Aldo Palazzeschi, Ποιος είμαι;


Foto_by_Henry_Azuil

Είμαι άραγε κάποιος ποιητής;

Όχι, βέβαια.

Δεν γράφει παρά μια λέξη, εντελώς παράξενη,

η πένα της ψυχής μου:

«τρέλα».

Είμαι επομένως κάποιος ζωγράφος;

Ούτε κι αυτό.

Δεν έχει παρά ένα χρώμα

η παλέτα της ψυχής μου:

«μελαγχολία».

Κάποιος μουσικός, επομένως;

Επ’ ουδενί.

Δεν υπάρχει παρά μια νότα

στην ταστιέρα της ψυχής μου:

«νοσταλγία».

Είμαι επομένως…τι;

Βάζω έναν μεγεθυντικό φακό

μπροστά απ’ την καρδιά μου

για να τη βλέπει ο κόσμος.

Ποιος είμαι;

Ο σαλτιμπάγκος της ψυχής μου.

     

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


palazzeschi_aldo-b Ο ποιητής Άλντο Παλατσέσκι [Aldo Palazzeschi] γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1885 και πέθανε στη Ρώμη το 1974. Το πραγματικό του όνομα ήταν Aldo Giurlani, αλλά από το 1905 άρχισε να υπογράφει με το επώνυμο της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας εμπόρων, σπούδασε λογιστική αλλά αφιερώθηκε στη συγγραφή. Το ποίημα "Ποιος είμαι;" [Chi sono?] συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Poemi, που κυκλοφόρησε το 1909. Ο Παλατσέσκι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές του 20ου αιώνα.

© Logotexnia21 + Archodia Kypriotou

Thomas Mann, Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή



Clara_Bow_by_booters

Σιωπή! Θα διεισδύσουμε σε μια ψυχή. Στα πεταχτά τρόπον τινά, επιτροχάδην και για κάνα δυο σελίδες μονάχα, διότι είμαστε τρομερά απασχολημένοι. Ερχόμαστε από τη Φλωρεντία, από παλαιά εποχή· εκεί ασχολούνται με έσχατες και δυσχερείς υποθέσεις. Κι εάν διευθετηθούν, - πού πηγαίνουμε; Στην αυλή ίσως, σε κάποιον βασιλικό πύργο, - ποιος ξεύρει; Παράξενα πράγματα που λαμπυρίζουν αμυδρά είν’ έτοιμα ν’ αποκατασταθούν… Άννα, φτωχή, μικρή βαρόνη Άννα, δεν έχουμε χρόνο πολύ για εσένα! - -

Μέτρο τριών τετάρτων και τσουγκρίσματα ποτηριών, - οχλοβοή, αντάρα, ψίθυροι και βήματα χορού: μας γνωρίζουν, γνωρίζουν τη μικρή μας την αδυναμία. Είναι άραγε, επειδή εκεί παίρνει η οδύνη τα πλέον βαθιά, τα πλέον διψασμένα μάτια, που αρεσκόμαστε τόσο πολύ να συχνάζουμε μυστικά σε τόπους όπου η ζωή γιορτάζει τις απλοϊκές της τις γιορτές;

«Εύελπις», φώναξε ο βαρόνος Χάρρυ, ο ίλαρχος, σ’ ολάκερη την αίθουσα, ενώ έπαψε να χορεύει. Κρατούσε ακόμη με τον δεξή βραχίονα τη ντάμα του αγκαλιασμένη και στήριζε το αριστερό χέρι στο πλευρό. «Τούτο δεν είναι βαλς, αλλά πένθιμες κωδωνοκρουσίες, άνθρωπέ μου! Δεν έχετε παλμό στο σώμα σας· πελαγοδρομείτε κι αεροβατείτε απλώς. Να παίξει ο ανθυπολοχαγός φον Γκέλπζάτελ πάλι, για να βρούμε τον ρυθμό μας. Κατεβείτε, εύελπις! Χορέψτε, εάν είστε καλύτερος σ’ αυτό!»

Και ο εύελπις σηκώθηκε, χτύπησε τους πτερνιστήρες τον έναν με τον άλλον και άδειασε σιωπηλός το πόντιουμ στον ανθυπολοχαγό Γκέλπζάτελ, ο οποίος άρχισε πάραυτα να κρούει με τις μεγάλες και λευκές, τις διάπλατα τεντωμένες παλάμες του το πιάνο φόρτε κι αυτό να κουδουνίζει και να βουίζει.

Ο βαρόνος Χάρρυ, πάει να πει, είχε παλμό στο σώμα του, το μέτρο του βαλς και του εμβατηρίου, ευθυμία και υπερηφάνεια, ευτυχία, ρυθμό κι αίσθημα νικητή. Το σακάκι των ουσάρων με τα χρυσά δεσίματα ταίριαζε υπέροχα με το νεαρό, ξαναμμένο πρόσωπό του, το οποίο δεν έδειχνε ίχνος έγνοιας και περισυλλογής. Ήταν αναψοκοκκινισμένο, όπως συμβαίνει στους ξανθούς ανθρώπους, μολονότι τα μαλλιά της κεφαλής του και το μουστάκι του φάνταζαν καστανά, και τούτο ήταν κάτι το πικάντικο για τις κυρίες. Η ερυθρά ουλή επάνω απ’ τη δεξιά παρειά έδινε στο ειλικρινές ύφος του μιαν αγριωπή και θρασεία έκφραση. Δεν ήξευραν αν σήμαινε λαβωματιά ή πτώση απ’ τ’ άλογο, - εν πάση περιπτώσει κάτι τι μεγαλοπρεπές. Χόρευε σαν θεός.

Ο εύελπις όμως πελαγοδρομούσε κι αεροβατούσε, εάν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί η φράση του βαρόνου Χάρρυ με μεταφορική σημασία. Τα βλέφαρά του παραήταν πολύ μεγάλα, ούτως ώστε ουδέποτε μπορούσε ν’ ανοίξει τα μάτια του κανονικά· επίσης η στολή τού έπεφτε λίγο μπόλικη και του έπλεε στο σώμα, κι ένας Θεός ξεύρει πώς είχε καταλήξει στη στρατιωτική σταδιοδρομία. Είχε συμμετάσχει απλώς απρόθυμα σ’ εκείνο το γλέντι της λέσχης με τα «Χελιδόνια», αλλά είχε εν τούτοις έρθει, επειδή ούτως ή άλλως ήταν αναγκασμένος να έχει κατά νου να μην δίνει αφορμές· διότι πρώτον ήταν αστικής καταγωγής, και δεύτερον υπήρχε κάτι τι σαν βιβλίο του, κάποια σειρά φανταστικών ιστοριών, τις οποίες είχε γράψει ή συγγράψει, όπως λέγουν, ο ίδιος και τις οποίες μπορούσε ν’ αγοράσει ο καθείς στο βιβλιοπωλείο. Τούτο έμελλε να προκαλεί μια κάποια συγκεκριμένη δυσπιστία έναντι του ευέλπιδος.

Η αίθουσα της λέσχης των αξιωματικών στο Υψηλόδαμο ήταν μεγάλου μήκους και πλάτους, παραήταν ευρύχωρη όντως για τους τριάντα άνδρες που διασκέδαζαν τούτη τη βραδιά εκεί. Οι τοίχοι και το βάθρο των μουσικών ήταν στολισμένοι με ψεύτικους πλισέδες από γύψο βαμμένο κόκκινο, κι απ’ την κακόγουστη την οροφή κρέμονταν δυο γυριστοί πολυέλαιοι, στους οποίους έκαιγαν στραβά και στάζοντας τα κεριά. Αλλά το σανιδωτό το δάπεδο το έτριβαν ολάκερο το πρωινό επτά σε διατεταγμένη υπηρεσία ουσάροι, και στο τέλος κι οι ίδιοι οι κύριοι αξιωματικοί δεν μπορούσαν ν’ απαιτήσουν περισσότερα μεγαλεία σε μια πολίχνη, Άβδηρα και Κουρουνίτσα σαν το Υψηλόδαμο. Άλλωστε ό,τι μείωνε τη λάμψη της γιορτής αναπληρωνόταν από τη χαρακτηριστική, τη μαριόλικη ατμόσφαιρα που έδινε στη βραδιά τη φυσιογνωμία της, απ’ το απαγορευμένο κι υπεροπτικό συναίσθημα, να συνευρίσκεται κανείς με τα «Χελιδόνια». Ακόμη κι οι ανόητες οι ορντινάντσες κρυφογελούσαν με τρόπο κουτοπόνηρο, όταν τοποθετούσαν τις μπουκάλες καμπανίτη στους κάδους με τον πάγο δίπλα στα τραπεζάκια με τα λευκά καλύμματα, τα οποία ήταν στημένα στις τρεις πλευρές της αίθουσας, έκαμναν έναν γύρο με το βλέμμα τους, χαμήλωναν τα μάτια μειδιώντας, σαν υπηρετικό προσωπικό, το οποίο σιωπηλά και δίχως να φέρει ευθύνη παρέχει την επικουρία του σε κάποια τολμηρή παρεκτροπή, - τα πάντα εν όψει των «Χελιδονιών».

Των χελιδονιών, των χελιδονιών; - Καλά, εν συντομία, ήταν τα «Χελιδόνια της Βιέννης»! Τραβούσαν ανά τους τόπους σαν σμήνος ταξιδιάρικων πουλιών, ταξίδευαν, μάλλον τριάντα τον αριθμό, από πόλη σε πόλη κι εμφανίζονταν σε καφωδεία και θέατρα βαριετέ πέμπτης κατηγορίας, τραγουδώντας σε στάση ανέμελη με φωνές που αλάλαζαν και κελαηδούσαν το αγαπημένο τους και λαμπρό τραγούδι:

Σαν τα χελιδόνια ξαναρθούν,

Τότε θα ιδούν! Τότε θα ιδούν!

Ήταν ένα καλό τραγούδι, με ευνόητο χιούμορ, και το τραγουδούσαν με τις επιδοκιμασίες εκείνου του τμήματος του κοινού που διέθετε κατανόηση.

Έτσι είχαν έρθει τα «Χελιδόνια» στο Υψηλόδαμο και τραγουδούσαν στο ζυθοπωλείο του Γκούγκελφινκ. Φρουρά στρατοπέδευε στο Υψηλόδαμο, ένα ολάκερο σύνταγμα ουσάρων, κι επομένως είχαν κάθε δικαίωμα να προϋποθέτουν πως θα υπήρχε κάποιο βαθύτερο ενδιαφέρον στους έγκυρους τους κύκλους. Βρήκαν περισσότερα, βρήκαν ενθουσιασμό. Τό ’να βράδυ μετά τ’ άλλο κάθονταν οι ανύμφευτοι αξιωματικοί στα πόδια τους, άκουγαν το τραγούδι των χελιδονιών κι έπιναν εις υγείαν των κορασίδων τον ξανθό ζύθο του Γκούγκελφινκ· δεν πέρασε πολύς καιρός, και πήγαν κι οι νυμφευμένοι κύριοι, και μια βραδιά εμφανίστηκε ο συνταγματάρχης φον Ρούμλερ αυτοπροσώπως, παρακολούθησε το πρόγραμμα με τεταμένη συμμετοχή και τελικά εξέφρασε προς διάφορες πλευρές την ανεπιφύλακτη αναγνώρισή του για τα «Χελιδόνια».

Τότε όμως είχε ωριμάσει μεταξύ των ανθυπολοχαγών και των ίλαρχων το σχέδιο, να δημιουργηθεί κάποια οικειότητα με τα «Χελιδόνια», να προσκαλέσουν στη λέσχη κάποιες απ’ αυτές, τις δέκα ομορφότερες επί παραδείγματι, σε μιαν εύθυμη βραδιά μ’ αφρώδες κρασί κι ιλαρότητα. Οι ανώτεροι κύριοι δεν επιτρεπόταν να ξεύρουν τίποτε έναντι του κόσμου για την επιχείρηση κι ήταν αναγκασμένοι βαρεία τη καρδία να το αποκρύπτουν· αλλά δεν πήραν μέρος μονάχα οι ελεύθεροι ανθυπολοχαγοί, αλλά κι οι νυμφευμένοι υπολοχαγοί και ίλαρχοι, και μάλιστα (τούτο ήταν το γαργαλιστικό του πράγματος, το αληθινό εύρημα), και μάλιστα με τις κυρίες τους.

Κωλύματα κι ενδοιασμοί; Ο υπολοχαγός φον Λέφτσαν είχε βρει τον σοφό λόγο, πως για τους στρατιώτες τα κωλύματα κι οι ενδοιασμοί υφίστανται ακριβώς γι’ αυτό, για να τα υπερκερούν και να τους διασκεδάζουν! Κι ας φρικιούσαν οι αγαθοί κάτοικοι του Υψηλοδάμου, όταν θα πληροφορούνταν πως οι αξιωματικοί έφεραν σε επαφή τις κυρίες τους με τα «Χελιδόνια», - εκείνοι ασφαλώς δεν θα επέτρεπαν παρόμοια στους εαυτούς τους. Υφίσταται όμως ένα ύψος, υφίστανται θρασείες κι ανεξερεύνητες περιοχές της ζωής, στις οποίες είναι ήδη πάλι ελεύθερο να κάμνει κανείς ό,τι θα τον στιγμάτιζε και θα τον ατίμαζε σε βαθύτερες σφαίρες. Και μήπως δεν ήταν συνηθισμένοι οι έντιμοι εντόπιοι ν’ αναμένουν απ’ τους ουσάρους τους παντός είδους ασυνήθιστα; Οι αξιωματικοί περνούσαν έφιπποι τις ημέρες που είχε λιακάδα χαρά θεού απ’ τα πεζοδρόμια επάνω, όποτε τους ερχόταν: τούτο είχε συμβεί. Μια φορά, κατά το βράδυ, έπεσαν πυροβολισμοί στην πλατεία της Αγοράς, πράγμα που εξ ίσου μονάχα οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να είναι: και μήπως πέρασε από κανενός τον νου για τούτο να γογγύσει; Το κάτωθι ανέκδοτο έχει επανειλημμένως επιβεβαιωθεί.

Μία πρωία μεταξύ πέντε και έξι η ώρα ο ίλαρχος βαρόνος Χάρρυ διατελούσε εν διαθέσει ζωηρά επιστρέφοντας μαζί με κάποιους συναδέλφους από κάποια νυχτερινή διασκέδαση· ήταν ο ίλαρχος φον Χύνεμανν καθώς κι οι υπολοχαγοί κι ανθυπολοχαγοί Λε Μαιστρέ, ο βαρόνος Τρούξες, ο φον Τράουτενάου και ο φον Λίχτερλω. Όταν οι κύριοι περνούσαν την Παλαιά Γέφυρα, τους απάντησε ένας παραγιός του φούρναρη, ο οποίος έχοντας στον ώμο ένα μεγάλο καλάθι με κουλούρια και σφυρίζοντας ξέγνοιαστος το τραγούδι του, τραβούσε με τη δροσιά του πρωινού τον δρόμο του. «Δώσ’ τα ’δώ!», φώναξε ο βαρόνος Χάρρυ, άρπαξε το καλάθι απ’ το χερούλι, το στροβίλισε τόσο επιδέξια, ώστε δεν του έπεσε μήτε ένα κουλούρι, τρεις φορές γύρω-γύρω και το εξακόντισε ύστερα σε μιαν απόσταση, η οποία έδειξε τη δύναμη του βραχίονά του, πέρα μακριά στα θολά νερά. Ο παραγιός του φούρναρη, μαρμαρωμένος κατ’ αρχάς από τον φόβο, σήκωσε ύστερα, όταν είδε τα κουλούρια του να πλέουν και να βυθίζονται, ψηλά τα χέρια με κραυγές θρηνητικές και χειρονομούσε σαν απελπισμένος. Αφού οι κύριοι ευφράνθηκαν λίγο χρόνο με τον παιδικό φόβο του, ο βαρόνος Χάρρυ τού έριξε ένα νόμισμα, το οποίο ξεπερνούσε σε αξία το περιεχόμενο του καλαθιού κατά το τριπλάσιο, οπότε γελώντας συνέχισαν οι αξιωματικοί την επιστροφή τους. Τότε κατάλαβε το αγόρι πως είχε να κάμει με ανθρώπους ευγενείς, και σώπασε…

Τούτη την ιστορία την έπιασε γρήγορα στο στόμα του ο κόσμος, αλλά ας τολμούσε κανείς να κάμει μούτρα για αυτό! Χαμογελώντας ή τρίζοντας τα δόντια τους – την αποδέχτηκαν απ’ τον βαρόνο Χάρρυ και τους συναδέλφους του. Κύριοι ήταν αυτοί! Κύριοι υπεράνω του Υψηλοδάμου! Κι έτσι οι κυρίες των αξιωματικών συνευρέθηκαν με τα «Χελιδόνια». –

Φάνηκε πως ο εύελπις δεν τα κατάφερνε καλύτερα στον χορό απ’ ό,τι στην εκτέλεση του βαλς, διότι πήγε, δίχως ν’ αναζητήσει ντάμα, και κάθισε με μιαν υπόκλιση σ’ ένα απ’ τα τραπεζάκια, δίπλα στη μικρή βαρόνη Άννα, τη σύζυγο του βαρόνου Χάρρυ, στην οποία απηύθυνε μερικές δειλές κουβέντες. Να συνομιλήσει με τα «Χελιδόνια» αδυνατούσε ο νεαρός ο άνδρας. Ένιωθε έναν αληθινό φόβο για εκείνες, αφού έβαζε με τον νου του πως τούτο το είδος των κορασίδων εκείνον, ό,τι κι εάν έλεγε αυτός, θα τον κοίταζε παράξενα· και τούτο τον πονούσε τον εύελπι. Αφού όμως σ’ εκείνον, σύμφωνα με το είδος των πολλών νωθρών και αχρησίμευτων φύσεων, ακόμη και η χείριστη μουσική τού προκαλούσε μια διάθεση λακωνικότητας, βαρυθυμίας και σκεπτικισμού, και η βαρόνη Άννα, της οποίας αυτός της ήταν παντελώς αδιάφορος, έδινε απλώς αφηρημένες απαντήσεις, σώπασαν σύντομα κι οι δυο και περιορίστηκαν μ’ ένα κάπως ανέκφραστο και κάπως παραμορφωμένο χαμόγελο, το οποίο παραδόξως πώς το είχαν και οι δυο τους, να κοιτάζουν του χορού τα λικνίσματα και τους κύκλους.

Τα κεριά των πολυελαίων τρεμόλαμπαν κι έσταζαν τόσο πολύ, που είχαν εντελώς παραμορφωθεί από τα στρεβλά και σχεδόν στερεοποιημένα τρεξίματα της στεαρίνης, κι από κάτω τους περιστρέφονταν και ολίσθαιναν τα ζευγάρια υπό του ανθυπολοχαγού Γκέλπζάτελ τους ρυθμούς που άναβαν φωτιές. Πιέζοντας τις μύτες προς τα κάτω έκαμναν τα πόδια βήματα μεγάλα, στρέφονταν μ’ ελαστικότητα και σύρονταν παραπέρα. Τα μακριά τα σκέλη των κυρίων κάμπτονταν λίγο, μαζεύονταν κι απλώνονταν, εκτινάσσονταν και συνέχιζαν να στροβιλίζονται. Οι φούστες ανέμιζαν. Τα πολύχρωμα σακάκια των ουσάρων περιδινούνταν, και με μια φιλήδονη κλίση της κεφαλής έγερναν οι κυρίες τις μέσες τους στων χορευτών τις αγκάλες.

Ο βαρόνος Χάρρυ κρατούσε ένα εκπληκτικά όμορφο «Χελιδόνι» αρκετά σφιχτά στο στήθος του με τα δεσίματα, έχοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της και κοιτάζοντάς την κατ’ ευθείαν μες στα μάτια. Το χαμόγελο της βαρόνης Άννας ακολουθούσε το ζευγάρι. Εκεί στριφογυρνούσε ο κομψός ανθυπολοχαγός φον Λίχτερλω μαζί του ένα κοντό, παχύ, στρογγύλο σαν σφαίρα «Χελιδόνι» μ’ ένα ασυνήθιστο ντεκολτέ. Κάτω όμως απ’ τον έναν τον πολυέλαιο χόρευε αληθινή κι ειλικρινής η κυρία ίλαρχου φον Χύνεμανν, η οποία πάνω απ’ όλα τα πράγματα αγαπούσε τον καμπανίτη, κάμνοντας κύκλους εντελώς ανιδιοτελώς μ’ ένα τρίτο «Χελιδόνι», ένα γλυκούλικο πλάσμα με φακίδες, που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απ’ την ασυνήθιστη την τιμή κατά πολύ. «Αγαπητή βαρόνη», εκφράστηκε αργότερα η κυρία φον Χύνεμανν στην κυρία υπολοχαγού φον Τρούξες, «τούτες οι κορασίδες δεν είναι καθόλου αμόρφωτες, σας μετρούν στα δάχτυλα όλες τις φρουρές του ιππικού στο βασίλειο.» Αυτές χόρευαν η μία με την άλλη, επειδή ήταν υπεράριθμες δύο κυρίες, και δεν παρατήρησαν καθόλου πως οι πάντες αποσύρονταν σιγά-σιγά απ’ το επίκεντρο, για να τις αφήσουν εντελώς μονάχες να επιδεικνύονται. Εν τέλει το πρόσεξαν εν τούτοις και στάθηκαν η μια δίπλα στην άλλη καταμεσής της αίθουσας, με γέλωτες, χειροκροτήματα και ζητωκραυγές να τις κατακλύζουν παντελώς…

Ύστερα ήπιαν όλοι καμπανίτη, και οι ορντινάντσες πήγαιναν με τα λευκά τα γάντια τους από τραπέζι σε τραπέζι, για να κερνούν. Ύστερα όμως έπρεπε να τραγουδήσουν τα «Χελιδόνια» γι’ άλλη μια φορά, παντελώς αδιάφορο, έπρεπε να το κάμουν, είτε κοντανάσαιναν πλέον είτε όχι!

Σε μια σειρά στάθηκαν επάνω στο πόντιουμ, το οποίο έπιανε τη μια στενή πλευρά της αίθουσας, κι έκαμναν γλυκά ματάκια. Οι ώμοι κι οι βραχίονές τους ήταν γυμνοί, και τα κοστούμια τους ήταν φτιαγμένα έτσι, ώστε έδειχναν ανοιχτόγκριζα γελέκα με πιο σκουρόχρωμα φράκα με ουρές χελιδονιών από πάνω. Επιπλέον φορούσαν γκρίζες κάλτσες κι ανοιχτά υποδήματα με πολύ ψηλά τακούνια. Ήταν ξανθές και μελαχρινές, καλοσυνάτες τροφαντές και κάποιες ενδιαφέρουσας ισχνότητας, κάποιες με εντελώς χαρακτηριστικά θαμπές, κατακόκκινες παρειές και άλλες, οι οποίες ήταν στο πρόσωπο τόσο άσπρες σαν κλόουν. Αλλά η ομορφότερη απ’ όλες ήταν η μικρή, η καστανή με τους παιδικούς βραχίονες και τ’ αμυγδαλωτά περιγραμμένα μάτια, με την οποία τώρα δα χόρευε ο βαρόνος Χάρρυ. Και η βαρόνη Άννα έβρισκε πως τούτη ήταν η ομορφότερη, και συνέχιζε να χαμογελά.

Τώρα τραγουδούσαν τα «Χελιδόνια», κι ο ανθυπολοχαγός φον Γκέλπζάτελ τις συνόδευε, στρέφοντας προς το μέρος τους το κεφάλι με τον κορμό του γερμένο προς τα πίσω κι αγγίζοντας συγχρόνως με τους διάπλατα ανοιγμένους βραχίονές του τα πλήκτρα. Τραγουδούσαν με μια φωνή πως είναι τάχα ελεύθερα πουλιά, που έχουν ήδη ταξιδέψει σ’ ολάκερο τον κόσμο και πως κλέβουν όλες τις καρδιές, όταν πετούν και φεύγουν. Τραγουδούσαν ένα άκρως μελωδικό τραγούδι, το οποίο άρχιζε με τα λόγια:

Ναι, ναι, το στρατιωτικό,

πόσο πολύ το αγαπώ!

και τελείωνε επίσης εντελώς όμοια. Ύστερα όμως τραγούδησαν έπειτα από καταιγισμό παραγγελιών ακόμη μια φορά το τραγούδι των χελιδονιών, και οι κύριοι, οι οποίοι το ήξευραν ήδη από στήθους εξ ίσου καλά μ’ εκείνες, συμφωνούσαν ενθουσιασμένοι:

Σαν τα χελιδόνια ξαναρθούν,

Τότε θα ιδούν! Τότε θα ιδούν!

Η αίθουσα τρανταζόταν απ’ τα τραγούδια, απ’ τα γέλια και τα κουδουνίσματα και τα χτυπήματα των ποδιών με τους πτερνιστήρες, που κρατούσαν τον ρυθμό.

Και η βαρόνη Άννα γελούσε με την όλη φασαρία κι ευθυμία· είχε ήδη όλη τη βραδιά τόσο πολύ γελάσει, που το κεφάλι της κι η καρδιά της πονούσαν απ’ αυτό και θά ’χε κλείσει ευχαρίστως τα μάτια της να γαληνέψει και να μείνει στο σκοτάδι, εάν ο Χάρρυ δεν επιδείκνυε τόσο ζήλο για το πράγμα… «Απόψε είμαι χαρούμενη», είχε εκφραστεί πρωτύτερα, κάποια στιγμή, σαν να το πίστευε κι η ίδια, στην ομοτράπεζή της· τούτο όμως της απέφερε μία σιωπή κι ένα βλέμμα σκωπτικό, οπόταν κι αναλογίστηκε πως δεν είθισται μεταξύ των ανθρώπων να λέγονται τα τοιαύτα. Εάν ήταν κανείς χαρούμενος, τότε συμπεριφερόταν και ανάλογα· το να το διαπιστώνει και να το εκφράζει ήταν ήδη τολμηρό και παράξενο· το να πει όμως «Είμαι θλιμμένη» θα ήταν παντελώς αδύνατον.

Η βαρόνη Άννα είχε μεγαλώσει σε τόσο μεγάλη μοναχικότητα και ηρεμία, στο υποστατικό του πατέρα της στο πέλαγος, ώστε είχε ακόμη σε υπερβολικό βαθμό την τάση, να μην προσέχει τις αλήθειες αυτές, μολονότι φοβόταν μην ξενίζει τους ανθρώπους, και διακαώς επιθυμούσε να είν’ ακριβώς όπως κι οι άλλοι, για να την αγαπούν κι εκείνη λίγο… Είχε ωχρά χέρια και σταχτόξανθα μαλλιά, τα οποία παραήταν βαριά συγκριτικά με το στενό προσωπάκι της με τα λεπτεπίλεπτα οστά. Ανάμεσα στ’ ανοιχτόχρωμα τα φρύδια της υπήρχε μια κάθετη ρυτίδα, η οποία έδιδε στο χαμόγελό της κάτι τι το πιεσμένο και πληγωμένο…

Έτσι είχαν τα πράγματα μ’ αυτήν, που τον σύζυγό της τον αγαπούσε… Και να λείπουν οι γέλωτες! Τον αγαπούσε μάλιστα ακόμη και παρά την ιστορία με τα κουλούρια, τον αγαπούσε δειλά κι ελεεινά, μολονότι εκείνος την απατούσε και καθημερινά κακομεταχειριζόταν την καρδιά της σαν αγόρι, υπέφερε απ’ αγάπη για εκείνον σαν μια γυνή η οποία περιφρονεί τη δική της τη λεπτότητα κι αδυναμία και ξεύρει πως η δύναμη κι η ισχυρή ευτυχία έχουν το δίκαιο σ’ αυτήν τη γη. Ναι, αφοσιώθηκε σε τούτη την αγάπη και στα βάσανά της, όπως είχε αφοσιωθεί και στον ίδιον τον καιρό εκείνο, όταν σε κάποια σύντομη κρίση τρυφερότητας την είχε ζητήσει: με την άσβεστη λαχτάρα ενός μοναχικού κι ονειροπόλου πλάσματος για τη ζωή, το πάθος και του συναισθήματος τις θύελλες…

Μέτρο τριών τετάρτων και τσουγκρίσματα ποτηριών, - οχλοβοή, αντάρα, ψίθυροι και βήματα χορού: τούτος ήταν ο κόσμος του Χάρρυ και το βασίλειό του· κι ήταν το βασίλειο των ονείρων της, επειδή η ευτυχία ήταν εκεί, η συνήθεια, η αγάπη κι η ζωή.

Κοινωνικότητα! Άκακη, γιορταστική κοινωνικότητα, αποχαυνωτικό, εξευτελιστικό, πλανερό φαρμάκι γιομάτο άκαρπα θέλγητρα, λάγνα εχθρά του λογισμού και της γαλήνης, είσαι κάτι το τρομερό! – Εκεί καθόταν, τα βράδια και τις νύχτες, μαρτυρώντας από την κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της πλήρους κενότητας και μηδαμινότητας τριγύρω και της δεσπόζουσας συγχρόνως πυρετώδους έξαρσης συνεπεία του κρασιού, του καφέ, της αισθησιακής της μουσικής και του χορού, καθόταν κι έβλεπε πώς μάγευε ο Χάρρυ όμορφες και χαρούμενες γυναίκες, όχι επειδή τον έκαμναν εκείνες ιδιαίτερα ευτυχή, αλλά επειδή το απαιτούσε η δική του η ματαιοδοξία να επιδεικνύεται ενώπιον των ανθρώπων με εκείνες, όπως κάποιος ευτυχής ο οποίος είναι καλοζωισμένος, επ’ ουδενί αποκλεισμένος, μην γνωρίζοντας καμμίαν αποθυμιά… Πόσο κακό τής έκαμνε εκείνη η ματαιοδοξία, και πόσο αυτή εν τούτοις την αγαπούσε! Πόσο γλυκό ήταν ν’ ανακαλύπτει πως εκείνος έδειχνε ωραίος, νέος, μεγαλοπρεπής και σαγηνευτικός! Πώς η αγάπη των άλλων για ’κείνον έκαμνε τη δική της να φλέγεται βασανιστικά!… Κι όταν παρέρχονταν αυτά, όταν στο τέλος μιας γιορτής, που αυτή την περνούσε γύρω απ’ το άτομό του μ’ απόγνωση και μ’ οδύνη, εκείνος το παραέκαμνε με τ’ αδαή κι εγωιστικά εγκώμια εκείνων των ωρών, τότε έρχονταν εκείνες οι στιγμές, όπου το μίσος της κι η περιφρόνησή της γίνονταν ίσα με την αγάπη της, όπου εκείνη τον έλεγε «ανθρωπάκι» και «παιδαρέλλι» μέσα στην καρδιά της κι επιζητούσε με τη σιωπή να τον τιμωρήσει, με γελοία, απεγνωσμένη σιωπή…

Τα λέγουμε καλά, μικρή βαρόνη Άννα; Να πούμε τι κρύβεται πίσω απ’ το φτωχό σου το χαμόγελο, ενόσω τραγουδούν τα «Χελιδόνια»; - Και θά ’ρθει ’κείνη η άθλια κι αναξιοπρεπής κατάσταση στην οποία εσύ θα κείτεσαι στην κλίνη σου κατά το πρωί έπειτα από την άκακη την κοινωνικότητα και θα σπαταλάς τις πνευματικές σου τις δυνάμεις με το να συλλογίζεσαι τους αστεϊσμούς, τα ευφυολογήματα, τις καλές τις αποκρίσεις που θα έπρεπε να είχες βρει, για νά ’σαι αξιαγάπητη, και που δεν βρήκες. Και θά ’ρθουν ’κείνα τα όνειρα γύρω στα χαράματα, που εσύ, αποκαμωμένη από τον πόνο, στον ώμο του θα κλαίγεις, και που εκείνος θα επιζητήσει να σε παρηγορήσει με κάποιο απ’ τα κενά, τα ευγενικά, τα συνηθισμένα τα λόγια του κι εσένα ξαφνικά θα σε πλημμυρίσει και θα σε κάμει να αισχύνεσαι ο παραλογισμός που έγκειται στο ότι στον ώμο του για όλον τον κόσμο κλαίγεις…

Κι εάν αρρώσταινε εκείνος, ψέματα; Μαντεύουμε σωστά πως από μια μικρή, αδιάφορη κακοδιαθεσία απ’ τη δική του την πλευρά εσένα σου ανοίγεται ένας ολάκερος κόσμος όνειρα, στα οποία τον βλέπεις ως τον δικό σου πάσχοντα κλινήρη, στα οποία εκείνος κείτεται ανήμπορος και καταβεβλημένος ενώπιόν σου και εν τέλει, εν τέλει σου ανήκει; Ντροπή να μην αισθάνεσαι! Αποστροφή να μην νιώθεις! Ο καημός βγαίνει ολίγον τι άσχημα ενίοτε, - εμείς το ξεύρουμε, το βλέπουμε, αχ, φτωχή, μικρή ψυχή, άλλα εντελώς περιμέναμε απ’ τα ταξίδια μας! Αλλά για τον νεαρό τον εύελπι με τα πολύ μεγάλα βλέφαρα θα μπορούσες λιγάκι να γνοιαστείς, εκείνος που κάθεται δίπλα σου και που ευχαρίστως θα συνένωνε τη μοναχικότητά του με τη δική σου. Γιατί τον αποστέργεις; Γιατί τον περιφρονείς; Επειδή αυτός είν’ απ’ τον κόσμο τον δικό σου κι όχι από τον άλλον, όπου δεσπόζει ευθυμία κι υπερηφάνεια, ευτυχία, ρυθμός κι αίσθημα νικητή; Ασφαλώς, είναι δύσκολο στον έναν τον κόσμο να μην είσαι σαν στο σπίτι σου και μήτε και στον άλλον, - εμείς το ξεύρουμε! Δεν υπάρχει όμως συμφιλίωση καμμία…

Οι επιδοκιμασίες αντήχησαν μαζί με τον επίλογο του ανθυπολοχαγού φον Γκέλπζάτελ, - τα «Χελιδόνια» είχαν τελειώσει. Δίχως να χρησιμοποιούν τα σκαλοπάτια, πηδούσαν από το πόντιουμ κάτω, με γδούπους και με ταλαντεύσεις, κι οι κύριοι σπρώχνονταν, για να τις βοηθήσουν. Ο βαρόνος Χάρρυ βοήθησε τη μικρή, την καστανή με τους παιδικούς βραχίονες, το έκαμε διεξοδικά και με κατανόηση. Έζωσε με το έναν του τον βραχίονα τους μηρούς της και με τον άλλον τη μέση της, πήρε τον χρόνο του, για να την αποθέσει, και την κουβάλησε σχεδόν ως το τραπεζάκι με τον καμπανίτη, όπου γέμισε το ποτήρι της, μέχρι που ξεχείλισε, και τσούγκρισε μαζί της, αργά-αργά και όλο υπονοούμενα, κοιτάζοντάς την μ’ ένα αφηρημένο κι επίμονο χαμόγελο μες στα μάτια. Είχε πιει πολύ, κι η ουλή φάνταζε κατακόκκινη στο άσπρο του μέτωπο, το οποίο έκαμνε μεγάλη αντίθεση με το ξαναμμένο το πρόσωπό του· ήταν όμως ευδιάθετος κι ανέμελος, απολύτως εύθυμα αναστατωμένος κι ανέφελος από το πάθος.

Το τραπέζι ήταν απέναντι από ’κείνο της βαρόνης Άννας, στην απέναντι μακριά πλευρά της αίθουσας, κι ενώ εκείνη αντάλλασσε κάποια αδιάφορα λόγια με κάποιον κοντά της, αφουγκραζόταν διψασμένη το γέλιο εκεί απέναντι, παρακολουθούσε αδιάντροπα και στα κλεφτά την κάθε μία κίνηση, - σ’ εκείνη την παράξενη κατάσταση γιομάτη επώδυνη υπερένταση, που επιτρέπει σε κάποιον μηχανικά και κρατώντας όλους τους κοινωνικούς τους τύπους να διατηρεί μία συζήτηση με κάποιο πρόσωπο και συγχρόνως να είναι πνευματικά εντελώς αλλού, πάει να πει σε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο παρατηρεί…

Μια ή δυο φορές τής φάνηκε σαν να συνάντησε το βλέμμα του μικρού «Χελιδονιού» το δικό της… Τη γνώριζε; Ήξευρε ποια ήταν; Πόσο ωραία ήταν! Πόσο θρασεία κι απερίσκεπτα ολοζώντανη και πλάνα! Εάν ο Χάρρυ την αγαπούσε, έλειωνε για ’κείνη, υπέφερε για ’κείνη, θα το συγχωρούσε, θα το καταλάβαινε, θα το συναισθανόταν. Και ξαφνικά ένιωσε πως η δική της η αποθυμιά για το μικρό «Χελιδόνι» ήταν πιο θερμή και πιο βαθειά απ’ του Χάρρυ.

Το μικρό «Χελιδόνι»! Μεγαλοδύναμε, την έλεγαν Έμμυ κι ήταν βαθύτατα κοινή. Αλλά ήταν θαυμάσια με τις μαύρες τις τούφες των μαλλιών της, που τύλιγαν το μεγάλο, λάγνο πρόσωπο, με τα σκούρα περιγραμμένα μάτια τ’ αμυγδαλωτά, το μεγάλο στόμα της όλο λευκά δόντια αστραφτερά και με τους καστανούς, τους αβρά και δελεαστικά σχηματισμένους βραχίονές της· και τ’ ωραιότερο σ’ αυτήν ήταν οι ώμοι της, οι οποίοι σε κάποιες κινήσεις συγκεκριμένες στρέφονταν μέσα στις αρθρώσεις μ’ έναν ασύγκριτα ευλύγιστο τρόπο… Ο βαρόνος Χάρρυ ήταν όλος ενδιαφέρον για ’κείνους τους ώμους· δεν ήθελε μήτε ν’ ακούσει καν πως θα τους κάλυπτε, αλλά διεξήγε θορυβώδη μάχη για το σάλι, το οποίο της είχε σφηνωθεί στο κεφαλάκι της να το φορέσει, - και μ’ όλ’ αυτά κανείς δεν πρόσεξε απ’ άκρη σ’ άκρη, μήτε ο βαρόνος Χάρρυ, μήτε η σύζυγός του, μήτε και κανένας άλλος, πως εκείνο το μικρό, το παραμελημένο πλάσμα, το οποίο το κρασί το έκαμνε συναισθηματικό, ολάκερο το βράδυ κοίταζε λιγωμένα τον εύελπι απέναντι, ο οποίος είχε εκδιωχθεί πρωτύτερα από το κλειδοκύμβαλο ελλείψει ευρυθμίας. Τα γλαρωμένα τα μάτια του και ο τρόπος του παιξίματός του την είχαν θαμπώσει, της φαινόταν ευγενής, ποιητικός κι από κάποιον άλλον κόσμο, ενώ η υπόσταση κι η φύση του βαρόνου Χάρρυ της φάνταζαν υπερβολικά γνώριμες και πληκτικές, κι ήταν πολύ δυστυχής και όλο στενοχώρια, που ο εύελπις απ’ τη δική του την πλευρά δεν της έδινε το παραμικρό σημάδι αγάπης…

Τα κατά πολύ καμένα κεριά έκαιγαν θαμπά μέσα στον καπνό των σιγαρέτων που ήταν αιωρούμενος σε καστανωπά στρώματα επάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μυρουδιά καφέ διαχεόταν στην αίθουσα. Μια άνοστη και βαρειά ατμόσφαιρα, γιορταστική αντάρα, αχνός κοινωνικότητας, που έγινε ασφυκτικός κι έφερνε σύγχυση από τα τολμηρά τ’ αρώματα των «Χελιδονιών», κάθισε επάνω απ’ όλα, τα τραπεζάκια με τα λευκά καλύμματα και τις παγωνιέρες του καμπανίτη, τους ξενυχτισμένους και περιχαρείς ανθρώπους και τα βουητά, τους γέλωτες, τα χαχανητά και τα ερωτικά τα πειράγματά τους.

Η βαρόνη Άννα δεν ομιλούσε πλέον. Η απόγνωση κι εκείνο το τρομερό το ταίριασμα αποθυμιάς, ζήλιας, αγάπης και αυτοπεριφρόνησης, το οποίο αποκαλούν ζηλοτυπία και το οποίο δεν θα υφίστατο, εάν ο κόσμος ήταν αγαθός, είχαν κάμει την καρδιά της υποχείριό τους τόσο πολύ, που εκείνη δεν είχε πλέον τη δύναμη να προσποιείται. Μακάρι να έβλεπε, τι της συνέβαινε, μακάρι να αισθανόταν ντροπή για ’κείνη, ώστε έστω ένα κάποιο αίσθημα, που θα σχετιζόταν μ’ εκείνη, στο στήθος του να γεννιόταν.

Κοίταζε απέναντι… Το παιγνίδι εκεί πέρα είχε παραγίνει ολίγον τι, κι οι πάντες τον παρακολουθούσαν με γέλια και περιέργεια. Ο Χάρρυ είχε σκαρφιστεί έναν καινούργιο τρόπο τρυφερής πάλης με το μικρό «Χελιδόνι». Επέμενε ν’ αλλάξει μαζί της δαχτυλίδια, και πιέζοντας τα γόνατά του στα δικά της, την κρατούσε ακίνητη στην καρέκλα, άρπαζε περίχαρης κι έπειτα από τρελό κυνήγι το χέρι της και προσπαθούσε ν’ ανοίξει τη μικρή, σφιγμένη γροθιά της. Εν τέλει υπερνίκησε εκείνος. Κι υπό τις θορυβώδεις επιδοκιμασίες της ομήγυρης της απέσπασε με πολύ κόπο το στενό δαχτυλίδι με τον όφι και πέρασε με το στανιό τη δική του τη βέρα θριαμβευτικά στο δάχτυλό της.

Τότε σηκώθηκε η βαρόνη Άννα. Θυμός και πόνος, η αποθυμιά, να πάει με τη θλίψη της για την αγαπημένη τη μικρότητά του να κρυφτεί στο σκοτάδι, η απεγνωσμένη επιθυμία, να τον τιμωρήσει μ’ ένα σκάνδαλο, κάπως να στρέψει την προσοχή του επάνω της, την κατέλαβαν. Χλωμή έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και πήγε διασχίζοντας την αίθουσα προς την πόρτα.

Προκλήθηκε κάποια αίσθηση. Σοβαροί και ξεμέθυστοι κοιτάζονταν όλοι. Κάνα δυο κύριοι φώναξαν με δυνατή φωνή τον Χάρρυ με τ’ όνομά του. Ο θόρυβος κόπασε.

Και τότε συνέβη κάτι τι εντελώς παράξενο. Το «Χελιδόνι» η Έμμυ λοιπόν πήρε με πλήρη αποφασιστικότητα το μέρος της βαρόνης Άννας. Θέλετε, διότι κάποιο εν γένει γυναικείο ένστικτο για τον πόνο και την πάσχουσα αγάπη καθόρισε τη συμπεριφορά της, θέλετε, διότι ο δικός της ο καημός για τον εύελπι με τα κουρασμένα βλέφαρα την έκαμε να δει στη βαρόνη Άννα μίαν αδελφή ψυχή, - η πράξη της προκάλεσε γενική κατάπληξη.

«Είστε χυδαίος!», είπε δυνατά μες στη δεσπόζουσα σιγή, σπρώχνοντας προς τα πίσω τον κατάπληκτο βαρόνο Χάρρυ. Τούτη τη μία πρόταση: «Είστε χυδαίος!» Κι ύστερα βρέθηκε με μιας δίπλα στη βαρόνη Άννα, η οποία κρατούσε ήδη το πόμολο της πόρτας.

«Συγχωρήστε με!», είπε τόσο σιγανά, σαν να μην άξιζε κανείς άλλος τριγύρω να τ’ ακούσει. «Ορίστε το δαχτυλίδι.» Και λέγοντας αυτό έβαλε τη βέρα του Χάρρυ στο χέρι της Άννας. Και ξαφνικά ένιωσε η βαρόνη Άννα το μεγάλο, ζεστό προσωπάκι της κορασίδας επάνω από ’κείνο το χέρι της κι ένα αβρό, εγκάρδιο φιλί να το καίει. «Συγχωρήστε με!», ψιθύρισε το μικρό «Χελιδόνι» άλλη μια φορά κι ύστερα έφυγε τρέχοντας.

Η βαρόνη Άννα όμως έστεκε απ’ έξω στο σκοτάδι, ζαλισμένη ακόμη, και περίμενε, μέχρι να πάρει εκείνο το απρόσμενο συμβάν μέσα της μορφή και νόημα. Κι ήρθε και μια κάποια ευτυχία, μια γλυκειά, θερμή και κρύφια ευτυχία έκλεισε τα μάτια της κάποια στιγμή…

Αρκεί! Ως εδώ και μη παρέκει! Δείτε όμως την πολύτιμη, τη μικρή τη λεπτομέρεια! Εκεί έστεκε, εντελώς σαγηνεμένη και μαγεμένη, επειδή κάποια περιπλανώμενη είχε κάμει την αποκοτιά, να της φιλήσει το χέρι!

Εμείς σε αφήνουμε, βαρόνη Άννα, σε φιλούμε στο μέτωπο, έχε ’γεια, αναχωρούμε με σπουδή μεγάλη! Μόνο κοιμήσου! Θα ονειρεύεσαι όλη τη νύχτα το «Χελιδόνι», που ήρθε κοντά σου, και θα είσαι λίγο ευτυχής.

Διότι μια κάποια ευτυχία, ένα μικρό ρίγος και μια μέθη ευτυχίας εγγίζει την καρδιά, όταν εκείνοι οι δυο κόσμοι μεταξύ των οποίων πλανάται πέρα-δώθε η αποθυμιά συνευρίσκονται σε κάποια σύντομη, απατηλή προσέγγιση.

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

Thomas Mann Το διήγημα του Thomas Mann "Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1904 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Die Neue Rundschau [Η Νέα Επιθεώρηση] στο Βερολίνο με τον τίτλο "Ein Glück. Studie" και συμπεριλήφθηκε δέκα χρόνια αργότερα στη συλλογή διηγημάτων Das Wunderkind [Το παιδί-θαύμα]. Η συγκεκριμένη μετάφραση είναι αφιερωμένη στη Λένα Κ. και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Τόμας Μανν Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο  του Τόμας Μανν, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του  Τόνιο Κραίγκερ. Ο Μάριο και ο μάγος, το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Επισκεφθείτε τη σελίδα της βιβλιοnet για τον Τόμας Μανν και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Alexandros Kypriotis

Elfriede Jelinek, Ο θάνατος και το κορίτσι


Foto by D&G campaign

Ωραία Κοιμωμένη

[Απόσπασμα]

Πριγκίπισσα: […] Κι εσείς έρχεστε τώρα εδώ και ισχυρίζεστε ότι είστε πρίγκιπας. Ωραία λοιπόν και μάλλον θα είστε κιόλας, αφού αυτή τη στιγμή φαίνομαι να έχω ξυπνήσει, κάτι που μόνο χάρη σε σας είναι δυνατόν, όπως μου είχε προμηνήσει κάποτε η κυρία Φ. Όποιος και να είστε εσείς, εγώ έτσι κι αλλιώς πρέπει να δεχτώ αυτό που παίρνω. Δεν παραμιλώ στον ύπνο μου, πού και πού ξυπνώ απ’ αυτόν. Και τώρα προφανώς έχω ξυπνήσει στ’ αλήθεια. Κι αυτή η κυρία Φ. με τις εικασίες της ότι η ψυχή μου δεν θα άντεχε μια φορά να μείνει για πολύ στο σώμα μου! Και για κάτι τέτοια ζητούν και χρήματα από πάνω αυτές οι μάντισσες, απίστευτο! Πώς θα το αντέξετε λοιπόν εσείς, αγαπητέ μου κύριε πρίγκιπα, αφού ούτε κι η ψυχή μου μια φορά δεν το έχει καταφέρει! Θέλετε να μου εξηγήσετε ποια είμαι εγώ, ενόσω εγώ ήδη προσπαθώ από εκείνο το φιλί να συμπεράνω ποιος είστε εσείς; Στο σημείο αυτό πάντως βρίσκομαι ένα βήμα πιο μπροστά από εσάς. Πρίγκιπας είναι απλά το όνομά σας ή είστε κιόλας; Ανοησίες. Πρέπει να είστε, βλέπε παραπάνω, διαφορετικά εγώ θα κοιμόμουν ακόμη. Όμως ποιος είστε στ’ αλήθεια; Ποια χώρα σκέφτεστε να κυβερνήσετε; Στοιχηματίζω τη δική μου. Γι' αυτό και εγώ τρυπήθηκα με το βελόνι ή ό,τι ήταν αυτό. Μάταια έστυβα το μυαλό μου να βρω την αιτία εκείνου του φριχτού πόνου, παρ’ όλο που το έβλεπα το βελόνι, εκείνο το μυτερό πράγμα ξέρετε. Και μετά έφυγα. Πάει. Σκοτάδι. Τέλος. Ποια είμαι. Πού είμαι. Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να είστε πρίγκιπας και υποτάσσομαι στην αλήθεια του Είναι σας. Ας είναι, πολλοί θα με φθονήσουν για σας και για μένα όμως, επειδή κι εγώ πριγκίπισσα είμαι. Εμφανίζομαι σε εξώφυλλα περιοδικών, αλλά ούτε κι αυτά μπορούν να μου αποδείξουν ποια είμαι. Ίσως όλοι οι άνθρωποι να είναι πριγκίπισσες και πρίγκιπες. Έτσι λένε οι παπάδες, και ο κόσμος, στους αγώνες του για επιβίωση, είναι τόσο ηλίθιος που τους πιστεύει. Όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω είναι πλέον ένας φράκτης από βάτα και αγριοτριανταφυλλιές. Είναι ήδη πάντως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Και οι ισχυροί είναι ανελέητοι απέναντί τους όπως η φύση απέναντι στη φύση. Θυμάμαι αμυδρά. Τριαντάφυλλα. Μπορεί κιόλας να προκαλεί ανασφάλεια σε κάποιους. Τι γράφει εδώ; Μια γυναίκα λέει: Ήταν μια μορφή τρέλας. Λέει: Χάρη σ' αυτόν ήλπιζα ότι θα μπορούσα επιτέλους να ζήσω. Λέει: Ήθελα να ζω μόνο γι’ αυτόν και ήταν λες και μέσω εκείνου είχα βρει επιτέλους την ψυχή μου, λες και χωρίς εκείνον να μην ήμουν τίποτα περισσότερο παρά ένα άδειο δοχείο και πρώτος εκείνος με γέμισε και μάλιστα με αγάπη. Μπράβο. Αυτή η γυναίκα μόλις δημιουργήθηκε και εγώ είμαι η πρώτη που τη συγχαίρω. Τώρα εκείνη κοιτάζει έναν άντρα και δείχνει να γνωρίζει ακριβώς με ποιον έχει να κάνει. Τώρα εκείνη ετοιμάζεται να τ’ αρπάξει όλα με μιας και για πάντα, αντί να αναμασά με ικανοποίηση αυτά που έχει και να χαίρεται τη δροσερή βοσκή. Και ρωτά την κατάκτησή της: Είσαι ακόμη ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν και χτες; Και θα είσαι κι αύριο ακόμη ο ίδιος; Μεθαύριο; Κι αφού εκείνος πια είναι όλη της η ψυχή, εκείνη θέλει να μάθει επιπλέον ποιος είναι; Απίστευτο. Κι αν αυτός αρνηθεί, όλα μέσα της θα καταρρεύσουν. Πάνω μου τουλάχιστον μπορεί να καταρρεύσει μόνον αυτός ο ελαφρύς φράχτης τύπου "φτιαξ' το μόνος σου". Επειδή όμως εσείς πρέπει να είστε ο Μr. Right και αυτός ο φράχτης από βάτα και αγριοτριανταφυλλιές από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθεί και θα πάρει ανθρώπινη μορφή, κάντε παρακαλώ ένα βήμα πίσω για να μην ποδοπατηθείτε, καθώς οι αυλικοί μου θα αλλάζουν τώρα κατά πάσα πιθανότητα σώματα και από τη μεγαλόσχημη μορφή, τη μορφή του φράχτη, θα γλιστρούν ξανά στην αρχική των σωμάτων τους. Ας ελπίσουμε οι είσοδοι να μην έχουν στο μεταξύ χτιστεί, διαφορετικά οι άνθρωποι οι καημένοι δε θα μπορούν πια να μπουν μέσα στις ίδιες τους τις σωματομορφές. Καθόλου ρόδινη περίπτωση, σας το λέω με βεβαιότητα, αν και από ρόδα φτιαγμένη. Να ξυπνάς από μια κατάσταση και να μη γνωρίζεις ακόμη ή να μη γνωρίζεις πια την άλλη, στην οποία πρέπει να μπεις. Παρατηρώ το ηλιοκαμένο σας πρόσωπο, κύριε Πρίγκιπα, το ζελέ στα σκούρα σας μαλλιά και τους μυς κάτω από το φανελάκι σας, αναζητώ τα γόνατα και τον πισινό σας μέσα στο φαρδύ παντελόνι του σερφ και ρωτώ: Είναι δυνατόν λοιπόν αυτό να είστε εσείς και να βρίσκεστε κάπου εκεί κάτω; Είναι δυνατόν να είστε εσείς εσείς; Είναι δυνατόν να είμαι εγώ εγώ; Είναι δυνατόν εσείς να εννοούσατε εμένα; Μάλλον έτσι θα' ναι, διαφορετικά δεν θα ήμασταν τώρα εδώ. Εννοώ: Αν εσείς δεν είχατε έρθει, κανείς από τους δυο μας δεν θα ήταν τώρα εδώ. Εννοώ: Αν εσείς δεν είχατε έρθει, δεν θα υπήρχα τώρα ούτε κι εγώ ή τουλάχιστον όχι ακόμη. Ευχαριστώ.

Πρίγκιπας: Μου είπαν να έρθω σε σας και να σας φιλήσω και να δω τότε τι θα συμβεί. Μόνο τότε θα έβλεπα τι είναι να κάνω. Λίγο πολύ ό,τι γίνεται πάντα. Αυτό που βλέπω μ’ αρέσει πολύ, άξιζε τον κόπο, όσο μπορώ να κρίνω ως τώρα. Εγώ είμαι η δύναμη. Όποιος μου πάει κόντρα χάνεται ο ίδιος, ειδικά όταν γίνεται επίμονος. Τι καλά που αμέσως αντιληφθήκατε ότι σε μένα μόνο χρωστάτε την ύπαρξή σας. Πως να το πω: Εγώ είμαι εγώ. Όπως γνωρίζετε, εγώ επίσης είμαι αυτός που είμαι. Τι να κάνουμε τώρα. Θα ήθελα πολύ να ήμουν ο Αιώνιος Ένας, ίσως και να είμαι, αφού ως τώρα ακόμη δεν έχω πεθάνει, άσε που έχω αναστήσει και μια νεκρή. Με ένα φιλί. Ωραίο ξύπνημα πρέπει να είναι: τόσο καιρό κουλουριασμένη, κρυμμένη και έπειτα το πρώτο που βλέπεις, ο Θεός. Εμένα. Εγώ! Εγώ! Είμαι ο Ανασταίνων εκ νεκρών. Ο χρόνος λέγεται και λέει επίσης: Εγώ, κι εγώ είμαι τώρα εδώ. Διαφορετικά κανείς. Αγαπημένη μου πριγκιποπούλα είμαι σίγουρος ότι μέχρι προ ολίγου, όταν ακόμη εσείς κοιμόσασταν κι ούτε τα νύχια δε σας έβαφαν, δεν μπορούσατε να δώσετε στο Είναι μου την παραμικρή ένδειξη ότι ήσασταν εδώ. Κι ούτε μπορούσατε να μου στείλετε μια καρτ ποστάλ, ένα γράμμα ή να με πάρετε ένα τηλέφωνο για το πού θα σας έβρισκα, αν και το κινητό μου ήταν συνεχώς ανοιχτό. Αυτό ακριβώς ήταν και το αστείο εδώ. Δεν έπρεπε να ξέρω πού είστε και παρ’ όλα αυτά εγώ σας βρήκα. Όντας ο μοναδικός. Άρα ΠΡΕΠΕΙ να είμαι πολύ απλά Θεός. Εκείνος που ξέρει όσα κανείς δεν ξέρει. Ενδεχομένως μάλιστα να σας έχω δημιουργήσει κι εγώ. Αν είμαι Θεός, το μπορώ. Ορίστε. Και τώρα κατήργησα επίσης τον χρόνο, γιατί όσο εσείς κοιμόσασταν για εκατό ολόκληρα χρόνια, είχατε φύγει, όπως μου το είχαν προβλέψει, τα οποία όμως για σας τώρα είναι παρελθόν, όχι όχι, μην ανησυχείτε, ο χρόνος δεν έφυγε. Αφού ο χρόνος δεν άφησε κανένα σημάδι επάνω σας θα πρέπει να ήσασταν στα χέρια του Θεού, στα χέρια εκείνα που σταμάτησαν τους δείκτες των ρολογιών. Ναι. Επειδή είμαι Θεός μπόρεσα λοιπόν τώρα που σας φίλησα να δώσω σήμα στο Είναι σας να ξανακουρδίσει το ρολόι και ν' αρχίσει να σας κυνηγάει σα λυσσασμένο σκυλί. Ας ξεκινήσει η γήρανση λοιπόν! Σε εκατό χρόνια δε θα υπάρχουν πια φιλιά, θα υπάρχει άφθονο λίφτινγκ! Τον χρόνο όμως δε θέλουμε εδώ βέβαια να τον δούμε ως αντίπαλο της αιωνιότητας, το πολύ πολύ ως αντίπαλο της γυναικείας ομορφιάς, γιατί εγώ ως Θεός μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι σκοπός μας δεν είναι η αιωνιότητα ούτε και η μικρή της αδελφή, η αιωνιότητα των αξιών. Ας πιάσουμε λοιπόν τη μάσκαρα όσο υπάρχει ακόμη χρόνος και ας το ρίξουμε στην αποκάλυψη, εννοώ στην κάλυψη των ρυτίδων. Γιατί φαίνεται ότι σας τα έχουν πει λάθος. Τον χρόνο κανείς δεν μπορεί να τον ξανασβήσει ή να τον ζωγραφίσει με φρέσκιες πινελιές από τη στιγμή που είναι εδώ. Κι όταν έρθει η ώρα μας μετανιώνουμε αίφνης που έχουμε σώμα, αν και πρώτα το υπεραγαπούσαμε. Γιατί σκοπός μας είναι μια ευχάριστη ζωή για την οποία θα μιλήσουν και θα μνημονεύσουν τα περιοδικά και η τηλεόραση. Στην αιωνιότητα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί κανείς να διηγηθεί. Τίποτα δεν μπορεί να συμβεί γιατί εκεί είναι πάντοτε παρόν και κανείς δεν μπορεί να διαβάσει τίποτα ως περασμένα. Είναι σίγουρα ευχάριστο για εσάς και για μένα που δεν χρειάζεται τούτη την στιγμή να εξετάσουμε τι μας επιφυλάσσει η αιωνιότητα, εννοώ ότι δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τι θα σήμαινε η αιωνιότητα για τη ζωή μας. Θα μπορούσε να σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή τα τινάζουμε ή ότι πρέπει αλλιώς να φιλιόμαστε μια αιωνιότητα, καθώς αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε ποτέ πια να τη σβήσουμε, μετά όμως και θα θέλουμε να φωτογραφηθούμε κάνοντας σκι και στο γάμο μας θα θέλουμε να έρθουν οι αγαπημένες τηλεοπτικές κάμερες, έτσι δεν είναι; Κι εσείς έτσι δεν το βλέπετε;

Πριγκίπισσα: Ναι. Ξέρω ’γω… καλό ακούγεται. Συντήρηση στιγμών. Τουλάχιστον τώρα διαθέτουμε επιτέλους ένα απόθεμα. Ας υποθέσουμε ότι ενόσω κοιμόμουν είχα δεχτεί το αιώνιο ως μια αληθινή, ξεχωριστή πραγματικότητα και κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν εν τέλει, γιατί εγώ κοιμώμενη, γλιστρούσα σ' εκείνη την άχρονη αιωνιότητα σαν το ψάρι στο νερό. Επιπλέον μου είχαν προφητέψει ότι θα έβρισκα την αιώνια αγάπη σ' έναν πρίγκιπα, ο οποίος λέει θα με λύτρωνε, μια αγάπη από εκείνες τις δικές σας αξιοθρήνητες αιώνιες αξίες, συγνώμη, δεν είναι από τις δικές σας; Μήπως είναι από τις δικές μου; Το λέω μόνο και μόνο, επειδή μου φανερώθηκε η αγάπη, πώς να το πω, πρέπει πρώτα πρώτα να εξαργυρώσετε το λαχείο κύριε Πρίγκιπα, σ' αυτό εδώ συμφωνούμε, έτσι δεν είναι; Ομολογουμένως λοιπόν εγώ ήμουν στην αιωνιότητα, ξαφνικά εκσφενδονίστηκα στην παροδικότητα, από εσάς αγαπητέ μου, αλλά πώς να μπορέσω το Είναι μου και τον χρόνο, στον οποίο εγώ είμαι ΕΓΩ ή ας πούμε στον οποίο εγώ είμαι, πώς να μπορέσω λοιπόν να συλλάβω τον χρόνο πριν από τον χρόνο; Μόλις που αρχίζω να κινούμαι μέσα σ’ αυτό το συντεταγμένο σύστημα, όπου οι γυναίκες λένε: Εκείνος ο άντρας με μάγεψε! Λένε κι άλλα: Εξέπεμπε μια εσωτερική δύναμη κ.λπ. Είναι δε σημαίνει απλά υπάρχω, σ' αυτό εμπεριέχονται κι άλλα ακόμη. Μπήκα στην κατάψυξη ως πριγκίπισσα και με ξεπάγωσε ένας πρίγκιπας. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι είναι το ίδιο να λέμε ο Θεός είναι εδώ με ο Πρίγκιπας είναι εδώ. Ένας πρίγκιπας μπορεί να εκθρονιστεί από τη μητέρα του, τη βασίλισσα, επειδή πλάγιασε με μια κακιά γυναίκα, ποιος όμως μπορεί να εκθρονίσει τον Θεό; Ίσως βέβαια ακόμη κι εγώ αφού μάλιστα για ένα διάστημα τουλάχιστον, ήμουν κι εγώ αιώνια; Η Ωραία Κοιμωμένη, εκείνη που νίκησε τον Θεό! Καλά, αυτό κι αν ταράξει τις φυλλάδες, σαλάτα θα γίνουν!

Πρίγκιπας: Βλέπω πάντως ότι αν δε σας το εξηγήσω εγώ, δε θα κατανοήσετε ποτέ το Είναι σας και ποιος θα μπορούσε να σας το εξηγήσει καλύτερα από εμένα! Στην τελική από μένα το αποκτήσατε! Εγώ λοιπόν ο δημιουργός σας σας λέω το εξής: Το Είναι σας τώρα απόκτησε ύπαρξη, τη στιγμή που σας το παρέδωσα. Όμως αν θέλετε να γίνει δικό σας, κτήμα σας, τότε πρέπει να συμβεί και κάτι ακόμη, θα σας δείξω ευθύς αμέσως (φορά ένα λούτρινο κοστούμι ζώου με ένα πολύ μεγάλο πέος).

Πριγκίπισσα: Μα, τι άλλο χρειάζεται να συμβεί! Ό,τι ήταν να συμβεί έχει ήδη συμβεί! Εγώ ως πριγκίπισσα μπόρεσα τον καιρό που ζούσα να εξοικονομήσω απόθεμα σε ζωή, το οποίο τώρα επενδύω στη σχέση μας, κύριε Πρίγκιπα. Ελπίζω με καλό επιτόκιο. Όσο για μένα έχετε δίκιο, δεν είμαι αντίγραφο κανενός. Οι άλλοι στην τηλεόραση είναι πολύ περισσότερο αντίγραφα δικά μου. Δεν ξέρουν ότι καθένας από αυτούς είναι για τον εαυτό του μοναδικό αντίγραφο, το οποίο συγχρόνως δεν είναι άλλο από μένα, όμως όχι, όλοι τους θέλουν να είναι εγώ. Φανταστείτε το. Πριν αποκοιμηθώ με δασκάλεψαν ότι η καλύτερη εμπειρία είναι αυτή ενός σώματος που να μην είναι πάντα το ίδιο. Όταν μου το είπαν όμως σίγουρα δεν είχαν στο μυαλό τους τούτο δω που φοράτε τώρα. Είναι αηδιαστικό! Υποθέτω ωστόσο ότι θα ήταν λάθος να βλέπω τη ζωή μόνο από τη δική μου σκοπιά. Σ' εσάς μπορεί ν' αρέσει το σώμα σας. Έτσι κι αλλιώς τέτοια συναντάμε δεκάδες σε κάθε άκρη του δρόμου. Ζώα! Παραδέχομαι ότι καταφέρατε να γίνετε ένας εντελώς άλλος. Δε μοιάζετε καθόλου πια στον εαυτό σας! Ή εγώ τρελάθηκα ή δεν μπορώ να απαλλαγώ από την αδιόρθωτη και λανθασμένη παραδοχή ότι το σώμα σας ήταν συνδεδεμένο με την ταυτότητά σας, πρέπει όμως. Εσείς – ένα άλλο. Κι ελπίζω αυτό το άλλο να μη βρίσκεται όλη την ώρα κρυμμένο μέσα σας, γιατί διαφορετικά δε θα σας είχα φιλήσει ποτέ. Μα τι λέω. Δε θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Εσείς με φιλήσατε! Σίγουρα σας "λάδωσε" η κυρία Φ. Γι’ αυτό λοιπόν ευχόσασταν να είστε κάποιος άλλος; Για να μην πρέπει να είστε εδώ; Για να αποφύγετε τη μοίρα σας; Για να μην πρέπει να με φιλήσετε; Κι έτσι μασκαρευτήκατε. Σας παρατηρούσα προσεκτικά. Το κάνατε μόνο και μόνο για να γίνετε ένας άλλος; Ή για να είστε ακόμη περισσότερο εκείνος που είστε, για να τονίσετε δηλαδή την ατομικότητά σας; Λέμε τώρα. Γιατί αυτή τη στιγμή μού δείχνετε την ψυχή σας που προφανώς είναι κρυμμένη μέσα σας σαν την κάμπια μέσα στην πεταλούδα, το ανάποδο για την ακρίβεια. Δεν θα ήταν και απαραίτητο πάντως. Είστε πραγματικά ένα ζώο, κύριε Πρίγκιπα! Εγώ αντιθέτως πιστεύω είμαι μια ύπαρξη, επειδή υφίσταμαι και όχι επειδή φοράω κάτι. Αν και παλιότερα περιέγραφαν πάντοτε τα ρούχα μου με κάθε λεπτομέρεια, λες και ήταν το πιο σημαντικό πράγμα πάνω μου. Εγώ είμαι πάντοτε η ίδια, διαφορετικά δε θα μπορούσα καν να υφίσταμαι, διαφορετικά θα άλλαζα διαρκώς και κανείς πια δε θα με αναγνώριζε στις φωτογραφίες. Εσείς κύριε Πρίγκιπα, για παράδειγμα είστε κάποιος άλλος τώρα. Θα προτιμούσα να είχατε παραμείνει αυτός που ήσασταν. Εγώ πάλι δεν έχω ανάγκη να στολίζομαι ένας Θεός ξέρει πώς για να είμαι κάποια, αυτό είναι σίγουρο μια φορά. […]


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Λίνα Φιλοπούλου και Μαρία Ρούσσου



Elfriede Jelinek Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο της Elfriede Jelinek Der Tod und das Mädchen I - V: Prinzessinnendramen(Ο θάνατος και το κορίτσι I - V: Δράματα πριγκιπισσών), το οποίο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Η Ελφρίντε Γέλινεκ τιμήθηκε το 2004 με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.  Μπορείτε να περιηγηθείτε στην προσωπική σελίδα της Elfriede Jelinek, αλλά και να διαβάσετε για την Ελφρίντε Γέλινεκ στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα παρακάτω βιβλία της: Απληστία, Λαγνεία, Η πιανίστρια (στο οποίο βασίστηκε η κινηματογραφική ταινία Η δασκάλα του πιάνου του Αυστριακού Μίκαελ Χάινεκε) και Οι αποκλεισμένοι.   Επίσης, κυκλοφορεί το βιβλίο Εκ βαθέων (Συνομιλία με την Κατρίν Λεσέρ), ένα απόσπασμα του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ένα απόσπασμα από το θεατρικό έργο της Τι συνέβη αφότου η Νόρα εγκατέλειψε τον άντρα της ή Τα στηρίγματα των κοινωνιών μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Αλέξανδρος Κ., Τα κλειδιά του

CH_KHA 5 by Daniel Wildman

Άρχισε να ψάχνει πάλι τις τσέπες του για να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμα τα κλειδιά του. Πρώτα τη δεξιά τσέπη στο σακάκι του, μετά την αριστερή, μετά την αριστερή τσέπη του παντελονιού του και τέλος τη δεξιά. Κάθε τσέπη και απογοήτευση, κάθε τσέπη και πιο απεγνωσμένο το ψάξιμο. Στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του τα βρήκε, ησύχασε, τα έβγαλε και τα έχωσε στη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Κάθε φορά που αργεί να τα βρει και που τελικά τα βρίσκει τους αλλάζει και τσέπη, για να θυμάται καλύτερα την επόμενη φορά που θα τα ψάξει. Κάθε φορά όμως ξεχνάει πού τα έχει βάλει και πάντα αρχίζει από τη λάθος τσέπη και πάντα τα βρίσκει στην τελευταία. Αλλά μέχρι να τα βρει κάθε φορά είναι σίγουρος ότι τα έχει χάσει. Και τότε αρχίζει να βλέπει μες στο κεφάλι του τι θα γίνει. Θα φτάσει, λέει, νύχτα σπίτι του και έξω από την πόρτα του θα αρχίσει να ψάχνει τα κλειδιά του. Πρώτα στη δεξιά τσέπη στο σακάκι του, μετά στην αριστερή, μετά στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του και στο τέλος στη δεξιά. Όμως αυτή τη φορά, λέει, δεν θα τα βρίσκει. Και θα αρχίσει να ψάχνει πάλι τις τσέπες του από την αρχή. Αλλά όχι με μια σειρά. Θα ψάχνει ανακατεμένα. Κι ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα ή λεπτά, που θα του φανούν αιώνες, θα είναι πλέον σίγουρος ότι έχει χάσει τα κλειδιά του και δεν θα ξέρει τι να κάνει. Και θα αρχίσει να στριφογυρίζει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και δεν θα ξέρει τι να κάνει. Πώς να μπει μέσα; Και θα αρχίσει να βρίζει. Πρώτα σιγά. Το Χριστό μου! Την Παναγία μου! Και μετά λίγο πιο δυνατά. Τα γαμημένα! Ρε, πούστη μου! Κι ύστερα θα χάσει τον έλεγχο. Και θα κλοτσήσει την πόρτα και θα αρχίσει να βρίζει ξανά. Γαμώ το Χριστό μου! Γαμώ την Παναγία μου! Ο μαλάκας! Ρε, πούστη, Θεέ! Και τότε ξαφνικά θα ανάψει το φως πάνω απ’ την πόρτα του κάτω διαμερίσματος. Και τότε αυτός θα κολλήσει την πλάτη του στη δική του πόρτα για να μη φαίνεται. Και θα ακούσει το κλειδί στην πόρτα του κάτω διαμερίσματος να ξεκλειδώνει την κλειδαριά. Μια φορά, δυο φορές. Κι ύστερα η κυρά Ελένη θα βγάλει το κεφάλι της, δειλά δειλά αλλά όλο περιέργεια και θα αρχίσει να ρωτάει. Πρώτα σιγά. Ποιος είναι; Ποιος είναι; Και μετά λίγο πιο δυνατά. Βασίλη, εσύ είσαι; Ποιος είναι; Βασίλη; Και μετά πολύ δυνατά. Βασίλη, εσύ είσαι; Παιδί μου, εσύ είσαι; Και τότε αυτός θα αναγκαστεί να ξεκολλήσει από την πόρτα του. Και θα αναγκαστεί να εμφανιστεί. Και θα αναγκαστεί να μιλήσει. Ναι, κυρά Ελένη. Εγώ είμαι. Ο Βασίλης. Μην ανησυχείτε. Και η κυρά Ελένη τότε θα συνεχίσει να ρωτάει. Τι έπαθες, παιδί μου; Είσαι καλά; Θέλεις να ειδοποιήσω κανέναν; Και τότε αυτός θα φουντώσει ακόμα πιο πολύ. Αλλά θα προσπαθήσει να το κρύψει. Και θα πει: Όχι, κυρά Ελένη, μια χαρά είμαι. Η φωνή του όμως θα τον προδώσει. Η αναπνοή του που θα κόψει τη φωνή του εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να την κόψει θα τον προδώσει. Και η κυρά Ελένη θα επιμένει. Θέλεις να ειδοποιήσω κανέναν; Να πάρω τηλέφωνο την αδελφή σου; Και τότε αυτός θα πει: Όχι, κυρά Ελένη. Δεν χρειάζεται να πάρετε τηλέφωνο κανέναν. Αλλά αυτά χωρίς να το θέλει θα τα πει αγριεμένα. Και θα αρχίσει να κατεβαίνει σιγά σιγά τη σκάλα. Και η κυρά Ελένη θα χώνεται όλο και πιο μέσα. Αλλά την πόρτα της δεν θα την κλείνει. Και θα πει: Καλά καλά, αγόρι μου, ό,τι πεις. Εγώ να βοηθήσω ήθελα. Και τότε αυτός θα αρχίσει να ξαναβρίσκει την ψυχραιμία του. Και για να πείσει την κυρά Ελένη ότι δεν χρειάζεται να πάρει τηλέφωνο την αδελφή του κι ότι δεν χρειάζεται να ειδοποιήσει κανέναν, θα κατέβει όλη τη σκάλα και θα πλησιάσει την πόρτα της. Και η κυρά Ελένη, που θα την πλησιάζει, θα κάνει πιο πίσω και την πόρτα της θα την κρατάει μια χαραμάδα ανοιχτή και θα ξαναπεί, αυτή τη φορά ψιθυριστά: Καλά καλά, αγόρι μου, ό,τι πεις. Και τότε αυτός επειδή θα είναι σίγουρος ότι η κυρά Ελένη θα πάρει τελικά τηλέφωνο την αδελφή του και θα της πει ότι τον άκουσε να βρίζει και ότι δεν είναι καλά και θα βάλει και σάλτσες από πάνω δεν θα μπορεί να την αφήσει έτσι. Και όπως θα τα σκέφτεται όλα αυτά, θα της πει: Να, ξέμεινα από γάλα, κυρά Ελένη. Και βαριέμαι να πηγαίνω μέχρι το περίπτερο. Κι αν θα είναι ανοιχτό τέτοια ώρα. Και θα προσπαθήσει να τη ρωτήσει ευγενικά: Έχεις να μου δώσεις ένα ποτήρι γάλα; Αλλά πόσο ευγενικά να το πει όταν ξέρει ότι η κυρά Ελένη θα πάρει τελικά τηλέφωνο την αδελφή του και θα της πει ότι τον άκουσε να βρίζει και ότι δεν είναι καλά και θα βάλει και σάλτσες από πάνω; Και τότε η κυρά Ελένη θα πει: Πώς αγόρι μου, έχω να σου δώσω. Μόνο ένα ποτήρι; Όσο θες. Αλλά επειδή θα φοβάται θα πάει να κλείσει την πόρτα της. Κι αυτός θα το ξέρει ότι δεν θα του φέρει γάλα, αλλά θα πάρει τηλέφωνο την αδελφή του να της πει ότι τον άκουσε να βρίζει και ότι δεν είναι καλά και θα βάλει και σάλτσες από πάνω, όπως την άλλη φορά. Γι’ αυτό κι αυτός θα σπρώξει την πόρτα και η κυρά Ελένη από το χτύπημα της πόρτας θα πέσει κάτω κι αυτός θα μπει μες στο σπίτι της και θα κλείσει την πόρτα και θα πάρει στα χέρια του εκείνο το βαρύ κρυστάλλινο βάζο που το έχει πάντα άδειο πάνω στο τραπεζάκι του χωλ, που της το είχε φέρει δώρο η κόρη της λίγο προτού πεθάνει, και θα το κατεβάσει στο κεφάλι της κυρά Ελένης, το βάζο. Πρώτα μια φορά. Μετά άλλη μία. Κι άλλη μία. Και μετά όλοι θα λένε ότι έφταιγε αυτός κι ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά του. Ποιος θα τον πιστέψει ότι είχε χάσει τα κλειδιά του;


© Logotexnia 21 + Alexandros K.

Arthur Schnitzler, Οι νεκροί σωπαίνουν

Melancholy_by_Yaroslav_B

Δεν άντεχε άλλο να κάθεται ήρεμα μέσα στην άμαξα∙ κατέβηκε και άρχισε να πηγαινοέρχεται. Είχε ήδη σκοτεινιάσει∙ τα λιγοστά φανάρια σε τούτο τον ήσυχο, παράμερο δρόμο έπαιζαν πέρα δώθε από τον αέρα. Η βροχή είχε σταματήσει∙ τα πεζοδρόμια είχαν σχεδόν στεγνώσει∙ οι δρόμοι χωρίς λιθόστρωτο, όμως, ήταν ακόμα βρεγμένοι και μικρές λακκούβες με νερό σχηματίζονταν σε διάφορα σημεία.

Είναι παράξενο, σκέφτηκε ο Φραντς, πώς μπορείς εδώ, εκατό μόλις βήματα από την οδό Πράτερ, να νομίσεις πως βρίσκεσαι σε κάποια ουγγρική κωμόπολη. Όπως και να ’χει – τουλάχιστον εδώ ήσουν ασφαλής∙ εδώ δεν χρειάζεται να φοβάται εκείνη μήπως συναντήσει κανένα γνωστό της.

Κοίταξε το ρολόι... Επτά η ώρα – και ήταν ήδη εντελώς σκοτάδι. Αυτή τη φορά το φθινόπωρο ήρθε νωρίς. Το ίδιο και η αναθεματισμένη η καταιγίδα.

Σήκωσε το γιακά του κι άρχισε να πηγαινοέρχεται πιο γρήγορα. Τα τζάμια απ’ τα φανάρια έτριζαν∙ «Μισή ώρα ακόμη», είπε στον εαυτό του, «μετά φεύγω. Αχ – σχεδόν το εύχομαι να ’ταν ήδη μισή ώρα αργότερα». Σταμάτησε και στάθηκε στη γωνία∙ από εδώ είχε εποπτεία και των δύο δρόμων, απ’ όπου θα μπορούσε να έρθει εκείνη.

Σήμερα θα ’ρθει, το ξέρω, σκεφτόταν, ενώ κρατούσε το καπέλο του που κόντευε να του το πάρει ο αέρας. – Παρασκευή – Συνεδρίαση του σώματος των καθηγητών – γι’ αυτό τολμάει να ’ρθει τόσο μακριά και μπορεί να μείνει έξω παραπάνω . . . Άκουσε το κουδούνισμα απ’ τ’ άλογα∙ τότε άρχισε να χτυπά και η καμπάνα της εκκλησίας του Νέπομουκ εκεί κοντά. Ο δρόμος ζωντάνεψε. Από μπροστά του περνούσαν τώρα περισσότεροι άνθρωποι: ως επί το πλείστον, του φάνηκε, υπηρέτες από τα μαγαζιά που έκλειναν στις επτά. Όλοι περπατούσαν γρήγορα, παλεύοντας κατά κάποιο τρόπο με το δυνατό αέρα που έκανε δύσκολο το βάδισμα. Κανείς δεν του έδινε σημασία∙ μόνο κάνα δυο μαθητευόμενες πωλήτριες τον κοίταξαν ελαφρώς περίεργα. – Ξαφνικά είδε να ’ρχεται γρήγορα προς το μέρος του μια γνωστή φιγούρα. Προχώρησε βιαστικά προς αυτήν. Χωρίς άμαξα; σκέφτηκε. Να ’ναι εκείνη άραγε;

Εκείνη ήταν∙ μόλις τον αντιλήφθηκε, επιτάχυνε το βήμα της.

«Με τα πόδια ήρθες;» είπε εκείνος.

« Έδιωξα την άμαξα ήδη από το Κάρλτεάτερ. Ο ίδιος αμαξάς, νομίζω, με είχε πάει και μια άλλη φορά.»

Ένας κύριος πέρασε μπροστά τους και έριξε στη γυναίκα μια ματιά στα πεταχτά. Ο νεαρός άνδρας τον κοίταξε με βλέμμα κοφτερό, σχεδόν απειλητικό∙ ο άλλος συνέχισε γρήγορα το δρόμο του. Η γυναίκα τον ακολούθησε με το βλέμμα. «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε φοβισμένη.

«Δεν τον ξέρω. Εδώ δεν υπάρχουν γνωστοί, ησύχασε. Τώρα, όμως, βιάσου∙ καλύτερα ν’ ανεβούμε στην άμαξα.»

«Αυτή εδώ είναι;»

«Ναι».

«Ανοικτή;»

«Ήταν τόσο όμορφα ακόμη μια ώρα πριν».

Προχώρησαν βιαστικά προς την άμαξα∙ η νεαρή γυναίκα ανέβηκε πάνω.

«Αμαξά», φώναξε ο νεαρός άνδρας.

«Μα πού είναι;» ρώτησε η νεαρή γυναίκα.

Ο Φραντς κοίταξε τριγύρω. «Απίστευτο», φώναξε, «ο άνθρωπος δεν είναι πουθενά».

«Για όνομα του Θεού!» είπε σιγανά εκείνη.

«Περίμενε ένα λεπτό, μικρή μου∙ θα ’ναι σίγουρα εκεί πέρα».

Ο νεαρός άνδρας άνοιξε την πόρτα του μικρού πανδοχείου∙ σ’ ένα τραπέζι με κάνα δυο άλλους καθόταν ο αμαξάς∙ τώρα σηκώθηκε γρήγορα όρθιος.

«Αμέσως, καλέ μου κύριε», είπε και κατέβασε μονορούφι στα όρθια το υπόλοιπο κρασί στο ποτήρι του.

«Μα τι σας ήρθε;»

«Να με συγχωράει η χάρη σας∙ είμαι εκεί σ’ ένα λεπτό».

Προχώρησε βιαστικά προς τα άλογα τρεκλίζοντας λίγο.

«Πού πάει λοιπόν η χάρη σας;»

«Στο Πράτερ, στο περίπτερο αναψυχής»

Ο νεαρός άνδρας ανέβηκε στην άμαξα. Η νεαρή γυναίκα είχε εντελώς κρυφτεί, σχεδόν κουλουριαστεί, γερμένη πίσω στη γωνία κάτω από την ανοιγμένη οροφή.

Ο Φραντς έπιασε τα δυο της χέρια. Εκείνη έμεινε ασάλευτη. «Δε θα μου πεις τουλάχιστον καλησπέρα;»

«Σε παρακαλώ∙ άσε με ένα λεπτό, δεν έχω προλάβει ακόμα να πάρω ανάσα».

Ο νεαρός άνδρας έγειρε πίσω στη δική του γωνία. Για λίγο κανείς δε μιλούσε. Η άμαξα έστριψε στην οδό Πράτερ, πέρασε μπροστά από το μνημείο Τέγκετχοφ, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα όρμησε λες και πετούσε στο φαρδύ, σκοτεινό δρόμο του Πράτερ με τις δενδροστοιχίες. Τώρα η Έμμα τύλιξε ξαφνικά τα χέρια της γύρω από τον εραστή της. Αυτός τράβηξε πίσω αργά το βέλο που τον χώριζε ακόμη από τα χείλη της και τη φίλησε.

«Επιτέλους είμαι κοντά σου!» είπε εκείνη.

«Ξέρεις μήπως πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε;» φώναξε εκείνος.

«Απ’ την Κυριακή».

«Ναι, και τότε πάλι μόνο από μακριά»

«Γιατί το λες αυτό; Αφού στο σπίτι μας ήσουν».

«Ναι, βέβαια . . . στο σπίτι σας. Αχ, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο έτσι. Δεν πρόκειται να ξανάρθω ποτέ πια στο σπίτι σας. Μα τι έπαθες εσύ;»

«Μια άμαξα πέρασε από μπροστά».

«Γλυκό μου παιδί, όσοι κάνουνε σήμερα βόλτα στο Πράτερ με τις άμαξες, αλήθεια, δε νοιάζονται για μας».

«Το ξέρω. Αλλά μπορεί κάποιος από σύμπτωση να κοιτάξει προς τα δω».

«Αποκλείεται να μας αναγνωρίσουν».

«Σε παρακαλώ, ας πάμε κάπου αλλού».

«Όπως θέλεις».

Έβαλε μια φωνή στον αμαξά, ο οποίος δε φάνηκε όμως να ακούει. Τότε έσκυψε μπροστά και τον σκούντηξε. Ο αμαξάς έστριψε να δει.

«Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω. Κι επιτέλους, γιατί ζορίζετε τόσο πολύ τα άλογα με το καμουτσίκι; Ακούστε, δεν έχουμε καμιά βιασύνη! Θα πάρουμε τον . . . ξέρετε, τον δρόμο με τις δενδροστοιχίες που πάει στη γέφυρα του Ράιχ».

«Στην οδό Ράιχ;»

«Ναι, αλλά μην τρέχετε έτσι, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα».

«Να με συχωράει η χάρη σας, ο αέρας, αυτός αγριεύει τόσο τ’ άλογα».

«Ναι, ο αέρας». Ο Φραντς κάθισε ξανά στη θέση του.

Ο αμαξάς γύρισε τα άλογα. Άρχισαν να επιστρέφουν.

«Εχθές γιατί δε σε είδα;» ρώτησε εκείνη.

«Μα πώς μπορούσα να 'χω έρθει;»

«Σκέφτηκα πως θα 'σουν κι εσύ καλεσμένος στης αδερφής μου».

«Α, μάλιστα».

«Γιατί δεν ήσουν;»

«Γιατί δεν το αντέχω να είμαι μαζί σου μέσα σε κόσμο. Όχι, ποτέ ξανά».

Εκείνη σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε μετά.

Η άμαξα τους πήγαινε κάτω από τη γέφυρα του τρένου στην οδό Ράιχ.

«Από εκεί πάει προς το μεγάλο Δούναβη», είπε ο Φραντς, «είμαστε καθοδόν προς τη γέφυρα του Ράιχ. Εδώ δεν υπάρχουν γνωστοί!» πρόσθεσε ειρωνικά.

«Η άμαξα τραντάζεται υπερβολικά δυνατά».

«Ναι, μπήκαμε πάλι σε λιθόστρωτο.»

«Γιατί ο αμαξάς πάει έτσι ζιγκ ζαγκ;»

«Έτσι σου φαίνεται».

Αλλά και ο ίδιος είχε την εντύπωση ότι η άμαξα πήγαινε πέρα δώθε πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε. Δεν ήθελε να πει τίποτα για να μην τη φοβίσει περισσότερο.

«Σήμερα έχω πολλά και σοβαρά πράγματα να συζητήσω μαζί σου, Έμμα».

«Τότε καλύτερα ν’ αρχίσεις σύντομα, γιατί στις εννιά πρέπει να είμαι σπίτι».

«Τα πάντα μπορούν να κανονιστούν με δυο λόγια».

«Θεέ μου, τι είναι πάλι αυτό;» έβαλε εκείνη τις φωνές. Η άμαξα είχε μπει στις ράγες που χρησιμοποιούσαν οι ιππήλατες μεταφορικές άμαξες, και καθώς ο αμαξάς προσπάθησε να την επαναφέρει στον κανονικό δρόμο, την έστριψε τόσο απότομα που παραλίγο ν’ αναποδογυρίσει. Ο Φραντς άρπαξε τον αμαξά απ’ το πανωφόρι. «Σταματήστε,» του φώναξε. «Είστε μεθυσμένος».

Ο αμαξάς ακινητοποίησε τα άλογα. «Μα καλέ μου κύριε . . .»

«Έλα, Έμμα, θα κατεβούμε εδώ».

«Πού είμαστε;»

«Είμαστε ήδη στη γέφυρα. Και δε φυσάει πια τόσο δυνατά. Ας περπατήσουμε λίγο. Στην άμαξα πάνω δεν μπορούμε να συζητήσουμε με την ησυχία μας».

Η Έμμα κατέβασε το βέλο στο πρόσωπό της και ακολούθησε.

«Δε φυσάει δυνατά το λες εσύ αυτό;» φώναξε, καθώς μόλις κατέβηκε μια ριπή ανέμου τη χτύπησε καταπρόσωπο.

Εκείνος πήρε το χέρι της. «Ακολούθησέ μας» φώναξε στον αμαξά. Άρχισαν να προχωράνε. Όλο το διάστημα που σηκωνόταν σταδιακά η γέφυρα δεν είπαν κουβέντα, μόλις ακούστηκε να κυλάει από κάτω το νερό, σταμάτησαν και στάθηκαν για λίγο. Γύρω τους υπήρχε βαθύ σκοτάδι. Το πλατύ ρεύμα απλωνόταν γκρίζο προς τα πέρα με ακαθόριστα όρια ενώ μακριά στο βάθος μπορούσαν να διακρίνουν κάτι κόκκινα φώτα που καθρεφτίζονταν στο νερό, λες και αιωρούνταν από πάνω του. Από την όχθη που μόλις είχαν αφήσει πίσω τους, φωτεινές λωρίδες βυθίζονταν τρεμοπαίζοντας στο νερό∙ απ’ την άλλη πλευρά το ρεύμα έμοιαζε να χάνεται μέσα στους μαύρους βάλτους. Τώρα φάνηκε σαν ν’ ακούγεται από μακριά ένα μπουμπουνητό που συνεχώς πλησίαζε∙ άθελά τους κοίταξαν κι οι δυο προς το μέρος που λαμπύριζαν τα κόκκινα φώτα∙ βαγόνια με τα παράθυρα φωτισμένα κυλούσαν κάτω από σιδερένιες τοξωτές αψίδες που έμοιαζαν να ξεπηδούν ξαφνικά μέσα στη νύχτα και να ξαναβυθίζονται αμέσως μετά. Η βροντή σταδιακά έσβησε, έγινε ησυχία∙ μόνο ο άνεμος ερχόταν σε ξαφνικές ριπές.

Μετά από μεγάλη σιωπή είπε ο Φραντς: «Καλύτερα να φεύγαμε».

«Φυσικά, πάμε», αποκρίθηκε σιγανά η Έμμα.

«Καλύτερα να φεύγαμε», είπε ζωηρά ο Φραντς, «εννοώ να φεύγαμε μακριά…»

«Δε γίνεται.»

«Επειδή είμαστε δειλοί, Έμμα∙ γι’ αυτό δε γίνεται».

«Και το παιδί μου;»

«Θα στο άφηνε εσένα, είμαι εντελώς σίγουρος».

«Και πώς;» ρώτησε σιγά… «Θα το σκάσουμε μες στη νύχτα;»

«Όχι, φυσικά όχι. Δεν έχεις απλά παρά να του πεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις μαζί του, γιατί ανήκεις σε κάποιον άλλον».

«Είσαι με τα καλά σου, Φραντς;»

«Αν θες, σε γλιτώνω και απ’ αυτό, του το λέω εγώ ο ίδιος».

«Δε θα το κάνεις αυτό, Φραντς.»

Προσπάθησε να δει το πρόσωπό της∙ αλλά μες στη σκοτεινιά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα πέρα απ’ το ότι είχε σηκώσει το κεφάλι της και είχε γυρίσει προς το μέρος του.

Έμεινε σιωπηλός για λίγο. Έπειτα είπε ήρεμα: «Μη φοβάσαι, δε θα το κάνω».

Πλησίασαν την απέναντι όχθη.

«Δεν ακούς τίποτα;» είπε εκείνη. «Τι είναι αυτό;»

«Από κει πέρα έρχεται», είπε εκείνος.

Το είδαν να ξεπροβάλλει αργά μέσα στη σκοτεινιά∙ ένα μικρό κόκκινο φως λικνιζόταν απέναντί τους∙ γρήγορα είδαν πως ερχόταν από ένα μικρό φανάρι στερεωμένο στο μπροστινό χαλινάρι μιας μεταφορικής άμαξας∙ δεν μπορούσαν όμως να δουν αν η άμαξα ήταν φορτωμένη πράγματα ή μετέφερε κι ανθρώπους. Πίσω της ακριβώς έρχονταν δύο ακόμα ίδιες άμαξες. Στην τελευταία μπόρεσαν να διακρίνουν έναν άντρα με ρούχα χωρικού που μόλις άναβε την πίπα του. Οι άμαξες πέρασαν από μπροστά τους κι έφυγαν. Και μετά δεν ακουγόταν πάλι τίποτα πέρα απ’ τον υπόκωφο ήχο της άμαξας που συνέχιζε να κυλάει αργά είκοσι βήματα πιο πίσω. Τώρα η γέφυρα βυθίστηκε εύκολα προς την απέναντι όχθη. Μπροστά τους έβλεπαν το δρόμο που συνέχιζε ανάμεσα απ’ τα δέντρα στο σκοτάδι. Αριστερά και δεξιά τους απλώνονταν στο βάθος οι βάλτοι∙ τους κοίταζαν σαν να κοιτούσαν την άβυσσο. Μετά από μεγάλη σιωπή είπε ξαφνικά ο Φραντς: «Η τελευταία φορά επομένως...»

«Τι;» ρώτησε με ανήσυχη φωνή η Έμμα.

«Που είμαστε μαζί. Μείνε μ’ αυτόν. Εγώ σου λέω αντίο».

«Μιλάς σοβαρά;»

«Εντελώς».

«Βλέπεις που εσύ είσαι αυτός που χαλάει πάντα τις λίγες ώρες που έχουμε μαζί∙ όχι εγώ!»

«Ναι, ναι, δίκιο έχεις», είπε ο Φραντς. «Έλα, γυρνάμε πίσω».

Τον κράτησε πιο σφικτά απ’ το μπράτσο. «Όχι», είπε τρυφερά, «τώρα δεν θέλω εγώ. Δε θ’ αφήσω να με διώξεις τόσο εύκολα».

Τον τράβηξε πάνω της και τον φίλησε για αρκετή ώρα. «Πού θα φτάναμε», ρώτησε μετά, «αν συνεχίζαμε να προχωράμε εδώ στην ευθεία;»

«Προς τα ’κει πάει κατευθείαν στην Πράγα, μικρή μου».

«Όχι τόσο μακριά», είπε εκείνη χαμογελώντας, «αλλά λίγο παρακάτω, αν θες». Έδειξε στα σκοτεινά.

«Ε, αμαξά!» φώναξε ο Φραντς. Εκείνος ούτε που άκουσε.

Ο Φραντς φώναξε δυνατά: «Σταματήστε επιτέλους!»

Η άμαξα συνέχιζε να προχωρά. Ο Φραντς έτρεξε ξοπίσω της. Τώρα είδε πως ο αμαξάς κοιμόταν. Τον ξύπνησε φωνάζοντάς του δυνατά. «Θα συνεχίσουμε ακόμα λίγο – στο δρόμο – καταλαβαίνετε τι σας λέω;»

«Όπως θέτε, καλέ μου κύριε…»

Η Έμμα ανέβηκε πάνω∙ ακολούθησε ο Φραντς. Ο αμαξάς χτύπησε το καμουτσίκι στον αέρα∙ τα άλογα όρμησαν σαν μανιασμένα στο στεγνό δρόμο. Αλλά οι δυο τους, με την άμαξα να τους κουνάει πέρα δώθε, κρατιόντουσαν αγκαλιασμένοι σφιχτά.

«Δεν είναι πολύ όμορφα;» ψιθύρισε κοντά στο στόμα του η Έμμα.

Εκείνη τη στιγμή της φάνηκε σαν να πετούσε η άμαξα ψηλά στον αέρα – ένιωσε τον εαυτό της να εκσφενδονίζεται μακριά, ήθελε από κάπου να γαντζωθεί, έπιανε όμως το κενό: της φάνηκε ότι στριφογύριζε με ξέφρενη ταχύτητα σε κύκλους, τόσο που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια – και ξαφνικά αισθάνθηκε ότι βρισκόταν στο έδαφος, και μια απέραντη βαριά σιγή απλώθηκε, σαν να ’ταν εντελώς μόνη, μακριά απ’ όλο τον κόσμο. Άκουσε τότε διαφορετικά πράγματα ανακατεμένα: ήχους από οπλές αλόγων που χτυπούσαν πολύ κοντά της στο έδαφος, ένα σιγανό κλαψούρισμα∙ δεν μπορούσε όμως να δει τίποτα. Ένας φόβος την κυρίεψε τώρα∙ ούρλιαξε∙ ο φόβος της έγινε ακόμη μεγαλύτερος, γιατί δεν μπόρεσε ν’ ακούσει το ουρλιαχτό της. Ξαφνικά ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί: η άμαξα είχε βρει πάνω σε κάτι, πάνω μάλλον σε κάποια πέτρα της οδομετρικής σήμανσης, είχε τιναχτεί ανάποδα στον αέρα και αυτοί είχαν πεταχτεί έξω. Πού είναι εκείνος; ήταν η επόμενη σκέψη της. Είπε τ’ όνομά του. Κι άκουσε τον εαυτό της που μίλησε, πολύ σιγά μεν, αλλά τον άκουσε. Δεν πήρε απάντηση. Προσπάθησε να σηκωθεί. Το μόνο που κατάφερε ήταν να ανασηκωθεί καθιστή στο έδαφος, και καθώς άπλωσε τα χέρια της, ένιωσε δίπλα της ένα ανθρώπινο σώμα. Και τώρα το βλέμμα της μπορούσε να διαπεράσει τη σκοτεινιά. Δίπλα της βρισκόταν ξαπλωμένος ο Φραντς, εντελώς ασάλευτος. Με το τεντωμένο της χέρι άγγιξε το πρόσωπό του κι ένιωσε κάτι υγρό και ζεστό να κυλάει πάνω του. Η αναπνοή της σταμάτησε. Αίμα…; Τι είχε συμβεί; Ο Φραντς ήταν τραυματισμένος και αναίσθητος. Κι ο αμαξάς – πού ήταν αυτός; Τον φώναξε. Καμιά απάντηση. Ήταν ακόμη καθιστή στο έδαφος. Εγώ δεν έπαθα τίποτα, σκέφτηκε, αν και ένιωθε να πονάνε όλα της τα μέλη. Τι να κάνω, τι να κάνω… δεν είναι δυνατόν να μην έχω πάθει τίποτα. «Φραντς!» φώναξε. Μια φωνή πολύ κοντά απάντησε: « Πού ’στε, καλή μου δεσποινίς, που ’ναι ο καλός κύριος; Γίνηκε τίποτα; Περμένετε, δεσποινίς, ν’ ανάψω τη λάμπα, μπας και δούμε τίποτα, δεν ξέρω τι έχουνε σήμερα τ’ άλογα. Δε φταίω ’γω, στην ψυχή μου…, τα παλιάλογα».

Η Έμμα, αν και πονούσαν όλα της τα μέλη, είχε σηκωθεί εντελώς όρθια και το ότι ο αμαξάς δεν είχε πάθει τίποτα την καθησύχασε λίγο. Τον άκουσε ν’ ανοίγει το πορτάκι της λάμπας και ν’ ανάβει τα σπίρτα. Περίμενε το φως με αγωνία. Δεν τολμούσε ν’ αγγίξει πάλι τον Φραντς που βρισκόταν μπροστά της ξαπλωμένος στο έδαφος∙ σκέφτηκε: όταν δεν μπορείς να δεις τίποτα, όλα μοιάζουν πιο φοβερά∙ σίγουρα έχει τα μάτια του ανοιχτά... δε θα ’ναι τίποτα.

Ένα λαμπύρισμα φωτός ήρθε από μιαν άκρη. Είδε ξάφνου την άμαξα, η οποία προς έκπληξή της δεν ήταν πεσμένη στο έδαφος, αλλά απλά βρισκόταν στραβά γερμένη στο χαντάκι του δρόμου σαν να της είχε σπάσει κάποια ρόδα. Τα άλογα στέκονταν εντελώς ήσυχα. Το φως πλησίασε∙ το είδε να γλιστράει διαδοχικά πάνω από μια πέτρα οδομετρικής σήμανσης και πάνω απ’ το σωρό με τα χαλίκια στο χαντάκι∙ έπειτα προχώρησε έρποντας στα πόδια του Φραντς, γλίστρησε πάνω στο σώμα του, φώτισε το πρόσωπό του και στάθηκε πάνω του. Ο αμαξάς είχε ακουμπήσει τη λάμπα στο έδαφος∙ δίπλα ακριβώς στο κεφάλι του ξαπλωμένου άνδρα. Η Έμμα έπεσε στα γόνατα και με το που κοίταξε το πρόσωπο, νόμισε πως η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει. Το πρόσωπο ήταν ωχρό∙ τα μάτια μισάνοιχτα, έτσι που φαινόταν μόνο το άσπρο τους. Απ’ τον δεξιό κρόταφο μια λωρίδα αίματος κυλούσε αργά πάνω στο μάγουλο και χανόταν κάτω απ’ το γιακά στο λαιμό. Τα δόντια είχαν μπηχτεί στο κάτω χείλος. «Δεν είναι δυνατόν!» είπε η Έμμα στον εαυτό της.

Και ο αμαξάς είχε γονατίσει κάτω και κοίταζε έντονα το πρόσωπο. Έπιασε τότε με τα χέρια του το κεφάλι και το σήκωσε ψηλά. «Τι κάνετε;» ούρλιαξε η Έμμα με πνιγμένη φωνή, με τρόμο μπροστά σ’ αυτό το κεφάλι που έμοιαζε να σηκώνεται από μόνο του.

«Καλή μου κυρία, μου φαίνεται πως εδώ έχει γίνει μεγάλο κακό».

«Δεν είναι αλήθεια», είπε η Έμμα. «Δεν μπορεί να είναι. Εσείς, πάθατε τίποτα; Κι εγώ...»

Ο αμαξάς άφησε το κεφάλι του ασάλευτου άνδρα να πέσει αργά πάλι πίσω∙ στην αγκαλιά της Έμμας που ριγούσε. « Να ερχόταν τουλάχιστον κανείς... να 'χαν έρθει τουλάχιστον οι χωρικοί ένα τέταρτο αργότερα…»

«Τι κάνουμε τώρα;» είπε η Έμμα με τρεμάμενα χείλη.

«Κοιτάτε, κυρά μ’, αν δεν είχε σπάσ’ η άμαξα… αλλά τώρα, έτσι που ’γινε… Πρέπει να περμένουμε, μέχρι να ’ρθει κάποιος». Συνέχισε να μιλάει χωρίς η Έμμα να καταλαβαίνει τι λέει∙ αλλά εντωμεταξύ, ήταν σαν να ’ρθε στα λογικά της και ήξερε τι έπρεπε να γίνει.

«Πόσο μακριά είναι τα κοντινότερα σπίτια;» ρώτησε.

«Δεν είν’ πολύ μακριά, δεσποινίς, εκεί δα είναι το Φραντς Γιόζεφσλαντ... Κανονικά αν είχε φως θα βλέπαμε τα σπίτια, σε πέντε λεπτά είσαι κει».

«Πηγαίνετε εσείς. Εγώ θα μείνω εδώ, φέρτε ανθρώπους».

«Κοιτάτε, δεσποινίς, νομίζω θα ’ταν ’ξυπνότερο να μείνω δω μαζί σας – δε θα κάνει πολύ μέχρι να περάσει κάποιος, είναι ο δρόμος για το Ράιχ στο κάτω κάτω, και»

«Τότε θα ’ναι πολύ αργά, τότε μπορεί να ’ναι πολύ αργά. Χρειαζόμαστε ένα γιατρό».

Ο αμαξάς κοίταξε το πρόσωπο του ασάλευτου άνδρα, έπειτα κοίταξε την Έμμα κουνώντας το κεφάλι.

«Δεν το ξέρετε αυτό», φώναξε η Έμμα, «ούτε κι εγώ επίσης».

«Ναι, δεσποινίς… αλλά πού θα βρω γιατρό στο Φραντς Γιόζεφσλαντ;»

«Να πάει από κει κάποιος στην πόλη και »

«Δεσποινίς, ξέρετε τι! Σκέφτηκα, ίσως θα ’χουν εκεί τηλέφωνο. Θα μπορούσαμε να καλέσουμε τότε την Άμεσο Βοήθεια».

«Ναι, αυτό είναι το καλύτερο! Πηγαίνετε όμως, τρέξτε, για όνομα του θεού! Και φέρτε μαζί ανθρώπους… Και… σας παρακαλώ, πηγαίνετε, τι κάνετε ακόμα εδώ;»

Ο αμαξάς κοίταξε το ωχρό πρόσωπο που τώρα ήταν ακουμπισμένο στην αγκαλιά της Έμμας. «Άμεσος Βοήθεια, γιατρός, δε θα χρησιμέψουν και πολύ».

«Πηγαίνετε! Για όνομα του θεού! Πηγαίνετε!»

«Παγαίνω – μόνο να μη σας πιάσει φόβος, δεσποινίς, εδωνά στα σκοτάδια». Κι έφυγε βιαστικά περνώντας το δρόμο. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, στην ψυχή μου», μουρμούρισε στον εαυτό του. «Τι ιδέα κι αυτή, νυχτιάτικα στους δρόμους του Ράιχ…»

Στο σκοτεινό δρόμο η Έμμα ήταν μόνη της με τον ασάλευτο άνδρα. Τώρα τι; σκέφτηκε. Δεν είναι δυνατόν… περνούσε ξανά και ξανά απ’ το μυαλό της… δεν είναι δυνατόν. Της φάνηκε ξαφνικά σαν ν’ άκουσε κάποιον δίπλα της ν’ ανασαίνει. Έσκυψε πάνω απ’ τα ωχρά χείλη. Όχι, από δω δεν έβγαινε πνοή. Το αίμα σε κροτάφους και μάγουλα έμοιαζε να ’χει ξεραθεί. Έμεινε να κοιτάζει τα μάτια∙ τα πεθαμένα μάτια, και σείστηκε ολόκληρη. Γιατί δεν το πιστεύω – αφού είναι βέβαιο… αυτός είναι ο θάνατος! Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Μονάχα αυτό ένιωθε πια: ένας νεκρός. Εγώ και ένας νεκρός, ο νεκρός στην αγκαλιά μου. Και με τρεμάμενα χέρια έσπρωξε μακριά το κεφάλι που ήρθε και έπεσε ξανά στο έδαφος. Και μόλις τη στιγμή εκείνη την κυρίεψε ένα αίσθημα τρομακτικής εγκατάλειψης. Γιατί είχε διώξει τον αμαξά; Τι ανοησία! Τι να κάνει μόνη της εκεί στον επαρχιακό δρόμο με τον νεκρό άνδρα; Όταν έρθουν άνθρωποι… Ναι, τι θα κάνει τότε, όταν έρθουν άνθρωποι; Πόση ώρα θα πρέπει να περιμένει; Και κοίταξε ξανά τον νεκρό. Δεν είμαι μόνη μαζί του, της πέρασε απ’ το μυαλό. Είναι εδώ το φως. Και της φάνηκε σαν να ’ταν το φως κάτι φιλικό κι αγαπημένο, στο οποίο έπρεπε να πει ευχαριστώ. Σ’ αυτή τη μικρή φλόγα υπήρχε περισσότερη ζωή απ’ ότι σ’ ολόκληρη την απέραντη νύχτα γύρω της∙ ναι, ήταν σχεδόν σαν αυτό το φως να ’ταν μια προστασία απέναντι στον ωχρό, φοβερό άνδρα που βρισκόταν δίπλα της στο έδαφος… Και κοίταξε το φως τόση ώρα, ώσπου τα μάτια της άρχισαν να πεταρίζουν, ώσπου το φως άρχισε να χορεύει. Και ξάφνου είχε την αίσθηση, σαν να ’χε ξυπνήσει από ύπνο. Πήδηξε όρθια! Αυτό δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν, δεν πρέπει να με βρουν εδώ μαζί του… Ήταν σαν να ’βλεπε τώρα τον εαυτό της να στέκεται στο δρόμο, τον νεκρό στα πόδια της και το φως∙ και είδε τη μορφή της σαν να εκτεινόταν μέσα στη σκοτεινιά μ’ ένα μέγεθος παράξενο. Τι περιμένω, σκέφτηκε, και οι σκέψεις της όρμησαν σαν κυνηγημένες… Τι περιμένω; τους ανθρώπους; Τι με χρειάζονται αυτοί εμένα; Οι άνθρωποι θα ’ρθουν και θα ρωτάνε… κι εγώ… τι κάνω εγώ εδώ; Όλοι θα ρωτάνε ποια είμαι. Τι θα τους απαντήσω, τίποτα. Δε θα πω λέξη, όταν έρθουν θα μείνω σιωπηλή. Ούτε λέξη… δεν μπορούν να με αναγκάσουν.

Από μακριά ακούστηκαν φωνές.

Κιόλας; σκέφτηκε. Αφουγκράστηκε αγωνιώντας. Οι φωνές έρχονταν πέρα απ’ τη γέφυρα. Δεν μπορούσε επομένως να ’ναι οι άνθρωποι που έφερνε ο αμαξάς. Αλλά όποιοι κι αν ήταν – σε κάθε περίπτωση θα προσέξουν το φως – κι αυτό δεν έπρεπε να γίνει, θα την ανακάλυπταν.

Και με το πόδι αναποδογύρισε τη λάμπα. Αυτή έσβησε. Τώρα η Έμμα στεκόταν σε βαθύ σκοτάδι. Δεν έβλεπε τίποτα. Ούτε εκείνον έβλεπε πια. Μόνο ο λευκός σωρός με τα χαλίκια έλαμπε λίγο. Οι φωνές πλησίασαν. Όλο της το σώμα άρχισε να ριγεί. Μόνο να μην την ανακαλύψουν εδώ. Για όνομα του θεού, αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία, τα πάντα κρέμονται μονάχα απ’ αυτό κι από τίποτα άλλο- και ένας μόνο άνθρωπος να μάθει ότι είναι η ερωμένη του, είναι χαμένη... Έπλεξε σφιχτά τα χέρια της. Προσεύχεται να πάνε οι άνθρωποι απ’ την άλλη μεριά του δρόμου χωρίς να την προσέξουν. Αφουγκράζεται. Από κει πάνω… Μα τι λένε; Είναι δύο ή τρεις γυναίκες. Πρόσεξαν την άμαξα, γιατί κάτι λένε γι’ αυτή, μπορεί να ξεχωρίσει κάποια λόγια. Μια άμαξα… πεσμένη ανάποδα… τι άλλο λένε; Δεν μπορεί να καταλάβει. Προχωρούν… περνάνε… Ευχαριστώ, Θεέ μου! Και τώρα, τώρα τι; Ω, γιατί να μην είναι νεκρή σαν εκείνον; Είναι να τον ζηλεύεις, γι’ αυτόν έχουν όλα περάσει… γι’ αυτόν δεν υπάρχει πια κανένας κίνδυνος και κανένας φόβος. Αυτήν όμως την πιάνει τρόμος για πολλά πράγματα. Φοβάται πως θα τη βρουν εδώ, πως θα τη ρωτήσουν: ποια είστε;… πως θα πρέπει να πάει στην αστυνομία, πως θα το μάθουν όλοι, πως ο άντρας της - το παιδί της -

Και δεν έχει αντιληφθεί ότι ήδη στέκεται εκεί τόση ώρα σαν ριζωμένη… Μπορεί ασφαλώς να φύγει, δε χρησιμεύει σε κανέναν εδώ, και τον εαυτό της τον ίδιο τον κάνει δυστυχισμένο. Και κάνει ένα βήμα… Προσεκτικά… πρέπει να περάσει μέσα απ’ το χαντάκι… απέναντι… ένα βήμα προς τα πάνω – ω, είναι τόσο ρηχό! – και δυο βήματα ακόμη, ώσπου να βρεθεί στη μέση του δρόμου… και τότε στέκεται ακίνητη για μια στιγμή, κοιτάζει μπροστά της και το βλέμμα της μπορεί να ακολουθήσει το γκρίζο δρόμο μέσα στη σκοτεινιά. Εκεί – εκεί είναι η πόλη. Δεν μπορεί να τη δει καθόλου… αλλά η κατεύθυνση τής είναι ξεκάθαρη. Στρέφεται πίσω μια φορά ακόμη. Δεν είναι και τόσο σκοτεινά. Την άμαξα μπορεί να την δει πολύ καλά∙ και τα άλογα… και αν ζοριστεί αρκετά, παρατηρεί και κάτι σαν το περίγραμμα ενός ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στο έδαφος. Ανοίγει διάπλατα τα μάτια της, είναι σαν κάτι εδώ να την κρατούσε πίσω… και νομίζει πως είναι αυτός που θέλει να την κρατήσει εδώ, νιώθει τη δύναμή του… Με μια βίαιη προσπάθεια όμως ελευθερώνεται, και τώρα το παρατηρεί: το έδαφος είναι πολύ υγρό∙ στέκεται στο γλιστερό δρόμο και η νοτισμένη σκόνη δεν την αφήνει να φύγει. Τώρα όμως προχωράει… προχωράει πιο γρήγορα… τρέχει… μακριά από ’δω… πίσω… στο φως, στο θόρυβο, στους ανθρώπους! Τρέχει κατά μήκος του δρόμου, κρατάει το φουστάνι της ψηλά να μην πέσει. Έχει τον αέρα στην πλάτη, είναι σαν να την σπρώχνει μπροστά. Δεν ξέρει πλέον με σιγουριά από τι δραπετεύει. Της φαίνεται σαν να δραπετεύει από τον ωχρό άνδρα που βρίσκεται εκεί, μακριά πίσω της, δίπλα στο χαντάκι του δρόμου… τότε της περνά απ’ το μυαλό η σκέψη ότι αυτοί απ’ τους οποίους θέλει να ξεφύγει είναι οι ζωντανοί που σε λίγο θα ’ναι εκεί και θα την ψάχνουν. Τι θα σκεφτούν; Δε θα τρέξει κανείς ξοπίσω της; Τώρα πια όμως δεν την προλαβαίνουν, είναι σχεδόν στη γέφυρα, έχει μεγάλο προβάδισμα, κι ο κίνδυνος θα ’χει τότε πια περάσει. Κανείς δεν μπορεί εξάλλου να υποψιαστεί ποια είναι, ψυχή ζώσα δεν μπορεί να υποψιαστεί ποια ήταν η γυναίκα που βρισκόταν στην άμαξα μαζί με εκείνον τον άνδρα στο δρόμο του Ράιχ. Ο αμαξάς δεν την ξέρει, ούτε πρόκειται να την αναγνωρίσει αν τη δει καμιά φορά αργότερα. Και κανένας δε θα ενδιαφερθεί να μάθει ποια ήταν. Ποιος νοιάζεται; Ήταν πολύ έξυπνο που δεν έμεινε εκεί, και δεν είναι και κακό. Ο ίδιος ο Φραντς θα της είχε δώσει δίκιο. Αφού πρέπει να πάει σπίτι, έχει ένα παιδί, έχει έναν άντρα, θα ήταν χαμένη στα σίγουρα αν την είχαν βρει εκεί δίπλα στον νεκρό εραστή της. Να η γέφυρα, ο δρόμος φαίνεται καλύτερα… Ήδη ακούει το νερό να κυλάει όπως πριν∙ βρίσκεται εκεί, όπου είχαν περπατήσει μαζί, πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο – πότε – πότε; Πόσες ώρες πριν; Δεν μπορεί να ’ταν πολύ. Δεν ήταν πολύ; Ίσως όμως ήταν! Ίσως ήταν αναίσθητη για ώρα, ίσως είναι περασμένα μεσάνυχτα, ίσως είναι σχεδόν πρωί, και στο σπίτι ήδη θα την αναζητούν. Όχι, όχι, δεν είναι δυνατόν, έχει την αίσθηση πως δεν έμεινε καθόλου αναίσθητη∙ τώρα θυμάται με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ότι την πρώτη στιγμή πώς τινάχτηκε έξω απ’ την άμαξα και αμέσως καταλάβαινε τα πάντα. Τρέχει πάνω απ’ τη γέφυρα και ακούει τα βήματά της να αντηχούν. Δεν κοιτάζει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Τώρα αντιλαμβάνεται κάποιον που την πλησιάζει από απέναντι. Μετριάζει τα βήματά της. Ποιος μπορεί να ’ναι αυτός που την πλησιάζει; Είναι κάποιος με στολή. Τώρα εκείνη προχωράει πολύ αργά. Δεν πρέπει να τραβήξει την προσοχή. Νομίζει πως κατάλαβε το βλέμμα του άντρα σταθερά στραμμένο πάνω της. Αν τη ρωτήσει; Είναι δίπλα του, αναγνωρίζει τη στολή∙ είναι ένας φρουρός ασφαλείας∙ τον προσπερνάει. Τον ακούει που έχει σταθεί πίσω της. Με κόπο συγκρατεί τον εαυτό της να μην αρχίσει πάλι να τρέχει∙ θα ’ταν ύποπτο. Προχωράει το ίδιο αργά όπως πριν. Ακούει το κουδούνισμα της ιππήλατης αμαξοστοιχίας. Τα μεσάνυχτα αργούν για πολύ ώρα ακόμα. Τώρα προχωράει ξανά πιο γρήγορα∙ βιάζεται να πάει στην πόλη βλέποντας ήδη τα φώτα της να λαμπυρίζουν απέναντι στο τέλος του δρόμου κάτω από τη γέφυρα του τρένου, νομίζοντας πως ακούει ήδη τον πνιχτό της θόρυβο. Τούτος ο μοναχικός δρόμος ακόμη, και μετά την περιμένει εκεί η λύτρωση. Ακούει τώρα από μακριά διαπεραστικά σφυρίγματα, όλο και πιο διαπεραστικά, όλο και πιο κοντά∙ ένα αμάξι περνάει από μπροστά της με θόρυβο. Άθελά της στέκεται ακίνητη και το κοιτάζει που απομακρύνεται. Είναι το αμάξι της Αμέσου Βοήθειας. Αυτή γνωρίζει πού πάει. Πόσο γρήγορα! σκέφτεται… Είναι σαν να της κάνανε μάγια. Για μια στιγμή της φαίνεται σαν να ’πρεπε να τους φωνάξει πίσω, σαν να πρεπε να πάει μαζί τους, σαν να ’πρεπε να επιστρέψει πάλι εκεί απ’ όπου ήρθε – για μια στιγμή την πιάνει μια απέραντη ντροπή, τέτοια που δεν έχει νιώσει ποτέ ως τώρα∙ και ξέρει ότι υπήρξε δειλή και μικρόψυχη. Όπως όμως ακούει το αμάξι να τρέχει και να σφυρίζει όλο και πιο μακριά, μια άγρια χαρά την κυριεύει, και σαν κάποιον που έχει σωθεί φεύγει βιαστικά μπροστά. Κόσμος έρχεται προς το μέρος της∙ δεν αγωνιά πια – τα πιο δύσκολα τα ξεπέρασε. Ο θόρυβος της πόλης ακούγεται πιο καθαρά, μπροστά της το φως γίνεται όλο και πιο έντονο∙ βλέπει ήδη τη σειρά με τα σπίτια της οδού Πράτερ, και είναι σαν να την περιμένει εκεί μια πλημμυρίδα ανθρώπων, μέσα στην οποία μπορεί να εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσει ίχνος. Φτάνοντας τώρα σε ένα φανοστάτη έχει την ηρεμία να κοιτάξει το ρολόι της. Είναι εννιά παρά δέκα. Βάζει το ρολόι στο αυτί της – δεν έχει σταματήσει. Και σκέφτεται: είμαι ζωντανή, υγιής, ακόμη και το ρολόι μου δουλεύει… και αυτός… αυτός… νεκρός… Η μοίρα… Είναι σαν να της συγχωρέθηκαν τα πάντα… σαν να μην υπήρξε ποτέ φταίξιμο απ’ τη μεριά της. Αποδείχτηκε, ναι, αποδείχτηκε. Ακούει τον εαυτό της που λέει δυνατά αυτά τα λόγια. Κι αν η μοίρα τα ’χε ορίσει αλλιώς; - Κι αν βρισκόταν τώρα αυτή στο χαντάκι και εκείνος ήταν στη ζωή; Δε θα ’χε φύγει, όχι, όχι εκείνος. Ναι, αλλά στο κάτω κάτω, αυτός είναι άντρας. Αυτή είναι γυναίκα – και έχει ένα παιδί και ένα σύζυγο. – Είχε δίκιο, - είναι χρέος της – ναι, χρέος της. Γνωρίζει πολύ καλά πως δε συμπεριφέρθηκε έτσι από αίσθηση του χρέους… Αλλά και πάλι έκανε το σωστό. Άθελά της… όπως… πάντα οι καλοί άνθρωποι. Τώρα θα την είχαν ανακαλύψει. Τώρα οι γιατροί θα τη ρωτούσαν. Και ο άντρας σας, ευγενική μου κυρία; Ω, Θεέ μου!... Και οι αυριανές εφημερίδες – και η οικογένεια – η ίδια θα είχε καταστραφεί για πάντα και πάλι δε θα ’χε μπορέσει να τον φέρει εκείνον στη ζωή. Ναι, αυτό ήταν το κυριότερο∙ θα είχε οδηγηθεί στην καταστροφή για το τίποτα. – Βρίσκεται κάτω απ’ τη γέφυρα του τρένου. – Προχώρα κι άλλο… κι άλλο… Εδώ είναι ο στύλος του Τέγκετχοφ που συναντιούνται οι πολλοί δρόμοι. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν ακόμη έξω τούτο το φθινοπωρινό βράδυ που φυσάει και βρέχει, εκείνης όμως της φαίνεται σαν η ζωή της πόλης να κοχλάζει δυνατά γύρω της∙ γιατί στο μέρος απ’ όπου έρχεται, εκεί υπήρχε η πιο φοβερή σιγή. Έχει χρόνο. Γνωρίζει ότι σήμερα ο άντρας της θα γυρίσει σπίτι το νωρίτερο κατά τις δέκα – προλαβαίνει μάλιστα ν’ αλλάξει και ρούχα. Τώρα της έρχεται η ιδέα να ρίξει μια ματιά στο φουστάνι της. Με τρόμο παρατηρεί ότι είναι λερωμένο σε κάποιες μεριές. Τι θα πει στην καμαριέρα; Απ’ το μυαλό της περνά η σκέψη ότι αύριο θα μπορούν να διαβάσουν την ιστορία για το ατύχημα σε όλες τις εφημερίδες. Θα διαβάζουν επίσης παντού και για μια γυναίκα που ήταν μαζί στην άμαξα, η οποία όμως μετά εξαφανίστηκε, και με αυτή τη σκέψη αρχίζει να τρέμει εκ νέου – μια απροσεξία, και όλη η δειλία της πήγε χαμένη. Έχει όμως μαζί της τα κλειδιά του σπιτιού∙ μπορεί ν’ ανοίξει και μόνη της∙ δε θα την ακούσει κανείς. Ανεβαίνει γρήγορα σε μια αγοραία άμαξα. Πάει να δώσει τη διεύθυνσή της, τότε όμως σκέφτεται ότι αυτό ίσως δε θα ’ταν καθόλου έξυπνο, και πετάει το όνομα κάποιου δρόμου που της έρχεται εκείνη την ώρα στο μυαλό. Όπως την πηγαίνει η άμαξα απ’ την οδό Πράτερ, θα ’θελε να αισθανθεί κάτι, αλλά δεν μπορεί∙ νιώθει να ’χει μια επιθυμία μονάχα: να βρεθεί σπίτι, ασφαλής. Όλα τ’ άλλα της είναι αδιάφορα. Τη στιγμή που αποφάσισε να αφήσει μόνο του το νεκρό στο δρόμο, όλα εκείνα μέσα της που ήθελαν να θρηνήσουν και να σπαράξουν γι’ αυτόν, έπρεπε να βουβαθούν. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να αισθανθεί τώρα εκτός από έγνοια για τον εαυτό της. Δεν είναι άκαρδη… ω, όχι!... ξέρει στα σίγουρα πως θα ’ρθουν μέρες που θα ’ναι σε απόγνωση∙ ίσως και να καταρρεύσει∙ τώρα, όμως, δεν υπάρχει τίποτα μέσα της, εκτός από τη νοσταλγία να καθίσει σπίτι ήρεμη, με μάτια στεγνά, στο ίδιο τραπέζι με τον σύζυγο και το παιδί της. Κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Η άμαξα περνάει απ’ το κέντρο της πόλης∙ εδώ ο φωτισμός είναι έντονος και οι άνθρωποι που προσπερνούν βιαστικά είναι πολλοί, θα ’λεγε κανείς. Ξαφνικά μοιάζει σαν όλα εκείνα που έζησε τις τελευταίες ώρες να μην είναι αληθινά. Σαν κακό όνειρο της φαίνεται… ασύλληπτο ως κάτι το πραγματικό, το αμετάκλητο. Σ’ ένα πλαϊνό στενό μετά την πλατεία σταματάει την άμαξα, κατεβαίνει, στρίβει γρήγορα στη γωνία και παίρνει από κει μιαν άλλη άμαξα, δίνοντας την πραγματική της διεύθυνση. Της φαίνεται σαν να μην είναι πια ικανή να κάνει έστω και μια σκέψη. Πού είναι τώρα εκείνος, της περνά απ’ το νου. Κλείνει τα μάτια και τον βλέπει μπροστά της πάνω σε ένα φορείο, στο ασθενοφόρο – Και είναι ξαφνικά σαν να κάθεται δίπλα του και να πηγαίνει μαζί του. Και το αμάξι αρχίζει να κουνιέται πέρα δώθε, και εκείνη φοβάται ότι θα εκσφενδονιστεί έξω, όπως την τελευταία φορά – και βγάζει μια κραυγή. Εκεί η άμαξα σταματάει. Εκείνη συνέρχεται∙ είναι στην πόρτα του σπιτιού της. – Κατεβαίνει γρήγορα, προχωράει βιαστικά στο διάδρομο, με σιγανά βήματα για να μην κάνει το θυρωρό να κοιτάξει απ’ το παράθυρό του, ανεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει την πόρτα σιγά να μην ακουστεί… απ’ το χολ στο δωμάτιό της – τα κατάφερε! Ανοίγει το φως, πετάει βιαστικά από πάνω της τα ρούχα και τα κρύβει καλά στη ντουλάπα. Όλη νύχτα θα στεγνώσουν – αύριο θα τα σιδερώσει και θα τα καθαρίσει η ίδια. Έπειτα πλένει τα χέρια και το πρόσωπό της και φοράει μια ρόμπα.

Τώρα χτυπάει έξω το κουδούνι. Ακούει την καμαριέρα που πηγαίνει στην πόρτα και ανοίγει. Ακούει τη φωνή του άντρα της∙ ακούει που βάζει στην άκρη το μπαστούνι του. Νιώθει ότι τώρα πρέπει να φανεί δυνατή, αλλιώς μπορεί κι αυτήν ακόμα τη στιγμή να πάνε όλα στο βρόντο. Προχωράει βιαστικά προς την τραπεζαρία, ώστε να μπει την ίδια στιγμή με το σύζυγό της.

«Α, είσαι κιόλας σπίτι;» είπε εκείνος.

«Και βέβαια», απαντάει αυτή, «από ώρα».

«Δε θα σε είδαν προφανώς να μπαίνεις». Εκείνη χαμογελάει χωρίς να ζορίσει τον εαυτό της. Μόνο που την κουράζει πολύ που πρέπει και να χαμογελάσει. Τη φιλάει στο μέτωπο.

Ο μικρός κάθεται ήδη στο τραπέζι∙ έπρεπε να περιμένει πολύ ώρα και αποκοιμήθηκε. Έχει αφήσει το βιβλίο του στο πιάτο, το πρόσωπό του ακουμπά πάνω στο ανοιχτό βιβλίο. Εκείνη κάθεται δίπλα του, ο σύζυγος απέναντί της, παίρνει μια εφημερίδα και της ρίχνει μια ματιά στα πεταχτά. Έπειτα τη βάζει στο πλάι και λέει: «Οι άλλοι ακόμα συνεδριάζουν και συνεχίζουν τις διαβουλεύσεις».

«Για τι πράγμα;» ρωτά αυτή.

Και αρχίζει αυτός να διηγείται τα της σημερινής συνεδρίασης, τόσα πολλά, για πολύ ώρα. Η Έμμα κάνει ότι ακούει, γνέφει πότε πότε καταφατικά με το κεφάλι.

Αλλά δεν ακούει τίποτα, δεν ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει, η διάθεσή της είναι η διάθεση κάποιου που έχει διαφύγει με θαυμαστό τρόπο φοβερούς κινδύνους… δε νιώθει τίποτα, εκτός από: σώθηκα, είμαι σπίτι. Και ενώ ο άντρας της συνεχίζει να διηγείται, εκείνη μετακινεί την καρέκλα της πιο κοντά στο αγοράκι της, παίρνει το κεφάλι του και το σφίγγει στο στήθος της. Μια ανείπωτη κούραση την κυριεύει – δεν μπορεί να κρατηθεί, νιώθει πως την παίρνει ο ύπνος∙ κλείνει τα μάτια.

Ξαφνικά της περνάει απ’ το νου μια πιθανότητα, την οποία απ’ τη στιγμή που σηκώθηκε από το χαντάκι δεν είχε ξανασκεφτεί. Αν δεν ήταν νεκρός! Αν… Α, όχι, δεν ήταν δυνατό να υπάρχει αμφιβολία… Εκείνα τα μάτια… εκείνο το στόμα – κι έπειτα… δεν έβγαινε πνοή απ’ τα χείλη του. – Υπάρχει όμως και η νεκροφάνεια. Υπάρχουν περιπτώσεις που και μάτια εξασκημένα κάνουν λάθη… Κι αυτή σίγουρα δεν έχει εξασκημένο μάτι. Αν ζει, αν βρήκε ξανά τις αισθήσεις του, αν βρέθηκε ξαφνικά μόνος του στον επαρχιακό δρόμο στη μέση της νύχτας… αν τη φωνάζει… αν φωνάζει το όνομά της… αν στο τέλος φοβηθεί ότι είναι τραυματισμένη, αν πει στους γιατρούς, εδώ ήταν μια γυναίκα, πρέπει να ’χει εκσφενδονιστεί ακόμα μακρύτερα. Και… και… Ναι, μετά τι; Θα την ψάξουν. Θα επιστρέψει από το Φραντς Γιόζεφσλαντ ο αμαξάς με ανθρώπους… θα τους πει, εδώ ήταν η γυναίκα όταν έφυγα – και ο Φραντς θα το υποψιαστεί. Ο Φραντς θα ξέρει… τη γνωρίζει άλλωστε τόσο καλά… θα ξέρει ότι έτρεξε να γλιτώσει, και θα τον κυριέψει μια τρομερή οργή, και θα πει το όνομά της για να την εκδικηθεί. Γιατί αυτός είναι χαμένος ήδη… και θα τον ταρακουνήσει τόσο βαθιά το γεγονός πως τον άφησε μόνο του τις τελευταίες του ώρες, που θα πει απερίσκεπτα: ήταν η κυρία Έμμα, η ερωμένη μου… δειλή και χαζή συνάμα, γιατί ψέματα, κύριοι ιατροί μου, σίγουρα δε θα είχατε ρωτήσει το όνομά της, αν σας είχαμε παρακαλέσει για διακριτικότητα. Θα την είχατε αφήσει να φύγει, κι εγώ επίσης, ω ναι – έπρεπε μόνο να ’χε μείνει εκεί, ώσπου να έρθετε. Αλλά επειδή είναι τόσο μικρόψυχη, θα σας πω ποια είναι… είναι… Α!

«Τι έχεις;» είπε πολύ σοβαρά ο καθηγητής και σηκώθηκε όρθιος.

«Τι… πώς;… Τι συμβαίνει;»

«Ναι, τι σου συμβαίνει;»

«Τίποτα». Έσφιξε το αγοράκι πιο δυνατά πάνω της.

Ο καθηγητής την κοιτάζει για ώρα. «Ξέρεις, είχες αρχίσει να λαγοκοιμάσαι και »

«Και;»

«Ξαφνικά φώναξες δυνατά».

«… Και;»

« Όπως φωνάζει κανείς στον ύπνο του, όταν βλέπει άσχημα όνειρα. Έβλεπες όνειρο;»

«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω απολύτως τίποτα».

Και απέναντί της ακριβώς, στον καθρέφτη του τοίχου βλέπει ένα πρόσωπο να χαμογελά απαίσια, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά. Ξέρει πως είναι το δικό της, και παρόλα αυτά την πιάνει ρίγος… Και παρατηρεί ότι έχει πετρώσει, δεν μπορεί να κουνήσει το στόμα της, το ξέρει: αυτό το χαμόγελο θα παίζει στα χείλη της για όσο ζει. Και προσπαθεί να φωνάξει δυνατά. Νιώθει τότε δυο χέρια πάνω στους ώμους της, και βλέπει την όψη του συζύγου της να στριμώχνεται ανάμεσα στο δικό της πρόσωπο και αυτό στον καθρέφτη∙ τα μάτια του, ερωτηματικά και απειλητικά, βυθίζονται στα δικά της. Το ξέρει: αν δεν περάσει αυτή την τελευταία δοκιμασία, έχουν όλα χαθεί. Νιώθει πως γίνεται ξανά δυνατή, τα χαρακτηριστικά, τα μέλη της τα ’χει υπό έλεγχο∙ μπορεί να κάνει μ’ αυτά ό,τι θέλει τούτη τη στιγμή∙ πρέπει, όμως, να την αρπάξει, αλλιώς η στιγμή θα περάσει, πιάνει τότε με τα δυο της χέρια εκείνα του συζύγου της που βρίσκονται ακόμα στους ώμους της, τον τραβάει προς το μέρος της∙ τον κοιτάζει χαρούμενα και τρυφερά.

Και καθώς νιώθει τα χείλη του άντρα της στο μέτωπό της, σκέφτεται: γιατί όχι… ένα κακό όνειρο. Δε θα το πει σε κανέναν, δε θα την εκδικηθεί, ποτέ… είναι νεκρός… είναι στα σίγουρα νεκρός… και οι νεκροί σωπαίνουν.

«Γιατί το λες αυτό;» ακούει ξαφνικά τη φωνή του άντρα της. Τρόμος μεγάλος την πιάνει. «Τι είπα;» Και της φαίνεται σαν να ’χει διηγηθεί ξαφνικά τα πάντα εντελώς φωναχτά… σαν να μοιράστηκε όλη την ιστορία αυτής της βραδιάς εκεί στο τραπέζι… και ρωτάει ακόμα μια φορά, ενώ καταρρέει μπροστά στο φοβερό του βλέμμα: «Τι είπα;»

«Οι νεκροί σωπαίνουν», επαναλαμβάνει πολύ αργά ο άντρας της.

«Ναι…» λέει αυτή. «ναι…»

Και διαβάζει στα μάτια του πως δεν μπορεί πια να του κρύβει τίποτα, και για ώρα κοιτάζει ο ένας τον άλλο. «Βάλε τον μικρό για ύπνο», της λέει τότε∙ «νομίζω ότι έχεις να μου πεις κάτι ακόμα…»

«Ναι», είπε εκείνη.

Και ξέρει πως την επόμενη στιγμή θα πει σε αυτόν τον άντρα που εξαπατούσε για χρόνια όλη την αλήθεια.

Και καθώς βαδίζει με το αγοράκι της αργά προς την πόρτα, νιώθοντας συνεχώς τα μάτια του συζύγου της στραμμένα πάνω της, μια απέραντη ηρεμία απλώνεται μέσα της, σαν να μπήκαν πολλά πράγματα ξανά στη θέση τους. …


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Χουμανίδη


Arthur_schnitzler

Το διήγημα του Άρτουρ Σνίτσλερ "Οι νεκροί σωπαίνουν" μεταφράζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. H Logotexnia21 ευχαριστεί τη Μαρία Χουμανίδη για την άδεια να δημοσιευτεί στις σελίδες της η μετάφραση αυτή. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άρτουρ Σνίτσλερ Απελευθέρωση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Μαρίας Ρούσσου, μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα του Άρτουρ Σνίτσλερ και τα βιβλία του που κυκλοφορούν στα Ελληνικά μπορείτε να βρείτε στις σελίδες της βιβλιοnet.

© Logotexnia 21 + Maria Houmanidi

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails