Γιάννης Δρούγος, Παραμύθια



Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς

   Μετά μεγάλωσα, μεγάλωσαν οι νύχτες και μαζί μεγάλωσαν κι οι γονείς μου κι αρρώστησαν κι έμεινα δίπλα τους να τους διαβάζω παραμύθια με αίσιο τέλος. Ο ουρανός δεν χωρούσε άλλες αλήθειες κι έκλεισε τα σύνορά του κι έμεινα στη γη με το κεφάλι σκυφτό να βλέπω πού πατάω και να μετράω πόσα βήματα απέμεναν ώσπου να φτάσω στη θάλασσα να βαφτίσω παλιό ό,τι άφησα πίσω. Κι εκεί στα πρώτα νερά με περίμενε η εκδίκηση μ’ ένα μαχαίρι και μου ’πε να κόψουμε στα δυο την άμμο: μισή ζωή μισή θάνατος. Μα πώς κόβεται στα δυο το απέραντο, τη ρώτησα κι απάντησε ο ουρανός απλώνοντας μια κόκκινη σημαία σαν τετράγωνο ήλιο που έφτασε η φλόγα του ως τα χαρακώματα κι έληξε ο πόλεμος. Κι εκεί οι δικοί μου γίνανε πάλι παιδιά, πριν καν γνωριστούν, πάνω στην άμμο έχτιζε ο καθένας με τ’ ακροδάχτυλά του μια ζωή προορισμένη να ρημάξει κι έναν κήπο που θ’ άνθιζε με το άναρχο κλάμα των άστρων. Κι είπα. Τότε. Είπα. Σκέφτηκα. Είπα. Να ρίξω δίχτυα στ’ ανοιχτά να ψαρέψω μελλούμενα κι ένστικτα κούφια που ενωθήκανε και γεννήσανε ένα σπίτι από φύκια.

   Για χρόνια συνομιλούσα με τους επισκέπτες της νύχτας και τους ανέλυα τα παραμύθια για τον κόσμο που δεν με χωρούσε γιατί ήτανε βαριά η κληρονομιά των δέντρων. Τι να μοιραστώ και τι να μοιραστώ από το ψέμα που ’βρεχε άδικο σε τρύπια στέγη και τ’ άδικό του πότιζε τους τοίχους, τον ύπνο, τα λερωμένα σεντόνια και τα γυαλιστερά κειμήλια. Για χρόνια παραμύθιαζα το δέρμα μου μη μου το φάει η σκουριά κι έμεινα σώμα μισό με ένα γάντζο για χέρι να κατεβάζω τ’ αστέρια να ρίχνω το ασήμι τους σε καινούργια παραμύθια.

   Τώρα πια δεν μου ανήκει τίποτα. Τώρα πια δε μου ’χει μείνει ούτε μια χούφτα χώμα ν’ αποχαιρετήσω την αγάπη που μου μάθανε να δίνω. Τώρα πια είμαι ένα στόμα τάφος με σταυρό κεντημένο τρεις συλλαβές και μισή καταραμένη προσευχή. Τώρα πια διαβάζω παραμύθια χωρίς λαλιά σε γερασμένα παιδιά που το παρόν τους σκαλίζει ρίζες και γυρισμούς γιατί τελειώνει ο χρόνος. Τώρα πια γράφω παραμύθια με τ’ αριστερό. Τώρα πια δεν κοιμάμαι. Γιατί χόρτασα ύπνο. 

   Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. 



Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο», «Sense of forgiveness», 
«Η κόκκινη ομπρέλα», 
«Δέντρο» και «post it».

Η φωτογραφία που κοσμεί την ανάρτηση είναι έργο της Käthe Kollwitz (1867-1945) του 1921.

Volker Braun, Αυτό που πραγματικά θέλουμε

 
Επειδή ο Χόρχε, λερωμένος, κουρασμένος, παραμονεύοντας ακόμα στην Αβενίδα Ατλάντικα, οι συναλλαγές ήταν κανονισμένες, άπλωσε το ελεύθερο χέρι του (τικ ήτανε) σ’ έναν περαστικό, σαν πεινασμένη γλώσσα ή σαν ταυτότητα της άχρηστης, επικίνδυνης ύπαρξής του, εκείνος, αντί να λοξοδρομήσει πάνω στα λεπτά μυτερά του παπούτσια, τον κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό και τον τσουβάλιασε κι αυτόν και το μικρό κουλό του: ο Μπόρχες κράτησε σφιχτά, έτσι όπως τον είχε πιασμένο, μέσα σ’ ένα περίσσεμα ανυπακοής! και λίγο μεθυσμένος από την μπίρα που είχε πιει στα γρήγορα στην μπαράκα*, τον λεχρίτη από το λεπτό μελαμψό του μπράτσο και τον οδήγησε, μετά από μια ανταλλαγή λέξεων: πώς λέγεσαι, πόσων χρονών είσαι, σχεδόν βίαια διασχίζοντας το οδόστρωμα, κατευθείαν στην είσοδο ενός σπιτιού και πέρασε τον ζόρικο νεαρό μπροστά από τον θυρωρό βάζοντάς τον μέσα στο φωτεινό ασανσέρ που γλιστρούσε στον τελευταίο όροφο. 
     Ο Μπόρχες, περνώντας πολλές σιδερένιες πόρτες, έσπρωξε το αγόρι μέσα στο ατελιέ του. Άφησε το τηλέφωνο να χτυπάει (όλος ο κόσμος είχε πληροφορηθεί την παρουσία του)· ο ίδιος αφιερώθηκε στον φοβισμένο επισκέπτη του. Μιγάς, αινιγματικό, έμπειρο πρόσωπο, τα μπρατσάκια με μεγάλα χέρια γωνιώδη, τα γόνατα πληγιασμένα, καλυμμένα με κακάδι. Το κοντομάνικο μπλουζάκι κρεμόταν έξω από το παντελόνι, τα αθλητικά παπούτσια σκισμένα. Δεν ξέρεις από τρόπους, ρώτησε ο Μπόρχες και προσπέρασε την ερώτηση, έπρεπε να παραθέσει μια αιτία γι’ αυτήν. Έφαγες. Πλύσου, είπε και άνοιξε στον τύπο την πόρτα του μπάνιου και ο Χόρχε, ανασφαλής για τις προθέσεις του γέρου, έβγαλε τα ρούχα του προκλητικά αργά. Ο Μπόρχες έφτιαξε τη θερμοκρασία του νερού κι έριξε μέσα ένα αιθέριο έλαιο, που το χτύπησε να κάνει αφρό. Πλύσου, διέταξε, από την κορφή ώς τα νύχια. Ο Χόρχε ακολούθησε απρόθυμα την οδηγία, έκανε ντους με κρύο νερό κι έπρεπε να τριφτεί με μια μεγάλη απαλή πετσέτα, που του πέταξε ο κύριος πάνω στους ώμους του. Ύστερα ο Μπόρχες τού έφερε ρούχα, το γέρικο μικροκαμωμένο κορμί του ταίριαζε με του αγοριού κι εκείνο έπρεπε να χωρέσει στο παντελόνι και στο μπουφάν, παλεύοντας με τα δάκρυά του από ντροπή. Αυτές οι προετοιμασίες τού προξενούσαν δυσαρέσκεια· και για ποιο λόγο γίνονταν; Ο Μπόρχες, εντούτοις, έβαλε αυτόν, που μεμιάς είχε γίνει ντροπαλός, σ’ ένα μικρό δίχως παράθυρα δωμάτιο, έβγαλε ποτήρια και πιάτα κι ετοίμασε ένα λιτό απογευματινό, προτρέποντάς τον αυστηρά να φάει. Τότε ανακάλυψε, μέσα στη χούφτα τού Χόρχε, που άρα κατά τη διάρκεια όλων των διαδικασιών δεν την είχε ανοίξει, ένα ξυραφάκι και ο Χόρχε, πιασμένος στα πράσα, απαθής, χαμογέλασε γαλίφικα.
     Εκείνη τη στιγμή έγινε σαφές στον Μπόρχες ότι δεν θα ξαπόστελνε το θήραμά του ξανά, ούτε σήμερα ούτε αύριο. Ελόγου του έπρεπε να μοιραστεί το διαμέρισμα με το τέρας. Πιάστηκαν στην παγίδα και οι δύο· εξαιτίας των αντανακλαστικών τους είχαν πέσει μέσα· αόρατος ο ένας για τον άλλον. Τους χώριζαν εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια, ήταν συγκαιρινοί. Δεν μπορούσε (σκέφτηκε με επιείκεια ο Μπόρχες) να αλλάζει κανείς διαρκώς δρόμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βγάλει τη νύχτα. 
     Έδειξε στον νεαρό μια θέση να κοιμηθεί και ο ίδιος πήγε να ξαπλώσει στην κάμαρά του. Ο Χόρχε υπέμενε τις αβέβαιες καταστάσεις κι έψαξε για τα πράγματά του αλλά δεν τα βρήκε στη σάλα. Σκόνταψε πάνω σε σωρούς από βιβλία, δίσκους σερβιρίσματος, σε μια ραφιέρα, πάνω στην οποία θρόιζε το ριζόχαρτο. Για ποιον λόγο ήταν εδώ; Δεν συνήθιζε να υποτάσσεται στη θέληση του οποιουδήποτε. Άλλους, μεγαλύτερους, τους κυριαρχούσε αυτό το πάθος· όταν ήταν σουρωμένοι τα πάντα ήταν αδιάφορα γι’ αυτούς, μαστουρωμένοι το έκαναν αυτό. Στην παραλία, στο πόστο 8, ένας άντρας τού πρόσφερε χρήματα, όλο και περισσότερα, μέχρι που εκείνος δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί. Ήταν ένας τρόπος να βγάζει χρήματα χωρίς να δεσμεύεται. Με κλεψιές ή με συνάλλαγμα κέρδιζε πιο μελετημένα, πιο τολμηρά τα ρέις του. Είχε κανείς τον έλεγχο της κατάστασης. –Κύλησε, μέσα στις μαλακές πιτζάμες, πάνω στο κλινάρι· έπρεπε να τις βγάλει, του ανήκαν; Άχρηστες ερωτήσεις. Ο γιακάς μύριζε απροσδιόριστα γλυκά, τέντωσε τον λαιμό του προς τα έξω. Πού να κατουρήσει; Έπρεπε να κατουρήσει. Φοβήθηκε όμως πως ο κύριος μπορεί ν’ άκουγε την αδεξιότητά του. Για λεφτά δεν είχε γίνει λόγος, τον είχε εξαπατήσει; Ελόγου του αδιαφορούσε παντελώς για το αν του την είχαν φέρει, αν τον είχαν εκμεταλλευτεί. Αύριο, το χάραμα, θ’ αποσπάσει με τη βία την έξοδό του· σκέφτηκε οργισμένος μέχρι που τον κατέβαλε ο ύπνος.

[...]



Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου

 
* Ταβέρνα, εστιατόριο, καπηλειό (σ.τ.μ).




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την τρίτη και τελευταία ιστορία της σπονδυλωτής νουβέλας Αυτό που πραγματικά θέλουμε του Φόλκερ Μπράουν, που κυκλοφόρησε τον Μάιο από τις εκδόσεις Έναστρον σε μετάφραση Σούλας Ζαχαροπούλου. Οι τρεις ιστορίες φέρουν τους τίτλους «Αυτό που πραγματικά θέλουμε», «Έτσι έχουν τα πράγματα» και «Τι έρχεται;» και εκτυλίσσονται αντίστοιχα στην Ιταλία, τη Σιβηρία και τις φαβέλες της Βραζιλίας.

Στο «Σημείωμα της μεταφράστριας» διαβάζουμε μεταξύ άλλων: 
«Αν και οι τρεις ιστορίες διαδραματίζονται σε διαφορετικό τόπο και χρόνο συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους εάν τις δούμε υπό το πρίσμα της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης υποκειμένου-κοινωνίας. Το υποκείμενο εντάσσεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, είναι απόρροια αυτής της εξέλιξης και καλείται να δώσει τη δική του απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής του. Κοινό σημείο και των τριών ιστοριών είναι το ερώτημα αν αυτό που ζούμε είναι όντως αυτό που πραγματικά θέλουμε, αν είναι αυτό που πραγματικά αξίζει να ζούμε. Το ερώτημα τίθεται επανειλημμένως, σχεδόν βασανιστικά, και ενδεχομένως να τεθεί από τον καθένα μας μετά την ανάγνωση αυτού του μικρού αλλά ιδιαίτερα επίκαιρου και ανήσυχου βιβλίου. Στο τέλος μένει να δούμε και να αναλογιστούμε τι έρχεται…»

Από το «Σημείωμα της μεταφράστριας» αντλούμε και τις παρακάτω βιογραφικές πληροφορίες για τον Φόλκερ Μπράουν: 
«Ο Φόλκερ Μπράουν γεννήθηκε στη Δρέσδη στις 7 Μαΐου τού 1939. Ο πατέρας του πέθανε τις τελευταίες ημέρες του πολέμου αφήνοντας πίσω του τους πέντε γιους και τη γυναίκα του. Ο Μπράουν μεγάλωσε μέσα στα χωράφια και στα ερείπια, όπως ο ίδιος περιγράφει στο τελευταίο του βιβλίο. Έμαθε τι είναι δουλειά, απομακρύνοντας ερείπια μετά τη λήξη του πολέμου. Αργότερα εργάστηκε σε τυπογραφείο και σε υπαίθριες και υπόγειες εξορύξεις. Οι εμπειρίες που απέκτησε εκεί είναι φανερό ότι επηρέασαν τη γλώσσα των γραπτών του. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, εποχή που ουσιαστικά ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή. Αρχικά έγινε γνωστός ως ποιητής και δραματουργός. Μαζί με τον Χάινερ Μύλλερ ανήκε στους κορυφαίους της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας [...]
     Έγραψε πολλά ποιήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Tο 2015 έγραψε και το Demos, Die Griechen/Die Putzfrauen [Δήμος, οι Έλληνες/οι καθαρίστριες] που είχε ως θέμα την πολυτάραχη περίοδο του 2012-2015 στην Ελλάδα. Το θεατρικό αυτό έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ τον Απρίλιο του 2016. [...]
     Στα χρόνια τής ΓΛΔ στάθηκε κριτικά απέναντι στις επιλογές του κυβερνώντος κόμματος [Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας/SED], μέλος του οποίου ήταν και ο ίδιος. Πολεμήθηκε για την κριτική του αυτή στάση, ακόμη και αν ποτέ δεν αποζήτησε τις καπιταλιστικές σχέσεις ως εναλλακτική οικονομική-πολιτική λύση. Αντιθέτως ανήκε σε εκείνους που αναζητούσαν και επεδίωκαν έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ. [...] Εξίσου κριτικά στέκεται ο συγγραφέας μέχρι σήμερα απέναντι στην αδικία και στη βαρβαρότητα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή».
 

Γιάννης Δρούγος, post it


Χαρτάκια. Παντού μικρά κίτρινα χαρτάκια post it που τα κολλάς για να σου υπενθυμίζουν τη ζωή σου.
 
Ν α  θ υ μ η θ ώ.
 
Ν α  μ η ν  ξ ε χ ά σ ω να θυμηθώ: Γενέθλια, γιορτές, επετείους, ονόματα, ημερομηνία δόσης δανείου, νοίκι, ρεύμα, ασφάλιστρα αυτοκινήτου. Τελειώνουν τα ζυμαρικά στο ντουλάπι, τελείωσε το λάδι, τελείωσε το χαρτί υγείας. Ο μήνας έχει 15 κι έχω ξεμείνει πάλι.
 
Σήμερα ξύπνησα στραβά, αγαπημένο μου ημερολόγιο. Όλα μου φαίνονται βουνό. Τα μικρά, τα καθημερινά, τα ασήμαντα. Τίποτα δε μπορώ ν’ αντιμετωπίσω. Σηκώθηκα και στάθηκα στη μέση του σαλονιού, λες κι είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, ένα πράγμα. Έφτιαξα καφέ, άναψα τσιγάρο, έσβησα τσιγάρο, μπήκα για ένα κρύο ντους, να πέσει κρύο νερό στο κεφάλι μου να συνέλθω. Να θυμηθώ. Τι πρόβλημα έχω; Πού έχω να πάω; Κοιτάζω τα post it με τη σειρά. Α, βέβαια. Κυριακή 15 Απριλίου, να πάω να δω τον ξάδερφό μου τον Αλέκο στα Μέγαρα, έχει τα γενέθλιά του σήμερα. Τα πρώτα του γενέθλια μετά το χωρισμό του. Πρέπει να πάω, οφείλω να είμαι δίπλα του.
   Μαγικά τα κίτρινα χαρτάκια! Μου υπενθυμίζουν πόσο καλός άνθρωπος μπορώ να γίνω προσφέροντας αλληλεγγύη και συμπαράσταση την κατάλληλη ώρα και μέρα!
 
Είμαι κουρασμένος, αγαπητό μου ημερολόγιο. Εξουθενωμένος. Αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι. Παντού γύρω μου βλέμματα, βήματα και λέξεις που σέρνονται βαριά. Στέλνουμε ατελείωτα μηνύματα χωρίς αποστολέα σε ανύπαρκτο παραλήπτη. Χωρίς λόγο. Έτσι, για να ξορκίσουμε την αθλιότητα του εαυτού μας.
 
Ανοίγω λίγο τηλεόραση και παίζουν διαφημίσεις. Τηλεοπτικά σποτ μιας ζωής σ’ έναν άλλο πλανήτη: άνθρωποι ξεκούραστοι, ανέμελοι, χαμογελαστοί, όμορφοι, με καθαρά ρούχα και μαλακά κρεβάτια. Οικογένειες αγαπημένες γύρω απ’ το τραπέζι γευματίζουν μαζί και τα μούτρα τους στάζουν ευδαιμονία και αγάπη. Ήρωες χωρίς προβλήματα, αφού για κάθε τους πρόβλημα υπάρχει το κατάλληλο προϊόν να τους δώσει άμεσα τη λύση. Παλιότερα είχα γράψει σ’ ένα post it να θυμηθώ να μη βλέπω διαφημίσεις γιατί μου σκαλίζουν πληγές και με φέρνουν αντιμέτωπο με τη μιζέρια μου. Αλλά μου αρέσει κιόλας να παίρνω μάτι τις ξένες ζωές, με κάνει να θυμώνω και να ’χω ένα λόγο να παλεύω, μα έλα, που με πιάνει τα ήσυχα βράδια το παράπονο, γιατί να μην έχω το ένα τέταρτο της ζωής των άλλων, γαμώ την τύχη μου την άτυχη.
   Οι ήρωες των διαφημίσεων δεν έχουνε κατάθλιψη, δεν έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μια έξωση στο κοντινό μέλλον, η γκόμενά τους δεν τους παράτησε στα πρώτα οικονομικά ζόρια, δεν έχουνε ρέστα και λάθη να μετρήσουνε, δεν έχουν ανάγκη ν αποδείξουνε τίποτα σε κανέναν, δεν ψάχνουν να βρούνε δικαιολογίες, δεν φοβούνται να δούνε το είδωλό τους στον καθρέφτη, δεν τους κυβερνάνε άχρηστοι, δεν μονολογούνε μες στ’ άγρια χαράματα, δεν έχουνε τύψεις για τίποτα, δεν επιτρέπουνε στις βρισιές να εξουσιάζουν τις προσευχές τους, δεν μπερδεύουνε τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, δεν βάζουνε τα όνειρά τους στη ναφθαλίνη, δεν κάνουν εκπτώσεις στα συναισθήματα, δεν κουβαλάνε στους ώμους κληρονομιά οικογενειακών σταυρών, δεν τους έχει στοιχειώσει μια σύγκρουση τρένων, δεν έχουνε νεκρούς να τους κλαίνε εις τους αιώνας των αιώνων. Έχουν τέλειες μέρες και νύχτες, τέλειες οικογένειες, τέλεια σπίτια και δόντια που αστράφτουνε!
 
Επιθυμώ διακαώς, αγαπημένο μου ημερολόγιο, να χιμήξω να μπω μες στην οθόνη της τηλεόρασης, ν’ αρπάξω μια απ’ αυτές τις ηλίθιες, αυτάρεσκες καλλονές που πίνουνε μια γουλιά καφέ κι έπειτα χαμογελάνε σαν να βιώνουνε το πρώτο οργασμικό ρίγος, ν’ αρπάξω απ’ το σβέρκο κι εκείνους τους οικογενειάρχες των δευτερολέπτων που ταΐζουνε στο στόμα τη σύζυγο και τα παιδιά τους φρυγανιές με φρέσκο βούτυρο κι ακριβή μαρμελάδα, ανταλλάσσοντας ενθουσιώδεις καλημέρες και φιλαρέσκειες, να τους μπουκώσω το στόμα με χαρτάκια post it, να τους πνίξω, να τους σκοτώσω με μικρές σημειώσεις της άνοστης κι αποτυχημένης ζωής μου.
 
 
 
 
 
Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο», «Sense of forgiveness»,
«Η κόκκινη ομπρέλα» και «Δέντρο».
 
 
 
 
 
 
 





Κωνσταντῖνος Καβάφης, Η πόλις











Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κι είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις —
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
 
 
[1910*]