

Μερικές φορές πάλι, ακούω κάτι θορύβους κάτω απ’ τα πόδια μου, ακριβώς από κάτω απ’ τις σανίδες του πατώματος, δεν μπορώ καθόλου να το περιγράψω, ακούγεται σχεδόν σαν κάτι να ροκανίζει τα μαδέρια. Απλά μη το σκέφτεσαι.

Ένα πράγμα μπορώ να πω με σιγουριά, μόνο που η Άννα δεν πρέπει να μάθει τίποτα: Έστω κι αν υπήρχε ακόμα μια δυνατότητα – δεν θα εγκατέλειπα την καλύβα τώρα πια! Αντίθετα θα περίμενα εδώ πέρα. Ναι, φοβάμαι. Ποτέ μου δεν έζησα κάτι σαν και τούτο δω. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται εκεί έξω. Αλλά δεν ακούγεται καλό. Καθόλου, μα καθόλου καλό. Και σε καμία, μα καμία περίπτωση δεν θέλω να βρεθώ μόνος μου εκεί έξω. Μέσα σ’ αυτόν τον τόσο ασυνήθιστο χιονοστρόβιλο.

Όταν μπορούσα ακόμα να διακρίνω το θερμόμετρο στο πρεβάζι του παραθύρου, αυτό ήταν πριν τέσσερις εβδομάδες, έδειχνε τριάντα βαθμούς υπό το μηδέν. Κάνει, όμως, περισσότερο κρύο. Απλώς η κλίμακα δεν φτάνει παρακάτω.

*

Ανησυχώ για την Άννα. Εκείνη, όμως, μ’ εμπιστεύεται. Ναι μεν δεν μιλάει πια, παρά εκτελεί ολοένα και πιο πεισματικά το ημερήσιο πρόγραμμα, αλλά εγώ ξέρω ότι μ’ εμπιστεύεται. Και σε τελική ανάλυση, όλο αυτό εδώ ήταν δική μου ιδέα.

Σίγουρα πιστεύει ότι κάποιο μυστικό νόημα υποκρύπτεται στο να τρίβουμε, όπως χθες, για ώρες τους ξύλινους τοίχους μέχρι ν’ ανοίξουν τα χέρια μας και να διαλυθούν τα νύχια μας. Ότι θα μας αποφέρει κάποιο όφελος, που εκείνη απλώς δεν το αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά, το να σέρνουμε το βαρύ κρεβάτι στη μια άκρη του δωματίου και τη δρύινη ντουλάπα στην άλλη ή να βγάζουμε όλα τα σκεύη της κουζίνας από τα ντουλάπια και να τα ξαναβάζουμε στη θέση τους. Τουλάχιστον, όμως, πιστεύει σε κάτι.

*

Και όλα άρχισαν τόσα ωραία.

Είχα αγοράσει την καλύβα, χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα. Την είχα βάλει στο μάτι ήδη εδώ και πολύ καιρό· κι εξάλλου ήταν σχεδόν τζάμπα. Δεν λέω, ήταν μια ρομαντική ιδέα να περάσουμε εγώ κι η Άννα τις δύο βδομάδες των Χριστουγέννων εδώ, αλλά δεν μπορεί να ’ναι κανείς στα τριάντα κάτι του ακόμα λιγάκι ρομαντικός;

Η Άννα ήταν ενθουσιασμένη σαν παιδάκι: «Στο δάσος, σε μια καλύβα, και μόνο οι δυο μας! Δεν θα μαρτυρήσουμε σε κανέναν τίποτα, σύμφωνοι; Θα πάρουμε μαζί μας τα σκι. Θα `ναι τέλεια! Λένε πως θα χιονίσει. Πολύ, πάρα πολύ χιόνι τα Χριστούγεννα, έτσι λένε οι προβλέψεις».

Είχα πολύ καιρό να δω την Άννα τόσο κεφάτη. Όταν φτάσαμε εδώ, οι δρόμοι ήταν απλώς πασπαλισμένοι με ελάχιστο χιόνι. Αλλά σε κάθε περίπτωση: χιόνι.

«Ξέρεις πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα χιόνι το Δεκέμβρη;» φώναξε χαρούμενα, καθώς έστριβα με το αυτοκίνητο από τον επαρχιακό δρόμο μέσα στο μικρό δρόμο στο δάσος. «Ήμουν ακόμα πολύ μικρή τότε. Τι υπέροχες αντανακλάσεις! Ξέρεις, πιστεύω, αυτές θα ’ναι οι ωραιότερες διακοπές μας».

Είχε ήδη βραδιάσει όταν διασχίσαμε το στενό μονοπάτι. Ο ήλιος ήταν χαμηλά. Η Άννα είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε βγάλει έξω το κεφάλι της. Το φως έπεφτε κόκκινο επάνω στο πρόσωπό της. Είχε αιχμαλωτίσει τις νιφάδες του χιονιού με το στόμα. Ακούμπησα το χέρι μου στο γόνατό της. Στα μαλλιά της η αντανάκλαση του χιονιού.

*

Η Άννα και ’γω είμαστε παντρεμένοι έξι χρόνια. Πέρυσι σχεδόν μόνο μαλώναμε. Μικροπράγματα. Την έπιασα στα πράσα να μη με προσέχει ή να της είναι αδιάφορο αν ήμουν εκεί όταν εκείνη γύριζε σπίτι. Να της είναι αδιάφορες μέχρι και οι ομελέτες με ξηρούς καρπούς που κανείς δεν φτιάχνει τόσο έξοχα όσο εγώ. Δεν ξέρω πως ξεκίνησε όλο αυτό. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν πάντα τόσο, τι να πω, τόσο ύπουλα. Μια μέρα, όμως, ήταν ολοφάνερο. Απλώς συνεχίζαμε να μένουμε μαζί. Δεν μοιραζόμασταν τίποτα πια, παρά μόνο το πρωινό. Κοιμόμασταν μάλιστα χωριστά.

Η Άννα ήρθε ένα πρωί με το νυχτικό και αχτένιστη στην κουζίνα, πήρε την εφημερίδα και άρχισε να μασάει σιωπηλή ένα μισοφαγωμένο ψωμάκι.

Εκείνη τη μέρα αγόρασα την καλύβα.

*

Η Άννα ήταν εμφανώς ευδιάθετη και κοιτούσε μαγεμένη έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου.

«Κοίτα, ένα ζαρκάδι!» είπε μετά από κάνα τέταρτο μες το δάσος. «Κακομοίρη μου, μη και χάσεις τον προσανατολισμό σου εδώ».

Θα ’λεγε κανείς ότι οδηγούσαμε στη μέση του πουθενά. Γέλασα ειρωνικά και δεν μίλησα. Κανείς δεν ξέρει να διαβάζει χάρτες καλύτερα από μένα. Τώρα αυτό μας είναι τελείως άχρηστο. Ακόμα κι αν καταφέρναμε με κάποιο τρόπο να εγκαταλείψουμε αυτή την καλύβα, ποτέ δε θα φτάναμε στην επόμενη κωμόπολη. Είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά. Δεν υπάρχει σήμανση πια. Το αυτοκίνητο το ξεχνάμε, δεν θα το εύρισκα καν, και πόσο μακριά μπορείς να φτάσεις όταν είσαι βυθισμένος στο χιόνι μέχρι το λαιμό; Ή πιο βαθιά.

Αλλά ακόμα δεν έχουμε προχωρήσει τόσο.

Η Άννα λοιπόν, χαιρόταν με το ζαρκάδι, που το τρομάξαμε και πετάχτηκε μέσα από μια συστάδα θάμνων. Οι νιφάδες ήταν μικροσκοπικές και αδύναμες. Δεν είχε καν χρειαστεί να βάλω σε λειτουργία τους γυαλοκαθαριστήρες. Στο φως του δειλινού το λεπτό πέπλο του χιονιού έμοιαζε με αίμα.

«Αίμα του χειμώνα». Έτσι είχε πει η Άννα χαμογελώντας. Μερικές φορές είναι έτσι, πώς να το πω, ποιητική.

Αυτό ήταν στις δεκαοκτώ του Δεκέμβρη.

Βρισκόμαστε εδώ σε μια μικροσκοπική ξύλινη καλύβα μέσα σε μια αχανή δασική έκταση, καταμεσής της περιοχής του Βρανδεμβούργου. Σήμερα έχουμε είκοσι πέντε Μάρτη και έξω έχει τουλάχιστον σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν. Το χιόνι φτάνει μέχρι και την κορυφή της στέγης. Επικρατεί νεκρική σιγή. Είμαστε ολοκληρωτικά αποκομμένοι από τον έξω κόσμο. Η Άννα κοιμάται. Κάτι φρικτό έχει συμβεί.

