Antje Wagner, Αντανακλάσεις


Chain_foto_by_Raido_Lepp

Τα κεριά σώνονται.

Είναι επιπόλαιο να τα σπαταλάμε μόνο και μόνο για να γράφουμε. Αλλά βασικά αυτό δεν έχει καμία σημασία πια. Είμαστε χαμένοι.

Η Άννα κοιμάται.

Εγώ έχω αποσυρθεί στην κουζίνα. Το φως των κεριών θα μπορούσε να την ξυπνήσει.

Η Άννα χρειάζεται τον ύπνο της.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντιληφθεί πως γράφω. Θα έπαιρνε χαμπάρι αμέσως τι σημαίνει αυτό.

Κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα και καμιά φορά πραγματικά φοβάμαι ότι η Άννα θα ξαναχάσει την αυτοκυριαρχία της. «Μα ποτέ δεν γράφεις τίποτα», θα μου ψιθύριζε ίσως στη μέση μιας πρότασης. Εγώ θα πεταγόμουν απ’ τη θέση μου και μπορεί μάλιστα να μου ’πεφτε το μολύβι απ’ το χέρι. Σε τελική ανάλυση δεν θα είχα καταλάβει ότι ξύπνησε και γλίστρησε αθόρυβα δίπλα μου. «Ποτέ! Γιατί λοιπόν ειδικά τώρα;» θα μου μουρμούριζε στ’ αυτί και το στόμα της θα ήταν κρύο. Θα γυρνούσα απότομα, και μετά -

Μα τι γράφω εδώ τέλος πάντων;

Τελικώς η Άννα δεν λέει κουβέντα μετά το ξέσπασμα πριν δύο βδομάδες. Όταν πέφτει ένα κλαδί επάνω στη στέγη, αρχίζει να σιγοκλαίει. Εγώ τουλάχιστον πρέπει μείνω ψύχραιμος τώρα.

Ναι, είναι βέβαια απερίσκεπτο να αναλώνουμε τα τρόφιμα και το γκάζι σε περιττά πράγματα. Παρόλα αυτά, η Άννα κι εγώ, μαζί, ψήσαμε σήμερα γλυκό στο φούρνο!

Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν στιγμές στη ζωή όπου είναι ζωτικής σημασίας να ψήσεις ένα γλυκό. Ακόμα κι αν είναι απλά και μόνο επειδή έχει τόσο ωραία μυρωδιά. Αυτήν ακριβώς τη μυρωδιά του σπιτικού.

*

Πριν τρεις εβδομάδες το ρεύμα έπεσε οριστικά. Είναι θαύμα πως τελικά άντεξαν τόσο πολύ οι γραμμές με τις θύελλες. Σήμερα στο κρεβάτι η Άννα γαντζώθηκε πάνω μου και έκλαιγε με λυγμούς για πολλή ώρα.

«Θα βγούμε από δω», της ψιθύρισα λικνίζοντάς την ελαφρά. Ήταν καταπαγωμένη. «Προφανώς ήδη ψάχνουν. Πρέπει να περιμένουν να λιώσει λίγο το χιόνι. Διαφορετικά δεν θα μπορέσουν να περάσουν. Έτσι γίνεται κανονικά. Όλα θα πάνε καλά, Άννα».

Αλλά δεν το πιστεύω πια.

*

Κάθε πρωί ξυπνάω πριν απ’ αυτή, χασμουριέμαι δυνατά και μετά στην κουζίνα σφυρίζω, καθώς λιώνω το χιόνι στην φλόγα του γκαζιού και το βάζω να βράσει. Δεν μας έχει μείνει πολύς καφές. Το άρωμα, όμως, του καφέ είναι τώρα ειδικά απολύτως αναγκαίο. Καταπραΰνει τα νεύρα. Μου φέρνει πάντα στη μνήμη ένα σπιτικό, κεντητά τραπεζομάντηλα και παρατεταμένα, χαρούμενα πρωινά γεύματα. Όταν μετά από λίγο η Άννα στέκεται στο κατώφλι, λέω καλοδιάθετα «Καλημέρα» και της χαμογελάω.

Η Άννα δεν χαμογελάει.

Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια επίφαση ομαλότητας. Να τηρούμε το σύνηθες τυπικό: ζωηρό γαργάρισμα κατά το πλύσιμο των δοντιών, ένα κομπλιμέντο για τα μαλλιά της, μαγείρεμα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αρκεί που έχασε την αυτοκυριαρχία της ήδη μία φορά.

Στο κρεβάτι την τράβηξα να κολλήσει πάνω μου για να ζεσταθεί επιτέλους και της χάιδευα τα μαλλιά μέχρι να αποκοιμηθεί. Είχε σφίξει τα χέρια της σε γροθιές και τα ’χε ακουμπήσει στα μάγουλά της. Τα φρύδια της ήταν ακόμα και στον ύπνο σμιγμένα. Της έκανα μασάζ στο μέτωπο με τις άκρες των δαχτύλων μου και μέτρησα ως το χίλια. Τότε μόνο σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι για να γράψω αυτό εδώ. Ίσως και να βοηθήσει.

*

Περισσότερο απ’ όλα νοσταλγώ να μιλήσω με κάποιον. Ν’ ακούσω μια ανθρώπινη φωνή. Για να ’χω καθαρό μυαλό. Αλλά η Άννα παραμένει βουβή, και νωρίς το πρωί το μόνο που βλέπεις είναι η αντανάκλαση του χιονιού στην κατσαρόλα πάνω απ’ τη φωτιά.

Πρέπει να σκεφτώ τι θα μπορούσαμε να κάνουμε αύριο όλη μέρα. Επειδή – αυτό το διαπίστωσα γρήγορα – πρέπει να ’χεις κάτι να σου αποσπά την προσοχή, αλλιώς θα τρελαθείς.

Η θύελλα ακούγεται να λυσσομανάει. Ρίχνεται με όλη της τη δύναμη πάνω στη στέγη. Ποιος ξέρει πόσο ακόμα θ’ αντέξουν τα δοκάρια. Πότε μου δεν έχω επισκευάσει στέγη. Αλλά και κανείς ποτέ δεν έχει επισκευάσει στέγη κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αν δεν το ’χε στρώσει με τόσους πόντους, θα την είχε οπωσδήποτε σαρώσει την καλύβα μας.

Μερικές φορές πάλι, ακούω κάτι θορύβους κάτω απ’ τα πόδια μου, ακριβώς από κάτω απ’ τις σανίδες του πατώματος, δεν μπορώ καθόλου να το περιγράψω, ακούγεται σχεδόν σαν κάτι να ροκανίζει τα μαδέρια. Απλά μη το σκέφτεσαι.

Ένα πράγμα μπορώ να πω με σιγουριά, μόνο που η Άννα δεν πρέπει να μάθει τίποτα: Έστω κι αν υπήρχε ακόμα μια δυνατότητα – δεν θα εγκατέλειπα την καλύβα τώρα πια! Αντίθετα θα περίμενα εδώ πέρα. Ναι, φοβάμαι. Ποτέ μου δεν έζησα κάτι σαν και τούτο δω. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται εκεί έξω. Αλλά δεν ακούγεται καλό. Καθόλου, μα καθόλου καλό. Και σε καμία, μα καμία περίπτωση δεν θέλω να βρεθώ μόνος μου εκεί έξω. Μέσα σ’ αυτόν τον τόσο ασυνήθιστο χιονοστρόβιλο.

Όταν μπορούσα ακόμα να διακρίνω το θερμόμετρο στο πρεβάζι του παραθύρου, αυτό ήταν πριν τέσσερις εβδομάδες, έδειχνε τριάντα βαθμούς υπό το μηδέν. Κάνει, όμως, περισσότερο κρύο. Απλώς η κλίμακα δεν φτάνει παρακάτω.

*

Ανησυχώ για την Άννα. Εκείνη, όμως, μ’ εμπιστεύεται. Ναι μεν δεν μιλάει πια, παρά εκτελεί ολοένα και πιο πεισματικά το ημερήσιο πρόγραμμα, αλλά εγώ ξέρω ότι μ’ εμπιστεύεται. Και σε τελική ανάλυση, όλο αυτό εδώ ήταν δική μου ιδέα.

Σίγουρα πιστεύει ότι κάποιο μυστικό νόημα υποκρύπτεται στο να τρίβουμε, όπως χθες, για ώρες τους ξύλινους τοίχους μέχρι ν’ ανοίξουν τα χέρια μας και να διαλυθούν τα νύχια μας. Ότι θα μας αποφέρει κάποιο όφελος, που εκείνη απλώς δεν το αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά, το να σέρνουμε το βαρύ κρεβάτι στη μια άκρη του δωματίου και τη δρύινη ντουλάπα στην άλλη ή να βγάζουμε όλα τα σκεύη της κουζίνας από τα ντουλάπια και να τα ξαναβάζουμε στη θέση τους. Τουλάχιστον, όμως, πιστεύει σε κάτι.

*

Και όλα άρχισαν τόσα ωραία.

Είχα αγοράσει την καλύβα, χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα. Την είχα βάλει στο μάτι ήδη εδώ και πολύ καιρό· κι εξάλλου ήταν σχεδόν τζάμπα. Δεν λέω, ήταν μια ρομαντική ιδέα να περάσουμε εγώ κι η Άννα τις δύο βδομάδες των Χριστουγέννων εδώ, αλλά δεν μπορεί να ’ναι κανείς στα τριάντα κάτι του ακόμα λιγάκι ρομαντικός;

Η Άννα ήταν ενθουσιασμένη σαν παιδάκι: «Στο δάσος, σε μια καλύβα, και μόνο οι δυο μας! Δεν θα μαρτυρήσουμε σε κανέναν τίποτα, σύμφωνοι; Θα πάρουμε μαζί μας τα σκι. Θα `ναι τέλεια! Λένε πως θα χιονίσει. Πολύ, πάρα πολύ χιόνι τα Χριστούγεννα, έτσι λένε οι προβλέψεις».

Είχα πολύ καιρό να δω την Άννα τόσο κεφάτη. Όταν φτάσαμε εδώ, οι δρόμοι ήταν απλώς πασπαλισμένοι με ελάχιστο χιόνι. Αλλά σε κάθε περίπτωση: χιόνι.

«Ξέρεις πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα χιόνι το Δεκέμβρη;» φώναξε χαρούμενα, καθώς έστριβα με το αυτοκίνητο από τον επαρχιακό δρόμο μέσα στο μικρό δρόμο στο δάσος. «Ήμουν ακόμα πολύ μικρή τότε. Τι υπέροχες αντανακλάσεις! Ξέρεις, πιστεύω, αυτές θα ’ναι οι ωραιότερες διακοπές μας».

Είχε ήδη βραδιάσει όταν διασχίσαμε το στενό μονοπάτι. Ο ήλιος ήταν χαμηλά. Η Άννα είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε βγάλει έξω το κεφάλι της. Το φως έπεφτε κόκκινο επάνω στο πρόσωπό της. Είχε αιχμαλωτίσει τις νιφάδες του χιονιού με το στόμα. Ακούμπησα το χέρι μου στο γόνατό της. Στα μαλλιά της η αντανάκλαση του χιονιού.

*

Η Άννα και ’γω είμαστε παντρεμένοι έξι χρόνια. Πέρυσι σχεδόν μόνο μαλώναμε. Μικροπράγματα. Την έπιασα στα πράσα να μη με προσέχει ή να της είναι αδιάφορο αν ήμουν εκεί όταν εκείνη γύριζε σπίτι. Να της είναι αδιάφορες μέχρι και οι ομελέτες με ξηρούς καρπούς που κανείς δεν φτιάχνει τόσο έξοχα όσο εγώ. Δεν ξέρω πως ξεκίνησε όλο αυτό. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν πάντα τόσο, τι να πω, τόσο ύπουλα. Μια μέρα, όμως, ήταν ολοφάνερο. Απλώς συνεχίζαμε να μένουμε μαζί. Δεν μοιραζόμασταν τίποτα πια, παρά μόνο το πρωινό. Κοιμόμασταν μάλιστα χωριστά.

Η Άννα ήρθε ένα πρωί με το νυχτικό και αχτένιστη στην κουζίνα, πήρε την εφημερίδα και άρχισε να μασάει σιωπηλή ένα μισοφαγωμένο ψωμάκι.

Εκείνη τη μέρα αγόρασα την καλύβα.

*

Η Άννα ήταν εμφανώς ευδιάθετη και κοιτούσε μαγεμένη έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου.

«Κοίτα, ένα ζαρκάδι!» είπε μετά από κάνα τέταρτο μες το δάσος. «Κακομοίρη μου, μη και χάσεις τον προσανατολισμό σου εδώ».

Θα ’λεγε κανείς ότι οδηγούσαμε στη μέση του πουθενά. Γέλασα ειρωνικά και δεν μίλησα. Κανείς δεν ξέρει να διαβάζει χάρτες καλύτερα από μένα. Τώρα αυτό μας είναι τελείως άχρηστο. Ακόμα κι αν καταφέρναμε με κάποιο τρόπο να εγκαταλείψουμε αυτή την καλύβα, ποτέ δε θα φτάναμε στην επόμενη κωμόπολη. Είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά. Δεν υπάρχει σήμανση πια. Το αυτοκίνητο το ξεχνάμε, δεν θα το εύρισκα καν, και πόσο μακριά μπορείς να φτάσεις όταν είσαι βυθισμένος στο χιόνι μέχρι το λαιμό; Ή πιο βαθιά.

Αλλά ακόμα δεν έχουμε προχωρήσει τόσο.

Η Άννα λοιπόν, χαιρόταν με το ζαρκάδι, που το τρομάξαμε και πετάχτηκε μέσα από μια συστάδα θάμνων. Οι νιφάδες ήταν μικροσκοπικές και αδύναμες. Δεν είχε καν χρειαστεί να βάλω σε λειτουργία τους γυαλοκαθαριστήρες. Στο φως του δειλινού το λεπτό πέπλο του χιονιού έμοιαζε με αίμα.

«Αίμα του χειμώνα». Έτσι είχε πει η Άννα χαμογελώντας. Μερικές φορές είναι έτσι, πώς να το πω, ποιητική.

Αυτό ήταν στις δεκαοκτώ του Δεκέμβρη.

Βρισκόμαστε εδώ σε μια μικροσκοπική ξύλινη καλύβα μέσα σε μια αχανή δασική έκταση, καταμεσής της περιοχής του Βρανδεμβούργου. Σήμερα έχουμε είκοσι πέντε Μάρτη και έξω έχει τουλάχιστον σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν. Το χιόνι φτάνει μέχρι και την κορυφή της στέγης. Επικρατεί νεκρική σιγή. Είμαστε ολοκληρωτικά αποκομμένοι από τον έξω κόσμο. Η Άννα κοιμάται. Κάτι φρικτό έχει συμβεί.

*

Την επομένη πήγαμε βόλτα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας πρέπει να ’χε πέσει λίγο χιόνι ακόμα, καθώς ήταν κάπως πιο παχύ επάνω στα δρομάκια. Έκανε κρύο, αλλά δεν χιόνιζε. Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Το θυμάμαι ακόμα, γιατί η Άννα μου το επεσήμανε.

«Για δες, έχει ακόμα πάρα πολύ χιόνι να ρίξει», είπε και έδειξε προς τα πάνω. Με το που σήκωσα το βλέμμα μου, είχα ήδη μια χιονόμπαλα στα μούτρα. Έβαλε τα γέλια και έφυγε τρέχοντας. Και ’γω έτρεξα ξωπίσω της.

Μέχρι τις δύο του Γενάρη κάναμε κάθε μέρα σκι. Η Άννα είναι φανατική σκιέρ. Το πάθος της είναι μεν η κατάβαση, αλλά και με τις μεγάλες αποστάσεις δεν έχει πρόβλημα. Τα σκι της είναι για αυτήν ιερά. Τα καθαρίζει και τα κερώνει, μέχρι που αντανακλούν το φως και κάθε φορά που έρχεται δίπλα τους, περνά τρυφερά τα δάχτυλά της πρώτα πάνω απ’ τα δεσίματα και μετά πάνω απ’ τις κόψεις. Φέτος είχε φέρει τα παλιά, κόκκινα ξύλινα σκι της. Αυτά είναι τ’ αγαπημένα της.

*

«Λαζάνια με σολομό» ανήγγειλε το πρώτο βράδυ, καθώς εγώ σφυρίζοντας άναβα στην κάμαρα τη φωτιά για το ζεστό κρασί. Στεκόταν στο κατώφλι, στα χέρια της το πήλινο σκεύος που άχνιζε. Η φλόγα μπροστά μου τρεμόπαιζε και η Άννα χαμογελούσε μ’ αυτό το απαλό χαμόγελο, σχεδόν όπως παλιά, όταν την πρωτογνώρισα. Ο κώνος της ζάχαρης έσταξε παίρνοντας μια κόκκινη απόχρωση στο φως και ξεχύθηκε μια γλυκιά μυρωδιά. Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα όλα να ’μεναν έτσι για πάντα.

*

Στις εικοστρείς του Δεκέμβρη καθόμασταν στον καναπέ πίνοντας ζεστή σοκολάτα με ρούμι. Στο ραδιόφωνο η πρόγνωση του καιρού έλεγε χιόνια, και η Άννα ενθουσιασμένη άρχισε να χτυπά παλαμάκια. Ο ήλιος του δειλινού έδινε χρώμα στα κομμένα ξύλα σημύδας μπροστά στα παράθυρα. Η φωτιά τριζοβολούσε και ’γω άφησα το φλιτζάνι μου στο τραπέζι. Πέρασα το χέρι μου στο σβέρκο της Άννας και φίλησα το μέτωπό της, την κορυφή της μύτης και μετά τα χείλια.

Το πρωί της εικοστής τέταρτης το κεφάλι της ακουμπούσε στον ώμο μου. Το χέρι της κοιμόταν ζεστό στην κοιλιά μου. Τότε είχα πιστέψει ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα.

*

Το τηλέφωνο έχει σταματήσει να λειτουργεί από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και όχι επειδή δεν μπορούσα να το φορτίσω. Το Γενάρη εξάλλου είχαμε ακόμα ρεύμα. Ακόμα και τώρα η οθόνη δείχνει ότι η μπαταρία είναι σχεδόν γεμάτη.

«Κόπηκαν οι γραμμές» είχα πει στην Άννα με μια γκριμάτσα. «Δεν έγινε και τίποτα, τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να μας ενοχλήσει ως την τελευταία μέρα των διακοπών».

Σκοπεύαμε να μείνουμε μέχρι τις τρεις του Γενάρη.

Έβαλε τα γέλια, τίναξε πίσω τα μαλλιά της και με φίλησε στο λαιμό.

«Γουρούνι!» θα ούρλιαζε βδομάδες μετά και έπειτα ξαφνικά θα ψέλλιζε: «Βοήθεια...»

Αυτό έγινε τότε, στο ξέσπασμά της. Μετά εξαφανίστηκαν όλοι οι θόρυβοι. Σαν κάποιος να χαμήλωσε τελείως την ένταση της τηλεόρασης. Ήμουν γρήγορος, αλλά όχι αρκετά γρήγορος. Η λέξη στριφογύρισε, άστραψε και ακούστηκε. Αλλά ακούστηκε μια φορά μόνο, μετά εκείνη σώπασε.

Μαζί με το τηλέφωνο είχε σταματήσει να λειτουργεί και το ραδιόφωνό μας. Πολύ παλιό, είχα σκεφτεί. Ή έχει να κάνει με τον καιρό.

Μερικές φορές, όταν η Άννα κοιμάται, ανοίγω το ραδιόφωνο, και – ναι, το ξέρω, ακούγεται τρελό – οι γραμμές λειτουργούν! Κάτι άλλο δεν πάει καλά. Και στο τηλέφωνο ακούγεται ένα σιγανό «πι πι» και ένα βουητό και πότε πότε ένας αλλόκοτος θόρυβος, λες και κάποιος αναπνέει. Δεν έχω πει τίποτε απ’ αυτά στην Άννα.

*

Όταν ξύπνησα το πρωί της αναχώρησής μας, αμέσως το αισθάνθηκα. Κάτι υπήρχε στον αέρα. Κοίταξα το τζάκι, η φωτιά έκαιγε όπως πάντα. Η Άννα ακόμα κοιμόταν· κουκουλώθηκα μέχρι το πηγούνι με την κουβέρτα. Έκανε κρύο στο δωμάτιο, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.

Στο πάτωμα ήταν ακουμπισμένοι οι ταξιδιωτικοί μας σάκοι, έτοιμοι ήδη απ’ το βράδυ. Τα σκι της Άννας ήταν τοποθετημένα και δεμένα με αγάπη μέσα στην κόκκινη θήκη τους. Σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε αμέσως μετά το πρωινό. Δεν ήμουν σίγουρος κατά πόσο αυτές οι δύο βδομάδες μας απέφεραν τίποτα. Απλώς υπήρχε μέσα μου κάτι σαν ένα αίσθημα προσοχής. Ήταν πρωτόγνωρο. Όλες αυτές τις δεκατέσσερις μέρες αντιμετωπίζαμε ο ένας τον άλλον με εξεζητημένη ευγένεια. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Κάθε πρωί είχε χιόνι. Τώρα δεν έβλεπες τίποτα. Μόνο πάγο στο τζάμι. Τρομοκρατήθηκα. Αυτά εκεί – αυτά δεν ήταν κανονικοί παγοκρύσταλλοι!

Πετάχτηκα πάνω. Πέρασα τα δάχτυλα μου πάνω απ’ το πάχους μερικών εκατοστών στρώμα. Μετά άνοιξα το παράθυρο. Τι διάβολο...

«Άννα!» φώναξα δυνατά και η Άννα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Πανάθεμα, έλα δω να δεις. Είναι απίστευτο».

Έτσι στεκόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο και κοιτούσαμε πάνω από το στρώμα του χιονιού που είχε πέσει τη νύχτα και έφτανε γύρω στο ενάμισι μέτρο. Η εξώπορτα δεν άνοιγε. Το αυτοκίνητο δεν φαινόταν πουθενά. Ούτε ίχνος του αυτοκινήτου. Το πιο φρικτό, όμως, ήταν τα εκατοντάδες πουλιά που κείτονταν πάνω στο χιόνι· πρέπει να πάγωσαν τη νύχτα και να ’πεσαν απ’ τα δέντρα.

Τότε ανέτειλε ο ήλιος. Τράβηξα το βλέμμα μου, τόσο αφόρητη ήταν η αντανάκλαση του χιονιού.

*

Κι όμως, δεν έκανα κανένα λάθος!

Τελικά οι προμήθειές μας σε ξύλα εξαντλήθηκαν ολότελα. Και νωρίτερα είχε πάρει σειρά το σκαμνί της κουζίνας. Τα σκι της Άννας τα ’κανα κομμάτια μετά.

Η Άννα όρμησε σαν μαινάδα στην πλάτη μου, μου ξερίζωσε ολόκληρες τούφες μαλλιών, με σφυροκοπούσε με τις γροθιές της και στρίγγλιζε, στρίγγλιζε.

«Γουρούνι! Γουρούνι! Γιατί το ’κανες αυτό;» Λες και της είχα κόψει το πόδι! «Σε μισώ!» Αν δεν την είχα πετάξει από πάνω μου και δεν την είχα συνεφέρει με κάνα δυο κλωτσιές, θα της είχε στρίψει τελείως.

Αργότερα της έφερα χαρτομάντιλα και έδεσα το μπράτσο της όσο καλύτερα γινόταν. Ήθελε να με κάνει πέρα, με ’χει όμως ανάγκη. Μετά καθόταν με τις ώρες μπροστά στη φωτιά, σιγόκλαιγε και μονολογούσε: «Μα ήταν τα αγαπημένα μου σκι... τα κόκκινα... όλο ξύλο... μου τα χάρισαν στην τελετή αποφοίτησης... κόκκινα ξύλινα σκι... κανείς δεν είχε τέτοια... ήταν τόσο όμορφα... κι ήταν τ’ αγαπημένα μου σκι..»

Δεν λέω, είναι πιο ευαίσθητη από μένα. Κυρίως στα νεύρα. Εντάξει, ίσως αντέδρασα λίγο υπερβολικά και για το χέρι λυπάμαι, αλλά ούτε κι η υστερία μας βοηθάει σε τίποτα.

Αργότερα το βράδυ έκανα κομμάτια και τα δύο κομοδίνα, τα ράφια και το τραπέζι. Χρειαζόμασταν τα ξύλα.

Το επόμενο πρωί η Άννα δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Δεν έλεγε απολύτως τίποτα πια.

*

Είναι πάντα σκοτεινά εδώ μέσα. Η καλύβα είναι τώρα ολότελα καλυμμένη απ’ το χιόνι, και όταν το χιόνι άρχισε να πιέζει τα τζάμια προς τα μέσα, ξήλωσα το μεσότοιχο του μπάνιου και κάρφωσα με τις σανίδες τις τρύπες στα παράθυρα. Αν δεν είχαμε και το μικρό μου ηλεκτρονικό ξυπνητήρι, δε θα ξέραμε καν πότε είναι μέρα και πότε νύχτα. Αυτό όμως, χτυπάει κάθε πρωί στις εννιά, πετάγομαι απ’ το κρεβάτι, χασμουριέμαι έτσι που ν’ ακουστεί και μετά στην κουζίνα σφυρίζω, καθώς λιώνω το χιόνι στην φλόγα του γκαζιού και το βάζω να βράσει. Όταν μετά από λίγο η Άννα στέκεται στο κατώφλι, λέω καλοδιάθετα «Καλημέρα» και της χαμογελάω.

Η Άννα δεν χαμογελάει.

Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια επίφαση ομαλότητας. Να τηρούμε το σύνηθες τυπικό.

Με στενοχωρεί που δεν λέει κουβέντα πια. Με στενοχωρεί επίσης το ότι πρέπει να την επιτηρώ πολύ πιο προσεκτικά απ’ ό,τι παλιότερα, αλλά δεν γίνεται να αφεθεί και να καταπέσει, να τρώει ελάχιστα και να μένει πάρα πολύ στο κρεβάτι ή ν’ αρνείται ν’ ακολουθήσει το ημερήσιο πρόγραμμα. Αν η Άννα παραιτηθεί τώρα, εγώ πρέπει να παραμείνω ψύχραιμος και για τους δυο μας.

Και μόνο που σκέφτομαι την τελευταία της απόπειρα ν’ ανοίξει με το σφυρί μια τρύπα στη στέγη...Ούτε δέκα μέτρα δεν θα προχωρούσαμε, εκεί έξω!

«Έχουμε τύχη βουνό που η στέγη αν μη τι άλλο έμεινε ανέπαφη. Με τέτοιες θύελλες, Άννα!» Το βράδυ της το εξηγούσα ξανά και ξανά κι εκείνη ούτε καν με κοίταξε.

Δεν λέω, και ’γω φοβάμαι. Δεν ακούς τον παραμικρό θόρυβο πια. Το χιόνι καταπίνει τα πάντα. Εκτός απ’ τη θύελλα και τους φρικτούς θορύβους κάτω απ’ τις σανίδες του πατώματος. Είναι βέβαια πιθανό αυτό το χιόνι να μη λιώσει ποτέ πια. Να μην έρθει κανείς να μας βγάλει από δω μέσα. Αλλά μερικές φορές – ξέρω, ακούγεται παράδοξο -, μερικές φορές η ιδέα αυτή δεν μου φαίνεται πια και τόσο τραγική.

*

Είμαι κουρασμένος. Πρέπει όμως να τ’ αποτελειώσω αυτό εδώ που γράφω. Μέτρησα λοιπόν ως το χίλια και της έκανα μασάζ στο μέτωπο, μετά σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Ίσως και να βοηθήσει, σκέφτηκα· απλώς να τα γράψω όλα αυτά.

Γράφω λοιπόν και τα υπόλοιπα. Τα τωρινά δηλαδή, όταν... όταν τινάχτηκα, επειδή ακούστηκε αυτός ο θόρυβος. Ένας πολύ ανεπαίσθητος θόρυβος, αλλά παρόλα αυτά, εγώ τον άκουσα. Πρέπει να το γράψω...

Όταν άφησα το σημειωματάριο στην άκρη, σηκώθηκα αργά και σκεφτόμουν διαρκώς, κάνω λάθος;

Κάνω λάθος, ή υπάρχει φως στο διπλανό δωμάτιο; Είναι όντως δυνατόν να σπαταλάει χωρίς την άδειά μου τα πολύτιμα κεριά;

«Άννα – μα τι κάνεις εκεί;»

Να το γράψω ως το τέλος...

Όταν κάτι έπεσε απότομα απ’ το χέρι της στο πάτωμα. Το άσπρο πρόσωπο της Άννας και το πως γρήγορα γλίστρησε μέχρι το προσκέφαλο του κρεβατιού.

«Αφού ποτέ δεν γράφεις τίποτα, Άννα!»

Όταν πλησίασα. Τα χείλια μου στο αυτί της.

«Ποτέ! Γιατί λοιπόν τώρα ειδικά;» Το αυτί ήταν παγωμένο.

Πρέπει να το γράψω.

Όταν έσκυψα και το πήρα στο χέρι μου. Όταν η φλόγα έπεσε πάνω του, και μόνο μολύβι δεν ήταν!

Όταν η καρδιά μου έγινε κομμάτια.

«Άννα, ήθελες πραγματικά να μ’ εγκαταλείψεις».

Όταν κι οι δυο μας στρέψαμε το βλέμμα πάνω του και το μέταλλο άστραψε. Όταν το στόμα της Άννας ήταν με μιας σαν μια τρύπα που ερχόταν όλο και πιο κοντά.

«Άννα, θέλω να παραμείνουμε μαζί!»

Η ασημένια γραμμή και η κραυγή της, όταν το χέρι μου έσκισε τον αέρα. Η λαβή, κόκκινη μετά.

Όταν φύσηξα το κερί να σβήσει.

Και μετά η σιωπή.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιάννα Πουλέα


Antje-Wagner

Η Άντγε Βάγκνερ (Antje Wagner) γεννήθηκε το 1974 στο Lutherstadt Wittenberg της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Το 1999 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα Der gläserne Traum (Το γυάλινο όνειρο) από τον εκδοτικό οίκο Querverlag και ακολούθησαν το 2001 το μυθιστόρημα Lüge mich (Λέγε μου ψέματα) και το 2003 η συλλογή διηγημάτων Die Gärten bist du (Οι κήποι είσαι εσύ). Το διήγημα "Αντανακλάσεις" ("Glitzern") μεταφράζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Mottenlicht (μια γερμανική λέξη για το "φως που τραβά τα έντομα"), η οποία κυκλοφόρησε το 2003 από τον εκδοτικό οίκο Kiepenheuer & Witsch. Άλλα έργα της είναι τα μυθιστορήματα Hinter dem Schlaf (Πίσω από τον ύπνο, 2005), Unland (Ξερότοπος, 2010) κ.ά.

© Logotexnia21 + Janna Poulea