Thomas Mann, Στον καθρέπτη

Thomas Mann


Ό,τι αντικρίζω, αξιότιμη σύνταξη, στον καθρέπτη σας είναι εκπληκτικό και σκανδαλώδες, - παραδέχομαι πως υποκειμενικά δεν μου είναι λίγο αρεστό, σημειώνω όμως κατηγορηματικά πως εγώ δεν θα ήμουν σε θέση να το επικροτήσω υπό μία υψηλότερη έννοια.

Έχω ένα σκοτεινό και εξευτελιστικό παρελθόν, ούτως ώστε μου είναι εξαιρετικά οδυνηρό να ομιλώ γι’ αυτό ενώπιον του κοινού σας. Εν πρώτοις είμαι ένας ξοφλημένος γυμνασιόπαις. Όχι πως θα είχα απορριφθεί στις απολυτήριες εξετάσεις, θα ήταν μεγαλοστομία, εάν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως δεν έφθασα μήτε καν στην ογδόη· ήμουν κιόλας στην εβδόμη εσχατόγηρος. Ακαμάτης, πεισματάρης και γιομάτος έκλυτο χλευασμό για το όλο πράγμα, μισητός στους δασκάλους του αξιοσέβαστου για τα χρόνια του ιδρύματος, στους εξαίρετους άνδρες, οι οποίοι - έχοντας απόλυτο δίκιο, συμφωνώντας απολύτως με κάθε πείρα, με κάθε πιθανότητα - προφήτευσαν τη δική μου βεβαία κατιούσα, κι είχα το πολύ-πολύ στα μάτια μερικών συμμαθητών εξ αιτίας κάποιας δύσκολα προσδιοριζόμενης υπεροχής μια κάποια υπόληψη: έτσι εξέτισα τα χρόνια, μέχρι που μου εξέδωσαν το δικαιόγραφο μονοετούς στρατιωτικής θητείας.

Διέφυγα μ’ εκείνο στο Μόναχο, όπου μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος υπήρξε ιδιοκτήτης εταιρείας σιτηρών και γερουσιαστής στη Λυβέκκη, είχε μετακομίσει και διέμενε η μητέρα μου· κι εφόσον μολαταύτα δίσταζα να παραδοθώ πάραυτα και αναφανδόν στην αργία, μπήκα, έχοντας τη λέξη «προσωρινά» στην καρδιά μου, ασκούμενος στα γραφεία κάποιας πυρασφαλιστικής εταιρείας. Αντί όμως να προσπαθώ να εξοικειωθώ με τις επιχειρήσεις, θεώρησα καλό καθήμενος στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα μου να γράφω στα κλεφτά ένα φανταστικό διήγημα, μια ερωτική ιστορία ανάμεικτη με στίχους, την οποία κατόπιν κατάφερα να μου δημοσιεύσουν σ’ ένα ανατρεπτικά διακείμενο μηνιαίο περιοδικό και για την οποία μάλιστα καμάρωνα και κάπως.

Έφυγα από το γραφείο, προτού με πετάξουν έξω, δήλωσα πως ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, και για κάνα δυο εξάμηνα παρακολούθησα ως ακροατής στις ανώτατες σχολές του Μονάχου μέσα σε μια μπερδεμένη και ανωφελή ανακατωσούρα διαλέξεις ιστορίας, εθνικής οικονομίας και φιλολογίας. Ξαφνικά ωστόσο, σαν βαγαπόντης σωστός, τα βρόντηξα όλα και πήγα στην αλλοδαπή, στη Ρώμη, όπου τριγυρνούσα για έναν χρόνο δίχως σχέδια και δίχως απασχόληση. Περνούσα τις ημέρες μου γράφοντας και καταβροχθίζοντας εκείνα τ’ αναγνώσματα τα οποία ονομάζουν λογοτεχνικά και στα οποία ένας άνθρωπος ευυπόληπτος στρέφεται το πολύ-πολύ για διασκέδαση κατά τις ώρες της ανάπαυσής του, - και τα βράδια μου με ποντς και παίζοντας ντόμινο. Κατείχα ακριβώς τα μέσα, να ζω και να καπνίζω δίχως μέτρο πολλά από εκείνα τα γλυκά σιγαρέτα της πεντάρας, τα οποία μονοπωλεί το ιταλιάνικο κράτος και στα οποία εγώ τον καιρό εκείνο ήμουν μέχρι σκασμού υποταγμένος.

Έχοντας επιστρέψει στο Μόναχο μαυρισμένος, ισχνός και σε αρκετά καταβεβλημένη κατάσταση, αναγκάστηκα τελικά να κάμω χρήση του δικαιογράφου εθελοντικής θητείας μου. Εάν όμως ελπίζετε ν’ ακούσετε πως στον στρατιωτικό τομέα αποδείχθηκα κάπως ικανότερος απ’ ό,τι σ’ άλλους, τότε θ’ απογοητευτείτε. Ύστερα από τρεις μήνες κιόλας, πριν απ’ τα Χριστούγεννα ακόμη, απολύθηκα μ’ έναν απλούστατο χαιρετισμό, εφόσον τα πόδια μου δεν έλεγαν να συνηθίσουν σ’ εκείνο το ιδεώδες κι ανδρικό βάδισμα τ’ οποίο λέγεται βηματισμός παρέλασης, κι εγώ ήμουν διαρκώς κλινήρης με τενοντίτιδα. Αλλά το σώμα υποτάσσεται μέχρι κάποιον συγκεκριμένο βαθμό στο πνεύμα, κι εάν ήταν μέσα μου ζωντανή η παραμικρή αγάπη για ’κείνο το ζήτημα, τότε οι πόνοι θα είχαν μάλλον κατανικηθεί.

Αρκεί, αποστρατεύτηκα και συνέχισα με πολιτικά την αμελή ζωή μου. Κάποιο χρονικό διάστημα ήμουν ένας από τους συντάκτες του Simplicissimus, βλέπετε, κατέβαινα απ’ το ένα σκαλοπάτι στ’ άλλο. Έμπαινα στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου.

Και τώρα; Και σήμερα; Μήπως στρογγυλοκάθομαι με γυάλινο βλέμμα κι ένα μάλλινο κασκόλ στον λαιμό μαζί με άλλους χαμένους μαντράχαλους σε κάποιο καπηλειό αναρχικών; Μήπως έχω κατρακυλήσει στον βούρκο, όπως θα ήταν αρμόζον;

Όχι. Αίγλη με περιβάλλει. Τίποτε δεν συγκρίνεται με την ευτυχία μου. Είμαι νυμφευμένος, έχω μίαν εξαιρετικά ωραία, νεαρή γυναίκα - μία γυναίκα πριγκίπισσα, εάν θέλετε με πιστεύετε, της οποίας ο πατέρας είναι μεγάλος και τρανός καθηγητής πανεπιστημίου και η οποία απ’ τη δική της την πλευρά έχει περάσει στις απολυτήριες εξετάσεις, δίχως γι’ αυτό να με κοιτάζει αφ’ υψηλού, καθώς και δύο ακμαία, τα πλείστα υποσχόμενα τέκνα. Είμαι κύριος μιας μεγάλης κατοικίας σε άριστη τοποθεσία με ηλεκτρικό φως και όλα τα κομφόρ της σύγχρονης εποχής, διαρρυθμισμένης με τα πλέον εξαίσια έπιπλα, τάπητες και πίνακες ζωγραφικής. Το σπιτικό μου είναι πλούσιο, διατάσσω τρεις γεροδεμένες υπηρέτριες κι ένα σκοτσέζικο τσοπανόσκυλο, τρώγω μάλιστα με το πρωινό τσάι μου κουλουράκια και φορώ σχεδόν αποκλειστικά λουστραρισμένες μπότες. Τι άλλο; Κάμνω ταξίδια του θριάμβου. Επισκέπτομαι τις πόλεις, προσκεκλημένος από φιλότεχνες ομηγύρεις, κάμνω τις εμφανίσεις μου με φράκο, και οι άνθρωποι κουρταλούν τα χέρια, με το που εμφανίζομαι εγώ. Πέρασα επίσης απ’ τη γενέτειρά μου. Τα εισιτήρια για τη μεγάλη την αίθουσα του καζίνο είχαν όλα πωληθεί, μου απένειμαν ένα δάφνινο στεφάνι, και οι συμπολίτες μου χειροκρότησαν. Πανταχού λέγουν τ’ όνομά μου με τα φρύδια υψωμένα, ανθυπολοχαγοί και νεαρές κυρίες μου ζητούν με τα πλέον τιμητικά λόγια το αυτόγραφό μου, κι εάν αύριο πάρω κάποιο παράσημο, δεν θα μου κάμει και αυτό εντύπωση καμμία.

Και πώς κι όλα αυτά; Μέσω ποίου πράγματος; Αντί ποίων πραγμάτων; Εγώ δεν έχω αλλάξει, δεν έχω βελτιωθεί. Εγώ απλώς συνέχισα να καταγίνομαι με ό,τι καταγινόμουν ήδη ως χείριστος μαθητής, τουτέστιν να ονειροπολώ, να διαβάζω βιβλία ποιητικά και να σκαρώνω παρόμοια και του λόγου μου. Αντ’ αυτών είμαι τώρα όλο μεγαλεία. Αλλά είν’ αυτή άραγε η λογική ανταμοιβή του βίου του δικού μου; Εάν με έβλεπαν οι θεματοφύλακες της νιότης μου μες στη μεγαλοπρέπειά μου, θα άρχιζαν σίγουρα να αμφιβάλλουν για όλα όσα πίστευαν.

Εκείνοι που έχουν φυλλομετρήσει τα γραπτά μου θα θυμούνται πως εγώ τη μορφή ζωής του καλλιτέχνη, του ποιητή διαρκώς την αντιμετώπιζα με άκρα δυσπιστία. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα παύσουν οι τιμές τις οποίες αποδίδει η κοινωνία στο είδος τούτο εμένα να με εκπλήσσουν. Ξεύρω τι είναι ένας ποιητής, διότι κατά γενική ομολογία είμαι και του λόγου μου. Ένας ποιητής είναι, εν ολίγοις, ένας απολύτως άχρηστος σε όλους τους τομείς των σοβαρών δραστηριοτήτων, σκεπτόμενος μόνο τρέλες, στο κράτος όχι μόνο καθόλου χρήσιμος, αντιθέτως μάλιστα ενάντια διακείμενος σύντροφος, ο οποίος δεν χρειάζεται καν να διαθέτει εξαιρετικές λογικές ικανότητες, αντιθέτως μπορεί να είναι αργού και κάθε άλλο παρά κοφτερού πνεύματος, όπως ήμουν πάντοτε εγώ, - πέραν τούτου ένας ενδόμυχα παιδαριώδης, επιρρεπής στην ασωτία και από κάθε άποψη αμφιβόλου φήμης τσαρλατάνος, ο οποίος δεν θα έπρεπε να αναμένει τίποτε άλλο από την κοινωνία - και κατά βάθος δεν αναμένει και τίποτε άλλο - παρά σιωπηρή περιφρόνηση. Γεγονός όμως είναι πως η κοινωνία σε τούτο το γένος των ανθρώπων παρέχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει στους κόλπους της υπόληψη κι υπέρτατη ευζωία.

Εμένα τούτο με βολεύει· εγώ έχω όφελος απ’ αυτό. Δεν είναι όμως και ορθό. Τούτο μέλλει να ενθαρρύνει το κακό και στην αρετή οργή να προκαλεί.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


9605181312M Το κείμενο "Στον καθρέπτη" ["Im Spiegel"] δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1907, στη Λογοτεχνική Ηχώ [Literarisches Echo] στο Βερολίνο και αποτελεί ένα τρόπον τινά "βιογραφικό σημείωμα" του 32χρονου τότε συγγραφέα Τόμας Μανν. Στα Ελληνικά μεταφράστηκε και συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά, αντί προλόγου, στη συλλογή διηγημάτων Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο  του Τόμας Μανν, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Τόνιο Κραίγκερ. Ο Μάριο και ο μάγος, το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Επισκεφθείτε τη σελίδα της βιβλιοnet για τον Τόμας Μανν και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Alexandros Kypriotis