Αλέξανδρος Κ., Παντός καιρού

Photo by Mario Anzuoni\Reuters  

Καθώς επέστρεφε στο σπίτι του με ταξί αργά το μεσημέρι μια καθημερινή, συνηθισμένη ημέρα, ικανοποιημένος με τον εαυτό του, μετά την περιοδεία του σε κάποια βιβλιοπωλεία και καφέ του κέντρου, όπου είχε δώσει το παρών, ανταλλάσσοντας χαιρετισμούς, χειραψίες και απόψεις περί μουσικής, εικαστικών τεχνών, φιλοσοφίας, γλώσσας, ποίησης, πεζογραφίας και πολιτικής, και ενώ ήδη καθάριζε σχολαστικά με το αγαπημένο του μαύρο πανάκι με τις μικροΐνες, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, τον αριστερό μυωπικό φακό των ωραίων και ακριβών γυαλιών του, κρατώντας όπως πάντοτε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του αριστερού χεριού του τον κομψό μεταλλικό σκούρο πράσινο ματ σκελετό τους απ’ τη μέση ακριβώς, μεταξύ των επιρρινίων, για να μοιράζεται η πίεση που του ασκούσε και να μην τον επιβαρύνει, άκουσε ξαφνικά την είδηση απ’ το ραδιόφωνο, κι αυτός όπως κι ο ταξιτζής, κι εκείνο το αμυδρό και γνώριμο χαμόγελο της αυτοϊκανοποίησης, που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στην αριστερή άκρη του στόματός του, δεν σχηματίστηκε, αφού το στόμα του άνοιξε παρά τη θέλησή του, και τα μάτια του γούρλωσαν, ενώ έβαζε βιαστικά με το αριστερό χέρι τα γυαλιά του κι έχωνε με το δεξί το αγαπημένο του μαύρο πανάκι στην αριστερή εσωτερική τσέπη του σακακιού του, γέρνοντας συγχρόνως μπροστά τον κορμό του, για να περάσει προφανώς το κεφάλι του ανάμεσα απ’ τα δυο μπροστινά καθίσματα και ν’ ακούσει καλύτερα, πράγμα που παρά την όποια του πεποίθηση ή ελπίδα δεν επετεύχθη, γιατί εκείνη τη στιγμή ακριβώς ο ήρεμος κατά τα φαινόμενα και μέχρι τότε ταξιτζής φρέναρε απότομα, κόλλησε το δεξί χέρι του στην κόρνα και ξεστόμισε μια χριστοπαναγία δεκαπλάσιας σχεδόν έντασης από την ένταση του ραδιοφώνου, με αποτέλεσμα αφ’ ενός αυτός να αρχίσει να αισθάνεται έναν τρομερά ενοχλητικό πόνο στο αριστερό αφτί του, συνοδευόμενο από ένα εκκωφαντικό βουητό, για κλάσματα του δευτερολέπτου, μάλιστα, πίστεψε ότι το αριστερό του τύμπανο είχε σπάσει, αλλά ευτυχώς η ταραχή του δεν του επέτρεψε να αφεθεί στο έλεος ενός τέτοιου υπερβολικού, για την ακρίβεια υποχονδριακού, φόβου, και αφ’ ετέρου να θαφτεί, προς το παρόν τουλάχιστον, ηχητικά το σημαντικότερο στοιχείο της είδησης. Δεν άκουσε πόσοι ήταν. Λίγο, μάλιστα, έλειψε να στραπατσάρει τα ωραία και ακριβά γυαλιά του στον δεξή αγκώνα του ταξιτζή, ο οποίος, ξεστομίζοντας εκείνη τη χριστοπαναγία, τράβηξε το χέρι του από την κόρνα, υψώνοντάς το και εκτείνοντάς το συγχρόνως προς τα δεξιά και ελαφρώς προς τα πίσω, ενώ ο πήχης του σχημάτισε με το μπράτσο του μια σχεδόν ορθή γωνία, με κορυφή τον γυμνό αγκώνα του, ήταν άλλωστε άνοιξη και ο ταξιτζής φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο, η απειλητική θέα του οποίου, του γυμνού αγκώνα, όχι του ταξιτζή, ενισχυμένη κατά πολύ φυσικά από τη συνισταμένη των δυνάμεων που ασκήθηκαν στο σώμα του παρ’ ολίγον ατυχούς επιβάτη τον επανέφερε για καλή του τύχη στη θέση του με έναν υπόκωφο γδούπο, ο οποίος ανάγκασε τον ταξιτζή να γυρίσει προς τα πίσω και να τον ρωτήσει, ελαφρώς τρομαγμένος αλλά εμφανώς εξαγριωμένος ακόμα: Είστε καλά;

 

Τι ήταν πάλι αυτό; Πάλι κατόπιν εορτής; Πάλι δεν του είχαν πει τίποτα; Κανείς τους; Πάλι στο περιθώριο; Θα έλεγε κανείς ότι αυτά τα επαναλαμβανόμενα συμβάντα, αυτά τα επαναλαμβανόμενα κατόπιν εορτής, είχαν αρχίσει πλέον να παίρνουν επικίνδυνες διαστάσεις άνανδρης και ύπουλης συνωμοσίας. Όχι, όχι, ήταν σίγουρος πλέον. Είχαν βάλει στόχο να τον αφανίσουν. Όλοι τους. Ναι, ναι, ήταν σίγουρος πλέον. Γιατί αυτά τα πράγματα δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Μα, βέβαια, βέβαια. Αυτά τα πράγματα γίνονται με πρόγραμμα, με σχέδιο, με συγκεκριμένη στρατηγική.

 

Πρώτα είναι ένας, μόνος του ή με άλλους δεν έχει καμία σημασία, πρώτα κάποιος έχει την ιδέα κάποια στιγμή, και την ιδέα που έχει τη σκέφτεται, πολύ ή λίγο δεν έχει καμία σημασία, λεπτά, ώρες, ημέρες ή εβδομάδες δεν έχει καμία σημασία, πρώτα κάποιος έχει την ιδέα και τη σκέφτεται και τη ζυγίζει, ή μπορεί και να μην τη ζυγίζει καθόλου, πάντως μετά, κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία εκ των πραγμάτων χρονικά έπεται της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής που είχε την ιδέα, παίρνει εκείνος ο κάποιος την απόφαση να εκμυστηρευτεί την ιδέα που είχε σε κάποιον δεύτερο, δεν την κρατάει για τον εαυτό του την ιδέα, μυστική, γιατί εκ των πραγμάτων μια τέτοια ιδέα έρχεται κάποια στιγμή σε κάποιον γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μην την κρατήσει για τον εαυτό του, την ιδέα, και μάλιστα εκείνος ο πρώτος κάποιος πάντοτε επιλέγει να εκμυστηρευτεί την ιδέα που είχε σε κάποιον δεύτερο, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα συμφωνήσει με την ιδέα που θα του εκμυστηρευτεί εκείνος ο πρώτος κάποιος, κι αυτό το γνωρίζει εκ των προτέρων εκείνος ο πρώτος κάποιος και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέγει να εκμυστηρευτεί την ιδέα που είχε σε κάποιον συγκεκριμένο δεύτερο, κι ύστερα, όταν εκείνος ο δεύτερος κάποιος δηλώσει ρητά και κατηγορηματικά, με ενθουσιασμό ή χωρίς ενθουσιασμό δεν έχει καμία σημασία, ότι συμφωνεί με την ιδέα που του εκμυστηρεύτηκε εκείνος ο πρώτος κάποιος και αποδειχθεί πλέον περίτρανα και εκ των πραγμάτων ότι είχε δίκιο εκείνος ο πρώτος κάποιος που επέλεξε εκείνον τον συγκεκριμένο δεύτερο κάποιο για να του εκμυστηρευτεί την ιδέα του, τότε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία εκ των πραγμάτων χρονικά έπεται της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής που εκείνος ο δεύτερος κάποιος δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά, με ενθουσιασμό ή χωρίς ενθουσιασμό δεν έχει καμία σημασία, ότι συμφωνεί με την ιδέα που του εκμυστηρεύτηκε εκείνος ο πρώτος κάποιος, τότε ακριβώς σκέφτονται εκείνοι οι δυο, κι οι δυο μαζί ή ο καθένας χωριστά δεν έχει καμία σημασία: Είμαστε δυο. Βέβαια, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων δεν αποκλείεται εκείνος ο πρώτος κάποιος να πέσει έξω, ναι, ναι, δεν αποκλείεται καθόλου, κι εκείνος ο συγκεκριμένος δεύτερος να δηλώσει ότι δεν συμφωνεί με την ιδέα που του εκμυστηρεύτηκε εκείνος ο πρώτος κάποιος, οπότε εκ των πραγμάτων εκείνος ο συγκεκριμένος δεύτερος κάποιος δεν θεωρείται δεύτερος κι εκείνος ο πρώτος κάποιος επιλέγει να εκμυστηρευτεί την ιδέα που είχε σε κάποιον άλλον συγκεκριμένο δεύτερο, ο οποίος πάλι κατά πάσα πιθανότητα θα συμφωνήσει με την ιδέα που θα του εκμυστηρευτεί εκείνος ο πρώτος κάποιος, κι αν πέσει και πάλι έξω, ούτω καθ’ εξής και πάει λέγοντας, μέχρι να βρεθεί εκ των πραγμάτων εκείνος ο συγκεκριμένος δεύτερος, ο οποίος θα δηλώσει ότι συμφωνεί με την ιδέα που του εκμυστηρεύτηκε εκείνος ο πρώτος κάποιος, πάντως, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή θα γεννηθεί εκ των πραγμάτων η σκέψη: Είμαστε δυο. Κι ύστερα εκείνοι οι δυο θα γίνουν τρεις, κι εκείνοι οι τρεις θα γίνουν τριάντα τρεις, κι εκείνοι οι τριάντα τρεις θα γίνουν πενήντα τρεις, και ούτω καθ’ εξής και πάει λέγοντας. Παρ’ όλα αυτά, γιατί πάντοτε υπάρχει ένα παρ’ όλ’ αυτά, κάποια ιδιαίτερη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όλοι όσοι δήλωσαν μέχρι εκείνη την ιδιαίτερη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ότι συμφωνούν με την ιδέα που τους εκμυστηρεύτηκε κάποιος άλλος, η οποία, βέβαια, είναι εκείνη η ιδέα ακριβώς που ήρθε κάποια στιγμή σε κάποιον, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μην την κρατήσει για τον εαυτό του, παίρνουν την απόφαση ότι είναι πλέον αρκετοί και ότι συνεπώς δεν χρειάζεται να συνεχίσει κανείς απ’ αυτούς να εκμυστηρεύεται την ιδέα που είχε εκείνος ο πρώτος κάποιος σε κανέναν άλλον, κι ύστερα βγαίνουν όλοι μαζί οι πενήντα τρεις, οι εβδομήντα τρεις, οι εκατόν ογδόντα τρεις και βγάζουν μια διακήρυξη, βγάζουν ένα μανιφέστο και είναι σαν να λένε εμείς είμαστε και δεν είναι κανένας άλλος. Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε, δηλαδή.

 

Κι αυτός πάντοτε στο περιθώριο. Ούτε καν τελευταίος και καταϊδρωμένος. Μα, δεν τον ρώτησε κανείς. Κανείς! Ούτε όσο ήταν δυο ούτε όσο ήταν τρεις ούτε όσο ήταν πενήντα τρεις. Κανείς δεν του έδωσε την ευκαιρία να δηλώσει ότι συμφωνεί ρητά και κατηγορηματικά με τη μια ή με την άλλη ιδέα που ήρθε κάποια στιγμή σε κάποιον, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μην την κρατήσει για τον εαυτό του. Και το ερώτημα είναι: γιατί; Γιατί όχι αυτός; Γιατί τόσοι άλλοι κι όχι αυτός; Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Τον ζηλεύουν, αυτό είναι! Ζηλεύουν το έργο του! Όχι, όχι, δεν τον ζηλεύουν απλώς. Τον φοβούνται, αυτό είναι! Φοβούνται το έργο του! Γιατί άλλη εξήγηση δεν υπάρχει. Αυτός δεν είναι σαν κάτι γερασμένους έφηβους μελαγχολικούς συγγραφείς και καλλιτέχνες που κλείνονται στον κόσμο τους και δεν έχουν επαφή με τον έξω κόσμο. Αυτός έχει πρόγραμμα!

 

Κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο θα ανοίξει τα μάτια του με τους πρώτους διαπεραστικούς, ταυτόχρονους και ηλεκτρονικούς ήχους που θα ακουστούν από τα δυο συγχρονισμένα με ακρίβεια δευτερολέπτου ξυπνητήρια, στα δυο κομοδίνα από τη μια κι από την άλλη πλευρά του κρεβατιού του, στις 6 και 20 το πρωί και, αφού ανασηκώσει πρώτα τη δεξιά πλευρά του και διαγράψει με το δεξί χέρι του τεντωμένο στον αέρα μια περιστροφή 135 μοιρών σχεδόν με άξονα στήριξης και περιστροφής την αριστερή πλευρά του, θα κλείσει με το δεξί χέρι του το ξυπνητήρι που θα χτυπάει στο κομοδίνο στα αριστερά του κι ύστερα, αφού επιστρέψει στην ύπτια αρχική θέση του, στην οποία θα έχει ανοίξει τα μάτια του, και αφού ανασηκώσει την αριστερή πλευρά του και διαγράψει με το αριστερό χέρι του τεντωμένο στον αέρα μια περιστροφή 135 μοιρών σχεδόν με άξονα στήριξης και περιστροφής αυτή τη φορά τη δεξιά πλευρά του, θα κλείσει με το αριστερό χέρι του το ξυπνητήρι που θα χτυπάει στο κομοδίνο στα δεξιά του, για να επιστρέψει για δεύτερη φορά στην ύπτια αρχική θέση του, στην οποία θα παραμείνει για ελάχιστα λεπτά, ελέγχοντας κατά τακτά σχεδόν διαστήματα και εναλλάξ πότε το ξυπνητήρι στο κομοδίνο στα δεξιά του και πότε το ξυπνητήρι στο κομοδίνο στα αριστερά του, ώστε να σηκωθεί από το κρεβάτι του στις 6 και 30 ακριβώς, από την αριστερή πάντοτε πλευρά του, να πάει από την κρεβατοκάμαρα στο γραφείο του, ν’ ανάψει τον υπολογιστή του κι ύστερα να γυρίσει απ’ το γραφείο πίσω στο μπάνιο, να ρίξει λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό του, να πάει στην κουζίνα και να ετοιμάσει τσάκα τσάκα τρία φλιτζάνια αρωματικό καφέ φίλτρου, μετρημένα, για να πιει δυο, το πολύ δυόμισι, καπνίζοντας τρία, τέσσερα, το πολύ πέντε τσιγάρα μπροστά στον υπολογιστή του, ενώ θα ενημερώνεται για την τρέχουσα επικαιρότητα, τις επετείους, τις ονομαστικές εορτές της συγκεκριμένης ημέρας και της επομένης, για τα σημαντικά γεγονότα των δυο τριών προηγούμενων ημερών και τα άρτι προαναγγελθέντα και προγραμματισμένα για το εγγύς ή απώτερο μέλλον, εστιάζοντας την προσοχή του, με θρησκευτική ευλάβεια, στους τομείς της μουσικής, των εικαστικών τεχνών, της φιλοσοφίας, της γλώσσας, της ποίησης, της πεζογραφίας και της πολιτικής, και στη συνέχεια, πίνοντας τον αρωματικό καφέ του και καπνίζοντας το τρίτο, τέταρτο, το πολύ πέμπτο τσιγάρο της ημέρας, να φιλτράρει συγχρόνως ό,τι βλέπει, ό,τι ακούει κι ό,τι διαβάζει, για να ενημερώσει μέσω του τοίχου του στο φέισμπουκ, έμμεσα και δυνητικά, όχι μόνο όλους τους φίλους του, ο αριθμός των οποίων θα τον αναγκάσει εκ των πραγμάτων οσονούπω να δημιουργήσει και δεύτερο προφίλ, το οποίο θα ονομάσει Βήτα, αφού προσθέσει σ’ αυτό το ένα και μοναδικό που χρησιμοποιεί αποκλειστικά ως τώρα ένα Άλφα φουλ στο τέλος, κάτι που το καταλαβαίνουν όλοι, που θα δηλώνει περίτρανα και θα καθιστά σαφές ότι ο συνολικός αριθμός των φίλων του έχει ανέλθει στο ανώτερο επιτρεπτό όριο των 5 χιλιάδων φίλων και ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί πλέον να αποδεχθεί άλλα αιτήματα φιλίας σ’ εκείνο το προφίλ, που θα του έχει προσθέσει ένα Άλφα φουλ στο τέλος, και σημειωτέον ποτέ δεν αποστέλλει ο ίδιος πλέον αίτημα φιλίας σε κάποιον άλλον, αυτός απλώς αποδέχεται πλέον τα αιτήματα φιλίας που του αποστέλλουν θαυμαστές του έργου του, χρήστες του φέισμπουκ που επιθυμούν να γίνουν φίλοι του, κι ούτε για να ενημερώσει μόνο μαζί με όλους τους φίλους του και τους φίλους των φίλων του, αλλά για να ενημερώσει, έμμεσα και δυνητικά πάντοτε, όλους τους χρήστες του φέισμπουκ της υφηλίου, δεδομένου ότι στις ρυθμίσεις απορρήτου του λογαριασμού του έχει συνειδητά επιλέξει πάμπλικ, εφόσον αυτός δεν έχει τίποτα να κρύψει, γιατί καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται, τους οποίους μάλιστα, όλους τους χρήστες του φέισμπουκ της υφηλίου, ποτέ δεν ενημερώνει κοινοποιώντας αναρτήσεις άλλων χρηστών, αφού αυτός ανατρέχει πάντοτε στην πρωταρχική πηγή της είδησης, ακόμα κι όταν αυτή η πρωταρχική πηγή της είδησης είναι ξένη, αφ’ ενός γιατί αυτός κατ’ αρχήν ενημερώνει μέσω του τοίχου του, έμμεσα και δυνητικά πάντοτε, όλους τους χρήστες του φέισμπουκ της υφηλίου και αφ’ ετέρου γιατί αυτός είναι σε θέση να διαβάζει και τον ξένο Τύπο και να παρακολουθεί την τρέχουσα ειδησεογραφία όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα αλλά και στην αγγλική και στη γαλλική και στη γερμανική και στην ιταλική και στην ισπανική, γι’ αυτό αναρτά την πρωταρχική πηγή της είδησης, ακόμα κι όταν η πρωταρχική πηγή της είδησης είναι ξένη, αν και στις περισσότερες αναρτήσεις του, για την ακρίβεια στη συντριπτική πλειονότητα των αναρτήσεών του, εξαιρουμένων κάποιων σποραδικών και μεμονωμένων περιπτώσεων, οι οποίες εκ των πραγμάτων επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αυτός γράφει απλώς τις δικές του σκέψεις αποκλειστικά στη μητρική του γλώσσα, την ελληνική, τη μητέρα όλων των γλωσσών, τις οποίες ωστόσο, δικές του σκέψεις, μπορούν να μεταφράσουν αυτόματα με ένα κλικ στη δική τους γλώσσα, αν δεν κατέχουν την ελληνική, τη γλώσσα που γέννησε την έννοια της δημοκρατίας, να τις διαβάσουν και να τις κοινοποιήσουν με τη σειρά τους στους φίλους τους όλοι οι χρήστες του φέισμπουκ της υφηλίου, δυνητικά πάντοτε.

 

Ύστερα θα ξυριστεί, αφού πρώτα απλώσει ομοιόμορφα και αριστοτεχνικά, για την ακρίβεια σχολαστικά, τον αφρό ξυρίσματος στο πρόσωπό του, από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω και προς τα πάνω πάλι, αρχίζοντας δηλαδή κάτω από την αριστερή φαβορίτα του ακριβώς και καταλήγοντας στο διαμετρικά αντίθετο σημείο ακριβώς, κάτω από τη δεξιά, έχοντας καλύψει εν τω μεταξύ σταδιακά το μάγουλο το αριστερό, το τμήμα μεταξύ μύτης και άνω χείλους, από αριστερά προς τα δεξιά πάντοτε, το πιγούνι, τον λαιμό, για την ακρίβεια μόνο εκείνο το τμήμα του λαιμού, το οποίο ως συνέχεια της κάτω σιαγόνας εκτείνεται προς τα κάτω και οριοθετείται φυσικά από το μήλο του Αδάμ, από αριστερά προς τα δεξιά πάντοτε, και λίγο πριν από τον τερματισμό, κάτω από τη δεξιά φαβορίτα του ακριβώς, και το μάγουλο το δεξί, δουλεύοντας συγχρόνως όλη αυτή την ώρα τον αφρό ξυρίσματος, καθώς τον απλώνει στο πρόσωπό του, με τις περιστροφικές και συγχρόνως κοφτές και ρυθμικά επαναλαμβανόμενες επιδέξιες, χορευτικές σχεδόν, κινήσεις που εκτελεί υπό την καθοδήγηση του δεξιού χεριού του το αγαπημένο του πινέλο, ένα πινέλο ξυρίσματος από υψηλής ποιότητας μαύρη ρητίνη με φυσική τρίχα ασβού, που το αγόρασε στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, όταν επέστρεφε από την έκθεση πριν από κάποια χρόνια, μια έκθεση στην οποία ως επί το πλείστον τον προσκαλούν να παρευρεθεί και στην οποία πάντοτε παρευρίσκεται, ακόμα και όταν δεν τον προσκαλούν, κάτι που σπανίως συμβαίνει και πάντοτε οφείλεται σε κάποια παρεξήγηση, θα ξυριστεί, λοιπόν, με ξυράφι κανονικό, παρόμοιο μ’ εκείνο που χρησιμοποιούν ακόμα οι κουρείς, ένα ξυράφι εγγλέζικο σπαστό του ’60, χρονιά της γέννησής του, με σκαλιστή λαβή από ελεφαντόδοντο, που του το χάρισε ένας ατζέντης πνευματικών δικαιωμάτων, μετά από κάποια συμφωνία με έναν εκδοτικό οίκο, ο οποίος θα εξέδιδε, σε δική του μετάφραση και κατόπιν δικής του πρότασης στον εκδοτικό οίκο, τον συγγραφέα που εκπροσωπούσε ο ατζέντης πνευματικών δικαιωμάτων, αφού βεβαίως πρώτα ο συγγραφέας μας και μεταφραστής τού είχε εκμυστηρευτεί ότι ανέκαθεν του άρεσε να ζει επικίνδυνα, λήβιν ον δη ετζ, του είχε πει, του ατζέντη, βίβερε περικολοζαμέντε, είχε προσθέσει, γελώντας δυνατά, όχι τόσο εγκάρδια όσο μάλλον αυτάρεσκα, αλλά κάποιες φορές ήταν δύσκολο και στον ίδιο πλέον να διακρίνει την εγκαρδιότητα από την αυταρέσκεια, και συνοδεύοντας εκείνο το δυνατό γέλιο, εγκάρδιο ή αυτάρεσκο δεν έχει καμία σημασία, με μία κίνηση που εκτέλεσε το δεξί χέρι του ελαφρώς υψωμένο, με τον δείκτη του τεντωμένο να φέρνει, σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, τρεις στροφές στον αέρα, και όντως το ξύρισμα με εκείνο το ξυράφι ήταν πράγματι ένα καθημερινό, σχεδόν, ζην επικινδύνως, αφού όταν κάποιος ξυρίζεται με ένα ξυράφι κανονικό, τόσο καλά ακονισμένο, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να κοπεί, κι άντε ύστερα να σταματήσεις το αίμα από ένα τόσο βαθύ κόψιμο, γιατί είναι βαθύ το κόψιμο με ένα ξυράφι κανονικό, τόσο καλά ακονισμένο, σαν κι αυτό που χρησιμοποιεί αυτός, παρόμοιο μ’ εκείνο που χρησιμοποιούν ακόμα οι κουρείς, οι οποίοι είναι επαγγελματίες ασφαλώς, αλλά ανέκαθεν του άρεσε να ζει επικίνδυνα, οπότε το ξυράφι του αυτό, το εγγλέζικο σπαστό ξυράφι του ’60 με τη σκαλιστή λαβή από ελεφαντόδοντο, που του το χάρισε ο ατζέντης πνευματικών δικαιωμάτων, μετά από κάποια συμφωνία με τον εκδοτικό οίκο, ο οποίος εξέδωσε, σε δική του μετάφραση και κατόπιν δικής του πρότασης στον εκδοτικό οίκο, τον συγγραφέα που εκπροσωπούσε ο ατζέντης πνευματικών δικαιωμάτων, δεν το αλλάζει με τίποτα.

 

Κι ας έχει κοπεί μία φορά, μία φορά μόνο, πολύ βαθιά, γιατί ήταν βαθύ το κόψιμο με το ξυράφι του αυτό, κι είδε κι έπαθε μέχρι να σταματήσει το αίμα, που ανέβλυζε σαν πίδακας απ’ τον λαιμό του, λίγα μόνο χιλιοστά πάνω απ’ το μήλο του Αδάμ, για κάποια λεπτά, μάλιστα, πίστεψε ότι θα κατέρρεε νεκρός από ακατάσχετη αιμορραγία και ότι την επομένη ίσως δεν καταγραφόταν τελικά ως θύμα του σεισμού, γιατί ήταν στο τρίτο ή τέταρτο δευτερόλεπτο εκείνου του φονικού όντως σεισμού,[I] που το χέρι του έχασε στιγμιαία την απαράμιλλη σταθερότητά του και η επιμελώς προμελετημένη γωνία που σχημάτιζε το εγγλέζικο σπαστό ξυράφι του ’60 με την επιφάνεια του λαιμού του μειώθηκε αναπάντεχα κατά 15 με 17 μοίρες περίπου, καταφέροντάς του, το ίδιο του το χέρι, ένα θανάσιμο, όπως φοβήθηκε, πλήγμα, λίγα μόνο χιλιοστά πάνω απ’ το μήλο του Αδάμ, αλλά ευτυχώς η ταραχή του δεν του επέτρεψε να αφεθεί στο έλεος ενός τέτοιου υπερβολικού, για την ακρίβεια υποχονδριακού, φόβου, και η έγκαιρη χρήση εκ μέρους του μιας γενναίας ποσότητας καπνού, κατά την προσφιλή συνήθεια των ανθρώπων της γενιάς του να παρέχουν πρώτες βοήθειες στην περίπτωση κάποιου κοψίματος, μάλιστα στη δική του την περίπτωση δεν χρειάστηκε να χάσει καθόλου χρόνο για να σπάσει ένα, δυο ή περισσότερα τσιγάρα, γιατί αυτός κάπνιζε χρόνια πλέον καπνό και το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν ν’ ανοίξει τη δερμάτινη καπνοθήκη του, μία εξαιρετική καπνοθήκη χειροποίητη, κομμάτι μοναδικό, και να βάλει τον αντίχειρα, τον δείκτη και τον μέσο του δεξιού χεριού του μες στην καπνοθήκη και μέσα στον καπνό και να τους ενώσει και να τραβήξει έξω μια γενναία ποσότητα καπνού, ποτέ δεν ήταν τσιγκούνης, και να πιέσει τον καπνό πάνω στο κόψιμο, κι ύστερα ν’ αρχίσει να αναζητά στο φαρμακείο πρώτων βοηθειών του μπάνιου, όχι απαλλαγμένος εντελώς από το άγχος του θανάτου, έναν επίδεσμο και ένα λευκοπλάστ, ή έστω ένα ικανού μεγέθους τραυμαπλάστ, για να στερεώσει εκείνη τη γενναία ποσότητα καπνού πάνω στο μοιραίο κόψιμο, και να μην είναι αναγκασμένος να τον κρατά, τον καπνό, όλη την ώρα με το αριστερό του χέρι, μέχρι να σταματήσει η αιμορραγία, ώστε να μην εξελιχθεί σε ακατάσχετη κι ο ίδιος καταρρεύσει, πρώτα εξαντλημένος, ύστερα ημιλιπόθυμος, μετά αναίσθητος, για να καταλήξει τελικά, νεκρός, χωρίς να καταγραφεί ποτέ στα θύματα του φονικού σεισμού, αφού δεν θα τον βρουν καταπλακωμένο μέσα στα χαλάσματα της μονοκατοικίας του, η οποία δεν κατέρρευσε αλλά υπέστη μόνο κάποιες ελαφρές ρωγμές, ενώ θα διατρέχει και τον κίνδυνο να αναφέρεται στο εργοβιογραφικό του σημείωμα παγκοσμίως εις τον αιώνα τον άπαντα ότι άφησε την τελευταία του πνοή αβοήθητος, θύμα ενός γελοίου ατυχήματος στο μπάνιο του, και ήταν αυτή ακριβώς η ανατριχιαστική σκέψη που του έδωσε την τιτάνια δύναμη να λειτουργήσει ψύχραιμα και να καταφέρει τελικά, αν και με μεγάλο κόπο, να σταματήσει την αιμορραγία. Αυτή ήταν η μόνη φορά που κόπηκε στο ξύρισμα και θα τη θυμάται σ’ όλη του τη ζωή, γιατί όταν έρχεσαι τόσο κοντά στον θάνατο δεν το ξεχνάς μέχρι που να πεθάνεις.

 

Παρ’ όλα αυτά, ή ακριβώς γι’ αυτό, κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο με το ξυράφι αυτό θα ξυριστεί, και, αφού ξυριστεί, θα κάνει ένα γρήγορο μπάνιο με χλιαρό έως και δροσερό νερό, ανάλογα με την εποχή του χρόνου και την εξωτερική θερμοκρασία, γιατί είναι άνθρωπος σκληραγωγημένος, και γι’ αυτό ποτέ δεν αρρωσταίνει, και γι’ αυτό ποτέ δεν έχει αναγκαστεί να ακυρώσει το πρόγραμμα που έχει κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, πάνω από δεκαπέντε χρόνια τώρα, θα κάνει, λοιπόν, το γρήγορο το μπάνιο του, θα σκουπιστεί καλά καλά, θα βάλει καθαρά εσώρουχα, δώρα σχεδόν όλα από συζύγους, πρώην, ερωμένες κι εραστές, θα φορέσει το πουκάμισο και το κουστούμι που έχει επιλέξει αποβραδίς, δηλαδή το βράδυ της Δευτέρας, της Τετάρτης ή της Παρασκευής, τη γραβάτα την έχει πρακτικά καταργήσει στις πρωινές εξόδους του, αν και διαθέτει μία μεγάλη συλλογή από γραβάτες, δώρα σχεδόν όλες από συζύγους, πρώην, ερωμένες κι εραστές, θα καλέσει στις 9 και 15 ακριβώς ένα ταξί, το ταξί θα έρθει στην ώρα του, και αυτός θα κατέβει στο κέντρο. Εκεί, από τις 10 το πρωί έως τις 3 ή ακόμα και 4 το μεσημέρι, θα κάνει την περιοδεία του σε κάποια βιβλιοπωλεία και καφέ, όπου θα δώσει το παρών, ανταλλάσσοντας χαιρετισμούς, χειραψίες και απόψεις περί μουσικής, εικαστικών τεχνών, φιλοσοφίας, γλώσσας, ποίησης, πεζογραφίας και πολιτικής. Αυτό είναι το πρόγραμμά του κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο.

 

Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή τα πρωινά δεν βγαίνει. Κάθεται στο γραφείο του, ακούει μουσική, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Αλλά κι αυτά τα κάνει με πρόγραμμα, γιατί η δημιουργία δεν είναι θέμα ψυχικής διάθεσης και έμπνευσης θείας ή τυχαίας. Θέλει πρόγραμμα, απαιτεί ωράριο και κανόνες. Είναι πιο εξουθενωτική και από την πιο εξουθενωτική χειρωνακτική εργασία. Η δημιουργία είναι δουλεία! Αλυσοδέσμιος μία ολόκληρη ζωή ακούει μουσική, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Περίτρανη και ατράνταχτη απόδειξη το έργο του. Ογκώδες! Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και ποιο το όφελος; Ποιο το κέρδος; Φθόνος και απομόνωση! Εξοστρακισμός!

 

Και ο ταξιτζής να τον ρωτάει τώρα αν είναι καλά. Γιατί να είναι καλά; Επειδή τον αφήσανε πάλι απ’ έξω; Όχι, δεν είναι καλά! Αλλά τι να του πει του ταξιτζή και πού να καταλάβει ο ταξιτζής τον ψυχρό πόλεμο που του έχουνε κηρύξει; Θα ’ρθει μια ημέρα όμως που θα πάρει το αίμα του πίσω κι αυτός. Θα ’ρθει. Γιατί αυτός μπορεί θαυμάσια να συνταχθεί με όλες τις παρατάξεις![II] Είναι παντός καιρού αυτός!

 

 

 

________________________________________

 

[I] [Σ.τ.Ε.]: Εννοείται ο σεισμός της Πάρνηθας, γνωστός και ως «σεισμός της Αθήνας», ο οποίος έλαβε χώρα την Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 1999 και προκάλεσε περί τους 150 θανάτους. Το γεγονός ότι η ακριβής ώρα του σεισμού, συγκεκριμένα η 14:56:50 ώρα Ελλάδας, δεν συνάδει με τη συνήθη ώρα ξυρίσματος του συγγραφέα και μεταφραστή έχει διχάσει τους μελετητές. Ο ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας Α.Γ.Κ. είναι πεπεισμένος ότι κατά την προ διαδικτύου εποχή, και την παντελή απουσία των σημερινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατ’ επέκταση, ήταν αναπόφευκτη μια σοβαρή καθυστέρηση στο πρόγραμμα του συγγραφέα και μεταφραστή, στη διάθεση του οποίου την εποχή εκείνη υπήρχαν μόνο το ραδιόφωνο και ο ημερήσιος, πρωινός και απογευματινός, Τύπος. Ο Α.Γ.Κ. αποκλείει, παρεμπιπτόντως, την τηλεόραση ως μέσο ενημέρωσης του συγγραφέα και μεταφραστή, στηριζόμενος σε μία δήλωση του τελευταίου, σε προσωπική τους συνάντηση το καλοκαίρι του 2004, σύμφωνα με την οποία «η τελευταία φορά που […] [είδε] ελληνική τηλεόραση στη ζωή […] [του] ήταν στις βουλευτικές εκλογές του 1996». Η άποψη του Α.Γ.Κ. περί «καθυστέρησης» φαίνεται να είναι η επικρατέστερη, αν και διάφοροι μελετητές υποστηρίζουν ότι «το κόψιμο στο ξύρισμα» αποτελεί μία από τις πολλές φανταστικές ιστορίες του συγγραφέα και μεταφραστή.

 

[II] [Σ.τ.Ε.] Η φράση «μπορεί θαυμάσια να συνταχθεί με όλες τις παρατάξεις» θυμίζει εκ των πραγμάτων, σύμφωνα με τον Α.Γ.Κ., μία όχι ευρέως γνωστή επιστολή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, η οποία δημοσιεύθηκε στην αριστερή εφημερίδα «Ελευθέρα Γνώμη» την 26η Ιουλίου 1936 και η οποία άρχιζε ως εξής: «Φίλε κ. Διευθυντά, Η “Ελευθέρα Γνώμη” προ ημερών εκριτικάρισε και εκαυτηρίασε μερικά φαινόμενα του εγωκεντρισμού της ελληνικής διανοήσεως, που κάνουν συχνά μερικούς λογοτέχνες, λακέδες του κεφαλαίου και της “αρχούσης τάξεως”». Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έγραψε τη συγκεκριμένη επιστολή ως απάντηση σε ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της 20ης Ιουλίου 1936. Γράφει η Γαλάτεια Καζαντζάκη για τον Νίκο Καζαντζάκη μεταξύ άλλων στη συγκεκριμένη επιστολή: «Ο κ. Καζαντζάκης, καθώς βλέπετε, μπερδεύει και συσκοτίζει τα πάντα, γιατί δεν βρίσκεται “στον πρώτο βαθμό της μυήσεως”, όπου το καλό και το κακό είναι αμείλικτοι εχθροί, αλλά στον δεύτερο, όπου “το κακό και το καλό συνεργάζονται”, ή στον τρίτο βαθμό, όπου “το καλό και το κακό συνταυτίζονται”, όπως λέει. Τι καλό, τι κακό; Το ίδιο κάνει. Επομένως, τι αριστερισμός, τι φασισμός. Κι αφού είναι το ίδιο, γιατί ο κ. Καζαντζάκης θέλει να ’ναι με τους αριστερούς; Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα». Ο Α.Γ.Κ. επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας και μεταφραστής συνήθιζε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους να χρησιμοποιεί τη φράση «Εγώ μπορώ θαυμάσια να συνταχθώ με όλες τις παρατάξεις», αλλά επισημαίνει ότι η φράση αυτή υποδήλωνε και υπογράμμιζε το υπερπαραταξιακό πνεύμα του συγγραφικού και μεταφραστικού έργου του. Ως εκ τούτου, ένας σοβαρός μελετητής δεν επιτρέπεται επί της ουσίας, σύμφωνα με τον Α.Γ.Κ., να συσχετίζει την αυτοπροσδιοριστική φράση του συγγραφέα και μεταφραστή με την ετεροπροσδιοριστική και επικριτική φράση της Γαλάτειας Καζαντάκη για τον Νίκο Καζαντζάκη «Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα». Άλλωστε οι δύο φράσεις, σύμφωνα με τον Α.Γ.Κ., «διαφέρουν μεταξύ τους όσο η ημέρα από τη νύχτα».

 

 

 

μικρό ΠΕΖΟ #01 Το διήγημα του Αλέξανδρου Κυπριώτη «Παντός καιρού» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2014 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού μικρό ΠΕΖΟ (η τέχνη του διηγήματος), που εκδίδεται από τις Εκδόσεις Χαραμάδα.

Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης (1968) είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr και  στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση poema. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.

Γιάννης Καλογερόπουλος, Το σχέδιο

Man Writing by Oliver Ray

Ένα διήγημα την εβδομάδα έγραφε, κάθε Κυριακή αποθήκευε την οριστική εκδοχή, Δευτέρα πρωί ξεκινούσε την έρευνα για το επόμενο, εδώ και δεκαεπτά μήνες, κάθε εβδομάδα, τυπικός στην προσωπική δέσμευση. Εκείνη γκρίνιαζε, αλλά για πόσο ακόμα; Όταν θα κέρδιζε τον διαγωνισμό τότε θα φούσκωνε όλο καμάρι, ούτε εκείνη να το είχε γράψει, θα έπαιρνε τις φίλες της με τη σειρά, αφού όμως πρώτα ενημέρωνε τη μαμά, ήταν άλλωστε οι καλύτερες φίλες, εκείνη θα ενθουσιαζόταν, ήπια όμως, πιστή στον ρόλο της, ο πατέρας της, που πάντα κρυφάκουγε από τη δεύτερη συσκευή, θα σκάρωνε κάποιο αποτυχημένο αστείο, ευτυχώς εκείνος, όπως το φανταζόταν, δεν θα ήταν μπροστά, άρα θα διέφευγε της υποχρεώσεως να γελάσει, ο αδερφός της δεν θα ασχολείτο, παραήταν όμορφος. Προς το παρόν όμως γκρίνιαζε, έπαιρνε τις φίλες της με τη σειρά, αφού όμως πρώτα έκανε τα παράπονά της στη μαμά, εκείνη τη συμμεριζόταν, ήπια όμως, πιστή στο ρόλο της, να διαφυλάξει την ευτυχία της κόρης της, ο πατέρας της σκάρωνε κάποιο αποτυχημένο αστείο, διαφορετικό κάθε φορά, μα εξίσου αποτυχημένο, γέλαγε βροντερά, σε ένα θέαμα αστείο, ο αδερφός της δεν ασχολείτο, παραήταν όμορφος.

 

Μα ίσως τελικά να αξίζουν κάτι, τόσα έχουν μαζευτεί πια, συγκέντρωσέ τα σε μια συλλογή, στείλε τα κάπου, κάνε κάτι, έλεγε εκείνη όταν ήταν σε καλή διάθεση. Περιμένω τον κατάλληλο διαγωνισμό, απαντούσε εκείνος μηχανικά. Για όλα; επέμενε εκείνη κάθε φορά, αρνούμενη να συμβιβαστεί, έτοιμη να χαλάσει τη διάθεσή της. Και πώς θα ξέρω σε ποιο απ’ όλα θα αναφέρεται ο επόμενος διαγωνισμός; Σου έχω εξηγήσει ένα εκατομμύριο φορές πως αν έχει ήδη εκδοθεί αυτόματα τίθεται εκτός, οπότε πάει το βραβείο, πάνε τα λεφτά, πάνε όλα. Μα ποιο βραβείο, αγάπη μου, ποια λεφτά, ποια όλα; Του διαγωνισμού, απαντούσε εκείνος, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στο ρολόι του τοίχου, υπολογίζοντας πόση ώρα τού έμενε διαθέσιμη ακόμα. Πέμπτη σήμερα, μέρα κρίσιμη, ελλόχευε η παγίδα μιας πιθανής επανάπαυσης, έχω καιρό μέχρι την Κυριακή, θα σκεφτόταν και δεν θα έγραφε, μια και δυο την είχε πατήσει; Το διήγημα που δούλευε ήταν το πλέον φιλόδοξο· συνδύαζε τόσο τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, όσο και ένα θέμα σαφώς προσδιορισμένο, με μικρό περιθώριο ελιγμών. Είχε καλό προαίσθημα αυτή τη φορά. Με ακούς; ούρλιαξε επαναφέροντάς τον στον αγωνιστικό χώρο πριν βροντήξει την πόρτα.

 

Πρώτα αναζητούσε το θέμα, ύστερα τις λέξεις-κλειδιά. Η ιδέα για τη συγκεκριμένη τεχνική προέκυψε από ένα άρθρο στην εφημερίδα, ντάλα καλοκαίρι, που του έφερε στο νου τα χρόνια του λυκείου, και τελικώς εκεί έμοιαζε να βρίσκεται το κλειδί της μελλοντικής επιτυχίας, παράξενα τα παιχνίδια του μυαλού. Αρχικώς ο τίτλος του, ‘Αναμενόμενα τα θέματα για τους κατάλληλα προετοιμασμένους’, του τράβηξε την προσοχή, και πώς όχι άλλωστε, αφού ήδη είχε περάσει ένας χρόνος γεμάτος από άκαρπες απόπειρες, θαύμα ήταν που δεν τα είχε παρατήσει κιόλας, τέτοια ήταν η βεβαιότητά του όταν πρωτοαποφάσισε να προετοιμαστεί για έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό: στην αρχή το θεωρούσε θέμα χρόνου, και εργαζόταν ολοένα και πιο σκληρά, ύστερα η απογοήτευση του χτύπησε την πόρτα, ήταν τότε που αντίκρισε τον τίτλο, ‘Αναμενόμενα τα θέματα για τους κατάλληλα προετοιμασμένους’, τσαλάκωσε την εφημερίδα στην προσπάθειά του να τη διπλώσει στα δύο με σκοπό να τη φέρει ακόμα πιο κοντά, καμία λεπτομέρεια δεν έπρεπε να του διαφύγει. Πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα, αναλογιζόταν, ο καλά προετοιμασμένος αναμένει τα θέματα, αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του καθηγητή του στην έκθεση.

 

Αφού έβρισκε το θέμα, αναζητούσε τις λέξεις-κλειδιά. Ήταν απαραίτητο, και γι’ αυτό εμπλούτισε άμεσα την τεχνική του θέματος, όπως την αποκαλούσε. Είχε παρατηρήσει πως οι περισσότεροι διαγωνισμοί απαιτούσαν τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, αυτή ήταν άλλωστε και η δυσκολία, η πραγματική δυσκολία, το θέμα συνήθως ήταν αρκετά γενικό, όλο και κάποιο διήγημα θα ταίριαζε, αν όχι ακριβώς, τότε αρκετά, ώστε να μη θεωρηθεί εκτός θέματος, αλλά τις λέξεις είτε τις περιείχε είτε όχι, μέση λύση δεν υπήρχε. Και ήταν λέξεις σπάνιες, από εκείνες που δεν χρησιμοποιεί κανείς τυχαία αλλά επί τούτου, δίχως συνώνυμα και περιφραστικά αντίστοιχα, λέξεις μοναδικές. Βέβαια, υπήρχαν και οι άλλοι διαγωνισμοί, οι αμιγώς θεματικοί, όμως εκείνοι δεν τον ενδιέφεραν, μόνο έπαινοι και συλλογές προς έκδοση, εκείνος ήθελε να ζήσει από τη συγγραφή, θα ακολουθούσε τον δύσκολο δρόμο.

 

Προετοίμαζε παράλληλα το έδαφος, ήξερε πως δεν ζούσε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, ήταν σύγχρονος της εποχής του, της ψηφιακής εποχής, των μέσων δικτυακής κοινωνικοποίησης, γελούσε με κάτι αστείους τύπους, που πίστευαν πως η αναγνώριση θα ερχόταν διαμέσου της αξίας του έργου, καημένοι συγγραφείς, ψευτορομαντικοί, θα πιστεύουν, σκεφτόταν, επίσης στη μετά θάνατο αναγνώριση, θα νιώθουν πως δεν γίνονται κατανοητοί, ευρισκόμενοι μπροστά από την εποχή τους, εκείνοι που είχαν ξεμείνει σε αιώνες μακρινούς, δακρύζοντας στην ιδέα της γραφομηχανής. Δυστυχισμένοι άνθρωποι. Εκείνος έχτιζε το δικό του δίκτυο, φίλο τον φίλο, ακόλουθο τον ακόλουθο, με επιμονή και υπομονή, με σχέδιο, ενασχόληση παράλληλη με τη συγγραφή, μου αρέσει εκείνο, μου αρέσει και το άλλο, θέση δεν παίρνω ποτέ, σε έριδες δεν μπλέκω, το άκρως απαραίτητο γλείψιμο, ιδανικά διακριτό μόνο από το αντικείμενο της δήθεν αποθέωσης, και επιστροφή στο διήγημα, στο κάθε διήγημα με το ευδιάκριτο θέμα και τις λέξεις-κλειδιά. Φρόντιζε να χτίζει έναν μύθο γύρω από το όνομά του, πότε επιβεβαιώνοντας και πότε διαψεύδοντας τις φήμες πως κάτι γράφει· παλιά, σπάνια, μία στο τόσο, για χρήση προσωπική, είμαι απλώς αναγνώστης, είμαι βιβλιόφιλος, από ανάγκη, δεν με ενδιαφέρει η έκδοση, συνήθιζε να λέει. Στην πρώτη διάκριση, θα διατηρούσε χαμηλό προφίλ, συνετά φερόμενος, θα δήλωνε κολακευμένος, θα το απέδιδε στη σύμπτωση, προς θεού, δεν θα αποκάλυπτε σε κανέναν το μεγαλοφυές του σχέδιο, μέχρι την τελική επικράτηση, την εγκαθίδρυση του ονόματός του στο λογοτεχνικό πάνθεον και την εγχρήματη αναγνώρισή του. Ύστερα θα είχε όλο τον καιρό να απολαύσει το οικοδόμημά του, αφού πρώτα άφηνε εκείνη να πιστέψει πως αποτελεί σύντροφο συγγραφέα, και πείθοντας τους φίλους του πως ποτέ δεν θίχτηκε πραγματικά από τα λόγια τους. Τότε θα είχε όλον τον καιρό. Τώρα έπρεπε να μείνει πιστός στο σχέδιο.


 

 

Το διήγημα του Γιάννη Καλογερόπουλου (No14me) «Το σχέδιο» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη σουρεαλιστική επιθεώρηση πολιτισμού «Τα Νέα του Βελγίου».  Ο Γιάννης Καλογερόπουλος γεννήθηκε το 1983 στην Πάτρα. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει για ό,τι βλέπει, διαβάζει και ακούει στο blog No14me. Έχει συνεργαστεί  με το mixtape.gr και με το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση Bookstand. Κάθε Σάββατο η εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» φιλοξενεί τη στήλη του για το βιβλίο, Αφορμή, στο ένθετο «Διαδρομές». Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποιες αναδημοσιεύσεις από το blog του, No14me, και το διήγημα «Διαπραγματεύσεις».

Γλυκερία Μπασδέκη, Μερικές φορές φοβάμαι πολύ

Photo by Muthu Nathan

όταν

φοβάμαι λίγο

βάζω

μουσική

 

ντίσκο ταγκό αρχαίες

ρούμπες -ό,τι βρω

μπροστά μου

 

όταν με πιάνει

απ’ το πόδι

(άσθματα, δύσπνοιες και

τα λοιπά)

τηλεφωνώ σε

φίλους

 

νέα, παλιά, τι κάνει

ο τάδε, ναι βρε παιδί μου,

τι το ’θελε

κι εκείνη

το ψαλίδι!

 

όταν αρχίζει ν’ ανεβαίνει

ο Έβρος, τζάμια,

πολύφωτα στην αμμουδιά,

σπίτι να

τρίζει, κάτωχρη σας

λέω

τότε μονάχα

κάνω

το σταυρό μου

 

 

ALISON_EKSOFILO_teliko-3-page-001 Το ποίημα της Γλυκερίας Μπασδέκη «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ» είναι από την ποιητική της συλλογή Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012), η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque. Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε το 1969 στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει επίσης εκδώσει την ποιητική συλλογή Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989) και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις [Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001) και 13 νέοι συγγραφείς(Νεφέλη, 2002)]. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Διατηρεί τη στήλη CRYING GAME. Στη Logotenia21 δημοσιεύονται αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης. Έχει επίσης γράψει τα θεατρικά έργα ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας (κείμενο βασισμένο στη ΣΤΕΛΛΑ του Μιχάλη Κακογιάννη) και αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κουκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.

Έλενα Πέγκα, Γυναίκα και Λύκος

Photo © Tassos Vrettos

[...]

Σκηνή 3

Νυχτερινή σκηνή στο υπνοδωμάτιο της ΓΥΝΑΙΚΑΣ και του ΜΑΡΚΟΥ. H ΓΥΝΑΙΚΑ μόνη, είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοιτά το ταβάνι.

 

ΓYNAIKA: Ένα τόσο μικρό λευκό τετράγωνο που είναι το ταβάνι πώς γίνεται τόσο μικρό τετράγωνο να χωράει από κάτω όλο το δωμάτιο, τα έπιπλα, το κρεβάτι, τη ντουλάπα, τα φωτιστικά, τόσα πράγματα, πώς γίνεται το ταβάνι τόσο μικρό να χωράει από κάτω εμένα μόνη μου χωρίς εσένα. Πού είσαι; Πώς γίνεται και δεν είσαι εδώ μαζί μου δίπλα μου κοντά μου πάνω μου μέσα μου εσύ να με παίρνεις να με παίρνεις να με παίρνεις εσύ όπως μόνο εσύ μπαίνεις μέσα μου έτσι αγάπη μου αγάπη μου αγάπη μου

 

Μπαίνει ο ΜΑΡΚΟΣ. H ΓΥΝΑΙΚΑ σιωπά. Σηκώνεται. Αρχίζει να πετάει διάφορα ρούχα και πράγματα σε μια μεγάλη βαλίτσα στη μέση του δωματίου.

 

ΜΑΡΚΟΣ: Τι κάνεις;

ΓYNAIKA: Φεύγω.

ΜΑΡΚΟΣ: Πού θα πας;

ΓYNAIKA: Στο Πράσινο- Δεν φεύγω θυμωμένη. Δεν φταις εσύ που φεύγω. Δεν φταις εσύ.

ΜΑΡΚΟΣ: Τι λες; Ποιό Πράσινο; Τί είναι το Πράσινο;

ΓYNAIKA: (δεν θέλει να επεκταθεί) Ένα μέρος πράσινο. Εδώ είναι γκρίζα. Κλειστά. Πνιγηρά.

ΜΑΡΚΟΣ: Και εκεί στο Πράσινο τι υπάρχει; Μια καλή νεράιδα; Ένα ωραίο ξωτικό; Ο Πήτερ Παν;

ΓYNAIKA: (κοφτά) O λύκος.

ΜΑΡΚΟΣ: Λύκος; Όπως στα ντοκυμαντέρ; Όπως στις φωτογραφίες στο βιβλίο που έχουμε; Η μήπως εννοείς εκείνη την ψεύτικη γούνα που δεν σου πάει και την λέμε λύκο;

ΓYNAIKA: (κλείνει την βαλίτσα της) Μάρκο φεύγω.

ΜΑΡΚΟΣ Μεγάλη βαλίτσα δεν παίρνεις; Πού θα την κουβαλάς τέτοια ώρα; (η ΓΥΝΑΙΚΑ δεν απαντά) Τώρα δεν θα τρώγαμε μαζί; Το φαγητό τι θα απογίνει; Θα το πετάξω;

ΓYNAIKA: Να το φας εσύ. Πρέπει να φύγω.

ΜΑΡΚΟΣ: Θα πας στο ζωολογικό κήπο τέτοια ώρα; Θα είναι κλειστά. Πάμε αύριο μαζί.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ βάζει το πανωφόρι της.

ΜΑΡΚΟΣ: Δεν είναι παράλογο τώρα όλο αυτό;

ΓYNAIKA: Μάρκο λυπάμαι, αλλά-

ΜΑΡΚΟΣ: Αλλά τι; Τι; (βγάζει από την τσέπη του ένα δακτυλογραφημένο κείμενο σε άσπρο χαρτί) Και αυτό; Θα μου πεις τι είναι; Μπορούμε να το συζητήσουμε; Εσύ το έγραψες; Σε ποιόν;

ΓYNAIKA: Έψαξες τα χαρτιά μου;

ΜΑΡΚΟΣ: Ναι. Θέλω να μάθω τα μυστικά σου.

ΓYNAIKA: Εγώ το έγραψα, ναι.

ΜΑΡΚΟΣ: Σε ποιόν το έγραψες;

ΓYNAIKA: Δεν το έστειλα.

ΜΑΡΚΟΣ: (διαβάζει από το γράμμα) Σε ζητώ μα δεν είσαι πια κοντά μου, σου μιλώ μα δεν μ’ ακούς, ψιθυρίζω για να μην ουρλιάξω, γράφω λόγια που δεν είναι για να ειπωθούν. Μόνο μαζί σου θέλω να είμαι. (την κοιτάζει, διαβάζει παρακάτω) Να ήμουν ζώο. Στα τέσσερα. (με έκπληξη επαναλαμβάνει) Στα τέσσερα;

ΓYNAIKA: (Απότομα του παίρνει το γράμμα από τα χέρια) Πρέπει να με αφήσεις να φύγω.

ΜΑΡΚΟΣ: Χωρίς να ξέρω γιατί;

ΓYNAIKA: Χωρίς να ξέρεις γιατί. Χωρίς να θέλεις να μάθεις γιατί.

ΜΑΡΚΟΣ: Αν είχα φερθεί αλλιώς, τώρα θα ήσουν ακόμη ερωτευμένη μαζί μου.

ΓYNAIKA: (έντονα) Αλλιώς. Πώς αλλιώς; Ξέρεις; Έχεις απομακρυνθεί τόσο πολύ από όλα εκείνα που θα σ’ έκαναν πραγματικά ευτυχισμένο. Από την φύση, από το σώμα σου. Από την πηγή της ζωτικότητας σου.

ΜΑΡΚΟΣ: (θυμώνει) Τι τρέλες μου λες; Ποια πηγή; Ποια φύση; Ποιό σώμα μου; Μήπως εσύ έχεις απομακρυνθεί από το σώμα μου;

ΓYNAIKA: Δεν έκανες τίποτα τόσο καιρό. Το έβλεπες πως απομακρυνόμουν και δεν έκανες τίποτα. Είσαι συνέχεια κολλημένος στην οθόνη του υπολογιστή. Νομίζεις πως ζεις κάτι, ενώ δεν ζεις τίποτα.

ΜΑΡΚΟΣ: Δεν σε νοιάζομαι; Κάθε φορά που μου ζητάς κάτι, που θέλεις να σε βοηθήσω, δεν σε βοηθώ;

ΓYNAIKA: (αποφασισμένη) Ναι, με νοιάζεσαι και με βοηθάς. Εσύ πιστεύεις πως όλα καλά τα κάνεις, πως εγώ είμαι η στραβή, εγώ είμαι η παράλογη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ φεύγει, βροντά την πόρτα.

 

Σκηνή 4

H ΓYNAIKA μόνη σε νυχτερινό δρόμο. Έχει μαζί της την βαλίτσα της. O ΜΑΡΚΟΣ έχει απομείνει στο υπνοδωμάτιο. Διαβάζει ξανά το γράμμα. Το ακούμε από την ΓYNAIKA.

ΓYNAIKA: Σε ζητώ μα δεν είσαι πια κοντά μου, σου μιλώ μα δεν μ’ ακούς, ψιθυρίζω για να μην ουρλιάξω, γράφω λόγια που δεν είναι για να ειπωθούν. Μόνο μαζί σου θέλω να είμαι. Χωρίς εσένα, πέφτω, στέκομαι όρθια, κάθομαι, πέφτω, σηκώνομαι, ξαναπέφτω, πέφτω στα τέσσερα να σε ακολουθήσω. Πού; Πού όμως; Πού;

Τι με απέτρεψε να δεθώ πάνω σου; Τι ήταν; Εγωισμός; Φόβος; Η κανονικότητα της ζωής, η δειλία μου, ο καθωσπρεπισμός μου; Ή μήπως η αίσθηση ευθύνης απέναντι στους άλλους; Μισώ τα χέρια μου τα πόδια μου τα μαλλιά μου τα δόντια μου που σε άφησαν να φύγεις. Θέλω μόνο να είμαι μαζί σου, τίποτε άλλο. Να πηδιόμαστε όπως τα ζώα. Αν ήμουν ζώο, θα είχες μείνει μαζί μου. Θα ήμουν μαζί σου τώρα. Να ήμουν ζώο. Στα τέσσερα. Να γίνω ζώο.

 

[...]

 

 

Το θεατρικό έργο της Έλενας Πέγκα «Γυναίκα και Λύκος» χαρακτηρίζεται μια σύγχρονη αλληγορία για τον πολιτισμό και την αγριότητα, ένα σκοτεινό παραμύθι, ένα ερωτικό θρίλερ. Το έργο «Γυναίκα και Λύκος» ανέβηκε για πρώτη φορά τον Μάιο σε σκηνοθεσία της Έλλης Παπακωνσταντίνου στο Φεστιβάλ «Ecrire et mettre en scène aujour d' hui» στην πόλη Caen της Γαλλίας με θίασο Γάλλων ηθοποιών. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο των 49ων Δημητρίων τον Οκτώβριο.

Από τις 21 έως τις 25 Νοεμβρίου ανεβαίνει για 5 μόνο παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.  Η παράσταση είναι μια παραγωγή του Βυρσοδεψείου/ΟΔC, υπό την Αιγίδα της Πρεσβείας της Γαλλίας και του Γαλλικού Ινστιτούτου.

Συντελεστές της παράστασης

Σκηνοθεσία: Έλλη Παπακωνσταντίνου

Μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης

Σκηνογραφία: Valentino Marengo

Κοστούμια: Τέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Διεύθυνση Παραγωγής: Γεωργία Δεμέστιχα

Βοηθός Σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Κεσσίδης

Τους ρόλους ερμηνεύουν: Θεοδώρα Τζήμου, Νικόλας Χανακούλας, Λένα Δροσάκη – Ελίνα Ρίζου, Βασίλης Μαργέτης, Περικλής Γιώργος Φωκιανός, Αλέξανδρος Παπαϊωάννου.

Η Έλενα Πέγκα έχει αναφέρει χαρακτηριστικά για το έργο της: «Η Γυναίκα αυτή είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου. Ένας έρωτας την κάνει να αγριέψει και να θέλει να εγκαταλείψει όλα όσα χαρακτήριζαν ως τότε τη ζωή της. Αφορμή ίσως να στάθηκε η δική μου απελπισία, η δική μου προσωπική αίσθηση ότι με την κρίση αγριέψαμε όλοι…. Κι έτσι αφήνουμε να διαφανεί το άλλο μας κομμάτι, το άγριο, με το οποίο θέλουμε κι εμείς οι ίδιοι να έρθουμε σε επαφή. Κι έτσι να αναθεωρήσουμε πως θέλουμε να ζούμε».

Γιολάντα Σακελλαρίου, Το μαύρο κουτί

Joan Miró,  Après le crime

Ο πατέρας είναι άρρωστος. Από καιρό. Η μητέρα πάντα λυπημένη, κακόκεφη.

Όταν ζητάμε κάτι, ο αδελφός μου κι εγώ, όλο λέει, «αν είμαστε καλά…»

Στο τηλέφωνο την άκουσα να λέει «μάλλον πλησιάζουμε στο τέλος…»

Τι εννοεί;

 

Γιατί δεν απαντά ο πατέρας, όταν τον ρωτάω;

Το βλέμμα του, όταν με κοιτάζει…Είναι σαν να γυρεύει κάτι, από μένα.

 

«Είναι αγόρι, ο μικρός μου γιός;»

 

Όταν τον παρακαλώ να παίξουμε, εκείνος πάντα λέει ότι δεν έχει διαβάσει την εφημερίδα. Τον μισώ. Όχι πάντα.

Μια μέρα που μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο, έβαψα τα χείλη μου και τον φίλησα στο στόμα. Γελάσαμε πολύ∙ με τον αδελφό μου. Εκείνος, όμως. δε γέλασε καθόλου. Θύμωσε. Μου έδωσε μια και με έστειλε στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ νηστικός. Καθόλου δε με νοιάζει.

 

Φοβάμαι… Αυτός ο ίσκιος πλάι στον πατέρα, μεγαλώνει τις νύχτες. Το λέω ψιθυριστά, στον μεγάλο μου αδελφό, πριν με πάρει ο ύπνος, αλλά δε με πιστεύει.

Θέλω να του πω και για το μαύρο κουτί μέσα στο κεφάλι μου αλλά εκείνος πάλι θα τεντώσει τα χέρια του και θα ουρλιάζει σαν αεροπλάνο.

 

Γιατί με κοιτάζει τρομαγμένος, ο πατέρας;

 

Χτες ήταν τα γενέθλιά του. Του έκανα μια ζωγραφιά. Την έβαλα πάνω στο μαξιλάρι του. Μια βροχή και εμένα να χορεύω πάνω στο ουράνιο τόξο. O πατέρας συνέχεια μιλούσε στο τηλέφωνο. Εγώ με τον αδελφό μου τρέχαμε γύρω από το γιορτινό τραπέζι ουρλιάζοντας το happy birthday. «Επιτέλους!» είπε η μητέρα. «Δεν είναι μόνο τα χρόνια πολλά…»

 

Την επομένη, στη γιορτή του σχολείου, όταν ήρθε η σειρά μου στο κουκλοθέατρο, «η οικογένεια στον ζωολογικό κήπο», όλοι πήραν τη θέση ενός ζώου και κατασπαράχτηκαν∙ εκτός από μένα.

 

Εγώ είπα «είμαι μωρό». Το μωρό είπε «έμεινα μόνος».

 

 

 

Το πεζοποίημα «Το μάυρο κουτί» συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή της Γιολάντας Σακελλαρίου Αόρατο τρωκτικό (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013). Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως λογοπεδικός. Σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παθολογία λόγου - φωνής - ομιλίας στο Παρίσι. Είναι διδάκτωρ του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασχολείται με τις δυσκολίες του γραπτού λόγου παιδιών και εφήβων. Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στις Ιστορίες Μπονζάι του περιοδικού «Πλανόδιον» και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση Poeticanet, στην Ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου (Μαλλιάρης - Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2006) καθώς και στο συλλογικό τόμο  «Τα ποιήματα του 2009» [Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2010]. Η πρώτη της ατομική ποιητική συλλογή Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης τον Οκτώβριο του 2009. Διαβάστε στη Logotexnia21 αποσπάσματα από την πρώτη ποιητική συλλογή της Γιολάντας Σακελλαρίου εδώ και εδώ κάποια ποιήματά της, που συμπεριλήφθησαν στη δεύτερη ποιητική συλλογή της,  Αόρατο τρωκτικό.

Miranda July, Αυτό το άτομο

crowd-in-the-rain


Κάποιος ανυπομονεί. Κάποιος, κάπου, τρέμει από ανυπομονησία, γιατί κάτι τρομερό πρόκειται να συμβεί σε αυτό το άτομο. Αυτό το άτομο έχει ντυθεί για την περίσταση. Αυτό το άτομο ήλπιζε και ονειρευόταν και τώρα συμβαίνει πραγματικά και αυτό το άτομο δεν μπορεί να το πιστέψει. Αλλά το θέμα αυτή τη στιγμή δεν είναι να το πιστέψει, η ώρα της πίστης και της φαντασίωσης έχει παρέλθει και τώρα συμβαίνει στ’ αλήθεια. Είναι η ώρα να κάνει ένα βήμα μπροστά και να υποκλιθεί. Μπορεί να χρειαστεί και να γονατίσει, όπως όταν κάποιος χρίεται ιππότης. Σπάνια χρίεται κανείς ιππότης. Αλλά μπορεί αυτό το άτομο να γονατίσει και να δεχθεί ένα άγγιγμα στον κάθε του ώμο από ένα ξίφος. Ή το πιθανότερο εκείνη τη στιγμή αυτό το άτομο να βρίσκεται σε ένα αυτοκίνητο, ή σε ένα κατάστημα, ή κάτω από μια ομπρέλα. Ή στο διαδίκτυο, ή στο τηλέφωνο. Θα μπορούσε να είναι απλώς ένα mail: Σχετικά με την Ιπποσύνη σας. Ή ένα μακρόσυρτο μήνυμα στον τηλεφωνητή, γεμάτο γέλια και ασυναρτησίες, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι που έχει γνωρίσει αυτό το άτομο είναι σε ανοιχτή ακρόαση, και όλοι λένε, συγχαρητήρια, πέρασες, όλα ήταν απλώς μια δοκιμασία, σου κάναμε πλάκα, η αληθινή ζωή είναι πολύ καλύτερη απ’ αυτό. Αυτό το άτομο γελάει δυνατά με ανακούφιση και ξαναπαίζει το μήνυμα για να σημειώσει τη διεύθυνση, όπου όλοι οι άνθρωποι που έχει γνωρίσει αυτό το άτομο περιμένουν να το αγκαλιάσουν και να το φέρουν στο επίκεντρο της ζωής. Είναι πραγματικά συναρπαστικό και δεν είναι απλά ένα όνειρο, είναι αλήθεια.

 

Περιμένουν όλοι σε ένα τραπέζι πικνίκ σε ένα πάρκο απ’ όπου αυτό το άτομο έχει περάσει οδηγώντας πολλές φορές στο παρελθόν. Νά ’τοι, είναι όλοι εκεί. Υπάρχουν μπαλόνια δεμένα στα παγκάκια και το κορίτσι, δίπλα στο οποίο στεκόταν στη στάση του λεωφορείου αυτό το άτομο, κουνάει μια κορδέλα. Όλοι χαμογελούν. Για μια στιγμή αυτό το άτομο σχεδόν ανατριχιάζει με τη σκηνή, αλλά θα ήταν τόσο χαρακτηριστικό αυτού του ατόμου να μελαγχολήσει την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του, που τελικά ανασκουμπώνεται και εισχωρεί στο πλήθος.

 

Καθηγητές μαθημάτων στα οποία αυτό το άτομο δεν ήταν ποτέ καλό, το φιλούν και απαρνιούνται το ίδιο το αντικείμενο της διδασκαλίας τους. Καθηγητές μαθηματικών αποκαλύπτουν ότι τα μαθηματικά ήταν μόνο ένας αστείος τρόπος να πεις σ’ αγαπώ, αλλά τώρα απλά το λένε, σ’ αγαπώ, και το ίδιο λένε και οι καθηγητές της χημείας και της φυσικής αγωγής και αυτό το άτομο μπορεί να καταλάβει ότι το εννοούν πραγματικά. Είναι αδιανόητα καταπληκτικό. Ορισμένοι μαλάκες και ηλίθιοι και καθοίκια εμφανίζονται πού και πού και μοιάζουν να έχουν κάνει πλαστική, τα πρόσωπά τους έχουν παραμορφωθεί από αγάπη. Τα όμορφα καθοίκια είναι προσιτά και ευγενικά, οι άσχημοι μαλάκες είναι γλύκες, και διπλώνουν το πουλόβερ αυτού του ατόμου και το βάζουν κάπου στην άκρη για να μη λερωθεί. Και το καλύτερο απ’ όλα, όλοι οι άνθρωποι που αγάπησε αυτό το άτομο είναι εκεί. Ακόμα και αυτοί που ξέφυγαν. Κρατούν το χέρι αυτού του ατόμου και του λένε πόσο δύσκολο ήταν να παριστάνουν τους θυμωμένους και να φεύγουν μακριά και να μην ξαναγυρίζουν. Αυτό το άτομο σχεδόν δεν το πιστεύει, έμοιαζε τόσο αληθινό, η καρδιά αυτού το ατόμου είχε γίνει κομμάτια και είχε γιατρευτεί και τώρα αυτό το άτομο δεν ξέρει τι να σκεφτεί. Αυτό το άτομο είναι σχεδόν έξαλλο. Αλλά όλοι καθησυχάζουν αυτό το άτομο. Όλοι του εξηγούν ότι ήταν απολύτως αναγκαίο να ανακαλύψουν πόσο δυνατό ήταν αυτό το άτομο. Α, κοίτα, να και ο γιατρός που χορήγησε το φάρμακο το οποίο κατέστησε αυτό το άτομο προσωρινά τυφλό. Και ο άνδρας που πλήρωσε αυτό το άτομο δύο χιλιάδες δολάρια για να κάνει έρωτα μαζί του τρεις φορές τότε που αυτό το άτομο ήταν πολύ φτωχό. Και οι δύο αυτοί άνδρες είναι παρόντες και φαίνεται να γνωρίζονται. Και οι δύο έχουν από ένα μικρό μετάλλιο που το καρφιτσώνουν σε αυτό το άτομο. Είναι μετάλλια υψίστου τιμής και ρώμης. Τα μετάλλια αστράφτουν στον ήλιο και όλοι επευφημούν.

 

Αυτό το άτομο ξαφνικά νιώθει την ανάγκη να ελέγξει την ταχυδρομική θυρίδα του. Είναι μια παλιά συνήθεια και ακόμα κι αν όλα θα είναι υπέροχα από δω και πέρα, αυτό το άτομο τη θέλει την αλληλογραφία του. Αυτό το άτομο λέει ότι θα επιστρέψει αμέσως και όλοι οι άνθρωποι που έχει γνωρίσει αυτό το άτομο λένε, εντάξει, με το πάσο σου. Αυτό το άτομο μπαίνει στο αυτοκίνητό του και πηγαίνει στο ταχυδρομείο και ανοίγει τη θυρίδα και η θυρίδα είναι άδεια. Παρ’ ότι είναι Τρίτη, που ως γνωστόν είναι καλή μέρα για αλληλογραφία. Αυτό το άτομο είναι τόσο απογοητευμένο, που μπαίνει στο αυτοκίνητό του και έχοντας εντελώς ξεχάσει το πικνίκ, πηγαίνει σπίτι και τσεκάρει τον τηλεφωνητή του και δεν υπάρχουν νέα μηνύματα, μόνο εκείνο το παλιό περί «επιτυχούς δοκιμασίας» και «καλύτερης ζωής». Δεν υπάρχουν ούτε mail, πιθανότατα επειδή όλοι είναι στο πικνίκ. Αυτό το άτομο δεν φαίνεται να μπορεί να επιστρέψει στο πικνίκ. Αυτό το άτομο συνειδητοποιεί ότι το να μείνει στο σπίτι συνεπάγεται το φτύσιμο όλων αυτών των ανθρώπων που έχει γνωρίσει αυτό το άτομο. Αλλά η επιθυμία του να μείνει μέσα είναι πολύ δυνατή. Αυτό το άτομο θέλει να κάνει ένα μπάνιο και μετά να διαβάσει κάτι στο κρεβάτι.

 

Στη μπανιέρα αυτό το άτομο σπρώχνει με το χέρι του τις σαπουνόφουσκες και ακούει τον ήχο που κάνουν όταν σκάνε όλες μαζί ανά εκατομμύρια. Ακούγεται σχεδόν σαν ένας ενιαίος απαλός ήχος, αντί για πολλούς μικροσκοπικούς. Το στήθος αυτού του ατόμου μετά βίας ξεμυτίζει από το νερό. Αυτό το άτομο σπρώχνει τις σαπουνόφουσκες πάνω στο στήθος του σχηματίζοντας περίεργα σχέδια με τον αφρό. Ως τώρα όλοι θα πρέπει να έχουν καταλάβει ότι αυτό το άτομο δεν θα επιστρέψει στο πικνίκ. Όλοι έκαναν λάθος: Αυτό το άτομο δεν ήταν αυτό που νόμιζαν ότι είναι. Αυτό το άτομο βυθίζεται στο νερό και κουνάει τα μαλλιά του σαν θαλάσσια ανεμώνη. Αυτό το άτομο μπορεί να μείνει κάτω από το νερό για εντυπωσιακά πολλή ώρα, αλλά μόνο στη μπανιέρα. Αυτό το άτομο αναρωτιέται αν θα υπάρξει ποτέ Ολυμπιακό άθλημα κρατήματος αναπνοής σε νερό μπανιέρας. Αν υπήρχε τέτοιο άθλημα, τότε αυτό το άτομο σίγουρα θα νικούσε. Ένα Ολυμπιακό μετάλλιο θα μπορούσε να αποκαταστήσει αυτό το άτομο στα μάτια όλων των ανθρώπων που αυτό το άτομο έχει γνωρίσει. Αλλά αυτό το άθλημα δεν υπάρχει, οπότε δεν θα υπάρξει και καμία αποκατάσταση. Αυτό το άτομο θρηνεί το γεγονός ότι κατέστρεψε τη μοναδική ευκαιρία που είχε να αγαπηθεί από όλους. Καθώς αυτό το άτομο ξαπλώνει στο κρεβάτι του, το βάρος αυτής της τραγωδίας φαίνεται να πλακώνει το στήθος του. Και είναι ένα παρήγορο βάρος, σχεδόν ανθρώπινο να το σηκώσει κανείς. Αυτό το άτομο αναστενάζει. Τα μάτια αυτού του ατόμου βαραίνουν, αυτό το άτομο κοιμάται.

 

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Στέφανος Ντρέκος


 

Για την Miranda July

 Miranda July

Μπορεί να ζήσω – από Εκείνον πιο πολύ

Μα Εκείνος πρέπει – παραπάνω –

Γιατί έχω δύναμη για να σκοτώνω,

Κι όχι τη δύναμη – για να πεθάνω –

[Emily Dickinson]

 

Η Miranda July γεννιέται στις 15 Φεβρουαρίου του 1974 από πατέρα Εβραίο και μητέρα προτεστάντισσα, συγγραφείς και οι δύο. Μεγαλώνει μέσα σ’ ένα λεγόμενο New Age περιβάλλον, η δε οικογενειακή επιχείρηση είναι ένας μάλλον διάσημος για το είδος εκδοτικός οίκος με εγχειρίδια αυτοβοήθειας, βιβλία για ανατολικές θρησκείες, παραψυχολογία, σουφισμό, Γιουνγκ, κτλ. Είναι συνεπώς τουλάχιστον εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα κορίτσι που εξ απαλών ονύχων περιδινείται σ’ ένα περιβάλλον τόσο ετερόκλητο και εν δυνάμει καταστροφικό, καταφέρνει να δώσει μορφή στον αγώνα της ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια κατά το δυνατόν συμπαγής. Και δεν είναι τυχαίο που προσπαθεί να οικοδομήσει τον εαυτό της χρησιμοποιώντας τόσο διαφορετικά μέσα: συγγραφέας, κινηματογραφίστρια, performance artist, video artist, αλλά και εμπνεύστρια δυναμικών project στο διαδίκτυο τα οποία φιλοξενούνται σε χώρους όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και το Guggenheim.

 

Οι ιστορίες της July μπορούν να διαβαστούν σαν ένα είδος ερωτικών επιστολών οι οποίες δομούνται γύρω απ’ αυτό το εσωτερικό ράγισμα. Οι γυναίκες και οι άντρες ψελλίζουν τις εξομολογήσεις τους γεμάτοι ενοχές – όλη η ζωή του ασεβή είναι μια τύψη, ακούμε στον Ιώβ (κληρονομιά πατρική)· απ’ την άλλη αναζητούν με ακούραστη επιμονή ένα εξωτερικό σημάδι που θα συγκολλήσει τα σπαράγματά τους (κληρονομιά μητρική). Οι ερωτικές επιστολές έχουν σαν σκοπό αυτό που έχουν πάντα οι ερωτικές επιστολές, το πύρωμα, το μοίρασμα, την κατάδυση στον άλλον, ωστόσο είναι ασυνήθιστα επιθετικές: ξεκαθαρίζουν εξαρχής στον παραλήπτη τους ότι αυτό που του προσφέρεται είναι ένας άνθρωπος διαλυμένος, συμφοριασμένος, σχεδόν άυλος, δίχως να αφήνουν περιθώριο για μια ανατροπή της εικόνας ή, έστω, την αφομοίωσή της μέσα στην εικόνα του άλλου. Η July χρησιμοποιεί το bizarre, το λοξοκοίταγμα στις λεπτομέρειες, την παραλλαγή της κοινοτοπίας, τον πλάγιο λόγο, προκειμένου να σμιλέψει τα πρόσωπά της με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται με την πρώτη ματιά ευάλωτα, κερματισμένα, απεγνωσμένα για αγάπη. Τα ζωγραφίζει με χέρι ελαφρύ, τα καρφιτσώνει σε εικόνες και σκηνές γνώριμες, οικείες στη Δύση του κέντρου ή της περιφέρειας, για να τα φέρνει αντιμέτωπα με αναπάντεχες ριπές του αλλόκοτου οι οποίες απειλούν κάθε στιγμή να τα γκρεμίσουν. Το χαρακτηριστικό και απολαυστικό χιούμορ της July δίνει αρχικά την εντύπωση ότι πρόκειται γι’ ανθρώπους ας πούμε κανονικούς, ενίοτε λίγο αφελείς, υπερβολικά ευαίσθητους, με μια βαθειά ανάγκη να συνυπάρξουν με κάποιον άλλον (ή κάποιους άλλους). Εάν όμως τους ξανακοιτάξει κανείς με την απαραίτητη δυσπιστία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα είδος περίτεχνα εγωιστικών πλασμάτων τα οποία –παρότι δεν έχουν συνείδηση του εγωισμού τους– δεν είναι διατεθειμένα να παραχωρήσουν τον οικείο τους εαυτό αμαχητί. Το υλικό που τους ορίζει και τους ωθεί στην αναζήτηση ενός άλλου προσώπου, και που δεν είναι άλλο παρά μια μορφή εσωτερικής αιμορραγίας – ή μοναχικού πόνου, είναι το ίδιο που εμποδίζει την πολυπόθητη συνάντηση: η αιμορραγία είναι ο τρόπος τους ν’ αναπνέουν και άλλον τρόπο δεν γνωρίζουν.

 

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πρόκειται ασφαλώς για μια σαδιστική προσωπικότητα που έχει σκοπό να παγιδεύσει στη δυστυχία της όποιον βρεθεί στο διάβα της με πρόσχημα τον έρωτα. Το ζήτημα είναι άλλης τάξης και έχει να κάνει με όσα η γενιά μας κληρονόμησε και πασχίζει να διατηρήσει. Εάν δηλαδή το ζήτημα ήταν κάποτε ο ιδεώδης έρωτας μες στον οποίο θα διακινδυνεύσουμε την απώλεια του εαυτού μας, σήμερα έχει αλλάξει τους όρους του, κι αυτό επειδή είχαμε τόσον χρόνο να ακούμε μόνο τον εαυτό μας ώστε η μοναξιά διεκδίκησε και κατοχύρωσε θέση θεμελίου, ρίζωσε τόσο βαθειά μες στα κύτταρά μας ώστε κάθε μυρωδιά που αναδύουμε –όσο λεπτή και καρυκευμένη– παραπέμπει στην οικειότητα του ενός, όχι στο άρωμα των δύο. Ας πούμε ότι ήταν μυρωδιά από λιβάνι, γράφει ο Πεντζίκης, και λίγο παρακάτω: Εξακολουθώ να το πιστεύω και σήμερα, πως αυτές οι τρομακτικές φανερώσεις γίνονται μονάχα στη μοναξιά. Αν δεν το πίστευα, δε θα ’χα κάμει σκοπό της ζωής μου την προσπάθεια να την τσακίσω και να παντρευτώ. Ένας άνθρωπος δίπλα σου αλλάζει την εικόνα του κόσμου που μπορείς να δεις. Οι γυναίκες και οι άντρες της July είναι πιστοί στη σταυροφορία του έρωτα, και παρότι αγαπούν τον συντριμμένο εαυτό τους όσο τίποτε άλλο, έχουν τη γενναιότητα και την ειλικρίνεια ν’ αποζητούν το αναποδογύρισμα του κόσμου τους. Η ματαιότητα της σταυροφορίας τους χτίζεται με συγκινητική επιμέλεια από την Miranda July, και επειδή ο κυνισμός δεν έχει καμία θέση στο έργο της, βλέπουμε πού και πού να φανερώνονται –μέσα απ’ τις ρωγμές– ερωτικά καλέσματα άλλων εποχών, μικρά αλλά ισχυρά και παλλόμενα, σαν αναμνήσεις αμοιβαιότητας.

 

Γιάννης Αστερής


Το διήγημα "Αυτό το άτομο" της Αμερικανίδας Miranda July (γεν. 1974) είναι από τη συλλογή διηγημάτων No one belongs here more than you και είναι ένα από τα διηγήματα που συμπεριλήφθησαν στην παράσταση Κανείς δεν ανήκει εδώ περισσότερο από σένα της θεατρικής ομάδας Phantom Pain και που είναι τα μοναδικά κείμενα της Miranda July που έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Από το πρόγραμμα της παράστασης είναι και το κείμενο του Γιάννη Αστερή. Δείτε κάποια αποσπάσματα από την παράσταση εδώ. Διαβάστε για τη ζωή και το έργο της πολυτάλαντης Miranda July στη WIKIPEDIA.

Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τον Στέφανο Ντρέκο για την άδεια δημοσίευσης του κειμένου και ελπίζει ότι θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση.

Edith Dühl, Το σπίτι του χθες και του σήμερα

Photo by klangkult.jpg

Χάσου μέσα

στον λαβύρινθό μου

λέει το σπίτι

και βροντά

τις πόρτες

Irena Vrkljan

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το σπίτι του χθες και του σήμερα δεν μπορεί να σχεδιαστεί. Ούτε η κάτοψή του είναι καθορισμένη ούτε ο αριθμός των ορόφων, αλλά ούτε κι ο αριθμός των δωματίων. Συνεχώς προστίθενται καινούρια. Μήπως κλείνουν άλλα; Δεν μπορούν να ξανανοιχτούν ποτέ; Αυτό δεν είναι βέβαιο. Να πηγαίνω σ’ αυτά ανάλογα με τα κέφια μου ή ανάλογα με την ανάγκη μου πάντως δεν μπορώ.

 

Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι Το σπίτι του χθες και του σήμερα δεν είναι το κτήριο στο οποίο ζω στην πραγματικότητα: η πολυκατοικία με τους πέντε ορόφους ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων σε μια ζωηρή συνοικία κάποιας μεγαλούπολης. Μου φαίνεται μάλλον σαν να μην έχει καθόλου εξωτερική μορφή. Ποτέ μέχρι τώρα δεν το έχω δει απ’ έξω, δεν έχω μπει ποτέ από μια κυρία είσοδο. Πάντοτε βρίσκομαι στο εσωτερικό του σπιτιού, περιφέρομαι μέσα σ’ αυτό και ξαφνιάζομαι από συνεχώς καινούρια δωμάτια, αίθουσες, χώρους πίσω από κάθε είδους πόρτες. Μερικά δωμάτια έχουν τον δικό τους έξω κόσμο. Όταν βγαίνω έξω, βρίσκομαι ξαφνικά σε μια πλατεία, σ’ ένα δρόμο ή σε ένα τοπίο. Το σπίτι του χθες και του σήμερα δεν έχει τίποτα κοινό με ένα οικοδόμημα, δεν μπερδεύεται με την πραγματικότητα.

 

Δεν γνωρίζω ποτέ πόσα και ποια άτομα μένουν στο σπίτι μου εκτός από μένα. Ένα μόνο είναι σίγουρο: δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Εδώ έχουν όλοι ίσα δικαιώματα εμφάνισης και επίσκεψης. Ίσως είναι πάρα πολλοί αυτοί που αλωνίζουν στα δωμάτια. Κλείσ’ τους την πόρτα κατάμουτρα, πέτα τους έξω, θα με συμβούλευαν πολλοί. Όμως θα έπρεπε πραγματικά; Εφόσον έχουν έρθει στο σπίτι μου, τότε δεν ανήκουν σε μένα;

 

Και ακριβώς όπως σ’ αυτό το σπίτι δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς, έτσι δεν διαφέρουν μεταξύ τους και το παρόν με το παρελθόν. Εδώ το βέλος του χρόνου δεν φεύγει ευθεία μπροστά ανεπιστρεπτί. Σ’ αυτό το σπίτι ο χρόνος μένει ακίνητος. Δεν υπάρχουν όλες οι εξελίξεις που προχωρούν και μετά αφήνουν πίσω τους ιστορία. Στα δωμάτια όπου μπαίνω μερικές φορές συμβαίνουν πράγματα που συνήθως χάνονται στο παρελθόν. Έχουν την ίδια παρουσία με τα γεγονότα του παρόντος και την ίδια με το ενδεχόμενο το οποίο υπάρχει συνήθως μόνο στη φαντασία. Το σπίτι του χθες και του σήμερα είναι το σπίτι των ονείρων και των τραυμάτων - και όλα συμβαίνουν εδώ και τώρα, αυτή τη στιγμή.

 

Κανίβαλοι

 

Μια τρομερή μυρωδιά έρχεται κάτω από τη γυρτή πόρτα. Προσεχτικά τη σπρώχνω ν’ ανοίξει λίγο ακόμα. Τότε δυο γάτες στριμώχνονται να βγουν από τη χαραμάδα και πέφτουν πάνω στα πόδια μου, φαίνονται καλοθρεμμένες, άγριες, δεν σ’ αφήνουν να τις αγγίξεις. Κι ύστερα το βλέμμα μου πέφτει στο κρεβάτι στον τοίχο του δωματίου, ακριβώς απέναντί μου. Τη γυναίκα στο κρεβάτι – την αναγνωρίζω. Τη γνωρίζω καλά. Είναι νεκρή. Εδώ και καιρό νεκρή. Το αίμα που έχει τρέξει στο στόμα είναι καφέ, στα μάγουλα, στα γυμνά χέρια χάσκουν τρύπες, πληγές, και μόλις γυρίζω απ’ την άλλη, εκείνες κάθονται κολλητά δίπλα δίπλα, με τις ουρές γύρω απ’ τα ποδαράκια, και γουργουρίζουν, οι δυο κανίβαλοι.

 

[…]

 

Στρώνω τραπέζι

 

Το ευάερο λευκό δωμάτιο στο οποίο μπαίνω είναι άδειο αν εξαιρέσεις ένα τραπέζι κάτω απ’ το παράθυρο. Παρατηρώ το τραπέζι, είναι από ανοιχτόχρωμο ξύλο, με καλές αναλογίες, η επιφάνεια ένα τετράγωνο. Τώρα βλέπω ότι το τραπέζι είναι στρωμένο. Πάνω σε σουπλά από καλάμια υπάρχει ένα σερβίτσιο απλού, μοντέρνου σχήματος. Λευκό. Βαρύ. Πόσο όμορφο δείχνει. Σαν να ετοιμάζεται μια τελετουργία Ζεν.

 

Όταν μπαίνω μερικά βήματα πιο μέσα στο χώρο, ανακαλύπτω ότι ένα δεύτερο τραπέζι είναι τοποθετημένο κάτω απ’ το παράθυρο, δείχνει ακριβώς το ίδιο με το πρώτο. Δεν εκπλήσσομαι, απεναντίας χαίρομαι. Θα στρώσω την τετραγωνική του επιφάνεια για ένα απλό γεύμα. Το τραπέζι μου θα είναι το ίδιο ωραίο με το πρώτο. Ξέρω ότι δεν πρέπει να αντιγράψω τίποτα έτσι εύκολα, όμως είμαι βέβαιη ότι έχω κατανοήσει το νόμο της ομορφιάς.

 

Από πού να πάρω αυτά που χρειάζομαι για να στρώσω το τραπέζι, καθόλου δεν νοιάζομαι. Όλα θα τακτοποιηθούν. Θα είμαι πολύ ικανοποιημένη.

 

 

[…]

 

Η μητέρα μου

 

Είμαι λυπημένη και πολύ κουρασμένη, πτώμα στην κούραση. Όταν μια πόρτα ανοίγει μπροστά μου και σ’ ένα δωμάτιο ανακαλύπτω ένα φρεσκοστρωμένο κρεβάτι, μπαίνω μέσα, κλείνω την πόρτα πίσω μου, βγάζω τα σανδάλια και ξαπλώνω με το ανοιχτόχρωμο καλοκαιρινό φουστάνι μου στο κρεβάτι.

Πόσο καλό κάνει να ξαπλώνεις έτσι.

 

Νά σου έρχεται η μητέρα μου στην πόρτα. Έχει νεανικό πρόσωπο, το δέρμα είναι βαθιά μαυρισμένο, όπως πάντα το καλοκαίρι, όταν ακόμη ζούσε. Όμως τα μαλλιά της δεν είναι σκούρα και δεμένα κότσο αλλά της πέφτουν ανοιχτόχρωμα στους ώμους. Ποτέ δεν τα είχε έτσι. Κι επίσης και το πολύ ανοιχτόχρωμο φουστάνι που φοράει είναι ξένο πάνω της, τέτοια φουστάνια δεν τα φορούσε.

 

Στέκεται στην πόρτα και κοιτάζει προς το μέρος μου. Στέκεται σαν να περιμένει κάτι που πρέπει εγώ να κάνω. Όταν εγώ παραμένω στο κρεβάτι, χωρίς να κουνηθώ, γυρίζει απ’ την άλλη και φεύγει απ’ την πόρτα.

 

Δεν παίρνει πολλή ώρα, και νά σου επιστρέφει. Πάλι με το ανοιχτόχρωμο φόρεμα. Το πρόσωπό της είναι πιο χλωμό, φαίνεται ότι γέρασε γρήγορα, όμως τα μαλλιά της λάμπουν εντονότερα απ’ ό,τι πριν. Την κοιτάζω ώρα, όσο στέκεται εκεί στην πόρτα και με εκπλήσσει πόσο πολύ μου μοιάζει. Αυτή η ανακάλυψη δεν με συγκινεί, απεναντίας όλα αντιτίθενται σ’ αυτό.

 

Μου γνέφει απ’ την πόρτα. Ξανά και ξανά. Βαθμιαία λίγο ανυπόμονα. Πρέπει να πάω, λέει. Εγώ ανασηκώνομαι στο κρεβάτι αλλά δεν λέω να σηκωθώ. Χαίρομαι όταν τελικά βγαίνει έξω κι εγώ μπορώ πάλι να τεντωθώ.

 

Έρχεται και τρίτη φορά, φυσικά. Αυτή τη φορά το δέρμα της είναι άσπρο και διάφανο σαν περγαμηνή, τα μακριά μαλλιά λάμπουν, λευκό αστράφτει το φουστάνι. Αυτή τη φορά έρχεται στο κρεβάτι μου και μου μιλάει. Με το καλό. Τώρα πρέπει, λέει, να πάω επιτέλους.

 

Όλα μέσα μου εναντιώνονται στο να πάω μαζί της. Μένω ξάπλα αποφασισμένη. Όμως τώρα εκείνη επιμένει έντονα, μ’ αρπάζει μάλιστα απ’ το χέρι και προσπαθεί να με σηκώσει απ’ το κρεβάτι. Εγώ σπρώχνω με δύναμη τα πόδια μου στο ξύλινο ποδαρικό του κρεβατιού και τινάζω το χέρι μου ελεύθερα. «Δεν θέλω!», λέω.

 

Τότε εκείνη πάει να ξαπλώσει δίπλα μου στο κρεβάτι. «Όχι!», λέω και τη σπρώχνω. Τελικά κάνει μεταβολή κι εξαφανίζεται. Για ένα διάστημα περιμένω, όμως εκείνη δεν επιστρέφει.

 

Σχεδόν ντρέπομαι που την έδιωξα. Όμως έπειτα αποτινάζω τη ντροπή. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν χρειάζεται να με πάρει κανείς. Θα πάω από μόνη μου. Όμως τώρα δεν είναι ακόμα η ώρα.

 

 

[…]

 

 

Το μωρό

 

Ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα που έχω ανοίξει αρχίζει η άμμος, είναι η ανθρακί άμμος της Λανθαρότε. Ανηφορίζει ελαφρά σε έναν αμμόλοφο κι εκεί όπου θα ’πρεπε να περιμένεις τον πίσω τοίχο του απλόχωρου δωματίου, σκάει το κύμα μουρμουρίζοντας, η θάλασσα ανοίγεται από πίσω ως τον ασημένιο ορίζοντα.

 

Κοντά στο νερό κάθεται ένα μωρό, δέκα μηνών είναι περίπου και συγχρόνως γιγαντόσωμο. Φοράει ένα λευκό καπελάκι για τον ήλιο και ένα κομψό, λευκό πουκαμισάκι που καλύπτει τα χεράκια του και τους στρογγυλούς ώμους. Κοιλιά, πωπός και ποδαράκια είναι γυμνά: στρουμπουλό, λευκό λίπος στο οποίο έχει καθίσει η μαύρη άμμος της Λανθαρότε, μοιάζει σαν παναρισμένο. Μου γαργαλάει το λαρύγγι. Τρομακτικά γλυκό και συγχρόνως διεστραμμένο είναι αυτό που βλέπω.

 

[…]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Κατερίνα Τζιναβά

 

 

 

 

edith Το σπίτι του χθες και του σήμερα (Das Haus von gestern und heute) της Edith Dühl (Έντιτ Ντυλ) εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2009 από τον εκδοτικό οίκο Leonardo Press. Το βιβλίο απαρτίζουν 61 συνολικά μικρές ιστορίες οι οποίες ξετυλίγονται πίσω από τις πόρτες των αναρίθμητων δωματίων του και - είτε διαδραματίζονται στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό του - συνδέονται με κάποιο τρόπο με αυτό. Η Έντιτ Ντυλ γεννήθηκε το 1944 στην Ανατολική Πρωσία. Έχει σπουδάσει γερμανική φιλολογία & ιστορία της τέχνης στο Κίελο και παιδαγωγική & διδακτική στο Αμβούργο της Γερμανίας. Έχει εκδώσει ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε και το διήγημά της Ο Κινέζος.

 

© Logotexnia21 + Edith Dühl + Katerina Tzinava

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails