Άκης Παπαντώνης, Με αφορμή μια οπτασία
Το παλαιότερο, σωζόμενο, κείμενο δια χειρός Τόμας Μανν (1875-1955)
είναι ένα —σύμφωνα με τον ίδιο— «πεζογραφικό σκιαγράφημα», ένα σύντομο διήγημα,
υπό τον τίτλο Οπτασία. Δημοσιεύτηκε
το 1893 στο περιοδικό Η Εαρινή Θύελλα (και
η μετάφρασή του είναι μέρος μιας συλλογής διηγημάτων από την πρώιμη παραγωγή
του Μανν, η οποία ονομάζεται Συγκεχυμένα
ανέρχονται τα λησμονημένα1). Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τον
αφηγηματικό τρόπο του Μαγικού Βουνού
ή του Θανάτου στη Βενετία, το ολιγόλεκτο
αυτό κείμενο του νομπελίστα συγγραφέα λειτούργησε ως μια αναπάντεχη(;)
αντίστιξη. Η εικόνα ενός στιβαρού, συντηρητικού, Τόμας Μανν, ο οποίος —σύμφωνα
με βιογραφικά στοιχεία που αποκαλύφθηκαν, μετά το θάνατό του, μέσα από γραπτές
μαρτυρίες των παιδιών του2— τηρούσε ευλαβικά το καθημερινό του πρόγραμμα
εργασίας με σκοπό την παραγωγή 500 (το λιγότερο) λέξεων ως το μεσημέρι, τις
οποίες —ανεκδοτολογικά μαθαίνουμε— σπάνια άλλαζε, ενός συγγραφέα που βάσισε τους
δευτερεύοντες χαρακτήρες στο Μαγικό Βουνό σε νατουραλιστικές περιγραφές της
κόρης του, Κάτια, από την επίσκεψή της σε ελβετικό σανατόριο ώστε να είναι
ακριβείς, ενός ανθρώπου που προλόγισε την ίδια συλλογή των πρώιμων γραπτών του1
με τα λόγια «Εκείνοι που έχουν φυλλομετρήσει τα γραπτά μου θα θυμούνται πως
εγώ τη μορφή ζωής του καλλιτέχνη, του ποιητή, διαρκώς την αντιμετώπιζα με άκρα
δυσπιστία» (σ. 13), στέκεται ειρωνικά μπροστά στο είδωλό της στον καθρέφτη με
αυτό το κρυπτικό, νεανικό, διηγήμα. Αντανακλαστικά —και όλως παραδόξως— έπιασα
τον εαυτό μου να το ξαναγράφει, να ξανασκιαγραφεί το «σκιαγράφημα», ως μια
ιδιότυπη συνομιλία ενός αναγνώστη του 21ου αιώνα με ένα μείζονα
συγγραφέα των αρχών του 20ου. Το αποτέλεσμα της συνομιλίας μοιάζει
κάπως έτσι:
Καθώς στρίβω μηχανικά άλλο ένα
τσιγάρο, καθισμένος στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, και τρίμματα καπνού
καταλήγουν στο σεντόνι, μου είναι αδύνατον να πιστέψω πως κρατιέμαι ακόμα
ξύπνιος. Και καθώς ο ζεστός βραδινός αέρας, που μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο
δίπλα μου, δίνει στον καπνό του τσιγάρου παράξενα σχήματα και το φως της λάμπας
τα φωτίζει λοξά μέχρι να διαλυθούν, είμαι βέβαιος πως —με μάτια ανοικτά— ήδη ονειρεύομαι.
Φυσικά, στ’ όνειρό μου, η φαντασία
μου οργιάζει. Κουνιέμαι στην καρέκλα μου κι αυτή απαντά τρίζοντας, ενώ από το
διπλανό δωμάτιο ακούγονται γέλια, έτσι που σχεδόν ξυπνάω. Δυσκολεύομαι να
επαναφέρω τον εαυτό μου στον υπνωτισμό που μου προκαλούν τα ιδεογράμματα του
καπνού, τα οποία σχηματίζονται στον αέρα. Πασχίζω —μισοκοιμισμένος ή
μισοξύπνιος— να τα μεταφράσω. Ξαφνικά όμως, πάει, δεν νιώθω άλλο υπνωτισμένος.
Νιώθω έξαψη —σαν ρίγος πυρετού, εντελώς παράλογου. Και η μνήμη μου προβάλλει στην
εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων μου θολά περιγράμματα εικόνων που νόμιζα πως
είχα ξεχάσει.
Κι όσο οι εικόνες έρχονται και
ξανάρχονται, τόσο το ρίγος ανεβοκατεβαίνει τη σπονδυλική μου στήλη. Ιδρώνω στην
καρέκλα μου. Η μνήμη μου γίνεται άπληστη. Το σκοτάδι δεν με δυσκολεύει —βλέπω
όλο και καλύτερα. Τα περιγράμματα γίνονται όλο και λιγότερο θολά. Το σώμα μου
συντονίζεται μαζί τους όλο και περισσότερο. Το σημείο που συγκεντρώνεται το
βλέμμα μου είναι πια εντελώς συγκεκριμένο, το περίγραμμα ευκρινές και μέσα του:
ένα σύμπαν. Μια βαρειά μυρωδιά υγρασίας και η υπόσχεση ενός ολόκληρου άλλου
κόσμου. Κι όσο η έξαψη μεγαλώνει, τόσο τα γέλια από το διπλανό δωμάτιο
μονώνονται.
Απλώνω το δεξί χέρι, το καλό. Οι αισθήσεις μου συναιρούνται: μια
φυλλωσιά που μεγαλώνει σε λεία επιφάνεια σιλικόνης. Το άλλο μου χέρι, το
αριστερό, το αδέξιο, με κρατά σφιχτά. Κι όσο το δεξί προχωρά, τόσο το αριστερό
πάλλεται. Ο καπνός του τσιγάρου, που τώρα καίγεται στο περβάζι του παραθύρου, παίρνει
πλέον όποιο σχήμα του υπαγορεύει η μνήμη. Και το φως της λάμπας δίπλα μου δεν
έχει πια σημασία. Μέσα στην αριστερή μου παλάμη ο σφυγμός μου χτυπά δυνατά. Η
πλάτη κολυμπάει στον ιδρώτα, η σιλικόνη λιώνει κάτω από τα δάκτυλά μου. Το
βλέμμα μου θολώνει. Τελειώνω. Και τα ιδεογράμματα του καπνού γίνονται ξανά
ακατανόητα. Άμορφα. Λύνονται και ξεφεύγουν αμετάφραστα από το ανοικτό παράθυρο.
Σκέφτομαι, ενώ σκουπίζω το αριστερό μου χέρι στο σεντόνι,
πως είναι καλύτερα να μη θυμάται κανείς. Παίρνω βαθιές ανάσες, τα πόδια μου
ακόμα τρέμουν. Αν είχα τη δυνατότητα να ξαναφέρω μπροστά στα μάτια το
περίγραμμα εκείνου του σύμπαντος, θα το έκανα; Γέρνω πίσω στην καρέκλα, που ως
δια μαγείας δεν τρίζει άλλο. Από το διπλανό δωμάτιο τα γέλια λες και ξανάρχισαν
μόλις. Ο αέρας έχει πέσει. Το παράθυρο παραμένει ανοικτό και η κάφτρα του
τσιγάρου έχει σταματήσει σύριζα στο περβάζι. Κλείνω τα μάτια και δεν καταφέρνω
να θυμηθώ το σχήμα του στήθους σου, ή τη μυρωδιά ανάμεσα στα πόδια σου. Θυμάμαι
μόνο πως ήμουν ευτυχισμένος δίπλα σου. Κι αυτό δεν είναι αρκετό για να με κάνει
να κλάψω.
Με την τελευταία τελεία της δικής μου Οπτασίας, όσο βέβαια μια αφήγηση έχει
πατρότητα, μιας και κάθε αφήγηση είναι μια ιστορία από δεύτερο (και τρίτο,
τέταρτο) χέρι, αναρωτήθηκα αν τελικά ο Μανν δημοσίευσε το συγκεκριμένο γραπτό
με το ψευδώνυμο Πάουλ Τόμας από συστολή πρωτοεμφανιζόμενου ή από αμηχανία μπροστά
στο ίδιο του το δημιούργημα. Μέρες αργότερα ανακάλυψα αυτές τις αράδες από ένα
αυτοβιογραφικό του σημείωμα3: «Μόνο το μέλλον θα κρίνει με σιγουριά
την αξία και τη σημασία του έργου μου [...]· για μένα δεν είναι παρά τα χνάρια
μιας ζωής που την έζησα συνειδητά, δηλαδή ευσυνείδητα».
2 Family memoirs of
Thomas Mann, Jeffrey
Meyers, VQR Winter 1999 (Volume 75).
3 Για τη σειρά «Les Prix Nobel» (1930)., Μτφ. Μ. Τσάκος. Πηγή: http://dimartblog.com/
Το παραπάνω κείμενο του Άκη Παπαντώνη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2015 στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (τεύχος 205-206), στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Τόμας Μανν με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του.
Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε βιολογία
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της
Οξφόρδης και από το 2013 είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της
Κολωνίας. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά
περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην Εφημερίδα των Συντακτών, ενώ
διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στους συλλογικούς τόμους Είμαστε όλοι μετανάστες (Πατάκης, 2007) και 11 λέξεις (Καλέντης, 2013). Για το πρώτο βιβλίο του, Καρυότυπος (Εκδόσεις Κίχλη, 2014) του απονεμήθηκε το 2015 το «Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου» από το Περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες Ο Αναγνώστης.
Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από τον Καρυότυπο, το κείμενό του «Δύο γράμματα», αλλά και ένα απόσπασμα από το διήγημα του Βούλγαρου
συγγραφέα Μιροσλάβ Πένκοφ «Νυχτερινός ορίζοντας», το οποίο
συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης (Αντίποδες, 2016), που κυκλοφορεί σε μετάφραση του Άκη Παπαντώνη.