Ξενοφών Κομνηνός, Η μονή των Ασωμάτων

Foto by Glattwalzwerk

[Απόσπασμα]

[...]

Μα να που σιγά σιγά πυκνώνει μέσα μου κάτι απροσδιόριστο στην αρχή, μα που όλο και παίρνει σχήμα. Όλα τούτα τα κλειστά και γνώριμα βγαίνοντας από το στόμα του σάμπως να παίρνουν ένα άλλο, ευρύχωρο, καινό νόημα μέσα σε τούτη τη στενάχωρη σήραγγα. Να πάλι εκείνο το αίσθημα που δοκίμασα την πρώτη φορά που τον άκουσα στο κελί. Να τος πάλι στριμωγμένος μέσα στους συντρόφους κι όμως σαν να ’χη ολόγυρά του ένα πλατύ αλώνι. Ό,τι ξέρει του το ’χει διδάξει το κόμμα. Πώς γίνεται τώρα και διδάσκει αυτός το κόμμα ανεπίγνωστα; Από πού έρχεται τούτο το φως που μέσα του το κόμμα φανερώνεται ξάφνου σαν γκρίζα σκιά; Ποια η πηγή του; Αίνιγμα σκοτεινό που τόσον καιρό με βασανίζει. Κάτι αμίλητο μες στα χιλιομιλημένα με κοιτάζει καταπρόσωπο κι η σιωπή του με θαμπώνει από ψηλά. Μα ποιος είσαι συ τέλος πάντων που στέκεις τόσο στέρεα σε κείνον τον μυστήριο τόπο, σε τούτη την ιλαρή, ανάλαφρη σαν μέρα καλοσύνης πάνω από θάλασσα καλοκαιριού λάμψη στα μάτια σου και μας φωτίζεις όλους εμάς και μας φανερώνεις μικρές, αξιοθρήνητες, γκρίζες φιγούρες σκυμμένες στον ζυγό της ανάγκης; Ναι τώρα το βλέπω, αν το κόμμα βούλιαζε σύψυχο, όλοι μας θα πηγαίναμε μαζί του στα βάθη, όλοι εκτός από σένα. Εσύ θα ’μενες εκεί στον αφρό. Έχεις τάξει την ζωή σου στο κόμμα, μα εσύ δεν το χρειάζεσαι, δεν το ’χεις ανάγκη για να ζήσης.

Τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο. Μα ξάφνου εκεί στην κόψη, υψωμένα βλέπω στον αέρα ένα δάσος ματσούκια. Και τρομερή η ορμή τους που με ξερό κρότο πέφτουν πάνω σε ώμους και κεφάλια. Οι ανθρωποφύλακες! Κάνουν έφοδο!

Όλοι είμαστε ένα σώμα που αναδεύει, χτυπιέται και σφαδάζει εμποδισμένο μέσα στον ζουρλομανδύα του διαδρόμου. Κι απ’ τα κόκαλα που κροτούν ξερά στο ματσούκι βγαλμένες ξεπετιούνται πλήθος κάργες οι οιμωγές και χτυπιούνται λυσσασμένα στα ντουβάρια και στον θόλο ζητώντας μάταια έξοδο, μα πολλαπλασιασμένες ξαναπέφτουν πάνω μας σαν να μας τις ξερνά καταπρόσωπο τ’ ορθάνοιχτο στόμα της κόλασης.

Πασχίζοντας να βγάλω ένα παπούτσι από το στόμα μου, ανασηκώνομαι για λίγο και το μάτι μου πέφτει τυχαία πάνω σε τέσσερεις φύλακες που έχουν πέσει με μανία πάνω στον Φώτη. Τους ξεφεύγει και χώνεται σ’ ένα κελί όπου είναι κι άλλοι δικοί μας. Οι φύλακες ορμούν και θέλουν να τον τραβήξουν έξω. Αυτός κρατιέται απ’ ό,τι βρη μπροστά του. Του ξεσκαλώνουν τα πόδια. Μένουν τα χέρια σκαλωμένα σε δυο κλινοδίποδα. Τα ξεσκαλώνουν κι αυτά. Αρπάζεται με τα δόντια απ’ την κουβέρτα. Οι φύλακες τον τραβάνε. Θέλουν προφανώς να τον απομονώσουν και να τον σακατέψουν. Τον σέρνουν κι αυτός σέρνει με τα δόντια του την ματωμένη κουβέρτα. Ο Μανώλης κι ο Χάρης της περιφρούρησης ορμάνε να κλείσουν τον δρόμο στους φύλακες με τα θεόρατα κορμιά τους. Φθάνω κι εγώ μπουσουλώντας. Πέφτουμε κι οι τρεις πάνω στον Φώτη. Μια ματσουκιά στο κεφάλι και χάνω τον κόσμο. Βλέπω τις μύτες των παπουτσιών μου. Με σέρνουν απ’ τις μασχάλες. Δίπλα μου ταξιδεύει κι ο Φώτης. Μας πετάνε και τους δυο στο μπουντρούμι της απομόνωσης. Σκοτάδι. Δεν υπάρχει ούτε φεγγίτης. Βογκάμε κι οι δυο κατάχαμα. Ακούω ξάφνου τον Φώτη. Μόλις καταλαβαίνω τα λόγια του μέσα απ’ το πρησμένο στόμα του. Πέτρο, μ’ ακούς; Μουγκρίζω.

[...]


Η μονή των ασωμάτων O Ξενοφών Κομνηνός γεννήθηκε το 1950 στην Θεσσαλονίκη. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Η μονή των Ασωμάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μία κριτική της Μάρης Θεοδοσοπούλου για το μυθιστόρημα Η μονή των Ασωμάτων στην εφημερίδα Το Βήμα. Άλλα έργα του είναι το μυθιστόρημα Τα παιδιά του Λειδινού (εκδόσεις Έντομο, 1992, Θεσσαλονίκη) και το αφήγημα Προλεγόμενα στον αιώνα (περιοδικό Ίνδικτος, τεύχος 16, 2002). Ο Ξενοφών Κομνηνός ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση. Δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet τα βιβλία που έχει μεταφράσει.