*

Την επομένη πήγαμε βόλτα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας πρέπει να ’χε πέσει λίγο χιόνι ακόμα, καθώς ήταν κάπως πιο παχύ επάνω στα δρομάκια. Έκανε κρύο, αλλά δεν χιόνιζε. Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Το θυμάμαι ακόμα, γιατί η Άννα μου το επεσήμανε.

«Για δες, έχει ακόμα πάρα πολύ χιόνι να ρίξει», είπε και έδειξε προς τα πάνω. Με το που σήκωσα το βλέμμα μου, είχα ήδη μια χιονόμπαλα στα μούτρα. Έβαλε τα γέλια και έφυγε τρέχοντας. Και ’γω έτρεξα ξωπίσω της.

Μέχρι τις δύο του Γενάρη κάναμε κάθε μέρα σκι. Η Άννα είναι φανατική σκιέρ. Το πάθος της είναι μεν η κατάβαση, αλλά και με τις μεγάλες αποστάσεις δεν έχει πρόβλημα. Τα σκι της είναι για αυτήν ιερά. Τα καθαρίζει και τα κερώνει, μέχρι που αντανακλούν το φως και κάθε φορά που έρχεται δίπλα τους, περνά τρυφερά τα δάχτυλά της πρώτα πάνω απ’ τα δεσίματα και μετά πάνω απ’ τις κόψεις. Φέτος είχε φέρει τα παλιά, κόκκινα ξύλινα σκι της. Αυτά είναι τ’ αγαπημένα της.

*

«Λαζάνια με σολομό» ανήγγειλε το πρώτο βράδυ, καθώς εγώ σφυρίζοντας άναβα στην κάμαρα τη φωτιά για το ζεστό κρασί. Στεκόταν στο κατώφλι, στα χέρια της το πήλινο σκεύος που άχνιζε. Η φλόγα μπροστά μου τρεμόπαιζε και η Άννα χαμογελούσε μ’ αυτό το απαλό χαμόγελο, σχεδόν όπως παλιά, όταν την πρωτογνώρισα. Ο κώνος της ζάχαρης έσταξε παίρνοντας μια κόκκινη απόχρωση στο φως και ξεχύθηκε μια γλυκιά μυρωδιά. Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα όλα να ’μεναν έτσι για πάντα.

*

Στις εικοστρείς του Δεκέμβρη καθόμασταν στον καναπέ πίνοντας ζεστή σοκολάτα με ρούμι. Στο ραδιόφωνο η πρόγνωση του καιρού έλεγε χιόνια, και η Άννα ενθουσιασμένη άρχισε να χτυπά παλαμάκια. Ο ήλιος του δειλινού έδινε χρώμα στα κομμένα ξύλα σημύδας μπροστά στα παράθυρα. Η φωτιά τριζοβολούσε και ’γω άφησα το φλιτζάνι μου στο τραπέζι. Πέρασα το χέρι μου στο σβέρκο της Άννας και φίλησα το μέτωπό της, την κορυφή της μύτης και μετά τα χείλια.

Το πρωί της εικοστής τέταρτης το κεφάλι της ακουμπούσε στον ώμο μου. Το χέρι της κοιμόταν ζεστό στην κοιλιά μου. Τότε είχα πιστέψει ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα.

*

Το τηλέφωνο έχει σταματήσει να λειτουργεί από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και όχι επειδή δεν μπορούσα να το φορτίσω. Το Γενάρη εξάλλου είχαμε ακόμα ρεύμα. Ακόμα και τώρα η οθόνη δείχνει ότι η μπαταρία είναι σχεδόν γεμάτη.

«Κόπηκαν οι γραμμές» είχα πει στην Άννα με μια γκριμάτσα. «Δεν έγινε και τίποτα, τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να μας ενοχλήσει ως την τελευταία μέρα των διακοπών».

Σκοπεύαμε να μείνουμε μέχρι τις τρεις του Γενάρη.

Έβαλε τα γέλια, τίναξε πίσω τα μαλλιά της και με φίλησε στο λαιμό.

«Γουρούνι!» θα ούρλιαζε βδομάδες μετά και έπειτα ξαφνικά θα ψέλλιζε: «Βοήθεια...»

Αυτό έγινε τότε, στο ξέσπασμά της. Μετά εξαφανίστηκαν όλοι οι θόρυβοι. Σαν κάποιος να χαμήλωσε τελείως την ένταση της τηλεόρασης. Ήμουν γρήγορος, αλλά όχι αρκετά γρήγορος. Η λέξη στριφογύρισε, άστραψε και ακούστηκε. Αλλά ακούστηκε μια φορά μόνο, μετά εκείνη σώπασε.

Μαζί με το τηλέφωνο είχε σταματήσει να λειτουργεί και το ραδιόφωνό μας. Πολύ παλιό, είχα σκεφτεί. Ή έχει να κάνει με τον καιρό.

Μερικές φορές, όταν η Άννα κοιμάται, ανοίγω το ραδιόφωνο, και – ναι, το ξέρω, ακούγεται τρελό – οι γραμμές λειτουργούν! Κάτι άλλο δεν πάει καλά. Και στο τηλέφωνο ακούγεται ένα σιγανό «πι πι» και ένα βουητό και πότε πότε ένας αλλόκοτος θόρυβος, λες και κάποιος αναπνέει. Δεν έχω πει τίποτε απ’ αυτά στην Άννα.

*

Όταν ξύπνησα το πρωί της αναχώρησής μας, αμέσως το αισθάνθηκα. Κάτι υπήρχε στον αέρα. Κοίταξα το τζάκι, η φωτιά έκαιγε όπως πάντα. Η Άννα ακόμα κοιμόταν· κουκουλώθηκα μέχρι το πηγούνι με την κουβέρτα. Έκανε κρύο στο δωμάτιο, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.

Στο πάτωμα ήταν ακουμπισμένοι οι ταξιδιωτικοί μας σάκοι, έτοιμοι ήδη απ’ το βράδυ. Τα σκι της Άννας ήταν τοποθετημένα και δεμένα με αγάπη μέσα στην κόκκινη θήκη τους. Σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε αμέσως μετά το πρωινό. Δεν ήμουν σίγουρος κατά πόσο αυτές οι δύο βδομάδες μας απέφεραν τίποτα. Απλώς υπήρχε μέσα μου κάτι σαν ένα αίσθημα προσοχής. Ήταν πρωτόγνωρο. Όλες αυτές τις δεκατέσσερις μέρες αντιμετωπίζαμε ο ένας τον άλλον με εξεζητημένη ευγένεια. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Κάθε πρωί είχε χιόνι. Τώρα δεν έβλεπες τίποτα. Μόνο πάγο στο τζάμι. Τρομοκρατήθηκα. Αυτά εκεί – αυτά δεν ήταν κανονικοί παγοκρύσταλλοι!

Πετάχτηκα πάνω. Πέρασα τα δάχτυλα μου πάνω απ’ το πάχους μερικών εκατοστών στρώμα. Μετά άνοιξα το παράθυρο. Τι διάβολο...

«Άννα!» φώναξα δυνατά και η Άννα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Πανάθεμα, έλα δω να δεις. Είναι απίστευτο».

Έτσι στεκόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο και κοιτούσαμε πάνω από το στρώμα του χιονιού που είχε πέσει τη νύχτα και έφτανε γύρω στο ενάμισι μέτρο. Η εξώπορτα δεν άνοιγε. Το αυτοκίνητο δεν φαινόταν πουθενά. Ούτε ίχνος του αυτοκινήτου. Το πιο φρικτό, όμως, ήταν τα εκατοντάδες πουλιά που κείτονταν πάνω στο χιόνι· πρέπει να πάγωσαν τη νύχτα και να ’πεσαν απ’ τα δέντρα.

Τότε ανέτειλε ο ήλιος. Τράβηξα το βλέμμα μου, τόσο αφόρητη ήταν η αντανάκλαση του χιονιού.

*

Κι όμως, δεν έκανα κανένα λάθος!

Τελικά οι προμήθειές μας σε ξύλα εξαντλήθηκαν ολότελα. Και νωρίτερα είχε πάρει σειρά το σκαμνί της κουζίνας. Τα σκι της Άννας τα ’κανα κομμάτια μετά.

Η Άννα όρμησε σαν μαινάδα στην πλάτη μου, μου ξερίζωσε ολόκληρες τούφες μαλλιών, με σφυροκοπούσε με τις γροθιές της και στρίγγλιζε, στρίγγλιζε.

«Γουρούνι! Γουρούνι! Γιατί το ’κανες αυτό;» Λες και της είχα κόψει το πόδι! «Σε μισώ!» Αν δεν την είχα πετάξει από πάνω μου και δεν την είχα συνεφέρει με κάνα δυο κλωτσιές, θα της είχε στρίψει τελείως.

Αργότερα της έφερα χαρτομάντιλα και έδεσα το μπράτσο της όσο καλύτερα γινόταν. Ήθελε να με κάνει πέρα, με ’χει όμως ανάγκη. Μετά καθόταν με τις ώρες μπροστά στη φωτιά, σιγόκλαιγε και μονολογούσε: «Μα ήταν τα αγαπημένα μου σκι... τα κόκκινα... όλο ξύλο... μου τα χάρισαν στην τελετή αποφοίτησης... κόκκινα ξύλινα σκι... κανείς δεν είχε τέτοια... ήταν τόσο όμορφα... κι ήταν τ’ αγαπημένα μου σκι..»

Δεν λέω, είναι πιο ευαίσθητη από μένα. Κυρίως στα νεύρα. Εντάξει, ίσως αντέδρασα λίγο υπερβολικά και για το χέρι λυπάμαι, αλλά ούτε κι η υστερία μας βοηθάει σε τίποτα.

Αργότερα το βράδυ έκανα κομμάτια και τα δύο κομοδίνα, τα ράφια και το τραπέζι. Χρειαζόμασταν τα ξύλα.

Το επόμενο πρωί η Άννα δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Δεν έλεγε απολύτως τίποτα πια.

*

Είναι πάντα σκοτεινά εδώ μέσα. Η καλύβα είναι τώρα ολότελα καλυμμένη απ’ το χιόνι, και όταν το χιόνι άρχισε να πιέζει τα τζάμια προς τα μέσα, ξήλωσα το μεσότοιχο του μπάνιου και κάρφωσα με τις σανίδες τις τρύπες στα παράθυρα. Αν δεν είχαμε και το μικρό μου ηλεκτρονικό ξυπνητήρι, δε θα ξέραμε καν πότε είναι μέρα και πότε νύχτα. Αυτό όμως, χτυπάει κάθε πρωί στις εννιά, πετάγομαι απ’ το κρεβάτι, χασμουριέμαι έτσι που ν’ ακουστεί και μετά στην κουζίνα σφυρίζω, καθώς λιώνω το χιόνι στην φλόγα του γκαζιού και το βάζω να βράσει. Όταν μετά από λίγο η Άννα στέκεται στο κατώφλι, λέω καλοδιάθετα «Καλημέρα» και της χαμογελάω.

Η Άννα δεν χαμογελάει.

Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια επίφαση ομαλότητας. Να τηρούμε το σύνηθες τυπικό.

Με στενοχωρεί που δεν λέει κουβέντα πια. Με στενοχωρεί επίσης το ότι πρέπει να την επιτηρώ πολύ πιο προσεκτικά απ’ ό,τι παλιότερα, αλλά δεν γίνεται να αφεθεί και να καταπέσει, να τρώει ελάχιστα και να μένει πάρα πολύ στο κρεβάτι ή ν’ αρνείται ν’ ακολουθήσει το ημερήσιο πρόγραμμα. Αν η Άννα παραιτηθεί τώρα, εγώ πρέπει να παραμείνω ψύχραιμος και για τους δυο μας.

Και μόνο που σκέφτομαι την τελευταία της απόπειρα ν’ ανοίξει με το σφυρί μια τρύπα στη στέγη...Ούτε δέκα μέτρα δεν θα προχωρούσαμε, εκεί έξω!

«Έχουμε τύχη βουνό που η στέγη αν μη τι άλλο έμεινε ανέπαφη. Με τέτοιες θύελλες, Άννα!» Το βράδυ της το εξηγούσα ξανά και ξανά κι εκείνη ούτε καν με κοίταξε.

Δεν λέω, και ’γω φοβάμαι. Δεν ακούς τον παραμικρό θόρυβο πια. Το χιόνι καταπίνει τα πάντα. Εκτός απ’ τη θύελλα και τους φρικτούς θορύβους κάτω απ’ τις σανίδες του πατώματος. Είναι βέβαια πιθανό αυτό το χιόνι να μη λιώσει ποτέ πια. Να μην έρθει κανείς να μας βγάλει από δω μέσα. Αλλά μερικές φορές – ξέρω, ακούγεται παράδοξο -, μερικές φορές η ιδέα αυτή δεν μου φαίνεται πια και τόσο τραγική.

*

Είμαι κουρασμένος. Πρέπει όμως να τ’ αποτελειώσω αυτό εδώ που γράφω. Μέτρησα λοιπόν ως το χίλια και της έκανα μασάζ στο μέτωπο, μετά σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Ίσως και να βοηθήσει, σκέφτηκα· απλώς να τα γράψω όλα αυτά.

Γράφω λοιπόν και τα υπόλοιπα. Τα τωρινά δηλαδή, όταν... όταν τινάχτηκα, επειδή ακούστηκε αυτός ο θόρυβος. Ένας πολύ ανεπαίσθητος θόρυβος, αλλά παρόλα αυτά, εγώ τον άκουσα. Πρέπει να το γράψω...

Όταν άφησα το σημειωματάριο στην άκρη, σηκώθηκα αργά και σκεφτόμουν διαρκώς, κάνω λάθος;

Κάνω λάθος, ή υπάρχει φως στο διπλανό δωμάτιο; Είναι όντως δυνατόν να σπαταλάει χωρίς την άδειά μου τα πολύτιμα κεριά;

«Άννα – μα τι κάνεις εκεί;»

Να το γράψω ως το τέλος...

Όταν κάτι έπεσε απότομα απ’ το χέρι της στο πάτωμα. Το άσπρο πρόσωπο της Άννας και το πως γρήγορα γλίστρησε μέχρι το προσκέφαλο του κρεβατιού.

«Αφού ποτέ δεν γράφεις τίποτα, Άννα!»

Όταν πλησίασα. Τα χείλια μου στο αυτί της.

«Ποτέ! Γιατί λοιπόν τώρα ειδικά;» Το αυτί ήταν παγωμένο.

Πρέπει να το γράψω.

Όταν έσκυψα και το πήρα στο χέρι μου. Όταν η φλόγα έπεσε πάνω του, και μόνο μολύβι δεν ήταν!

Όταν η καρδιά μου έγινε κομμάτια.

«Άννα, ήθελες πραγματικά να μ’ εγκαταλείψεις».

Όταν κι οι δυο μας στρέψαμε το βλέμμα πάνω του και το μέταλλο άστραψε. Όταν το στόμα της Άννας ήταν με μιας σαν μια τρύπα που ερχόταν όλο και πιο κοντά.

«Άννα, θέλω να παραμείνουμε μαζί!»

Η ασημένια γραμμή και η κραυγή της, όταν το χέρι μου έσκισε τον αέρα. Η λαβή, κόκκινη μετά.

Όταν φύσηξα το κερί να σβήσει.

Και μετά η σιωπή.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιάννα Πουλέα


Antje-Wagner

Η Άντγε Βάγκνερ (Antje Wagner) γεννήθηκε το 1974 στο Lutherstadt Wittenberg της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Το 1999 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα Der gläserne Traum (Το γυάλινο όνειρο) από τον εκδοτικό οίκο Querverlag και ακολούθησαν το 2001 το μυθιστόρημα Lüge mich (Λέγε μου ψέματα) και το 2003 η συλλογή διηγημάτων Die Gärten bist du (Οι κήποι είσαι εσύ). Το διήγημα "Αντανακλάσεις" ("Glitzern") μεταφράζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Mottenlicht (μια γερμανική λέξη για το "φως που τραβά τα έντομα"), η οποία κυκλοφόρησε το 2003 από τον εκδοτικό οίκο Kiepenheuer & Witsch. Άλλα έργα της είναι τα μυθιστορήματα Hinter dem Schlaf (Πίσω από τον ύπνο, 2005), Unland (Ξερότοπος, 2010) κ.ά.

© Logotexnia21 + Janna Poulea

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails