Мирослав Пенков, Νυχτερινός ορίζοντας

photo by Margarit.Ralev.Com


1

 

Χωρούσε σαν το βότσαλο στην παλάμη του πατέρα της, όταν την πρωτοκράτησε. Παλάμη κίτρινη, λεκιασμένη από το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού, κι εκείνη μες στα αίματα, τυφλή και ήσυχη. Δεν έκλαψε όταν την πήρε ο πατέρας της. Δεν ανέπνεε. Ένα βότσαλο μες στα αίματα ήταν όλη κι όλη τότε. Κι έτσι ο πατέρας της την ταρακούνησε και τη χαστούκισε στο πρόσωπο και τότε εκείνη έκλαψε, και τότε ανέπνευσε.

 

Την ύψωσε ψηλά ώς το ταβάνι, λες κι ο Θεός δεν έβλεπε καλά και δεν θα μπορούσε να τη δει εκεί κάτω που βρισκόταν. Και κάλεσε το όνομά της Κεμάλ, που ήταν τ’ όνομά του, στην πραγματικότητα το όνομα του πατέρα του, κι ύστερα το επανέλαβε σαν περήφανο τραγούδι, για να βεβαιωθεί πως ψηλά στη Γιαννάχ o άγγελος είχε ακούσει καλά και είχε γράψει σωστά τ’ όνομά της στο μεγάλο βιβλίο.

 

«Δεν μπορείς να δώσεις στην κόρη σου αντρικό όνομα», του είπε ο χότζας. «Είναι πολύ αργά πια», απάντησε ο πατέρας της. «Έχει γραφτεί».

 

 

2

 

Ο πατέρας της Κεμάλ έφτιαχνε γκάιντες στα βουνά της Ροδόπης. Κάμπα γκαϊντί τις έλεγαν – τεράστιες στα χέρια του οργανοπαίχτη, με έναν ήχο βαρύτονο, μονότονο, όλο καημό. Είχε φτιάξει ένα εργαστήρι στην αυλή και είχε την κούνια της Κεμάλ εκεί, στο εργαστήρι, ενώ άνοιγε τρύπες σε αυλούς κι έκοβε καλάμια, ενώ τρυπούσε δέρματα κατσίκας κι έφτιαχνε μεχ για τις γκάιντές του.

 

«Άσ’ την ν’ αναπνεύσει πριονίδι», έλεγε στη μητέρα της. «Άσε να τρέξει μαζί με το αίμα της και άσ’ το να περάσει απ’ την καρδιά της».

 

Όταν η Κεμάλ ήταν ακόμα πολύ μικρή, ο πατέρας της την κάθισε σε μια καρέκλα με τρία πόδια στη γωνία και της έβαλε στα χέρια ένα σκαρπέλο. Της έδειξε πώς να σκαλίζει μικρά ημικύκλια στις πλευρές ενός αυλού και μετά της είπε να φτιάξει τα δικά της σχέδια. «Κάν’ τα όμορφα», της είπε κι έτσι, μέρα τη μέρα, καθώς εκείνος καμπούριαζε πάνω από τον τόρνο του, η Κεμάλ σκάλιζε μικρούτσικα μισοφέγγαρα και τελίτσες σαν μακρινά αστέρια σε ξύλινο ουρανό. Μερικές φορές τρυπούσε τα δάχτυλά της, μερικές φορές τα έκοβε. Όμως δεν έκλαιγε ποτέ. Άφηνε μόνο τα εργαλεία στο χώμα και πήγαινε στον πατέρα της και έφερνε το δάχτυλό της στα χείλη του, με τη σκόνη κόκκινη και να κολλάει, για να ρουφήξει το βρώμικο αίμα, για να φτύσει τον πόνο στο πάτωμα. Ύστερα εκείνος την έβαζε να το πατήσει με δύναμη, σαν κεφάλι φιδιού κάτω απ’ τη φτέρνα της.

 

Όταν η Κεμάλ μεγάλωσε λιγάκι, ο πατέρας της την έμαθε να διαλέγει ξύλο για τους αυλούς. Την έπαιρνε έξω από το χωριό, ανηφορίζοντας τον στενό δρόμο ώς τα χωράφια με τα καπνά κι ακόμα πιο πάνω μέσα από τα λιβάδια, ψάχνοντας για ξύλο κρανιάς. Αν έβρισκαν το σωστό δέντρο, ο πατέρας έχωνε τα δόντια του σ’ ένα κλαδί και το γευόταν κι έπειτα η Κεμάλ το γευόταν κι εκείνη. Όσο πιο πικρή η γεύση, της έλεγε ο πατέρας της, τόσο πιο σκληρό το ξύλο. Όσο πιο σκληρό το ξύλο, τόσο πιο απαλά τραγουδούσε. Μόνο το πολύ σκληρό ξύλο μπορεί να βγάλει μουσική. Ύστερα έκοβε το δέντρο με τσεκούρι και κλάδευε τα κλαδιά του, τα οποία η Κεμάλ τα ’δενε με σκοινί και τα μετέφερε σπίτι αγκαλιά. Άφηναν τα κλαδιά να στεγνώνουν στο εργαστήρι, επειδή, για να βγάλει μουσική, έμαθε η Κεμάλ, το ξύλο έπρεπε να ’ναι στεγνό.

 

Μια φορά, έναν χειμώνα, στοίβαξαν μια αγκαλιά παγωμένα κλαδιά στη γωνία και τ’ άφησαν εκεί για μερικές μέρες, στη ζεστή καλύβα. Ύστερα, ένα πρωί, η Κεμάλ είδε πως τα κλαδιά είχαν ανθίσει: μεγάλα, λευκά λουλούδια που μύριζαν σαν σκατά σκύλου. «Αυτό είναι οιωνός», της είπε ο πατέρας της κι εκείνη τον βοήθησε να βάλει φωτιά στο σωρό.

 

 

3

 

O πατέρας της Κεμάλ φρόντιζε να είναι πάντα το κεφάλι της ξυρισμένο γουλί, παρότι αυτό δεν άρεσε στην Κεμάλ. Δεν της άρεσε ο εαυτός της στον καθρέφτη. Της άρεσαν τα μαλλιά της μητέρας της, οι χοντρές μαύρες κοτσίδες που έπεφταν σαν σκοινιά κάτω από τη μαντίλα της. Δεν της επιτρεπόταν όμως να τις ακουμπήσει εκείνες τις κοτσίδες ούτε της επιτρεπόταν να τις πλέξει.

 

«Αρκετά μ’ αυτή την ανοησία», είπε μια φορά ο πατέρας της όταν, κάτω από την τέντα, η Κεμάλ είχε χτενίσει τα μαλλιά της μητέρας της καθώς η μητέρα της έγνεφε μαλλί για πασουμάκια. «Οι γκάιντες περιμένουν».

 

Τα παιδιά του χωριού κορόιδευαν την Κεμάλ επειδή το κεφάλι της ήταν γυαλιστερό σαν σαύρας, επειδή μύριζε σαν κατσίκα και επειδή ο πατέρας της ήταν τρελός. Πρέπει να είναι, της έλεγαν, αλλιώς γιατί να δώσει στην κόρη του όνομα αγοριού; Κι αν η Κεμάλ ήταν στ’ αλήθεια κορίτσι, πώς και δεν φορούσε σαμίγια; Δεν ήξερε πως ο Αλλάχ μισούσε τις γυναίκες που δεν φορούσαν μαντίλα; Πως Εκείνος έστελνε πεινασμένα σκουλήκια να εκκολαφθούν στο κεφάλι τους και να τους φάνε τα σωθικά;

 

«Ανοησίες», είπε ο πατέρας της όταν τον ρώτησε η Κεμάλ. «Είσαι κατασκευαστής γκάιντας. Για να φτιάξεις γκάιντες χρειάζεσαι αντρικό όνομα». Ύστερα την πήγε στο τζαμί κι όταν ο χότζας αρνήθηκε να την αφήσει να μπει μέσα –όταν φώναξε: «Προκαλείς την οργή του Αλλάχ!»– ο πατέρας της γέλασε δυνατά και την έσπρωξε μέσα χωρίς να τον νοιάξει. Η Κεμάλ προσευχήθηκε μαζί του και, αργότερα, στο εργαστήρι του, ο πατέρας της της έμαθε στίχους από το Κοράνι που εκείνη απήγγελλε καθώς δούλευε στις γκάιντες, ώστε η δουλειά να κυλά πιο ελαφριά, ώστε ο ήχος τους να βγαίνει πιο γλυκός.

 

Η Kεμάλ ήταν έξι όταν ο πατέρας της της έφτιαξε τη δική της γκάιντα – αρκετά μικρή ώστε να μπορεί να περάσει το χέρι γύρω της, ώστε να μπορεί να την πιέζει με τον αγκώνα της. Για μήνες μόνο αυτό τη μάθαινε: πώς να βγάζει έναν σταθερό ήχο· καμία μελωδία, μόνο αέρας που βγαίνει με σταθερή ροή. Στην αρχή η Κεμάλ δεν τα κατάφερνε. Στο κρεβάτι, κρατούσε το μαξιλάρι σαν μεχ και το πίεζε, όχι πολύ δυνατά και όχι πολύ απαλά, ώσπου μια μέρα ο πατέρας της έβαλε τη σκονισμένη παλάμη του στο ξυρισμένο κεφάλι της.

 

«Αυτό είναι», της είπε. Μια μέρα, είπε, μπορεί και να ξεχνούσε τ’ όνομά της, όμως ποτέ δεν θα ξεχνούσε πώς να πιέζει την γκάιντα. Ύστερα κάλυψε τα παράθυρα με παλιές εφημερίδες, έπιασε κι αυτός μια κάμπα γκάιντα και τη γέμισε αέρα. «Μη σκέφτεσαι», είπε, «απλώς ακολούθα».

 

Το στρίγκλισμα εξερράγη – τα τραγούδια παραήταν μεγάλα για τη μικρή καλύβα, τα τραγούδια λαχταρούσαν ουρανό και λιβάδι. Διαλύθηκαν, καταστράφηκαν, έγιναν χίλια κομμάτια κι ύστερα κούρνιασαν στη γωνιά, κοπρίτες που αναγνώρισαν τον αφέντη τους.

 

«Είσαι», της είπε ο πατέρας της, «πορθητής τραγουδιών πια».

 

Κι έτσι έπαιζαν μαζί, για μέρες, επί ώρες· χόρευαν κυκλικά γύρω απ’ τον τόρνο, σκιές λέξεων στα πρόσωπά τους, το στήθος της Κεμάλ να φλέγεται, τα δάχτυλά της να καίνε σαν ρίζες από άρρωστα δόντια. Και βγήκαν από την καλύβα αναγεννημένοι στον φρέσκο αέρα και σε ηλιοβασιλέματα τόσο εκτυφλωτικά που η Κεμάλ έπρεπε να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά του πατέρα της για να μην τυφλωθεί εντελώς.

 

Εκείνος όμως δεν της έδωσε καταφύγιο. «Οι αγκαλιές είναι για τα κορίτσια», της είπε.

 

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Άκης Παπαντώνης

 

 

 

ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το διήγημα του Βούλγαρου συγγραφέα Μιροσλάβ Πένκοφ  «Νυχτερινός ορίζοντας», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016 από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση του συγγραφέα Άκη Παπαντώνη από το αγγλικό πρωτότυπο.

 

Ο Μιροσλάβ Πένκοφ γεννήθηκε το 1982 στο Γκάμπροβο της Βουλγαρίας και από τα 4 χρόνια του έζησε στη Σόφια, όπου και αποφοίτησε από αγγλόφωνο σχολείο. Από το 2001 ζει στις Η.Π.Α., όπου σπούδασε Ψυχολογία και έκανε μεταπτυχιακό στη Δημιουργική γραφή. Είναι Αναπληρωτής καθηγητής Δημιουργικής γραφής στο University of North Texas και Αρχισυντάκτης στο The American Literary Review. Διηγήματά του έχουν αποσπάσει τα βραβεία BBC International Short Story Award 2012 και The Southern Review’s Eudora Welty Prize και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους (The Best American Short Stories 2008, The PEN/O. Henry Prize Stories 2012, The Best American Nonrequired Reading 2013). Η συλλογή διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης ήταν το πρώτο βιβλίο του και κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. το 2011, ενώ έχει ήδη μεταφραστεί σε 11 γλώσσες.

 

Διαβάστε στην Εφημερίδα των Συντακτών μία κριτική του βιβλίου Ανατολικά της Δύσης από τη Μικέλα Χαρτουλάρη. 

 

Επισκεφτείτε εδώ την προσωπική ιστοσελίδα του Μιροσλάβ Πένκοφ.