[…]
ΜΠΛΑΝΣ: Το ξέρω, Στέλλα—θα με κατακρίνεις, δεν υπάρχει περίπτωση, σίγουρα θα με κατακρίνεις—αλλά πριν το κάνεις—λάβε υπόψη σου κάτι—εσύ ήσουν αυτή που έφυγε! Εγώ έμεινα πίσω και πολέμησα! Ήρθες στη Νέα Ορλεάνη και φρόντισες το μέλλον σου! Εγώ έμεινα στο Μπελ Ρεβ και έκανα ό,τι μπορούσα για να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη! Δεν το λέω τώρα για να κατακρίνω εσένα, αλλά όλα τα βάρη έπεσαν πάνω στους δικούς μου ώμους.
ΣΤΕΛΛΑ: Τι άλλο να έκανα, Μπλανς; Έπρεπε να φτιάξω τη ζωή μου. [Η Μπλανς αρχίζει να τρέμει πάλι από την ένταση.]
ΜΠΛΑΝΣ: Ναι, ξέρω, ξέρω, πώς δεν ξέρω. Εσύ είσαι όμως αυτή που εγκατέλειψε το Μπελ Ρεβ, όχι εγώ! Εγώ έμεινα και πάλεψα γι’ αυτό, πληγώθηκα, έδωσα το αίμα μου, κόντεψα να αφήσω την τελευταία μου πνοή για το Μπελ Ρεβ!
ΣΤΕΛΛΑ: Να λείπουν οι εκρήξεις υστερίας. Γιατί δε μου λες τι έγινε; Τι εννοείς πάλεψες και πληγώθηκες; Τι ακριβώς—
ΜΠΛΑΝΣ: Την ξέρω πολύ καλά αυτή τη συμπεριφορά! Λες και δεν το ‘ξερα πώς θα το ‘παιρνες έτσι ακριβώς!
ΣΤΕΛΛΑ: Θα το ‘παιρνα—ποιο;—πες μου σε παρακαλώ!
ΜΠΛΑΝΣ [αργά]: Την απώλεια—την απώλεια...
ΣΤΕΛΛΑ: Τι έγινε; Το Μπελ Ρεβ; Χάσαμε το Μπελ Ρεβ; Όχι!
ΜΠΛΑΝΣ: Ναι, Στέλλα.
[Τα βλέμματα τους παγώνουν, η μία πάνω στην άλλη, κι ανάμεσά τους ο κίτρινος καρώ μουσαμάς του τραπεζιού. Η Μπλανς συγκατανεύει κουνώντας αργά το κεφάλι, ενώ η Στέλλα χαμηλώνει το βλέμμα προς τα χέρια της που είναι σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι. Η μουσική του «τζαζ πιάνου» δυναμώνει. Η Μπλανς ακουμπάει το μέτωπο της με το μαντήλι.]
ΣΤΕΛΛΑ: Μα πώς χάθηκε; Τι συνέβη;
ΜΠΛΑΝΣ [πετάγεται σαν ελατήριο]: Καλή είσαι κι εσύ να με ρωτάς εμένα πώς χάθηκε!
ΣΤΕΛΛΑ: Μπλανς!
ΜΠΛΑΝΣ: Καλή είσαι κι εσύ να κάθεσαι και να με κατηγορείς ότι φταίω εγώ!
ΣΤΕΛΛΑ: Μπλανς!
ΜΠΛΑΝΣ: Εγώ, εγώ, εγώ που έβαλα μπροστά το πρόσωπο μου, το σώμα μου και δέχτηκα όλα τα χτυπήματα! Όλους αυτούς τους θανάτους! Η μεγάλη παρέλαση για το νεκροταφείο! Ο πατέρας, η μητέρα! Η Μάργκαρετ, με αυτόν τον απαίσιο τρόπο! Να πρηστεί τόσο, δε χωρούσε να μπει σε φέρετρο! Και να πρέπει να την κάψουν στο τέλος, σα να ΄τανε κανένα σκουπίδι! Εσύ, Στέλλα, ερχόσουν σπίτι μόνο για να παρευρίσκεσαι στις κηδείες. Οι κηδείες είναι όμορφο πράγμα. Όχι σαν τους θανάτους—καμία σχέση. Οι κηδείες είναι ήσυχες, οι θάνατοι όμως—δεν είναι πάντα έτσι. Άλλες φορές η ανάσα τούς γδέρνει το λαρύγγι, άλλες φορές κροταλίζει μέσα τους, και είναι φορές που μέχρι πετάγονται και σ’ ουρλιάζουν: «κράτα με, μη με αφήνεις να φύγω!» Μέχρι και οι γέροι το λένε πολλές φορές: «Μη με αφήνεις!» Λες και έχεις εσύ τη δύναμη να τους εμποδίσεις! Οι κηδείες όμως είναι ήσυχες, με ωραία λουλούδια. Ααα, και να μη μιλήσω για εκείνα τα υπέροχα κουτιά που τους αμπαλάρουν μέσα! Κι όμως αν δεν είσαι εκεί, πάνω στο κρεβάτι τους τη στιγμή που ουρλιάζουν: «Κράτα με!» δεν μπορείς να υποψιαστείς τι πόλεμο κάνουν για να πάρουν μία ανάσα, το αίμα. Εσύ ούτε στους εφιάλτες σου δεν τα ΄χεις δει, αυτά εγώ όμως τα είχα μπροστά στα μάτια μου! Στα μάτια μου! Στα μάτια! Και τώρα κάθεσαι εκεί και με το βλέμμα σου μου λες πως άφησα τον τόπο να χαθεί! Πού στην κόλαση νομίζεις ότι βρέθηκαν όλα αυτά τα λεφτά για να εξοφληθούν τόσες αρρώστιες, τόσοι θάνατοι; Ο θάνατος είναι είδος πολυτελείας, δεσποινίς Στέλλα! Και της εξαδέλφης μας της Τζέσι αμέσως μετά της Μάργκαρετ, εκεί να έβλεπες! Τι να πω, ούτε να είχε κατασκηνώσει στο κατώφλι μας ο Χάρων!... Στέλλα. Είχε στήσει το στρατηγείο του στο Μπελ Ρεβ! Αγάπη—έτσι ακριβώς μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια! Μήπως μας άφησε κανείς τους περιουσία; Ή έστω ένα σεντ ασφάλεια; Μόνο η καημένη η Τζέσι—εκατό δολάρια για το φέρετρό της. Αυτό, Στέλλα! Τίποτα άλλο! Κι εγώ με τον οικτρό μισθό της δασκάλας. Ναι, έτσι, ωραία είναι να με κατηγορείς! Γιατί όχι; Μια χαρά κάθεσαι εκεί και με κοιτάς και σκέφτεσαι πως άφησα το σπίτι να χαθεί! Εγώ άφησα το σπίτι να χαθεί; Εσύ πού ήσουν! Στο κρεβάτι με τον—πολωνέζο σου!
ΣΤΕΛΛΑ [πετάγεται]: Μπλανς! Mην κουνιέσαι! Φτάνει! [Κάνει να φύγει.]
ΜΠΛΑΝΣ: Πού πας;
ΣΤΕΛΛΑ: Στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.
ΜΠΛΑΝΣ: Αχ, Στέλλα μου, Στέλλα, εσύ κλαις!
ΣΤΕΛΛΑ: Και τι; Απορείς;
ΜΠΛΑΝΣ: Συγνώμη—εγώ δεν ήθελα να—
[Ήχος από αντρικές φωνές. Η Στέλλα μπαίνει στο μπάνιο, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Όταν εμφανίζονται στον δρόμο οι άντρες και η Μπλανς συνειδητοποιεί πως πρέπει να είναι ο Στάνλεϊ που επιστρέφει, κινείται αβέβαια από την πόρτα του μπάνιου προς το μπουντουάρ, κοιτώντας αγχωμένα την είσοδο. Μπαίνει ο Στάνλεϊ και από πίσω του ο Στηβ και ο Μιτς.]
[…]
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Αντώνης Γαλέος
Το παραπάνω απόσπασμα από το θεατρικό έργο Το τραμ με το όνομα «Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς είναι από τη νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, για την παράσταση του έργου σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού που παίζεται από τις 2 Φεβρουαρίου έως την 1η Απριλίου 2018 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Στο σημείωμα του σκηνοθέτη διαβάζουμε: “Ας δούμε τι πραγματικά μπορεί να συμβεί όταν αυτά τα αλύτρωτα πρόσωπα από το θρυλικό «tram named «desire»», το θρυλικό τραμ με την ονομασία «Πόθος», συναντηθούν με κάποια άλλα αλύτρωτα, πιο κοντινά μας, ηθοποιούς αυτή τη φορά, σε μια εξίσου σκληρή εποχή κατάρρευσης πρώην ονείρων, σε κάποιαν άλλη γειτονιά που κι αυτή ξέρει από ισορροπίες που αναπτύσσονται δύσκολες κοντά στα νερά - είτε πρόκειται για λιμάνι, είτε πρόκειται για ένα ποτάμι μυθικό που γέννησε απ’ τα νερά τον πόνο και τα οριστικά τραγούδια των νέγρων”.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Διεύθυνση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Μαριλένα Κατρανίδου
Παίζουν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης, Θεοδώρα Τζήμου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αdrian Frieling