Tennessee Williams, Το τραμ με το όνομα «ΠΟΘΟΣ»

1310237_PR_Desire_Marmarinos_3_2

[…]

ΜΠΛΑΝΣ: Το ξέρω, Στέλλα—θα με κατακρίνεις, δεν υπάρχει περίπτωση, σίγουρα θα με κατακρίνεις—αλλά πριν το κάνεις—λάβε υπόψη σου κάτι—εσύ ήσουν αυτή που έφυγε! Εγώ έμεινα πίσω και πολέμησα! Ήρθες στη Νέα Ορλεάνη και φρόντισες το μέλλον σου! Εγώ έμεινα στο Μπελ Ρεβ και έκανα ό,τι μπορούσα για να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη! Δεν το λέω τώρα για να κατακρίνω εσένα, αλλά όλα τα βάρη έπεσαν πάνω στους δικούς μου ώμους.

ΣΤΕΛΛΑ: Τι άλλο να έκανα, Μπλανς; Έπρεπε να φτιάξω τη ζωή μου. [Η Μπλανς αρχίζει να τρέμει πάλι από την ένταση.]

ΜΠΛΑΝΣ: Ναι, ξέρω, ξέρω, πώς δεν ξέρω. Εσύ είσαι όμως αυτή που εγκατέλειψε το Μπελ Ρεβ, όχι εγώ! Εγώ έμεινα και πάλεψα γι’ αυτό, πληγώθηκα, έδωσα το αίμα μου, κόντεψα να αφήσω την τελευταία μου πνοή για το Μπελ Ρεβ!

ΣΤΕΛΛΑ: Να λείπουν οι εκρήξεις υστερίας. Γιατί δε μου λες τι έγινε; Τι εννοείς πάλεψες και πληγώθηκες; Τι ακριβώς—

ΜΠΛΑΝΣ: Την ξέρω πολύ καλά αυτή τη συμπεριφορά! Λες και δεν το ‘ξερα πώς θα το ‘παιρνες έτσι ακριβώς!

ΣΤΕΛΛΑ: Θα το ‘παιρνα—ποιο;—πες μου σε παρακαλώ!

ΜΠΛΑΝΣ  [αργά]: Την απώλεια—την απώλεια...

ΣΤΕΛΛΑ: Τι έγινε; Το Μπελ Ρεβ; Χάσαμε το Μπελ Ρεβ; Όχι!

ΜΠΛΑΝΣ: Ναι, Στέλλα.

[Τα βλέμματα τους παγώνουν, η μία πάνω στην άλλη, κι ανάμεσά τους ο κίτρινος καρώ μουσαμάς του τραπεζιού. Η Μπλανς συγκατανεύει κουνώντας αργά το κεφάλι, ενώ η Στέλλα χαμηλώνει το βλέμμα προς τα χέρια της που είναι σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι. Η μουσική του «τζαζ πιάνου» δυναμώνει. Η Μπλανς ακουμπάει το μέτωπο της με το μαντήλι.]

ΣΤΕΛΛΑ: Μα πώς χάθηκε; Τι συνέβη;

ΜΠΛΑΝΣ [πετάγεται σαν ελατήριο]: Καλή είσαι κι εσύ να με ρωτάς εμένα πώς χάθηκε!

ΣΤΕΛΛΑ: Μπλανς!

ΜΠΛΑΝΣ: Καλή είσαι κι εσύ να κάθεσαι και να με κατηγορείς ότι φταίω εγώ!

ΣΤΕΛΛΑ: Μπλανς!

ΜΠΛΑΝΣ: Εγώ, εγώ, εγώ που έβαλα μπροστά το πρόσωπο μου, το σώμα μου και δέχτηκα όλα τα χτυπήματα! Όλους αυτούς τους θανάτους! Η μεγάλη παρέλαση για το νεκροταφείο! Ο πατέρας, η μητέρα! Η Μάργκαρετ, με αυτόν τον απαίσιο τρόπο! Να πρηστεί τόσο, δε χωρούσε να μπει σε φέρετρο! Και να πρέπει να την κάψουν στο τέλος, σα να ΄τανε κανένα σκουπίδι! Εσύ, Στέλλα, ερχόσουν σπίτι μόνο για να παρευρίσκεσαι στις κηδείες. Οι κηδείες είναι όμορφο πράγμα. Όχι σαν τους θανάτους—καμία σχέση. Οι κηδείες είναι ήσυχες, οι θάνατοι όμως—δεν είναι πάντα έτσι. Άλλες φορές η ανάσα τούς γδέρνει το λαρύγγι, άλλες φορές κροταλίζει μέσα τους, και είναι φορές που μέχρι πετάγονται και σ’ ουρλιάζουν: «κράτα με, μη με αφήνεις να φύγω!» Μέχρι και οι γέροι το λένε πολλές φορές: «Μη με αφήνεις!» Λες και έχεις εσύ τη δύναμη να τους εμποδίσεις! Οι κηδείες όμως είναι ήσυχες, με ωραία λουλούδια. Ααα, και να μη μιλήσω για εκείνα τα υπέροχα κουτιά που τους αμπαλάρουν μέσα! Κι όμως αν δεν είσαι εκεί, πάνω στο κρεβάτι τους τη στιγμή που ουρλιάζουν: «Κράτα με!» δεν μπορείς να υποψιαστείς τι πόλεμο κάνουν για να πάρουν μία ανάσα, το αίμα. Εσύ ούτε στους εφιάλτες σου δεν τα ΄χεις δει, αυτά εγώ όμως τα είχα μπροστά στα μάτια μου! Στα μάτια μου! Στα μάτια! Και τώρα κάθεσαι εκεί και με το βλέμμα σου μου λες πως άφησα τον τόπο να χαθεί! Πού στην κόλαση νομίζεις ότι βρέθηκαν όλα αυτά τα λεφτά για να εξοφληθούν τόσες αρρώστιες, τόσοι θάνατοι; Ο θάνατος είναι είδος πολυτελείας, δεσποινίς Στέλλα! Και της εξαδέλφης μας της Τζέσι αμέσως μετά της Μάργκαρετ, εκεί να έβλεπες! Τι να πω, ούτε να είχε κατασκηνώσει στο κατώφλι μας ο Χάρων!... Στέλλα. Είχε στήσει το στρατηγείο του στο Μπελ Ρεβ! Αγάπη—έτσι ακριβώς μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια! Μήπως μας άφησε κανείς τους περιουσία; Ή έστω ένα σεντ ασφάλεια; Μόνο η καημένη η Τζέσι—εκατό δολάρια για το φέρετρό της. Αυτό, Στέλλα! Τίποτα άλλο! Κι εγώ με τον οικτρό μισθό της δασκάλας. Ναι, έτσι, ωραία είναι να με κατηγορείς! Γιατί όχι; Μια χαρά κάθεσαι εκεί και με κοιτάς και σκέφτεσαι πως άφησα το σπίτι να χαθεί! Εγώ άφησα το σπίτι να χαθεί; Εσύ πού ήσουν! Στο κρεβάτι με τον—πολωνέζο σου!

ΣΤΕΛΛΑ [πετάγεται]: Μπλανς! Mην κουνιέσαι! Φτάνει! [Κάνει να φύγει.]

ΜΠΛΑΝΣ: Πού πας;

ΣΤΕΛΛΑ: Στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.

ΜΠΛΑΝΣ: Αχ, Στέλλα μου, Στέλλα, εσύ κλαις!

ΣΤΕΛΛΑ: Και τι; Απορείς;

ΜΠΛΑΝΣ: Συγνώμη—εγώ δεν ήθελα να—

[Ήχος από αντρικές φωνές. Η Στέλλα μπαίνει στο μπάνιο, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Όταν εμφανίζονται στον δρόμο οι άντρες και η Μπλανς συνειδητοποιεί πως πρέπει να είναι ο Στάνλεϊ που επιστρέφει, κινείται αβέβαια από την πόρτα του μπάνιου προς το μπουντουάρ, κοιτώντας αγχωμένα την είσοδο. Μπαίνει ο Στάνλεϊ και από πίσω του ο Στηβ και ο Μιτς.]

[…]



Μετάφραση από τα Αγγλικά: Αντώνης Γαλέος



Το παραπάνω απόσπασμα από το θεατρικό έργο Το τραμ με το όνομα «Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς είναι από τη νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, για την παράσταση του έργου σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού που παίζεται από τις 2 Φεβρουαρίου έως την 1η Απριλίου 2018 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Στο σημείωμα του σκηνοθέτη διαβάζουμε: Ας δούμε τι πραγματικά μπορεί να συμβεί όταν αυτά τα αλύτρωτα πρόσωπα από το θρυλικό «tram named «desire»», το θρυλικό τραμ με την ονομασία «Πόθος», συναντηθούν με κάποια άλλα αλύτρωτα, πιο κοντινά μας, ηθοποιούς αυτή τη φορά, σε μια εξίσου σκληρή εποχή κατάρρευσης πρώην ονείρων, σε κάποιαν άλλη γειτονιά που κι αυτή ξέρει από ισορροπίες που αναπτύσσονται δύσκολες κοντά στα νερά - είτε πρόκειται για λιμάνι, είτε πρόκειται για ένα ποτάμι μυθικό που γέννησε απ’ τα νερά τον πόνο και τα οριστικά τραγούδια των νέγρων”.


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Εύα Νάθενα  
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Διεύθυνση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Μαριλένα Κατρανίδου

Παίζουν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης, Θεοδώρα Τζήμου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αdrian Frieling


Άκης Παπαντώνης, Με αφορμή μια οπτασία

Foto by vildan uysal




Το παλαιότερο, σωζόμενο, κείμενο δια χειρός Τόμας Μανν (1875-1955) είναι ένα —σύμφωνα με τον ίδιο— «πεζογραφικό σκιαγράφημα», ένα σύντομο διήγημα, υπό τον τίτλο Οπτασία. Δημοσιεύτηκε το 1893 στο περιοδικό Η Εαρινή Θύελλα (και η μετάφρασή του είναι μέρος μιας συλλογής διηγημάτων από την πρώιμη παραγωγή του Μανν, η οποία ονομάζεται Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα1). Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τον αφηγηματικό τρόπο του Μαγικού Βουνού ή του Θανάτου στη Βενετία, το ολιγόλεκτο αυτό κείμενο του νομπελίστα συγγραφέα λειτούργησε ως μια αναπάντεχη(;) αντίστιξη. Η εικόνα ενός στιβαρού, συντηρητικού, Τόμας Μανν, ο οποίος —σύμφωνα με βιογραφικά στοιχεία που αποκαλύφθηκαν, μετά το θάνατό του, μέσα από γραπτές μαρτυρίες των παιδιών του2— τηρούσε ευλαβικά το καθημερινό του πρόγραμμα εργασίας με σκοπό την παραγωγή 500 (το λιγότερο) λέξεων ως το μεσημέρι, τις οποίες —ανεκδοτολογικά μαθαίνουμε— σπάνια άλλαζε, ενός συγγραφέα που βάσισε τους δευτερεύοντες χαρακτήρες στο Μαγικό Βουνό σε νατουραλιστικές περιγραφές της κόρης του, Κάτια, από την επίσκεψή της σε ελβετικό σανατόριο ώστε να είναι ακριβείς, ενός ανθρώπου που προλόγισε την ίδια συλλογή των πρώιμων γραπτών του1 με τα λόγια «Εκείνοι που έχουν φυλλομετρήσει τα γραπτά μου θα θυμούνται πως εγώ τη μορφή ζωής του καλλιτέχνη, του ποιητή, διαρκώς την αντιμετώπιζα με άκρα δυσπιστία» (σ. 13), στέκεται ειρωνικά μπροστά στο είδωλό της στον καθρέφτη με αυτό το κρυπτικό, νεανικό, διηγήμα. Αντανακλαστικά —και όλως παραδόξως— έπιασα τον εαυτό μου να το ξαναγράφει, να ξανασκιαγραφεί το «σκιαγράφημα», ως μια ιδιότυπη συνομιλία ενός αναγνώστη του 21ου αιώνα με ένα μείζονα συγγραφέα των αρχών του 20ου. Το αποτέλεσμα της συνομιλίας μοιάζει κάπως έτσι:

 

Καθώς στρίβω μηχανικά άλλο ένα τσιγάρο, καθισμένος στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, και τρίμματα καπνού καταλήγουν στο σεντόνι, μου είναι αδύνατον να πιστέψω πως κρατιέμαι ακόμα ξύπνιος. Και καθώς ο ζεστός βραδινός αέρας, που μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο δίπλα μου, δίνει στον καπνό του τσιγάρου παράξενα σχήματα και το φως της λάμπας τα φωτίζει λοξά μέχρι να διαλυθούν, είμαι βέβαιος πως —με μάτια ανοικτά— ήδη ονειρεύομαι.

 

Φυσικά, στ’ όνειρό μου, η φαντασία μου οργιάζει. Κουνιέμαι στην καρέκλα μου κι αυτή απαντά τρίζοντας, ενώ από το διπλανό δωμάτιο ακούγονται γέλια, έτσι που σχεδόν ξυπνάω. Δυσκολεύομαι να επαναφέρω τον εαυτό μου στον υπνωτισμό που μου προκαλούν τα ιδεογράμματα του καπνού, τα οποία σχηματίζονται στον αέρα. Πασχίζω —μισοκοιμισμένος ή μισοξύπνιος— να τα μεταφράσω. Ξαφνικά όμως, πάει, δεν νιώθω άλλο υπνωτισμένος. Νιώθω έξαψη —σαν ρίγος πυρετού, εντελώς παράλογου. Και η μνήμη μου προβάλλει στην εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων μου θολά περιγράμματα εικόνων που νόμιζα πως είχα ξεχάσει.

 

Κι όσο οι εικόνες έρχονται και ξανάρχονται, τόσο το ρίγος ανεβοκατεβαίνει τη σπονδυλική μου στήλη. Ιδρώνω στην καρέκλα μου. Η μνήμη μου γίνεται άπληστη. Το σκοτάδι δεν με δυσκολεύει —βλέπω όλο και καλύτερα. Τα περιγράμματα γίνονται όλο και λιγότερο θολά. Το σώμα μου συντονίζεται μαζί τους όλο και περισσότερο. Το σημείο που συγκεντρώνεται το βλέμμα μου είναι πια εντελώς συγκεκριμένο, το περίγραμμα ευκρινές και μέσα του: ένα σύμπαν. Μια βαρειά μυρωδιά υγρασίας και η υπόσχεση ενός ολόκληρου άλλου κόσμου. Κι όσο η έξαψη μεγαλώνει, τόσο τα γέλια από το διπλανό δωμάτιο μονώνονται.

 

Απλώνω το δεξί χέρι, το καλό. Οι αισθήσεις μου συναιρούνται: μια φυλλωσιά που μεγαλώνει σε λεία επιφάνεια σιλικόνης. Το άλλο μου χέρι, το αριστερό, το αδέξιο, με κρατά σφιχτά. Κι όσο το δεξί προχωρά, τόσο το αριστερό πάλλεται. Ο καπνός του τσιγάρου, που τώρα καίγεται στο περβάζι του παραθύρου, παίρνει πλέον όποιο σχήμα του υπαγορεύει η μνήμη. Και το φως της λάμπας δίπλα μου δεν έχει πια σημασία. Μέσα στην αριστερή μου παλάμη ο σφυγμός μου χτυπά δυνατά. Η πλάτη κολυμπάει στον ιδρώτα, η σιλικόνη λιώνει κάτω από τα δάκτυλά μου. Το βλέμμα μου θολώνει. Τελειώνω. Και τα ιδεογράμματα του καπνού γίνονται ξανά ακατανόητα. Άμορφα. Λύνονται και ξεφεύγουν αμετάφραστα από το ανοικτό παράθυρο.

 

Σκέφτομαι, ενώ σκουπίζω το αριστερό μου χέρι στο σεντόνι, πως είναι καλύτερα να μη θυμάται κανείς. Παίρνω βαθιές ανάσες, τα πόδια μου ακόμα τρέμουν. Αν είχα τη δυνατότητα να ξαναφέρω μπροστά στα μάτια το περίγραμμα εκείνου του σύμπαντος, θα το έκανα; Γέρνω πίσω στην καρέκλα, που ως δια μαγείας δεν τρίζει άλλο. Από το διπλανό δωμάτιο τα γέλια λες και ξανάρχισαν μόλις. Ο αέρας έχει πέσει. Το παράθυρο παραμένει ανοικτό και η κάφτρα του τσιγάρου έχει σταματήσει σύριζα στο περβάζι. Κλείνω τα μάτια και δεν καταφέρνω να θυμηθώ το σχήμα του στήθους σου, ή τη μυρωδιά ανάμεσα στα πόδια σου. Θυμάμαι μόνο πως ήμουν ευτυχισμένος δίπλα σου. Κι αυτό δεν είναι αρκετό για να με κάνει να κλάψω.

 

Με την τελευταία τελεία της δικής μου Οπτασίας, όσο βέβαια μια αφήγηση έχει πατρότητα, μιας και κάθε αφήγηση είναι μια ιστορία από δεύτερο (και τρίτο, τέταρτο) χέρι, αναρωτήθηκα αν τελικά ο Μανν δημοσίευσε το συγκεκριμένο γραπτό με το ψευδώνυμο Πάουλ Τόμας από συστολή πρωτοεμφανιζόμενου ή από αμηχανία μπροστά στο ίδιο του το δημιούργημα. Μέρες αργότερα ανακάλυψα αυτές τις αράδες από ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα3: «Μόνο το μέλλον θα κρίνει με σιγουριά την αξία και τη σημασία του έργου μου [...]· για μένα δεν είναι παρά τα χνάρια μιας ζωής που την έζησα συνειδητά, δηλαδή ευσυνείδητα».

 

 


 

1 Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα, Τόμας Μανν, μτφ. Αλ. Κυπριώτης, Ίνδικτος 2002.

 

2 Family memoirs of Thomas Mann, Jeffrey Meyers, VQR Winter 1999 (Volume 75).

 

3 Για τη σειρά «Les Prix Nobel» (1930)., Μτφ. Μ. Τσάκος. Πηγή: http://dimartblog.com/

 

 

 

 

 

Το παραπάνω κείμενο του Άκη Παπαντώνη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2015 στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (τεύχος 205-206), στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Τόμας Μανν με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του. 

 

Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από το 2013 είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην Εφημερίδα των Συντακτών, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στους συλλογικούς τόμους Είμαστε όλοι μετανάστες (Πατάκης, 2007)  και 11 λέξεις (Καλέντης, 2013). Για το πρώτο βιβλίο του, Καρυότυπος (Εκδόσεις Κίχλη, 2014) του απονεμήθηκε το 2015 το «Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου» από το Περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες Ο Αναγνώστης

 

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από τον Καρυότυπο, το κείμενό του «Δύο γράμματα», αλλά και ένα απόσπασμα από το διήγημα του Βούλγαρου συγγραφέα Μιροσλάβ Πένκοφ «Νυχτερινός ορίζοντας», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης (Αντίποδες, 2016), που κυκλοφορεί σε μετάφραση του Άκη Παπαντώνη.

 


Δημήτρης Καρακίτσος, Κατά τον βομβαρδισμό


ΌΤΙ ΗΘΕΛΕ ΝΑ χωρίσουμε μου το είπε λίγο προτού ηχήσουν οι σειρήνες, ύστερα χάθηκε ανάμεσα  στα τσιρίγματα. Η βόμβα που έσκασε κοντά έκανε τους τοίχους της αίθουσας να τρίξουν και τότε αισθάνθηκα ένα χέρι να με τραβάει από τη θέση μου. Ακολούθησα (ή μήπως ήταν όνειρο όλο αυτό;) έναν νέο  που μάλλον ήταν ο ταξιθέτης. Είχε αραιά γένια κι ένα τσιγάρο στο αυτί. Η καμπίνα προβολής μύριζε καπνό, ο νέος τύλιξε στο παλτό του μια μπομπίνα και με ρώτησε αν θα μείνω εδώ, ένευσα θετικά, κι εκείνος μου ευχήθηκε καλή τύχη. Μέχρι να πω ευχαριστώ είχε εξαφανιστεί. Ανάμεσα στα αντιαεροπορικά και τις εκρήξεις απλωνόταν ένα σεντόνι σιωπής, και τότε επανέρχονταν οι διάλογοι και η μουσική της ταινίας. Η προβολή συνεχιζόταν σε μια άδεια, μισοφωτισμένη  αίθουσα, όπου πριν από λίγο είχα φιλήσει την Αντιγόνη για τελευταία φορά. Ο πόνος που έπρεπε να πνίξω μου είχε κόψει την αναπνοή. Σκεφτόμουν την Αντιγόνη να τρέχει στα καντούνια, σκεφτόμουν χαλάσματα και κατεστραμμένα σπίτια, πτώματα, παπούτσια, σπασμένα γυαλιά. Τότε πρόσεξα ότι το πάτωμα του κινηματογράφου είχε μετατραπεί σε βούρκο. Τα πόδια μου βούλιαζαν στη λάσπη, σειρές ολόκληρες καθισμάτων είχαν υποστεί καθίζηση και οι τοίχοι έδειχναν να καμπυλώνουν. Η έξοδος είχε καλυφθεί από μπάζα, ακολούθησε μια ισχυρή έκρηξη που τάραξε συθέμελα την περιοχή. Ξύπνησα από αυτόν τον εφιάλτη πανικοβλημένος: ή θα έπαιζα τη ζωή μου στα ζάρια ή θα έτρεχα να κρυφτώ. Πίσω από τη μηχανή προβολής (εκεί είχα δει τον ταξιθέτη τελευταία φορά) ήταν ένα χαμηλό πορτάκι από το οποίο ερχόταν κρύος αέρας. Ανοίγοντάς το έπεσα σε μια κυκλική σκάλα. Ο φωτισμός ήταν υποτυπώδης, υπήρχαν φώτα κάθε πέντε περίπου μέτρα, αδύναμα φώτα που γύρω τους πετάριζαν έντομα, η σήραγγα ήταν αποπνικτική αλλά τουλάχιστον η μόνωσή της δεν άφηνε του ήχους των αντιαεροπορικών να περάσουν. Αντί όλων αυτών άκουγες τη νεροσυρμή. Λένε ότι στο υπέδαφος της Κέρκυρας οι Ενετοί είχαν κατασκευάσει ένα πολυδαίδαλο σύστημα στοών. Η σήραγγα συνέχιζε μονότονα σε βάθος. Έχοντας ήδη διασχίσει διακόσια μέτρα αποφάσισα να βγω. Η έξοδος με οδήγησε σε ένα εγκαταλειμμένο γραφείο με σπασμένες καρέκλες - μου πήρε χρόνο μέχρι να καταλάβω ότι είχα βγει στα παλιά σφαγεία. Από ένα παράθυρο είδα το λιμάνι της Κέρκυρας να φλέγεται. Ο κίνδυνος είχε περάσει και τώρα ήθελα να πάω στο σπίτι της Αντιγόνης. Δεν θα της μιλούσα, ήθελα μόνο να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά. Παρά την κούραση άρχισα να τρέχω στους άδειους δρόμους. Τότε, για δεύτερη φορά, αισθάνθηκα τα πόδια μου να βουλιάζουν στη λάσπη.

 

 

 

 

http://www.biblionet.gr/book/223669/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82,_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82/%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%92%CE%B1%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85_%CE%9F%CE%BB%CE%AF%CE%B2%CE%B9%CE%B5 Το παραπάνω διήγημα είναι από το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου (γεν. 1979)  Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε. Ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου ( Ποταμός, 2017). Κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου (Το Ροδακιό, 2012), Βένουσμπεργκ (Αντίποδες, 2015) και Παλαιστές (Ποταμός, 2016). 

 

Αφορμή για αυτή τη δημοσίευση ήταν το κείμενο του NO14ME για τις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε. Ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

 

Η Logotexnia21 ευχαριστεί τον συγγραφέα Δημήτρη Καρακίτσο για την άδεια δημοσίευσης του παραπάνω διηγήματος.


 

 

 

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails