Ο πατέρας είναι άρρωστος. Από καιρό. Η μητέρα πάντα λυπημένη, κακόκεφη.
Όταν ζητάμε κάτι, ο αδελφός μου κι εγώ, όλο λέει, «αν είμαστε καλά…»
Στο τηλέφωνο την άκουσα να λέει «μάλλον πλησιάζουμε στο τέλος…»
Τι εννοεί;
Γιατί δεν απαντά ο πατέρας, όταν τον ρωτάω;
Το βλέμμα του, όταν με κοιτάζει…Είναι σαν να γυρεύει κάτι, από μένα.
«Είναι αγόρι, ο μικρός μου γιός;»
Όταν τον παρακαλώ να παίξουμε, εκείνος πάντα λέει ότι δεν έχει διαβάσει την εφημερίδα. Τον μισώ. Όχι πάντα.
Μια μέρα που μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο, έβαψα τα χείλη μου και τον φίλησα στο στόμα. Γελάσαμε πολύ∙ με τον αδελφό μου. Εκείνος, όμως. δε γέλασε καθόλου. Θύμωσε. Μου έδωσε μια και με έστειλε στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ νηστικός. Καθόλου δε με νοιάζει.
Φοβάμαι… Αυτός ο ίσκιος πλάι στον πατέρα, μεγαλώνει τις νύχτες. Το λέω ψιθυριστά, στον μεγάλο μου αδελφό, πριν με πάρει ο ύπνος, αλλά δε με πιστεύει.
Θέλω να του πω και για το μαύρο κουτί μέσα στο κεφάλι μου αλλά εκείνος πάλι θα τεντώσει τα χέρια του και θα ουρλιάζει σαν αεροπλάνο.
Γιατί με κοιτάζει τρομαγμένος, ο πατέρας;
Χτες ήταν τα γενέθλιά του. Του έκανα μια ζωγραφιά. Την έβαλα πάνω στο μαξιλάρι του. Μια βροχή και εμένα να χορεύω πάνω στο ουράνιο τόξο. O πατέρας συνέχεια μιλούσε στο τηλέφωνο. Εγώ με τον αδελφό μου τρέχαμε γύρω από το γιορτινό τραπέζι ουρλιάζοντας το happy birthday. «Επιτέλους!» είπε η μητέρα. «Δεν είναι μόνο τα χρόνια πολλά…»
Την επομένη, στη γιορτή του σχολείου, όταν ήρθε η σειρά μου στο κουκλοθέατρο, «η οικογένεια στον ζωολογικό κήπο», όλοι πήραν τη θέση ενός ζώου και κατασπαράχτηκαν∙ εκτός από μένα.
Εγώ είπα «είμαι μωρό». Το μωρό είπε «έμεινα μόνος».