Thomas Mann, Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή



Clara_Bow_by_booters

Σιωπή! Θα διεισδύσουμε σε μια ψυχή. Στα πεταχτά τρόπον τινά, επιτροχάδην και για κάνα δυο σελίδες μονάχα, διότι είμαστε τρομερά απασχολημένοι. Ερχόμαστε από τη Φλωρεντία, από παλαιά εποχή· εκεί ασχολούνται με έσχατες και δυσχερείς υποθέσεις. Κι εάν διευθετηθούν, - πού πηγαίνουμε; Στην αυλή ίσως, σε κάποιον βασιλικό πύργο, - ποιος ξεύρει; Παράξενα πράγματα που λαμπυρίζουν αμυδρά είν’ έτοιμα ν’ αποκατασταθούν… Άννα, φτωχή, μικρή βαρόνη Άννα, δεν έχουμε χρόνο πολύ για εσένα! - -

Μέτρο τριών τετάρτων και τσουγκρίσματα ποτηριών, - οχλοβοή, αντάρα, ψίθυροι και βήματα χορού: μας γνωρίζουν, γνωρίζουν τη μικρή μας την αδυναμία. Είναι άραγε, επειδή εκεί παίρνει η οδύνη τα πλέον βαθιά, τα πλέον διψασμένα μάτια, που αρεσκόμαστε τόσο πολύ να συχνάζουμε μυστικά σε τόπους όπου η ζωή γιορτάζει τις απλοϊκές της τις γιορτές;

«Εύελπις», φώναξε ο βαρόνος Χάρρυ, ο ίλαρχος, σ’ ολάκερη την αίθουσα, ενώ έπαψε να χορεύει. Κρατούσε ακόμη με τον δεξή βραχίονα τη ντάμα του αγκαλιασμένη και στήριζε το αριστερό χέρι στο πλευρό. «Τούτο δεν είναι βαλς, αλλά πένθιμες κωδωνοκρουσίες, άνθρωπέ μου! Δεν έχετε παλμό στο σώμα σας· πελαγοδρομείτε κι αεροβατείτε απλώς. Να παίξει ο ανθυπολοχαγός φον Γκέλπζάτελ πάλι, για να βρούμε τον ρυθμό μας. Κατεβείτε, εύελπις! Χορέψτε, εάν είστε καλύτερος σ’ αυτό!»

Και ο εύελπις σηκώθηκε, χτύπησε τους πτερνιστήρες τον έναν με τον άλλον και άδειασε σιωπηλός το πόντιουμ στον ανθυπολοχαγό Γκέλπζάτελ, ο οποίος άρχισε πάραυτα να κρούει με τις μεγάλες και λευκές, τις διάπλατα τεντωμένες παλάμες του το πιάνο φόρτε κι αυτό να κουδουνίζει και να βουίζει.

Ο βαρόνος Χάρρυ, πάει να πει, είχε παλμό στο σώμα του, το μέτρο του βαλς και του εμβατηρίου, ευθυμία και υπερηφάνεια, ευτυχία, ρυθμό κι αίσθημα νικητή. Το σακάκι των ουσάρων με τα χρυσά δεσίματα ταίριαζε υπέροχα με το νεαρό, ξαναμμένο πρόσωπό του, το οποίο δεν έδειχνε ίχνος έγνοιας και περισυλλογής. Ήταν αναψοκοκκινισμένο, όπως συμβαίνει στους ξανθούς ανθρώπους, μολονότι τα μαλλιά της κεφαλής του και το μουστάκι του φάνταζαν καστανά, και τούτο ήταν κάτι το πικάντικο για τις κυρίες. Η ερυθρά ουλή επάνω απ’ τη δεξιά παρειά έδινε στο ειλικρινές ύφος του μιαν αγριωπή και θρασεία έκφραση. Δεν ήξευραν αν σήμαινε λαβωματιά ή πτώση απ’ τ’ άλογο, - εν πάση περιπτώσει κάτι τι μεγαλοπρεπές. Χόρευε σαν θεός.

Ο εύελπις όμως πελαγοδρομούσε κι αεροβατούσε, εάν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί η φράση του βαρόνου Χάρρυ με μεταφορική σημασία. Τα βλέφαρά του παραήταν πολύ μεγάλα, ούτως ώστε ουδέποτε μπορούσε ν’ ανοίξει τα μάτια του κανονικά· επίσης η στολή τού έπεφτε λίγο μπόλικη και του έπλεε στο σώμα, κι ένας Θεός ξεύρει πώς είχε καταλήξει στη στρατιωτική σταδιοδρομία. Είχε συμμετάσχει απλώς απρόθυμα σ’ εκείνο το γλέντι της λέσχης με τα «Χελιδόνια», αλλά είχε εν τούτοις έρθει, επειδή ούτως ή άλλως ήταν αναγκασμένος να έχει κατά νου να μην δίνει αφορμές· διότι πρώτον ήταν αστικής καταγωγής, και δεύτερον υπήρχε κάτι τι σαν βιβλίο του, κάποια σειρά φανταστικών ιστοριών, τις οποίες είχε γράψει ή συγγράψει, όπως λέγουν, ο ίδιος και τις οποίες μπορούσε ν’ αγοράσει ο καθείς στο βιβλιοπωλείο. Τούτο έμελλε να προκαλεί μια κάποια συγκεκριμένη δυσπιστία έναντι του ευέλπιδος.

Η αίθουσα της λέσχης των αξιωματικών στο Υψηλόδαμο ήταν μεγάλου μήκους και πλάτους, παραήταν ευρύχωρη όντως για τους τριάντα άνδρες που διασκέδαζαν τούτη τη βραδιά εκεί. Οι τοίχοι και το βάθρο των μουσικών ήταν στολισμένοι με ψεύτικους πλισέδες από γύψο βαμμένο κόκκινο, κι απ’ την κακόγουστη την οροφή κρέμονταν δυο γυριστοί πολυέλαιοι, στους οποίους έκαιγαν στραβά και στάζοντας τα κεριά. Αλλά το σανιδωτό το δάπεδο το έτριβαν ολάκερο το πρωινό επτά σε διατεταγμένη υπηρεσία ουσάροι, και στο τέλος κι οι ίδιοι οι κύριοι αξιωματικοί δεν μπορούσαν ν’ απαιτήσουν περισσότερα μεγαλεία σε μια πολίχνη, Άβδηρα και Κουρουνίτσα σαν το Υψηλόδαμο. Άλλωστε ό,τι μείωνε τη λάμψη της γιορτής αναπληρωνόταν από τη χαρακτηριστική, τη μαριόλικη ατμόσφαιρα που έδινε στη βραδιά τη φυσιογνωμία της, απ’ το απαγορευμένο κι υπεροπτικό συναίσθημα, να συνευρίσκεται κανείς με τα «Χελιδόνια». Ακόμη κι οι ανόητες οι ορντινάντσες κρυφογελούσαν με τρόπο κουτοπόνηρο, όταν τοποθετούσαν τις μπουκάλες καμπανίτη στους κάδους με τον πάγο δίπλα στα τραπεζάκια με τα λευκά καλύμματα, τα οποία ήταν στημένα στις τρεις πλευρές της αίθουσας, έκαμναν έναν γύρο με το βλέμμα τους, χαμήλωναν τα μάτια μειδιώντας, σαν υπηρετικό προσωπικό, το οποίο σιωπηλά και δίχως να φέρει ευθύνη παρέχει την επικουρία του σε κάποια τολμηρή παρεκτροπή, - τα πάντα εν όψει των «Χελιδονιών».

Των χελιδονιών, των χελιδονιών; - Καλά, εν συντομία, ήταν τα «Χελιδόνια της Βιέννης»! Τραβούσαν ανά τους τόπους σαν σμήνος ταξιδιάρικων πουλιών, ταξίδευαν, μάλλον τριάντα τον αριθμό, από πόλη σε πόλη κι εμφανίζονταν σε καφωδεία και θέατρα βαριετέ πέμπτης κατηγορίας, τραγουδώντας σε στάση ανέμελη με φωνές που αλάλαζαν και κελαηδούσαν το αγαπημένο τους και λαμπρό τραγούδι:

Σαν τα χελιδόνια ξαναρθούν,

Τότε θα ιδούν! Τότε θα ιδούν!

Ήταν ένα καλό τραγούδι, με ευνόητο χιούμορ, και το τραγουδούσαν με τις επιδοκιμασίες εκείνου του τμήματος του κοινού που διέθετε κατανόηση.

Έτσι είχαν έρθει τα «Χελιδόνια» στο Υψηλόδαμο και τραγουδούσαν στο ζυθοπωλείο του Γκούγκελφινκ. Φρουρά στρατοπέδευε στο Υψηλόδαμο, ένα ολάκερο σύνταγμα ουσάρων, κι επομένως είχαν κάθε δικαίωμα να προϋποθέτουν πως θα υπήρχε κάποιο βαθύτερο ενδιαφέρον στους έγκυρους τους κύκλους. Βρήκαν περισσότερα, βρήκαν ενθουσιασμό. Τό ’να βράδυ μετά τ’ άλλο κάθονταν οι ανύμφευτοι αξιωματικοί στα πόδια τους, άκουγαν το τραγούδι των χελιδονιών κι έπιναν εις υγείαν των κορασίδων τον ξανθό ζύθο του Γκούγκελφινκ· δεν πέρασε πολύς καιρός, και πήγαν κι οι νυμφευμένοι κύριοι, και μια βραδιά εμφανίστηκε ο συνταγματάρχης φον Ρούμλερ αυτοπροσώπως, παρακολούθησε το πρόγραμμα με τεταμένη συμμετοχή και τελικά εξέφρασε προς διάφορες πλευρές την ανεπιφύλακτη αναγνώρισή του για τα «Χελιδόνια».

Τότε όμως είχε ωριμάσει μεταξύ των ανθυπολοχαγών και των ίλαρχων το σχέδιο, να δημιουργηθεί κάποια οικειότητα με τα «Χελιδόνια», να προσκαλέσουν στη λέσχη κάποιες απ’ αυτές, τις δέκα ομορφότερες επί παραδείγματι, σε μιαν εύθυμη βραδιά μ’ αφρώδες κρασί κι ιλαρότητα. Οι ανώτεροι κύριοι δεν επιτρεπόταν να ξεύρουν τίποτε έναντι του κόσμου για την επιχείρηση κι ήταν αναγκασμένοι βαρεία τη καρδία να το αποκρύπτουν· αλλά δεν πήραν μέρος μονάχα οι ελεύθεροι ανθυπολοχαγοί, αλλά κι οι νυμφευμένοι υπολοχαγοί και ίλαρχοι, και μάλιστα (τούτο ήταν το γαργαλιστικό του πράγματος, το αληθινό εύρημα), και μάλιστα με τις κυρίες τους.

Κωλύματα κι ενδοιασμοί; Ο υπολοχαγός φον Λέφτσαν είχε βρει τον σοφό λόγο, πως για τους στρατιώτες τα κωλύματα κι οι ενδοιασμοί υφίστανται ακριβώς γι’ αυτό, για να τα υπερκερούν και να τους διασκεδάζουν! Κι ας φρικιούσαν οι αγαθοί κάτοικοι του Υψηλοδάμου, όταν θα πληροφορούνταν πως οι αξιωματικοί έφεραν σε επαφή τις κυρίες τους με τα «Χελιδόνια», - εκείνοι ασφαλώς δεν θα επέτρεπαν παρόμοια στους εαυτούς τους. Υφίσταται όμως ένα ύψος, υφίστανται θρασείες κι ανεξερεύνητες περιοχές της ζωής, στις οποίες είναι ήδη πάλι ελεύθερο να κάμνει κανείς ό,τι θα τον στιγμάτιζε και θα τον ατίμαζε σε βαθύτερες σφαίρες. Και μήπως δεν ήταν συνηθισμένοι οι έντιμοι εντόπιοι ν’ αναμένουν απ’ τους ουσάρους τους παντός είδους ασυνήθιστα; Οι αξιωματικοί περνούσαν έφιπποι τις ημέρες που είχε λιακάδα χαρά θεού απ’ τα πεζοδρόμια επάνω, όποτε τους ερχόταν: τούτο είχε συμβεί. Μια φορά, κατά το βράδυ, έπεσαν πυροβολισμοί στην πλατεία της Αγοράς, πράγμα που εξ ίσου μονάχα οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να είναι: και μήπως πέρασε από κανενός τον νου για τούτο να γογγύσει; Το κάτωθι ανέκδοτο έχει επανειλημμένως επιβεβαιωθεί.

Μία πρωία μεταξύ πέντε και έξι η ώρα ο ίλαρχος βαρόνος Χάρρυ διατελούσε εν διαθέσει ζωηρά επιστρέφοντας μαζί με κάποιους συναδέλφους από κάποια νυχτερινή διασκέδαση· ήταν ο ίλαρχος φον Χύνεμανν καθώς κι οι υπολοχαγοί κι ανθυπολοχαγοί Λε Μαιστρέ, ο βαρόνος Τρούξες, ο φον Τράουτενάου και ο φον Λίχτερλω. Όταν οι κύριοι περνούσαν την Παλαιά Γέφυρα, τους απάντησε ένας παραγιός του φούρναρη, ο οποίος έχοντας στον ώμο ένα μεγάλο καλάθι με κουλούρια και σφυρίζοντας ξέγνοιαστος το τραγούδι του, τραβούσε με τη δροσιά του πρωινού τον δρόμο του. «Δώσ’ τα ’δώ!», φώναξε ο βαρόνος Χάρρυ, άρπαξε το καλάθι απ’ το χερούλι, το στροβίλισε τόσο επιδέξια, ώστε δεν του έπεσε μήτε ένα κουλούρι, τρεις φορές γύρω-γύρω και το εξακόντισε ύστερα σε μιαν απόσταση, η οποία έδειξε τη δύναμη του βραχίονά του, πέρα μακριά στα θολά νερά. Ο παραγιός του φούρναρη, μαρμαρωμένος κατ’ αρχάς από τον φόβο, σήκωσε ύστερα, όταν είδε τα κουλούρια του να πλέουν και να βυθίζονται, ψηλά τα χέρια με κραυγές θρηνητικές και χειρονομούσε σαν απελπισμένος. Αφού οι κύριοι ευφράνθηκαν λίγο χρόνο με τον παιδικό φόβο του, ο βαρόνος Χάρρυ τού έριξε ένα νόμισμα, το οποίο ξεπερνούσε σε αξία το περιεχόμενο του καλαθιού κατά το τριπλάσιο, οπότε γελώντας συνέχισαν οι αξιωματικοί την επιστροφή τους. Τότε κατάλαβε το αγόρι πως είχε να κάμει με ανθρώπους ευγενείς, και σώπασε…

Τούτη την ιστορία την έπιασε γρήγορα στο στόμα του ο κόσμος, αλλά ας τολμούσε κανείς να κάμει μούτρα για αυτό! Χαμογελώντας ή τρίζοντας τα δόντια τους – την αποδέχτηκαν απ’ τον βαρόνο Χάρρυ και τους συναδέλφους του. Κύριοι ήταν αυτοί! Κύριοι υπεράνω του Υψηλοδάμου! Κι έτσι οι κυρίες των αξιωματικών συνευρέθηκαν με τα «Χελιδόνια». –

Φάνηκε πως ο εύελπις δεν τα κατάφερνε καλύτερα στον χορό απ’ ό,τι στην εκτέλεση του βαλς, διότι πήγε, δίχως ν’ αναζητήσει ντάμα, και κάθισε με μιαν υπόκλιση σ’ ένα απ’ τα τραπεζάκια, δίπλα στη μικρή βαρόνη Άννα, τη σύζυγο του βαρόνου Χάρρυ, στην οποία απηύθυνε μερικές δειλές κουβέντες. Να συνομιλήσει με τα «Χελιδόνια» αδυνατούσε ο νεαρός ο άνδρας. Ένιωθε έναν αληθινό φόβο για εκείνες, αφού έβαζε με τον νου του πως τούτο το είδος των κορασίδων εκείνον, ό,τι κι εάν έλεγε αυτός, θα τον κοίταζε παράξενα· και τούτο τον πονούσε τον εύελπι. Αφού όμως σ’ εκείνον, σύμφωνα με το είδος των πολλών νωθρών και αχρησίμευτων φύσεων, ακόμη και η χείριστη μουσική τού προκαλούσε μια διάθεση λακωνικότητας, βαρυθυμίας και σκεπτικισμού, και η βαρόνη Άννα, της οποίας αυτός της ήταν παντελώς αδιάφορος, έδινε απλώς αφηρημένες απαντήσεις, σώπασαν σύντομα κι οι δυο και περιορίστηκαν μ’ ένα κάπως ανέκφραστο και κάπως παραμορφωμένο χαμόγελο, το οποίο παραδόξως πώς το είχαν και οι δυο τους, να κοιτάζουν του χορού τα λικνίσματα και τους κύκλους.

Τα κεριά των πολυελαίων τρεμόλαμπαν κι έσταζαν τόσο πολύ, που είχαν εντελώς παραμορφωθεί από τα στρεβλά και σχεδόν στερεοποιημένα τρεξίματα της στεαρίνης, κι από κάτω τους περιστρέφονταν και ολίσθαιναν τα ζευγάρια υπό του ανθυπολοχαγού Γκέλπζάτελ τους ρυθμούς που άναβαν φωτιές. Πιέζοντας τις μύτες προς τα κάτω έκαμναν τα πόδια βήματα μεγάλα, στρέφονταν μ’ ελαστικότητα και σύρονταν παραπέρα. Τα μακριά τα σκέλη των κυρίων κάμπτονταν λίγο, μαζεύονταν κι απλώνονταν, εκτινάσσονταν και συνέχιζαν να στροβιλίζονται. Οι φούστες ανέμιζαν. Τα πολύχρωμα σακάκια των ουσάρων περιδινούνταν, και με μια φιλήδονη κλίση της κεφαλής έγερναν οι κυρίες τις μέσες τους στων χορευτών τις αγκάλες.

Ο βαρόνος Χάρρυ κρατούσε ένα εκπληκτικά όμορφο «Χελιδόνι» αρκετά σφιχτά στο στήθος του με τα δεσίματα, έχοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της και κοιτάζοντάς την κατ’ ευθείαν μες στα μάτια. Το χαμόγελο της βαρόνης Άννας ακολουθούσε το ζευγάρι. Εκεί στριφογυρνούσε ο κομψός ανθυπολοχαγός φον Λίχτερλω μαζί του ένα κοντό, παχύ, στρογγύλο σαν σφαίρα «Χελιδόνι» μ’ ένα ασυνήθιστο ντεκολτέ. Κάτω όμως απ’ τον έναν τον πολυέλαιο χόρευε αληθινή κι ειλικρινής η κυρία ίλαρχου φον Χύνεμανν, η οποία πάνω απ’ όλα τα πράγματα αγαπούσε τον καμπανίτη, κάμνοντας κύκλους εντελώς ανιδιοτελώς μ’ ένα τρίτο «Χελιδόνι», ένα γλυκούλικο πλάσμα με φακίδες, που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απ’ την ασυνήθιστη την τιμή κατά πολύ. «Αγαπητή βαρόνη», εκφράστηκε αργότερα η κυρία φον Χύνεμανν στην κυρία υπολοχαγού φον Τρούξες, «τούτες οι κορασίδες δεν είναι καθόλου αμόρφωτες, σας μετρούν στα δάχτυλα όλες τις φρουρές του ιππικού στο βασίλειο.» Αυτές χόρευαν η μία με την άλλη, επειδή ήταν υπεράριθμες δύο κυρίες, και δεν παρατήρησαν καθόλου πως οι πάντες αποσύρονταν σιγά-σιγά απ’ το επίκεντρο, για να τις αφήσουν εντελώς μονάχες να επιδεικνύονται. Εν τέλει το πρόσεξαν εν τούτοις και στάθηκαν η μια δίπλα στην άλλη καταμεσής της αίθουσας, με γέλωτες, χειροκροτήματα και ζητωκραυγές να τις κατακλύζουν παντελώς…

Ύστερα ήπιαν όλοι καμπανίτη, και οι ορντινάντσες πήγαιναν με τα λευκά τα γάντια τους από τραπέζι σε τραπέζι, για να κερνούν. Ύστερα όμως έπρεπε να τραγουδήσουν τα «Χελιδόνια» γι’ άλλη μια φορά, παντελώς αδιάφορο, έπρεπε να το κάμουν, είτε κοντανάσαιναν πλέον είτε όχι!

Σε μια σειρά στάθηκαν επάνω στο πόντιουμ, το οποίο έπιανε τη μια στενή πλευρά της αίθουσας, κι έκαμναν γλυκά ματάκια. Οι ώμοι κι οι βραχίονές τους ήταν γυμνοί, και τα κοστούμια τους ήταν φτιαγμένα έτσι, ώστε έδειχναν ανοιχτόγκριζα γελέκα με πιο σκουρόχρωμα φράκα με ουρές χελιδονιών από πάνω. Επιπλέον φορούσαν γκρίζες κάλτσες κι ανοιχτά υποδήματα με πολύ ψηλά τακούνια. Ήταν ξανθές και μελαχρινές, καλοσυνάτες τροφαντές και κάποιες ενδιαφέρουσας ισχνότητας, κάποιες με εντελώς χαρακτηριστικά θαμπές, κατακόκκινες παρειές και άλλες, οι οποίες ήταν στο πρόσωπο τόσο άσπρες σαν κλόουν. Αλλά η ομορφότερη απ’ όλες ήταν η μικρή, η καστανή με τους παιδικούς βραχίονες και τ’ αμυγδαλωτά περιγραμμένα μάτια, με την οποία τώρα δα χόρευε ο βαρόνος Χάρρυ. Και η βαρόνη Άννα έβρισκε πως τούτη ήταν η ομορφότερη, και συνέχιζε να χαμογελά.

Τώρα τραγουδούσαν τα «Χελιδόνια», κι ο ανθυπολοχαγός φον Γκέλπζάτελ τις συνόδευε, στρέφοντας προς το μέρος τους το κεφάλι με τον κορμό του γερμένο προς τα πίσω κι αγγίζοντας συγχρόνως με τους διάπλατα ανοιγμένους βραχίονές του τα πλήκτρα. Τραγουδούσαν με μια φωνή πως είναι τάχα ελεύθερα πουλιά, που έχουν ήδη ταξιδέψει σ’ ολάκερο τον κόσμο και πως κλέβουν όλες τις καρδιές, όταν πετούν και φεύγουν. Τραγουδούσαν ένα άκρως μελωδικό τραγούδι, το οποίο άρχιζε με τα λόγια:

Ναι, ναι, το στρατιωτικό,

πόσο πολύ το αγαπώ!

και τελείωνε επίσης εντελώς όμοια. Ύστερα όμως τραγούδησαν έπειτα από καταιγισμό παραγγελιών ακόμη μια φορά το τραγούδι των χελιδονιών, και οι κύριοι, οι οποίοι το ήξευραν ήδη από στήθους εξ ίσου καλά μ’ εκείνες, συμφωνούσαν ενθουσιασμένοι:

Σαν τα χελιδόνια ξαναρθούν,

Τότε θα ιδούν! Τότε θα ιδούν!

Η αίθουσα τρανταζόταν απ’ τα τραγούδια, απ’ τα γέλια και τα κουδουνίσματα και τα χτυπήματα των ποδιών με τους πτερνιστήρες, που κρατούσαν τον ρυθμό.

Και η βαρόνη Άννα γελούσε με την όλη φασαρία κι ευθυμία· είχε ήδη όλη τη βραδιά τόσο πολύ γελάσει, που το κεφάλι της κι η καρδιά της πονούσαν απ’ αυτό και θά ’χε κλείσει ευχαρίστως τα μάτια της να γαληνέψει και να μείνει στο σκοτάδι, εάν ο Χάρρυ δεν επιδείκνυε τόσο ζήλο για το πράγμα… «Απόψε είμαι χαρούμενη», είχε εκφραστεί πρωτύτερα, κάποια στιγμή, σαν να το πίστευε κι η ίδια, στην ομοτράπεζή της· τούτο όμως της απέφερε μία σιωπή κι ένα βλέμμα σκωπτικό, οπόταν κι αναλογίστηκε πως δεν είθισται μεταξύ των ανθρώπων να λέγονται τα τοιαύτα. Εάν ήταν κανείς χαρούμενος, τότε συμπεριφερόταν και ανάλογα· το να το διαπιστώνει και να το εκφράζει ήταν ήδη τολμηρό και παράξενο· το να πει όμως «Είμαι θλιμμένη» θα ήταν παντελώς αδύνατον.

Η βαρόνη Άννα είχε μεγαλώσει σε τόσο μεγάλη μοναχικότητα και ηρεμία, στο υποστατικό του πατέρα της στο πέλαγος, ώστε είχε ακόμη σε υπερβολικό βαθμό την τάση, να μην προσέχει τις αλήθειες αυτές, μολονότι φοβόταν μην ξενίζει τους ανθρώπους, και διακαώς επιθυμούσε να είν’ ακριβώς όπως κι οι άλλοι, για να την αγαπούν κι εκείνη λίγο… Είχε ωχρά χέρια και σταχτόξανθα μαλλιά, τα οποία παραήταν βαριά συγκριτικά με το στενό προσωπάκι της με τα λεπτεπίλεπτα οστά. Ανάμεσα στ’ ανοιχτόχρωμα τα φρύδια της υπήρχε μια κάθετη ρυτίδα, η οποία έδιδε στο χαμόγελό της κάτι τι το πιεσμένο και πληγωμένο…

Έτσι είχαν τα πράγματα μ’ αυτήν, που τον σύζυγό της τον αγαπούσε… Και να λείπουν οι γέλωτες! Τον αγαπούσε μάλιστα ακόμη και παρά την ιστορία με τα κουλούρια, τον αγαπούσε δειλά κι ελεεινά, μολονότι εκείνος την απατούσε και καθημερινά κακομεταχειριζόταν την καρδιά της σαν αγόρι, υπέφερε απ’ αγάπη για εκείνον σαν μια γυνή η οποία περιφρονεί τη δική της τη λεπτότητα κι αδυναμία και ξεύρει πως η δύναμη κι η ισχυρή ευτυχία έχουν το δίκαιο σ’ αυτήν τη γη. Ναι, αφοσιώθηκε σε τούτη την αγάπη και στα βάσανά της, όπως είχε αφοσιωθεί και στον ίδιον τον καιρό εκείνο, όταν σε κάποια σύντομη κρίση τρυφερότητας την είχε ζητήσει: με την άσβεστη λαχτάρα ενός μοναχικού κι ονειροπόλου πλάσματος για τη ζωή, το πάθος και του συναισθήματος τις θύελλες…

Μέτρο τριών τετάρτων και τσουγκρίσματα ποτηριών, - οχλοβοή, αντάρα, ψίθυροι και βήματα χορού: τούτος ήταν ο κόσμος του Χάρρυ και το βασίλειό του· κι ήταν το βασίλειο των ονείρων της, επειδή η ευτυχία ήταν εκεί, η συνήθεια, η αγάπη κι η ζωή.

Κοινωνικότητα! Άκακη, γιορταστική κοινωνικότητα, αποχαυνωτικό, εξευτελιστικό, πλανερό φαρμάκι γιομάτο άκαρπα θέλγητρα, λάγνα εχθρά του λογισμού και της γαλήνης, είσαι κάτι το τρομερό! – Εκεί καθόταν, τα βράδια και τις νύχτες, μαρτυρώντας από την κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της πλήρους κενότητας και μηδαμινότητας τριγύρω και της δεσπόζουσας συγχρόνως πυρετώδους έξαρσης συνεπεία του κρασιού, του καφέ, της αισθησιακής της μουσικής και του χορού, καθόταν κι έβλεπε πώς μάγευε ο Χάρρυ όμορφες και χαρούμενες γυναίκες, όχι επειδή τον έκαμναν εκείνες ιδιαίτερα ευτυχή, αλλά επειδή το απαιτούσε η δική του η ματαιοδοξία να επιδεικνύεται ενώπιον των ανθρώπων με εκείνες, όπως κάποιος ευτυχής ο οποίος είναι καλοζωισμένος, επ’ ουδενί αποκλεισμένος, μην γνωρίζοντας καμμίαν αποθυμιά… Πόσο κακό τής έκαμνε εκείνη η ματαιοδοξία, και πόσο αυτή εν τούτοις την αγαπούσε! Πόσο γλυκό ήταν ν’ ανακαλύπτει πως εκείνος έδειχνε ωραίος, νέος, μεγαλοπρεπής και σαγηνευτικός! Πώς η αγάπη των άλλων για ’κείνον έκαμνε τη δική της να φλέγεται βασανιστικά!… Κι όταν παρέρχονταν αυτά, όταν στο τέλος μιας γιορτής, που αυτή την περνούσε γύρω απ’ το άτομό του μ’ απόγνωση και μ’ οδύνη, εκείνος το παραέκαμνε με τ’ αδαή κι εγωιστικά εγκώμια εκείνων των ωρών, τότε έρχονταν εκείνες οι στιγμές, όπου το μίσος της κι η περιφρόνησή της γίνονταν ίσα με την αγάπη της, όπου εκείνη τον έλεγε «ανθρωπάκι» και «παιδαρέλλι» μέσα στην καρδιά της κι επιζητούσε με τη σιωπή να τον τιμωρήσει, με γελοία, απεγνωσμένη σιωπή…

Τα λέγουμε καλά, μικρή βαρόνη Άννα; Να πούμε τι κρύβεται πίσω απ’ το φτωχό σου το χαμόγελο, ενόσω τραγουδούν τα «Χελιδόνια»; - Και θά ’ρθει ’κείνη η άθλια κι αναξιοπρεπής κατάσταση στην οποία εσύ θα κείτεσαι στην κλίνη σου κατά το πρωί έπειτα από την άκακη την κοινωνικότητα και θα σπαταλάς τις πνευματικές σου τις δυνάμεις με το να συλλογίζεσαι τους αστεϊσμούς, τα ευφυολογήματα, τις καλές τις αποκρίσεις που θα έπρεπε να είχες βρει, για νά ’σαι αξιαγάπητη, και που δεν βρήκες. Και θά ’ρθουν ’κείνα τα όνειρα γύρω στα χαράματα, που εσύ, αποκαμωμένη από τον πόνο, στον ώμο του θα κλαίγεις, και που εκείνος θα επιζητήσει να σε παρηγορήσει με κάποιο απ’ τα κενά, τα ευγενικά, τα συνηθισμένα τα λόγια του κι εσένα ξαφνικά θα σε πλημμυρίσει και θα σε κάμει να αισχύνεσαι ο παραλογισμός που έγκειται στο ότι στον ώμο του για όλον τον κόσμο κλαίγεις…

Κι εάν αρρώσταινε εκείνος, ψέματα; Μαντεύουμε σωστά πως από μια μικρή, αδιάφορη κακοδιαθεσία απ’ τη δική του την πλευρά εσένα σου ανοίγεται ένας ολάκερος κόσμος όνειρα, στα οποία τον βλέπεις ως τον δικό σου πάσχοντα κλινήρη, στα οποία εκείνος κείτεται ανήμπορος και καταβεβλημένος ενώπιόν σου και εν τέλει, εν τέλει σου ανήκει; Ντροπή να μην αισθάνεσαι! Αποστροφή να μην νιώθεις! Ο καημός βγαίνει ολίγον τι άσχημα ενίοτε, - εμείς το ξεύρουμε, το βλέπουμε, αχ, φτωχή, μικρή ψυχή, άλλα εντελώς περιμέναμε απ’ τα ταξίδια μας! Αλλά για τον νεαρό τον εύελπι με τα πολύ μεγάλα βλέφαρα θα μπορούσες λιγάκι να γνοιαστείς, εκείνος που κάθεται δίπλα σου και που ευχαρίστως θα συνένωνε τη μοναχικότητά του με τη δική σου. Γιατί τον αποστέργεις; Γιατί τον περιφρονείς; Επειδή αυτός είν’ απ’ τον κόσμο τον δικό σου κι όχι από τον άλλον, όπου δεσπόζει ευθυμία κι υπερηφάνεια, ευτυχία, ρυθμός κι αίσθημα νικητή; Ασφαλώς, είναι δύσκολο στον έναν τον κόσμο να μην είσαι σαν στο σπίτι σου και μήτε και στον άλλον, - εμείς το ξεύρουμε! Δεν υπάρχει όμως συμφιλίωση καμμία…

Οι επιδοκιμασίες αντήχησαν μαζί με τον επίλογο του ανθυπολοχαγού φον Γκέλπζάτελ, - τα «Χελιδόνια» είχαν τελειώσει. Δίχως να χρησιμοποιούν τα σκαλοπάτια, πηδούσαν από το πόντιουμ κάτω, με γδούπους και με ταλαντεύσεις, κι οι κύριοι σπρώχνονταν, για να τις βοηθήσουν. Ο βαρόνος Χάρρυ βοήθησε τη μικρή, την καστανή με τους παιδικούς βραχίονες, το έκαμε διεξοδικά και με κατανόηση. Έζωσε με το έναν του τον βραχίονα τους μηρούς της και με τον άλλον τη μέση της, πήρε τον χρόνο του, για να την αποθέσει, και την κουβάλησε σχεδόν ως το τραπεζάκι με τον καμπανίτη, όπου γέμισε το ποτήρι της, μέχρι που ξεχείλισε, και τσούγκρισε μαζί της, αργά-αργά και όλο υπονοούμενα, κοιτάζοντάς την μ’ ένα αφηρημένο κι επίμονο χαμόγελο μες στα μάτια. Είχε πιει πολύ, κι η ουλή φάνταζε κατακόκκινη στο άσπρο του μέτωπο, το οποίο έκαμνε μεγάλη αντίθεση με το ξαναμμένο το πρόσωπό του· ήταν όμως ευδιάθετος κι ανέμελος, απολύτως εύθυμα αναστατωμένος κι ανέφελος από το πάθος.

Το τραπέζι ήταν απέναντι από ’κείνο της βαρόνης Άννας, στην απέναντι μακριά πλευρά της αίθουσας, κι ενώ εκείνη αντάλλασσε κάποια αδιάφορα λόγια με κάποιον κοντά της, αφουγκραζόταν διψασμένη το γέλιο εκεί απέναντι, παρακολουθούσε αδιάντροπα και στα κλεφτά την κάθε μία κίνηση, - σ’ εκείνη την παράξενη κατάσταση γιομάτη επώδυνη υπερένταση, που επιτρέπει σε κάποιον μηχανικά και κρατώντας όλους τους κοινωνικούς τους τύπους να διατηρεί μία συζήτηση με κάποιο πρόσωπο και συγχρόνως να είναι πνευματικά εντελώς αλλού, πάει να πει σε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο παρατηρεί…

Μια ή δυο φορές τής φάνηκε σαν να συνάντησε το βλέμμα του μικρού «Χελιδονιού» το δικό της… Τη γνώριζε; Ήξευρε ποια ήταν; Πόσο ωραία ήταν! Πόσο θρασεία κι απερίσκεπτα ολοζώντανη και πλάνα! Εάν ο Χάρρυ την αγαπούσε, έλειωνε για ’κείνη, υπέφερε για ’κείνη, θα το συγχωρούσε, θα το καταλάβαινε, θα το συναισθανόταν. Και ξαφνικά ένιωσε πως η δική της η αποθυμιά για το μικρό «Χελιδόνι» ήταν πιο θερμή και πιο βαθειά απ’ του Χάρρυ.

Το μικρό «Χελιδόνι»! Μεγαλοδύναμε, την έλεγαν Έμμυ κι ήταν βαθύτατα κοινή. Αλλά ήταν θαυμάσια με τις μαύρες τις τούφες των μαλλιών της, που τύλιγαν το μεγάλο, λάγνο πρόσωπο, με τα σκούρα περιγραμμένα μάτια τ’ αμυγδαλωτά, το μεγάλο στόμα της όλο λευκά δόντια αστραφτερά και με τους καστανούς, τους αβρά και δελεαστικά σχηματισμένους βραχίονές της· και τ’ ωραιότερο σ’ αυτήν ήταν οι ώμοι της, οι οποίοι σε κάποιες κινήσεις συγκεκριμένες στρέφονταν μέσα στις αρθρώσεις μ’ έναν ασύγκριτα ευλύγιστο τρόπο… Ο βαρόνος Χάρρυ ήταν όλος ενδιαφέρον για ’κείνους τους ώμους· δεν ήθελε μήτε ν’ ακούσει καν πως θα τους κάλυπτε, αλλά διεξήγε θορυβώδη μάχη για το σάλι, το οποίο της είχε σφηνωθεί στο κεφαλάκι της να το φορέσει, - και μ’ όλ’ αυτά κανείς δεν πρόσεξε απ’ άκρη σ’ άκρη, μήτε ο βαρόνος Χάρρυ, μήτε η σύζυγός του, μήτε και κανένας άλλος, πως εκείνο το μικρό, το παραμελημένο πλάσμα, το οποίο το κρασί το έκαμνε συναισθηματικό, ολάκερο το βράδυ κοίταζε λιγωμένα τον εύελπι απέναντι, ο οποίος είχε εκδιωχθεί πρωτύτερα από το κλειδοκύμβαλο ελλείψει ευρυθμίας. Τα γλαρωμένα τα μάτια του και ο τρόπος του παιξίματός του την είχαν θαμπώσει, της φαινόταν ευγενής, ποιητικός κι από κάποιον άλλον κόσμο, ενώ η υπόσταση κι η φύση του βαρόνου Χάρρυ της φάνταζαν υπερβολικά γνώριμες και πληκτικές, κι ήταν πολύ δυστυχής και όλο στενοχώρια, που ο εύελπις απ’ τη δική του την πλευρά δεν της έδινε το παραμικρό σημάδι αγάπης…

Τα κατά πολύ καμένα κεριά έκαιγαν θαμπά μέσα στον καπνό των σιγαρέτων που ήταν αιωρούμενος σε καστανωπά στρώματα επάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μυρουδιά καφέ διαχεόταν στην αίθουσα. Μια άνοστη και βαρειά ατμόσφαιρα, γιορταστική αντάρα, αχνός κοινωνικότητας, που έγινε ασφυκτικός κι έφερνε σύγχυση από τα τολμηρά τ’ αρώματα των «Χελιδονιών», κάθισε επάνω απ’ όλα, τα τραπεζάκια με τα λευκά καλύμματα και τις παγωνιέρες του καμπανίτη, τους ξενυχτισμένους και περιχαρείς ανθρώπους και τα βουητά, τους γέλωτες, τα χαχανητά και τα ερωτικά τα πειράγματά τους.

Η βαρόνη Άννα δεν ομιλούσε πλέον. Η απόγνωση κι εκείνο το τρομερό το ταίριασμα αποθυμιάς, ζήλιας, αγάπης και αυτοπεριφρόνησης, το οποίο αποκαλούν ζηλοτυπία και το οποίο δεν θα υφίστατο, εάν ο κόσμος ήταν αγαθός, είχαν κάμει την καρδιά της υποχείριό τους τόσο πολύ, που εκείνη δεν είχε πλέον τη δύναμη να προσποιείται. Μακάρι να έβλεπε, τι της συνέβαινε, μακάρι να αισθανόταν ντροπή για ’κείνη, ώστε έστω ένα κάποιο αίσθημα, που θα σχετιζόταν μ’ εκείνη, στο στήθος του να γεννιόταν.

Κοίταζε απέναντι… Το παιγνίδι εκεί πέρα είχε παραγίνει ολίγον τι, κι οι πάντες τον παρακολουθούσαν με γέλια και περιέργεια. Ο Χάρρυ είχε σκαρφιστεί έναν καινούργιο τρόπο τρυφερής πάλης με το μικρό «Χελιδόνι». Επέμενε ν’ αλλάξει μαζί της δαχτυλίδια, και πιέζοντας τα γόνατά του στα δικά της, την κρατούσε ακίνητη στην καρέκλα, άρπαζε περίχαρης κι έπειτα από τρελό κυνήγι το χέρι της και προσπαθούσε ν’ ανοίξει τη μικρή, σφιγμένη γροθιά της. Εν τέλει υπερνίκησε εκείνος. Κι υπό τις θορυβώδεις επιδοκιμασίες της ομήγυρης της απέσπασε με πολύ κόπο το στενό δαχτυλίδι με τον όφι και πέρασε με το στανιό τη δική του τη βέρα θριαμβευτικά στο δάχτυλό της.

Τότε σηκώθηκε η βαρόνη Άννα. Θυμός και πόνος, η αποθυμιά, να πάει με τη θλίψη της για την αγαπημένη τη μικρότητά του να κρυφτεί στο σκοτάδι, η απεγνωσμένη επιθυμία, να τον τιμωρήσει μ’ ένα σκάνδαλο, κάπως να στρέψει την προσοχή του επάνω της, την κατέλαβαν. Χλωμή έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και πήγε διασχίζοντας την αίθουσα προς την πόρτα.

Προκλήθηκε κάποια αίσθηση. Σοβαροί και ξεμέθυστοι κοιτάζονταν όλοι. Κάνα δυο κύριοι φώναξαν με δυνατή φωνή τον Χάρρυ με τ’ όνομά του. Ο θόρυβος κόπασε.

Και τότε συνέβη κάτι τι εντελώς παράξενο. Το «Χελιδόνι» η Έμμυ λοιπόν πήρε με πλήρη αποφασιστικότητα το μέρος της βαρόνης Άννας. Θέλετε, διότι κάποιο εν γένει γυναικείο ένστικτο για τον πόνο και την πάσχουσα αγάπη καθόρισε τη συμπεριφορά της, θέλετε, διότι ο δικός της ο καημός για τον εύελπι με τα κουρασμένα βλέφαρα την έκαμε να δει στη βαρόνη Άννα μίαν αδελφή ψυχή, - η πράξη της προκάλεσε γενική κατάπληξη.

«Είστε χυδαίος!», είπε δυνατά μες στη δεσπόζουσα σιγή, σπρώχνοντας προς τα πίσω τον κατάπληκτο βαρόνο Χάρρυ. Τούτη τη μία πρόταση: «Είστε χυδαίος!» Κι ύστερα βρέθηκε με μιας δίπλα στη βαρόνη Άννα, η οποία κρατούσε ήδη το πόμολο της πόρτας.

«Συγχωρήστε με!», είπε τόσο σιγανά, σαν να μην άξιζε κανείς άλλος τριγύρω να τ’ ακούσει. «Ορίστε το δαχτυλίδι.» Και λέγοντας αυτό έβαλε τη βέρα του Χάρρυ στο χέρι της Άννας. Και ξαφνικά ένιωσε η βαρόνη Άννα το μεγάλο, ζεστό προσωπάκι της κορασίδας επάνω από ’κείνο το χέρι της κι ένα αβρό, εγκάρδιο φιλί να το καίει. «Συγχωρήστε με!», ψιθύρισε το μικρό «Χελιδόνι» άλλη μια φορά κι ύστερα έφυγε τρέχοντας.

Η βαρόνη Άννα όμως έστεκε απ’ έξω στο σκοτάδι, ζαλισμένη ακόμη, και περίμενε, μέχρι να πάρει εκείνο το απρόσμενο συμβάν μέσα της μορφή και νόημα. Κι ήρθε και μια κάποια ευτυχία, μια γλυκειά, θερμή και κρύφια ευτυχία έκλεισε τα μάτια της κάποια στιγμή…

Αρκεί! Ως εδώ και μη παρέκει! Δείτε όμως την πολύτιμη, τη μικρή τη λεπτομέρεια! Εκεί έστεκε, εντελώς σαγηνεμένη και μαγεμένη, επειδή κάποια περιπλανώμενη είχε κάμει την αποκοτιά, να της φιλήσει το χέρι!

Εμείς σε αφήνουμε, βαρόνη Άννα, σε φιλούμε στο μέτωπο, έχε ’γεια, αναχωρούμε με σπουδή μεγάλη! Μόνο κοιμήσου! Θα ονειρεύεσαι όλη τη νύχτα το «Χελιδόνι», που ήρθε κοντά σου, και θα είσαι λίγο ευτυχής.

Διότι μια κάποια ευτυχία, ένα μικρό ρίγος και μια μέθη ευτυχίας εγγίζει την καρδιά, όταν εκείνοι οι δυο κόσμοι μεταξύ των οποίων πλανάται πέρα-δώθε η αποθυμιά συνευρίσκονται σε κάποια σύντομη, απατηλή προσέγγιση.

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

Thomas Mann Το διήγημα του Thomas Mann "Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1904 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Die Neue Rundschau [Η Νέα Επιθεώρηση] στο Βερολίνο με τον τίτλο "Ein Glück. Studie" και συμπεριλήφθηκε δέκα χρόνια αργότερα στη συλλογή διηγημάτων Das Wunderkind [Το παιδί-θαύμα]. Η συγκεκριμένη μετάφραση είναι αφιερωμένη στη Λένα Κ. και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Τόμας Μανν Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Διαβάστε μια εισαγωγή στη ζωή και το έργο  του Τόμας Μανν, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του  Τόνιο Κραίγκερ. Ο Μάριο και ο μάγος, το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Επισκεφθείτε τη σελίδα της βιβλιοnet για τον Τόμας Μανν και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

© Εκδόσεις Ίνδικτος + Alexandros Kypriotis