«Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῶ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα καὶ σῶσον μέ», θυμήθηκε κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της και της έκοψε την ανάσα. Κοίταξε φευγαλέα τη μέρα που έπαιρνε να δύει κι ύστερα επέστρεψε το βλέμμα στη φωτογραφία. Χάιδεψε με τον αντίχειρα το τζάμι της κορνίζας ακριβώς πάνω στα χαμογελαστά χείλη.
«Θυμάσαι, αγάπη μου; Ύμνους, αντί για παραμύθια. Η Μεγάλη Εβδομάδα, τα Άγια Πάθη, τα Πάθη όλου του κόσμου, έλεγες. Τόσες Μεγάλες Εβδομάδες, τόσες Αναστάσεις που περίμενα μάταια να επιστρέψεις. Άκουγα βήματα έξω απ’ το σπίτι μας, νύχτα Μεγάλου Σαββάτου μετά την Ανάσταση και πεταγόμουν νομίζοντας ότι γύρισες. Έπειτα κουράστηκα, αποδέχτηκα ότι εδώ είναι το σπίτι σου, μωρό μου, κάτω από αυτές τις πέτρες που παρήγγειλα απ’ το νησί μας, να σου στολίσουν τον κήπο σου. Γιορτές και καθημερινές έρχομαι να σου κάνω παρέα να μη νιώθεις μόνος και ξεχασμένος. Σήμερα έφερα ομπρέλα, είπαν ότι θα βρέξει, έχω μαζί μου την ομπρέλα να την ανοίξω, μη μου βραχείς. Τι έλεγα; Τελευταία, συχνά, όλο και πιο συχνά, το παθαίνω. Ξεκινάω να πω κάτι και μονίμως καταλήγω να λέω κάτι άλλο. Χάνω τον ειρμό μου, θολώνει το μυαλό μου. Μη με παρεξηγείς. Είναι που έχω τόσα να σου λέω, είναι που μιλάω μονάχα εγώ, είναι που μου λείπεις τόσο πολύ, που θέλω να αρχίσω να ουρλιάζω στα καλά καθούμενα, είναι που δεν με συγχωρώ που εγώ ζω ακόμα, είναι που χάθηκε η σειρά των αποχωρήσεων, είναι που δεν θέλω να μιλάω σε κανέναν άλλο έτσι όπως μονάχα σε σένα μπορώ να μιλάω, ανοιχτά, γιατί μόνο εσύ με καταλαβαίνεις απόλυτα, ενώ όλοι οι άλλοι προσποιούνται και γνέφουν συγκαταβατικά δήθεν ότι με καταλαβαίνουν, ενώ δεν καταλαβαίνουν τίποτα, γιατί με αγνοούν, γιατί σκέφτονται τα δικά τους: τη γιορτή που θα τους βρει όλους μαζί, τις βόλτες, τα γέλια, τη θεραπεία της λύπης, τα καινούργια ρούχα, το καινούργιο κινητό, ακίνητο, αυτοκίνητο, τα σχέδια για τις επόμενες γιορτές. Δίψα και διάθεση για ζωή δεν λέγεται αυτό; Τους μισώ , δεν σ’ το κρύβω. Γιατί έχουν όσα δεν έχω. Γιατί εγώ, παιδί μου, τα έχασα όλα όταν σ’ έχασα. Μόλις θυμήθηκα αυτό το σημαντικό που ήθελα απ’ την αρχή να σου πω. Τα έχω τακτοποιήσει όλα και είμαι έτοιμη να έρθω μαζί σου, να είμαστε ξανά μαζί, όπως πριν το κακό. Με τα μάτια και τα χέρια ενωμένα. Να σε κρατήσω ξανά, όπως την πρώτη φορά που σε κράτησα στα χέρια μου σαν ακριβό κρύσταλλο με αγάπη».
Γέρνει το κεφάλι της στο σταυρό. Κάτι ψιθυρίζει. Αρχίζει να βρέχει. Ανοίγει την κόκκινη ομπρέλα πάνω απ’ το μνήμα. Κλείνει τα μάτια και αφήνει τις σταγόνες να τρέξουν στα μαλλιά και στο πρόσωπό της. Όταν λίγα λεπτά μετά τα ξανανοίγει, το τοπίο γύρω της έχει αλλάξει, έχει ομίχλη, έχει νύχτα. Ακούγεται ο ήχος του παλμογράφου. Ακούγεται μια πόρτα που ανοίγει και μαλακά βήματα. Η ομίχλη διαλύεται. Διακρίνει στο χέρι της μια σειρά σωληνώσεις πάνω στο δέρμα. Κι ένα χέρι αντρικό ν’ αγγίζει το δικό της και να ψηλαφεί τους χάρτες των φλεβών. Δ ά χ τ υ λ α που μπλέκονται και πλέκουν λαχτάρα, ζωή, επιστροφή και Ανάσταση.
«Είμαι εδώ», ακούγεται η φωνή του σαν ψαλμός.
«Θυμάσαι, αγάπη μου; Ύμνους, αντί για παραμύθια. Η Μεγάλη Εβδομάδα, τα Άγια Πάθη, τα Πάθη όλου του κόσμου, έλεγες. Τόσες Μεγάλες Εβδομάδες, τόσες Αναστάσεις που περίμενα μάταια να επιστρέψεις. Άκουγα βήματα έξω απ’ το σπίτι μας, νύχτα Μεγάλου Σαββάτου μετά την Ανάσταση και πεταγόμουν νομίζοντας ότι γύρισες. Έπειτα κουράστηκα, αποδέχτηκα ότι εδώ είναι το σπίτι σου, μωρό μου, κάτω από αυτές τις πέτρες που παρήγγειλα απ’ το νησί μας, να σου στολίσουν τον κήπο σου. Γιορτές και καθημερινές έρχομαι να σου κάνω παρέα να μη νιώθεις μόνος και ξεχασμένος. Σήμερα έφερα ομπρέλα, είπαν ότι θα βρέξει, έχω μαζί μου την ομπρέλα να την ανοίξω, μη μου βραχείς. Τι έλεγα; Τελευταία, συχνά, όλο και πιο συχνά, το παθαίνω. Ξεκινάω να πω κάτι και μονίμως καταλήγω να λέω κάτι άλλο. Χάνω τον ειρμό μου, θολώνει το μυαλό μου. Μη με παρεξηγείς. Είναι που έχω τόσα να σου λέω, είναι που μιλάω μονάχα εγώ, είναι που μου λείπεις τόσο πολύ, που θέλω να αρχίσω να ουρλιάζω στα καλά καθούμενα, είναι που δεν με συγχωρώ που εγώ ζω ακόμα, είναι που χάθηκε η σειρά των αποχωρήσεων, είναι που δεν θέλω να μιλάω σε κανέναν άλλο έτσι όπως μονάχα σε σένα μπορώ να μιλάω, ανοιχτά, γιατί μόνο εσύ με καταλαβαίνεις απόλυτα, ενώ όλοι οι άλλοι προσποιούνται και γνέφουν συγκαταβατικά δήθεν ότι με καταλαβαίνουν, ενώ δεν καταλαβαίνουν τίποτα, γιατί με αγνοούν, γιατί σκέφτονται τα δικά τους: τη γιορτή που θα τους βρει όλους μαζί, τις βόλτες, τα γέλια, τη θεραπεία της λύπης, τα καινούργια ρούχα, το καινούργιο κινητό, ακίνητο, αυτοκίνητο, τα σχέδια για τις επόμενες γιορτές. Δίψα και διάθεση για ζωή δεν λέγεται αυτό; Τους μισώ , δεν σ’ το κρύβω. Γιατί έχουν όσα δεν έχω. Γιατί εγώ, παιδί μου, τα έχασα όλα όταν σ’ έχασα. Μόλις θυμήθηκα αυτό το σημαντικό που ήθελα απ’ την αρχή να σου πω. Τα έχω τακτοποιήσει όλα και είμαι έτοιμη να έρθω μαζί σου, να είμαστε ξανά μαζί, όπως πριν το κακό. Με τα μάτια και τα χέρια ενωμένα. Να σε κρατήσω ξανά, όπως την πρώτη φορά που σε κράτησα στα χέρια μου σαν ακριβό κρύσταλλο με αγάπη».
Γέρνει το κεφάλι της στο σταυρό. Κάτι ψιθυρίζει. Αρχίζει να βρέχει. Ανοίγει την κόκκινη ομπρέλα πάνω απ’ το μνήμα. Κλείνει τα μάτια και αφήνει τις σταγόνες να τρέξουν στα μαλλιά και στο πρόσωπό της. Όταν λίγα λεπτά μετά τα ξανανοίγει, το τοπίο γύρω της έχει αλλάξει, έχει ομίχλη, έχει νύχτα. Ακούγεται ο ήχος του παλμογράφου. Ακούγεται μια πόρτα που ανοίγει και μαλακά βήματα. Η ομίχλη διαλύεται. Διακρίνει στο χέρι της μια σειρά σωληνώσεις πάνω στο δέρμα. Κι ένα χέρι αντρικό ν’ αγγίζει το δικό της και να ψηλαφεί τους χάρτες των φλεβών. Δ ά χ τ υ λ α που μπλέκονται και πλέκουν λαχτάρα, ζωή, επιστροφή και Ανάσταση.
«Είμαι εδώ», ακούγεται η φωνή του σαν ψαλμός.
Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο» και «Sense of forgiveness».
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο» και «Sense of forgiveness».