Ece Temelkuran, Ο μεγάλος εμπρησμός

 
Silhouette in the disguise, Photo by Nathan Grey
Silhouette in the disguise, Photo by Nathan Grey

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Είναι μιά­μιση τη νύχτα και απ’ όλους τους μινα­ρέ­δες στην Τουρ­κία ακού­γε­ται αστα­μά­τητα αυτή η ειδική μακρό­συρτη προ­σευχή που λέγε­ται σε περι­πτώ­σεις θανά­του. Τελειώ­νει η μία, αρχί­ζει η άλλη. Το μπου­μπου­νητό των μαχη­τι­κών αερο­σκα­φών πάνω απ’ τις στέ­γες μας μπερ­δεύ­ε­ται με αυτή την προ­σευχή, που φτά­νει μέχρι το μεδούλι και που για μας αναγ­γέλ­λει το θάνατο. Όταν οι ήχοι απ’ τις συμπλο­κές στα­μα­τάνε, έρχο­νται από τα τζα­μιά ανα­κοι­νώ­σεις για αντί­σταση στο στρατό:


 


«Τζι­χάντ είναι! Βγείτε για τον Αλλάχ στους δρό­μους!»


 


Τι κάνετε, όταν ανα­ρω­τιέ­στε αν το επό­μενο πρωί θα ξυπνή­σετε με ένα στρα­τιω­τικό πρα­ξι­κό­πημα ή σε μία Ισλα­μική Δημο­κρα­τία;


Αστείο ήταν αυτό.


 


 


Ο σαρκασμός φθάνει αδιανόητες κορφές


 


Εδώ και καιρό οι άνθρω­ποι στην Τουρ­κία μετράνε τα όρια του χιού­μορ, για να δια­τη­ρή­σουνε την πνευ­μα­τική τους υγεία. Ο σαρ­κα­σμός φθά­νει αδια­νό­η­τες κορ­φές. Δεν ξέρω αν αυτό είναι δείγμα αρρω­στη­μέ­νης ευαι­σθη­σίας ή αν οι άνθρω­ποι απλώς προ­σπα­θούν να τα βγά­λουν πέρα με τη ζωή, όμως ενώ ανα­ρω­τιό­μα­στε πότε θα σπά­σουνε τα τζά­μια από το θόρυβο των μαχη­τι­κών αερο­σκα­φών, πότε θα φτά­σουν έξω απ’ την πόρτα μας οι πυρο­βο­λι­σμοί που πλη­σιά­ζουν, στα κοι­νω­νικά μέσα, το μονα­δικό τόπο όπου μιλάμε μεταξύ μας, κυκλο­φο­ρούν ανέκ­δοτα:


 


«Η τουρ­κική δημο­κρα­τία πέθανε, γι’ αυτό ακού­γε­ται η σελά».


 


Στην αρχή ήταν όντως σχε­δόν αστείο, ήταν πιο λογικό να πιστέ­ψεις ότι ήταν σκη­νο­θε­τη­μένο. Μία χού­φτα σαστι­σμέ­νοι νέοι στρα­τιώ­τες είχε κλεί­σει μία από τις γέφυ­ρες στο Βόσπορο. Φωνά­ζανε στους ανθρώ­πους: «Πηγαί­ντε σπί­τια σας!» Έχω γρά­ψει ένα μυθι­στό­ρημα για το στρα­τιω­τικό πρα­ξι­κό­πημα του 1980, ξέρω ότι κανένα πρα­ξι­κό­πημα δεν γίνε­ται έτσι. Το πρα­ξι­κό­πημα είναι σοβαρή υπό­θεση. Άνθρω­ποι που έχουν ζήσει πρα­ξι­κο­πή­ματα έγρα­ψαν αμέ­σως στα κοι­νω­νικά μέσα: “Είναι παι­χνίδι του Ερντο­γάν, λέει: «Κάνουν πρα­ξι­κό­πημα ενα­ντίον μου», και την επό­μενη μέρα θα ανα­κη­ρυ­χθεί πρό­ε­δρος”.


 


Πιο σοβαρό έγινε το πράγμα, όταν ο Ερντο­γάν εμφα­νί­στηκε στα κανά­λια της τηλε­ό­ρα­σης μέσω της υπη­ρε­σίας chat Facetime και καλούσε το λαό να βγει στους δρό­μους, για να προ­στα­τέ­ψει τη δημο­κρα­τία. Ήμουν πεπει­σμένη ότι κανέ­νας, που λόγω συλ­λο­γι­κής μνή­μης γνώ­ριζε πόσο βίαια είναι τα πρα­ξι­κο­πή­ματα, δεν θα έβγαινε στους δρό­μους. Ωστόσο, μέσα σε λίγα λεπτά γέμι­σαν οι δρό­μοι με αυτο­κί­νητα γεμάτα ανθρώ­πους, που φώνα­ζαν «Αλλά­χου Άκμπαρ – Ο Θεός είναι μεγά­λος!». Ένα παρά­λογο θέαμα.


 


 


Εμείς φοβόμασταν τη νύχτα που ξημέρωνε Σάββατο


 


Στο αερο­δρό­μιο άνθρω­ποι έδι­ναν κλο­τσιές σε τεθω­ρα­κι­σμένα, πολί­τες έπια­ναν ομή­ρους νεα­ρούς στρα­τιώ­τες που ούτε καν αντι­στέ­κο­νταν, υπήρ­ξαν ακόμα και περι­στα­τικά λιν­τσα­ρί­σμα­τος στρα­τιω­τών.


 


Τα συν­θή­ματα «Αλλά­χου Άκμπαρ» σύντομα ακού­γο­νταν και στο CNN Türk. Μέσα σε μια ώρα, αφού η παρου­σιά­στρια είχε πει: «Στρα­τιώ­τες κατα­λαμ­βά­νουν το σταθμό», εμείς δεν βλέ­παμε στην οθόνη στρα­τιώ­τες με μία δια­κή­ρυξη για το πρα­ξι­κό­πημα, αλλά έναν παρά­ξενο νεαρό άντρα, προ­φα­νώς οπαδό του Ερντο­γάν. Φώναξε τρεις φορές «Αλλά­χου Άκμπαρ» στην κάμερα κι ύστερα κάθισε βαριε­στη­μέ­νος.


 


 Όλη η χώρα παρα­κο­λου­θούσε εκεί­νον τον άντρα με το ροζ μπλου­ζάκι, που ασχο­λού­νταν με το κινητό του και προ­σπα­θούσε με το τηλε­χει­ρι­στή­ριο να θέσει σε λει­τουρ­γία τις συσκευές τηλε­ό­ρα­σης του σταθ­μού. Συγ­χρό­νως βάζαμε μαξι­λά­ρια στα τζά­μια στα παρά­θυρα που έτρι­ζαν από το μπου­μπου­νητό των μαχη­τι­κών αερο­σκα­φών. Τίποτα και­νούρ­γιο για μας, η θλίψη και ο φόβος μας διαρ­κώς δια­κό­πτο­νται από παρα­λο­γι­σμό.


 


Εμείς φοβό­μα­σταν τη νύχτα που ξημέ­ρωνε Σάβ­βατο. Μόνο ο πρό­ε­δρος της Δημο­κρα­τίας δεν φοβό­ταν! Το αερο­πλάνο του έκανε κύκλους για πολλή ώρα στον αέρα, όταν τελικά προ­σγειώ­θηκε στο αερο­δρό­μιο Ατα­τούρκ στην Ισταν­μπούλ, μεταξύ των χιλιά­δων ανθρώ­πων που τον περί­με­ναν εκεί βρι­σκό­ταν και ο γαμπρός του, ο υπουρ­γός μας Ενέρ­γειας Μπε­ράτ Αλμπαϊ­ράκ. Ενώ η από­πειρα πρα­ξι­κο­πή­μα­τος που υπο­κι­νή­θηκε από μία χού­φτα στρα­τη­γούς ολί­σθαινε στο χάος, ενώ μαχη­τικά αερο­σκάφη βομ­βάρ­δι­ζαν το Κοι­νο­βού­λιο στην Άγκυρα, ενώ γνώ­στες της Ιστο­ρίας έκα­ναν συγκρί­σεις με το Ράιχ­σταγκ, ήταν εντυ­πω­σιακό πόσο ήρεμα αντέ­δρα­σαν εκεί­νοι οι δύο:


 


«Χάρη μάς κάνει ο Αλλάχ μ’ αυτό. Γιατί; Επειδή αυτό το περι­στα­τικό θα φέρει μία εκκα­θά­ριση στις ένο­πλες δυνά­μεις μας».


 


Μ’ αυτό ήταν σαφές σε τι χώρα θα ξυπνού­σαμε το επό­μενο πρωί. Σε μια χώρα, στην οποία κυκλο­φο­ρούν φωτο­γρα­φίες, που δεί­χνουν έναν από εκεί­νους, που κλή­θη­καν να βγουν στους δρό­μους για να υπε­ρα­σπι­στούν τη δημο­κρα­τία, να κόβει το λαρύγγι σε έναν στρα­τιώτη που είχε παρα­δο­θεί. Ήταν το πρωί μιας χώρας, στην οποία δεν ενι­σχύ­θηκε η δημο­κρα­τία, αλλά ο Ερντο­γάν.

 

 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης





 

Το κείμενο της Τουρκάλας συγγραφέως Ετζέ Τεμελκουράν (γεν. 1973) «Ο μεγάλος εμπρησμός» δημοσιέυθηκε για πρώτη φορά στις 17 Ιουλίου 2016 στην Frankfurter Allgemeine Zeitung μεταφρασμένο στα Γερμανικά από τις Sabine Adatepe και MonikaDemirel. Στα Ελληνικά δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα στις Σελίδες των εκδόσεων Καστανιώτη. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της Η μαγική πνοή των γυναικών, μεταφρασμένο από τα Τουρκικά από την Στέλλα Χρηστίδου.

 

Η Ετζέ Τεμελκουράν, συγγραφέας, δημοσιογράφος και πολιτική αρθρογράφος, ανήκει στις δημοφιλέστερες προσωπικότητες της σημερινής Τουρκίας. Γεννήθηκε το 1973 στη Σμύρνη. Το 1995 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Άγκυρας και το 1993 άρχισε τη δημοσιογραφική της σταδιοδρομία στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ. Έκτοτε έχει εκδώσει έρευνες και βιβλία για ζητήματα που παραμένουν ακανθώδη στην πατρίδα της, όπως είναι το Κουρδικό ή το Αρμενικό, τα δικαιώματα των γυναικών και η ελευθερία της έκφρασης. Μεταξύ των βραβείων που έχει λάβει είναι και το Pen for Peace Award. Κείμενά της δημοσιεύονται σε διεθνή μέσα (The Guardian, Le Monde diplomatique, New Left Review κ.ά.), ενώ δίνει συχνά διαλέξεις σε ακαδημαϊκά ιδρύματα. Το 2010 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο Οι ήχοι της μπανάνας. Το δεύτερο μυθιστόρημά της, Η μαγική πνοή των γυναικών, κυκλοφόρησε το 2013 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία – έχει ξεπεράσει τα 120.000 αντίτυπα στην Τουρκία και μεταφράζεται σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες. Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της, με τίτλο Εποχή, εκδόθηκε το 2015.

Мирослав Пенков, Νυχτερινός ορίζοντας

photo by Margarit.Ralev.Com


1

 

Χωρούσε σαν το βότσαλο στην παλάμη του πατέρα της, όταν την πρωτοκράτησε. Παλάμη κίτρινη, λεκιασμένη από το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού, κι εκείνη μες στα αίματα, τυφλή και ήσυχη. Δεν έκλαψε όταν την πήρε ο πατέρας της. Δεν ανέπνεε. Ένα βότσαλο μες στα αίματα ήταν όλη κι όλη τότε. Κι έτσι ο πατέρας της την ταρακούνησε και τη χαστούκισε στο πρόσωπο και τότε εκείνη έκλαψε, και τότε ανέπνευσε.

 

Την ύψωσε ψηλά ώς το ταβάνι, λες κι ο Θεός δεν έβλεπε καλά και δεν θα μπορούσε να τη δει εκεί κάτω που βρισκόταν. Και κάλεσε το όνομά της Κεμάλ, που ήταν τ’ όνομά του, στην πραγματικότητα το όνομα του πατέρα του, κι ύστερα το επανέλαβε σαν περήφανο τραγούδι, για να βεβαιωθεί πως ψηλά στη Γιαννάχ o άγγελος είχε ακούσει καλά και είχε γράψει σωστά τ’ όνομά της στο μεγάλο βιβλίο.

 

«Δεν μπορείς να δώσεις στην κόρη σου αντρικό όνομα», του είπε ο χότζας. «Είναι πολύ αργά πια», απάντησε ο πατέρας της. «Έχει γραφτεί».

 

 

2

 

Ο πατέρας της Κεμάλ έφτιαχνε γκάιντες στα βουνά της Ροδόπης. Κάμπα γκαϊντί τις έλεγαν – τεράστιες στα χέρια του οργανοπαίχτη, με έναν ήχο βαρύτονο, μονότονο, όλο καημό. Είχε φτιάξει ένα εργαστήρι στην αυλή και είχε την κούνια της Κεμάλ εκεί, στο εργαστήρι, ενώ άνοιγε τρύπες σε αυλούς κι έκοβε καλάμια, ενώ τρυπούσε δέρματα κατσίκας κι έφτιαχνε μεχ για τις γκάιντές του.

 

«Άσ’ την ν’ αναπνεύσει πριονίδι», έλεγε στη μητέρα της. «Άσε να τρέξει μαζί με το αίμα της και άσ’ το να περάσει απ’ την καρδιά της».

 

Όταν η Κεμάλ ήταν ακόμα πολύ μικρή, ο πατέρας της την κάθισε σε μια καρέκλα με τρία πόδια στη γωνία και της έβαλε στα χέρια ένα σκαρπέλο. Της έδειξε πώς να σκαλίζει μικρά ημικύκλια στις πλευρές ενός αυλού και μετά της είπε να φτιάξει τα δικά της σχέδια. «Κάν’ τα όμορφα», της είπε κι έτσι, μέρα τη μέρα, καθώς εκείνος καμπούριαζε πάνω από τον τόρνο του, η Κεμάλ σκάλιζε μικρούτσικα μισοφέγγαρα και τελίτσες σαν μακρινά αστέρια σε ξύλινο ουρανό. Μερικές φορές τρυπούσε τα δάχτυλά της, μερικές φορές τα έκοβε. Όμως δεν έκλαιγε ποτέ. Άφηνε μόνο τα εργαλεία στο χώμα και πήγαινε στον πατέρα της και έφερνε το δάχτυλό της στα χείλη του, με τη σκόνη κόκκινη και να κολλάει, για να ρουφήξει το βρώμικο αίμα, για να φτύσει τον πόνο στο πάτωμα. Ύστερα εκείνος την έβαζε να το πατήσει με δύναμη, σαν κεφάλι φιδιού κάτω απ’ τη φτέρνα της.

 

Όταν η Κεμάλ μεγάλωσε λιγάκι, ο πατέρας της την έμαθε να διαλέγει ξύλο για τους αυλούς. Την έπαιρνε έξω από το χωριό, ανηφορίζοντας τον στενό δρόμο ώς τα χωράφια με τα καπνά κι ακόμα πιο πάνω μέσα από τα λιβάδια, ψάχνοντας για ξύλο κρανιάς. Αν έβρισκαν το σωστό δέντρο, ο πατέρας έχωνε τα δόντια του σ’ ένα κλαδί και το γευόταν κι έπειτα η Κεμάλ το γευόταν κι εκείνη. Όσο πιο πικρή η γεύση, της έλεγε ο πατέρας της, τόσο πιο σκληρό το ξύλο. Όσο πιο σκληρό το ξύλο, τόσο πιο απαλά τραγουδούσε. Μόνο το πολύ σκληρό ξύλο μπορεί να βγάλει μουσική. Ύστερα έκοβε το δέντρο με τσεκούρι και κλάδευε τα κλαδιά του, τα οποία η Κεμάλ τα ’δενε με σκοινί και τα μετέφερε σπίτι αγκαλιά. Άφηναν τα κλαδιά να στεγνώνουν στο εργαστήρι, επειδή, για να βγάλει μουσική, έμαθε η Κεμάλ, το ξύλο έπρεπε να ’ναι στεγνό.

 

Μια φορά, έναν χειμώνα, στοίβαξαν μια αγκαλιά παγωμένα κλαδιά στη γωνία και τ’ άφησαν εκεί για μερικές μέρες, στη ζεστή καλύβα. Ύστερα, ένα πρωί, η Κεμάλ είδε πως τα κλαδιά είχαν ανθίσει: μεγάλα, λευκά λουλούδια που μύριζαν σαν σκατά σκύλου. «Αυτό είναι οιωνός», της είπε ο πατέρας της κι εκείνη τον βοήθησε να βάλει φωτιά στο σωρό.

 

 

3

 

O πατέρας της Κεμάλ φρόντιζε να είναι πάντα το κεφάλι της ξυρισμένο γουλί, παρότι αυτό δεν άρεσε στην Κεμάλ. Δεν της άρεσε ο εαυτός της στον καθρέφτη. Της άρεσαν τα μαλλιά της μητέρας της, οι χοντρές μαύρες κοτσίδες που έπεφταν σαν σκοινιά κάτω από τη μαντίλα της. Δεν της επιτρεπόταν όμως να τις ακουμπήσει εκείνες τις κοτσίδες ούτε της επιτρεπόταν να τις πλέξει.

 

«Αρκετά μ’ αυτή την ανοησία», είπε μια φορά ο πατέρας της όταν, κάτω από την τέντα, η Κεμάλ είχε χτενίσει τα μαλλιά της μητέρας της καθώς η μητέρα της έγνεφε μαλλί για πασουμάκια. «Οι γκάιντες περιμένουν».

 

Τα παιδιά του χωριού κορόιδευαν την Κεμάλ επειδή το κεφάλι της ήταν γυαλιστερό σαν σαύρας, επειδή μύριζε σαν κατσίκα και επειδή ο πατέρας της ήταν τρελός. Πρέπει να είναι, της έλεγαν, αλλιώς γιατί να δώσει στην κόρη του όνομα αγοριού; Κι αν η Κεμάλ ήταν στ’ αλήθεια κορίτσι, πώς και δεν φορούσε σαμίγια; Δεν ήξερε πως ο Αλλάχ μισούσε τις γυναίκες που δεν φορούσαν μαντίλα; Πως Εκείνος έστελνε πεινασμένα σκουλήκια να εκκολαφθούν στο κεφάλι τους και να τους φάνε τα σωθικά;

 

«Ανοησίες», είπε ο πατέρας της όταν τον ρώτησε η Κεμάλ. «Είσαι κατασκευαστής γκάιντας. Για να φτιάξεις γκάιντες χρειάζεσαι αντρικό όνομα». Ύστερα την πήγε στο τζαμί κι όταν ο χότζας αρνήθηκε να την αφήσει να μπει μέσα –όταν φώναξε: «Προκαλείς την οργή του Αλλάχ!»– ο πατέρας της γέλασε δυνατά και την έσπρωξε μέσα χωρίς να τον νοιάξει. Η Κεμάλ προσευχήθηκε μαζί του και, αργότερα, στο εργαστήρι του, ο πατέρας της της έμαθε στίχους από το Κοράνι που εκείνη απήγγελλε καθώς δούλευε στις γκάιντες, ώστε η δουλειά να κυλά πιο ελαφριά, ώστε ο ήχος τους να βγαίνει πιο γλυκός.

 

Η Kεμάλ ήταν έξι όταν ο πατέρας της της έφτιαξε τη δική της γκάιντα – αρκετά μικρή ώστε να μπορεί να περάσει το χέρι γύρω της, ώστε να μπορεί να την πιέζει με τον αγκώνα της. Για μήνες μόνο αυτό τη μάθαινε: πώς να βγάζει έναν σταθερό ήχο· καμία μελωδία, μόνο αέρας που βγαίνει με σταθερή ροή. Στην αρχή η Κεμάλ δεν τα κατάφερνε. Στο κρεβάτι, κρατούσε το μαξιλάρι σαν μεχ και το πίεζε, όχι πολύ δυνατά και όχι πολύ απαλά, ώσπου μια μέρα ο πατέρας της έβαλε τη σκονισμένη παλάμη του στο ξυρισμένο κεφάλι της.

 

«Αυτό είναι», της είπε. Μια μέρα, είπε, μπορεί και να ξεχνούσε τ’ όνομά της, όμως ποτέ δεν θα ξεχνούσε πώς να πιέζει την γκάιντα. Ύστερα κάλυψε τα παράθυρα με παλιές εφημερίδες, έπιασε κι αυτός μια κάμπα γκάιντα και τη γέμισε αέρα. «Μη σκέφτεσαι», είπε, «απλώς ακολούθα».

 

Το στρίγκλισμα εξερράγη – τα τραγούδια παραήταν μεγάλα για τη μικρή καλύβα, τα τραγούδια λαχταρούσαν ουρανό και λιβάδι. Διαλύθηκαν, καταστράφηκαν, έγιναν χίλια κομμάτια κι ύστερα κούρνιασαν στη γωνιά, κοπρίτες που αναγνώρισαν τον αφέντη τους.

 

«Είσαι», της είπε ο πατέρας της, «πορθητής τραγουδιών πια».

 

Κι έτσι έπαιζαν μαζί, για μέρες, επί ώρες· χόρευαν κυκλικά γύρω απ’ τον τόρνο, σκιές λέξεων στα πρόσωπά τους, το στήθος της Κεμάλ να φλέγεται, τα δάχτυλά της να καίνε σαν ρίζες από άρρωστα δόντια. Και βγήκαν από την καλύβα αναγεννημένοι στον φρέσκο αέρα και σε ηλιοβασιλέματα τόσο εκτυφλωτικά που η Κεμάλ έπρεπε να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά του πατέρα της για να μην τυφλωθεί εντελώς.

 

Εκείνος όμως δεν της έδωσε καταφύγιο. «Οι αγκαλιές είναι για τα κορίτσια», της είπε.

 

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Άκης Παπαντώνης

 

 

 

ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το διήγημα του Βούλγαρου συγγραφέα Μιροσλάβ Πένκοφ  «Νυχτερινός ορίζοντας», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016 από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση του συγγραφέα Άκη Παπαντώνη από το αγγλικό πρωτότυπο.

 

Ο Μιροσλάβ Πένκοφ γεννήθηκε το 1982 στο Γκάμπροβο της Βουλγαρίας και από τα 4 χρόνια του έζησε στη Σόφια, όπου και αποφοίτησε από αγγλόφωνο σχολείο. Από το 2001 ζει στις Η.Π.Α., όπου σπούδασε Ψυχολογία και έκανε μεταπτυχιακό στη Δημιουργική γραφή. Είναι Αναπληρωτής καθηγητής Δημιουργικής γραφής στο University of North Texas και Αρχισυντάκτης στο The American Literary Review. Διηγήματά του έχουν αποσπάσει τα βραβεία BBC International Short Story Award 2012 και The Southern Review’s Eudora Welty Prize και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους (The Best American Short Stories 2008, The PEN/O. Henry Prize Stories 2012, The Best American Nonrequired Reading 2013). Η συλλογή διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης ήταν το πρώτο βιβλίο του και κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. το 2011, ενώ έχει ήδη μεταφραστεί σε 11 γλώσσες.

 

Διαβάστε στην Εφημερίδα των Συντακτών μία κριτική του βιβλίου Ανατολικά της Δύσης από τη Μικέλα Χαρτουλάρη. 

 

Επισκεφτείτε εδώ την προσωπική ιστοσελίδα του Μιροσλάβ Πένκοφ.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails