Arthur Schnitzler, Οι νεκροί σωπαίνουν

Melancholy_by_Yaroslav_B

Δεν άντεχε άλλο να κάθεται ήρεμα μέσα στην άμαξα∙ κατέβηκε και άρχισε να πηγαινοέρχεται. Είχε ήδη σκοτεινιάσει∙ τα λιγοστά φανάρια σε τούτο τον ήσυχο, παράμερο δρόμο έπαιζαν πέρα δώθε από τον αέρα. Η βροχή είχε σταματήσει∙ τα πεζοδρόμια είχαν σχεδόν στεγνώσει∙ οι δρόμοι χωρίς λιθόστρωτο, όμως, ήταν ακόμα βρεγμένοι και μικρές λακκούβες με νερό σχηματίζονταν σε διάφορα σημεία.

Είναι παράξενο, σκέφτηκε ο Φραντς, πώς μπορείς εδώ, εκατό μόλις βήματα από την οδό Πράτερ, να νομίσεις πως βρίσκεσαι σε κάποια ουγγρική κωμόπολη. Όπως και να ’χει – τουλάχιστον εδώ ήσουν ασφαλής∙ εδώ δεν χρειάζεται να φοβάται εκείνη μήπως συναντήσει κανένα γνωστό της.

Κοίταξε το ρολόι... Επτά η ώρα – και ήταν ήδη εντελώς σκοτάδι. Αυτή τη φορά το φθινόπωρο ήρθε νωρίς. Το ίδιο και η αναθεματισμένη η καταιγίδα.

Σήκωσε το γιακά του κι άρχισε να πηγαινοέρχεται πιο γρήγορα. Τα τζάμια απ’ τα φανάρια έτριζαν∙ «Μισή ώρα ακόμη», είπε στον εαυτό του, «μετά φεύγω. Αχ – σχεδόν το εύχομαι να ’ταν ήδη μισή ώρα αργότερα». Σταμάτησε και στάθηκε στη γωνία∙ από εδώ είχε εποπτεία και των δύο δρόμων, απ’ όπου θα μπορούσε να έρθει εκείνη.

Σήμερα θα ’ρθει, το ξέρω, σκεφτόταν, ενώ κρατούσε το καπέλο του που κόντευε να του το πάρει ο αέρας. – Παρασκευή – Συνεδρίαση του σώματος των καθηγητών – γι’ αυτό τολμάει να ’ρθει τόσο μακριά και μπορεί να μείνει έξω παραπάνω . . . Άκουσε το κουδούνισμα απ’ τ’ άλογα∙ τότε άρχισε να χτυπά και η καμπάνα της εκκλησίας του Νέπομουκ εκεί κοντά. Ο δρόμος ζωντάνεψε. Από μπροστά του περνούσαν τώρα περισσότεροι άνθρωποι: ως επί το πλείστον, του φάνηκε, υπηρέτες από τα μαγαζιά που έκλειναν στις επτά. Όλοι περπατούσαν γρήγορα, παλεύοντας κατά κάποιο τρόπο με το δυνατό αέρα που έκανε δύσκολο το βάδισμα. Κανείς δεν του έδινε σημασία∙ μόνο κάνα δυο μαθητευόμενες πωλήτριες τον κοίταξαν ελαφρώς περίεργα. – Ξαφνικά είδε να ’ρχεται γρήγορα προς το μέρος του μια γνωστή φιγούρα. Προχώρησε βιαστικά προς αυτήν. Χωρίς άμαξα; σκέφτηκε. Να ’ναι εκείνη άραγε;

Εκείνη ήταν∙ μόλις τον αντιλήφθηκε, επιτάχυνε το βήμα της.

«Με τα πόδια ήρθες;» είπε εκείνος.

« Έδιωξα την άμαξα ήδη από το Κάρλτεάτερ. Ο ίδιος αμαξάς, νομίζω, με είχε πάει και μια άλλη φορά.»

Ένας κύριος πέρασε μπροστά τους και έριξε στη γυναίκα μια ματιά στα πεταχτά. Ο νεαρός άνδρας τον κοίταξε με βλέμμα κοφτερό, σχεδόν απειλητικό∙ ο άλλος συνέχισε γρήγορα το δρόμο του. Η γυναίκα τον ακολούθησε με το βλέμμα. «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε φοβισμένη.

«Δεν τον ξέρω. Εδώ δεν υπάρχουν γνωστοί, ησύχασε. Τώρα, όμως, βιάσου∙ καλύτερα ν’ ανεβούμε στην άμαξα.»

«Αυτή εδώ είναι;»

«Ναι».

«Ανοικτή;»

«Ήταν τόσο όμορφα ακόμη μια ώρα πριν».

Προχώρησαν βιαστικά προς την άμαξα∙ η νεαρή γυναίκα ανέβηκε πάνω.

«Αμαξά», φώναξε ο νεαρός άνδρας.

«Μα πού είναι;» ρώτησε η νεαρή γυναίκα.

Ο Φραντς κοίταξε τριγύρω. «Απίστευτο», φώναξε, «ο άνθρωπος δεν είναι πουθενά».

«Για όνομα του Θεού!» είπε σιγανά εκείνη.

«Περίμενε ένα λεπτό, μικρή μου∙ θα ’ναι σίγουρα εκεί πέρα».

Ο νεαρός άνδρας άνοιξε την πόρτα του μικρού πανδοχείου∙ σ’ ένα τραπέζι με κάνα δυο άλλους καθόταν ο αμαξάς∙ τώρα σηκώθηκε γρήγορα όρθιος.

«Αμέσως, καλέ μου κύριε», είπε και κατέβασε μονορούφι στα όρθια το υπόλοιπο κρασί στο ποτήρι του.

«Μα τι σας ήρθε;»

«Να με συγχωράει η χάρη σας∙ είμαι εκεί σ’ ένα λεπτό».

Προχώρησε βιαστικά προς τα άλογα τρεκλίζοντας λίγο.

«Πού πάει λοιπόν η χάρη σας;»

«Στο Πράτερ, στο περίπτερο αναψυχής»

Ο νεαρός άνδρας ανέβηκε στην άμαξα. Η νεαρή γυναίκα είχε εντελώς κρυφτεί, σχεδόν κουλουριαστεί, γερμένη πίσω στη γωνία κάτω από την ανοιγμένη οροφή.

Ο Φραντς έπιασε τα δυο της χέρια. Εκείνη έμεινε ασάλευτη. «Δε θα μου πεις τουλάχιστον καλησπέρα;»

«Σε παρακαλώ∙ άσε με ένα λεπτό, δεν έχω προλάβει ακόμα να πάρω ανάσα».

Ο νεαρός άνδρας έγειρε πίσω στη δική του γωνία. Για λίγο κανείς δε μιλούσε. Η άμαξα έστριψε στην οδό Πράτερ, πέρασε μπροστά από το μνημείο Τέγκετχοφ, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα όρμησε λες και πετούσε στο φαρδύ, σκοτεινό δρόμο του Πράτερ με τις δενδροστοιχίες. Τώρα η Έμμα τύλιξε ξαφνικά τα χέρια της γύρω από τον εραστή της. Αυτός τράβηξε πίσω αργά το βέλο που τον χώριζε ακόμη από τα χείλη της και τη φίλησε.

«Επιτέλους είμαι κοντά σου!» είπε εκείνη.

«Ξέρεις μήπως πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε;» φώναξε εκείνος.

«Απ’ την Κυριακή».

«Ναι, και τότε πάλι μόνο από μακριά»

«Γιατί το λες αυτό; Αφού στο σπίτι μας ήσουν».

«Ναι, βέβαια . . . στο σπίτι σας. Αχ, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο έτσι. Δεν πρόκειται να ξανάρθω ποτέ πια στο σπίτι σας. Μα τι έπαθες εσύ;»

«Μια άμαξα πέρασε από μπροστά».

«Γλυκό μου παιδί, όσοι κάνουνε σήμερα βόλτα στο Πράτερ με τις άμαξες, αλήθεια, δε νοιάζονται για μας».

«Το ξέρω. Αλλά μπορεί κάποιος από σύμπτωση να κοιτάξει προς τα δω».

«Αποκλείεται να μας αναγνωρίσουν».

«Σε παρακαλώ, ας πάμε κάπου αλλού».

«Όπως θέλεις».

Έβαλε μια φωνή στον αμαξά, ο οποίος δε φάνηκε όμως να ακούει. Τότε έσκυψε μπροστά και τον σκούντηξε. Ο αμαξάς έστριψε να δει.

«Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω. Κι επιτέλους, γιατί ζορίζετε τόσο πολύ τα άλογα με το καμουτσίκι; Ακούστε, δεν έχουμε καμιά βιασύνη! Θα πάρουμε τον . . . ξέρετε, τον δρόμο με τις δενδροστοιχίες που πάει στη γέφυρα του Ράιχ».

«Στην οδό Ράιχ;»

«Ναι, αλλά μην τρέχετε έτσι, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα».

«Να με συχωράει η χάρη σας, ο αέρας, αυτός αγριεύει τόσο τ’ άλογα».

«Ναι, ο αέρας». Ο Φραντς κάθισε ξανά στη θέση του.

Ο αμαξάς γύρισε τα άλογα. Άρχισαν να επιστρέφουν.

«Εχθές γιατί δε σε είδα;» ρώτησε εκείνη.

«Μα πώς μπορούσα να 'χω έρθει;»

«Σκέφτηκα πως θα 'σουν κι εσύ καλεσμένος στης αδερφής μου».

«Α, μάλιστα».

«Γιατί δεν ήσουν;»

«Γιατί δεν το αντέχω να είμαι μαζί σου μέσα σε κόσμο. Όχι, ποτέ ξανά».

Εκείνη σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε μετά.

Η άμαξα τους πήγαινε κάτω από τη γέφυρα του τρένου στην οδό Ράιχ.

«Από εκεί πάει προς το μεγάλο Δούναβη», είπε ο Φραντς, «είμαστε καθοδόν προς τη γέφυρα του Ράιχ. Εδώ δεν υπάρχουν γνωστοί!» πρόσθεσε ειρωνικά.

«Η άμαξα τραντάζεται υπερβολικά δυνατά».

«Ναι, μπήκαμε πάλι σε λιθόστρωτο.»

«Γιατί ο αμαξάς πάει έτσι ζιγκ ζαγκ;»

«Έτσι σου φαίνεται».

Αλλά και ο ίδιος είχε την εντύπωση ότι η άμαξα πήγαινε πέρα δώθε πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε. Δεν ήθελε να πει τίποτα για να μην τη φοβίσει περισσότερο.

«Σήμερα έχω πολλά και σοβαρά πράγματα να συζητήσω μαζί σου, Έμμα».

«Τότε καλύτερα ν’ αρχίσεις σύντομα, γιατί στις εννιά πρέπει να είμαι σπίτι».

«Τα πάντα μπορούν να κανονιστούν με δυο λόγια».

«Θεέ μου, τι είναι πάλι αυτό;» έβαλε εκείνη τις φωνές. Η άμαξα είχε μπει στις ράγες που χρησιμοποιούσαν οι ιππήλατες μεταφορικές άμαξες, και καθώς ο αμαξάς προσπάθησε να την επαναφέρει στον κανονικό δρόμο, την έστριψε τόσο απότομα που παραλίγο ν’ αναποδογυρίσει. Ο Φραντς άρπαξε τον αμαξά απ’ το πανωφόρι. «Σταματήστε,» του φώναξε. «Είστε μεθυσμένος».

Ο αμαξάς ακινητοποίησε τα άλογα. «Μα καλέ μου κύριε . . .»

«Έλα, Έμμα, θα κατεβούμε εδώ».

«Πού είμαστε;»

«Είμαστε ήδη στη γέφυρα. Και δε φυσάει πια τόσο δυνατά. Ας περπατήσουμε λίγο. Στην άμαξα πάνω δεν μπορούμε να συζητήσουμε με την ησυχία μας».

Η Έμμα κατέβασε το βέλο στο πρόσωπό της και ακολούθησε.

«Δε φυσάει δυνατά το λες εσύ αυτό;» φώναξε, καθώς μόλις κατέβηκε μια ριπή ανέμου τη χτύπησε καταπρόσωπο.

Εκείνος πήρε το χέρι της. «Ακολούθησέ μας» φώναξε στον αμαξά. Άρχισαν να προχωράνε. Όλο το διάστημα που σηκωνόταν σταδιακά η γέφυρα δεν είπαν κουβέντα, μόλις ακούστηκε να κυλάει από κάτω το νερό, σταμάτησαν και στάθηκαν για λίγο. Γύρω τους υπήρχε βαθύ σκοτάδι. Το πλατύ ρεύμα απλωνόταν γκρίζο προς τα πέρα με ακαθόριστα όρια ενώ μακριά στο βάθος μπορούσαν να διακρίνουν κάτι κόκκινα φώτα που καθρεφτίζονταν στο νερό, λες και αιωρούνταν από πάνω του. Από την όχθη που μόλις είχαν αφήσει πίσω τους, φωτεινές λωρίδες βυθίζονταν τρεμοπαίζοντας στο νερό∙ απ’ την άλλη πλευρά το ρεύμα έμοιαζε να χάνεται μέσα στους μαύρους βάλτους. Τώρα φάνηκε σαν ν’ ακούγεται από μακριά ένα μπουμπουνητό που συνεχώς πλησίαζε∙ άθελά τους κοίταξαν κι οι δυο προς το μέρος που λαμπύριζαν τα κόκκινα φώτα∙ βαγόνια με τα παράθυρα φωτισμένα κυλούσαν κάτω από σιδερένιες τοξωτές αψίδες που έμοιαζαν να ξεπηδούν ξαφνικά μέσα στη νύχτα και να ξαναβυθίζονται αμέσως μετά. Η βροντή σταδιακά έσβησε, έγινε ησυχία∙ μόνο ο άνεμος ερχόταν σε ξαφνικές ριπές.

Μετά από μεγάλη σιωπή είπε ο Φραντς: «Καλύτερα να φεύγαμε».

«Φυσικά, πάμε», αποκρίθηκε σιγανά η Έμμα.

«Καλύτερα να φεύγαμε», είπε ζωηρά ο Φραντς, «εννοώ να φεύγαμε μακριά…»

«Δε γίνεται.»

«Επειδή είμαστε δειλοί, Έμμα∙ γι’ αυτό δε γίνεται».

«Και το παιδί μου;»

«Θα στο άφηνε εσένα, είμαι εντελώς σίγουρος».

«Και πώς;» ρώτησε σιγά… «Θα το σκάσουμε μες στη νύχτα;»

«Όχι, φυσικά όχι. Δεν έχεις απλά παρά να του πεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις μαζί του, γιατί ανήκεις σε κάποιον άλλον».

«Είσαι με τα καλά σου, Φραντς;»

«Αν θες, σε γλιτώνω και απ’ αυτό, του το λέω εγώ ο ίδιος».

«Δε θα το κάνεις αυτό, Φραντς.»

Προσπάθησε να δει το πρόσωπό της∙ αλλά μες στη σκοτεινιά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα πέρα απ’ το ότι είχε σηκώσει το κεφάλι της και είχε γυρίσει προς το μέρος του.

Έμεινε σιωπηλός για λίγο. Έπειτα είπε ήρεμα: «Μη φοβάσαι, δε θα το κάνω».

Πλησίασαν την απέναντι όχθη.

«Δεν ακούς τίποτα;» είπε εκείνη. «Τι είναι αυτό;»

«Από κει πέρα έρχεται», είπε εκείνος.

Το είδαν να ξεπροβάλλει αργά μέσα στη σκοτεινιά∙ ένα μικρό κόκκινο φως λικνιζόταν απέναντί τους∙ γρήγορα είδαν πως ερχόταν από ένα μικρό φανάρι στερεωμένο στο μπροστινό χαλινάρι μιας μεταφορικής άμαξας∙ δεν μπορούσαν όμως να δουν αν η άμαξα ήταν φορτωμένη πράγματα ή μετέφερε κι ανθρώπους. Πίσω της ακριβώς έρχονταν δύο ακόμα ίδιες άμαξες. Στην τελευταία μπόρεσαν να διακρίνουν έναν άντρα με ρούχα χωρικού που μόλις άναβε την πίπα του. Οι άμαξες πέρασαν από μπροστά τους κι έφυγαν. Και μετά δεν ακουγόταν πάλι τίποτα πέρα απ’ τον υπόκωφο ήχο της άμαξας που συνέχιζε να κυλάει αργά είκοσι βήματα πιο πίσω. Τώρα η γέφυρα βυθίστηκε εύκολα προς την απέναντι όχθη. Μπροστά τους έβλεπαν το δρόμο που συνέχιζε ανάμεσα απ’ τα δέντρα στο σκοτάδι. Αριστερά και δεξιά τους απλώνονταν στο βάθος οι βάλτοι∙ τους κοίταζαν σαν να κοιτούσαν την άβυσσο. Μετά από μεγάλη σιωπή είπε ξαφνικά ο Φραντς: «Η τελευταία φορά επομένως...»

«Τι;» ρώτησε με ανήσυχη φωνή η Έμμα.

«Που είμαστε μαζί. Μείνε μ’ αυτόν. Εγώ σου λέω αντίο».

«Μιλάς σοβαρά;»

«Εντελώς».

«Βλέπεις που εσύ είσαι αυτός που χαλάει πάντα τις λίγες ώρες που έχουμε μαζί∙ όχι εγώ!»

«Ναι, ναι, δίκιο έχεις», είπε ο Φραντς. «Έλα, γυρνάμε πίσω».

Τον κράτησε πιο σφικτά απ’ το μπράτσο. «Όχι», είπε τρυφερά, «τώρα δεν θέλω εγώ. Δε θ’ αφήσω να με διώξεις τόσο εύκολα».

Τον τράβηξε πάνω της και τον φίλησε για αρκετή ώρα. «Πού θα φτάναμε», ρώτησε μετά, «αν συνεχίζαμε να προχωράμε εδώ στην ευθεία;»

«Προς τα ’κει πάει κατευθείαν στην Πράγα, μικρή μου».

«Όχι τόσο μακριά», είπε εκείνη χαμογελώντας, «αλλά λίγο παρακάτω, αν θες». Έδειξε στα σκοτεινά.

«Ε, αμαξά!» φώναξε ο Φραντς. Εκείνος ούτε που άκουσε.

Ο Φραντς φώναξε δυνατά: «Σταματήστε επιτέλους!»

Η άμαξα συνέχιζε να προχωρά. Ο Φραντς έτρεξε ξοπίσω της. Τώρα είδε πως ο αμαξάς κοιμόταν. Τον ξύπνησε φωνάζοντάς του δυνατά. «Θα συνεχίσουμε ακόμα λίγο – στο δρόμο – καταλαβαίνετε τι σας λέω;»

«Όπως θέτε, καλέ μου κύριε…»

Η Έμμα ανέβηκε πάνω∙ ακολούθησε ο Φραντς. Ο αμαξάς χτύπησε το καμουτσίκι στον αέρα∙ τα άλογα όρμησαν σαν μανιασμένα στο στεγνό δρόμο. Αλλά οι δυο τους, με την άμαξα να τους κουνάει πέρα δώθε, κρατιόντουσαν αγκαλιασμένοι σφιχτά.

«Δεν είναι πολύ όμορφα;» ψιθύρισε κοντά στο στόμα του η Έμμα.

Εκείνη τη στιγμή της φάνηκε σαν να πετούσε η άμαξα ψηλά στον αέρα – ένιωσε τον εαυτό της να εκσφενδονίζεται μακριά, ήθελε από κάπου να γαντζωθεί, έπιανε όμως το κενό: της φάνηκε ότι στριφογύριζε με ξέφρενη ταχύτητα σε κύκλους, τόσο που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια – και ξαφνικά αισθάνθηκε ότι βρισκόταν στο έδαφος, και μια απέραντη βαριά σιγή απλώθηκε, σαν να ’ταν εντελώς μόνη, μακριά απ’ όλο τον κόσμο. Άκουσε τότε διαφορετικά πράγματα ανακατεμένα: ήχους από οπλές αλόγων που χτυπούσαν πολύ κοντά της στο έδαφος, ένα σιγανό κλαψούρισμα∙ δεν μπορούσε όμως να δει τίποτα. Ένας φόβος την κυρίεψε τώρα∙ ούρλιαξε∙ ο φόβος της έγινε ακόμη μεγαλύτερος, γιατί δεν μπόρεσε ν’ ακούσει το ουρλιαχτό της. Ξαφνικά ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί: η άμαξα είχε βρει πάνω σε κάτι, πάνω μάλλον σε κάποια πέτρα της οδομετρικής σήμανσης, είχε τιναχτεί ανάποδα στον αέρα και αυτοί είχαν πεταχτεί έξω. Πού είναι εκείνος; ήταν η επόμενη σκέψη της. Είπε τ’ όνομά του. Κι άκουσε τον εαυτό της που μίλησε, πολύ σιγά μεν, αλλά τον άκουσε. Δεν πήρε απάντηση. Προσπάθησε να σηκωθεί. Το μόνο που κατάφερε ήταν να ανασηκωθεί καθιστή στο έδαφος, και καθώς άπλωσε τα χέρια της, ένιωσε δίπλα της ένα ανθρώπινο σώμα. Και τώρα το βλέμμα της μπορούσε να διαπεράσει τη σκοτεινιά. Δίπλα της βρισκόταν ξαπλωμένος ο Φραντς, εντελώς ασάλευτος. Με το τεντωμένο της χέρι άγγιξε το πρόσωπό του κι ένιωσε κάτι υγρό και ζεστό να κυλάει πάνω του. Η αναπνοή της σταμάτησε. Αίμα…; Τι είχε συμβεί; Ο Φραντς ήταν τραυματισμένος και αναίσθητος. Κι ο αμαξάς – πού ήταν αυτός; Τον φώναξε. Καμιά απάντηση. Ήταν ακόμη καθιστή στο έδαφος. Εγώ δεν έπαθα τίποτα, σκέφτηκε, αν και ένιωθε να πονάνε όλα της τα μέλη. Τι να κάνω, τι να κάνω… δεν είναι δυνατόν να μην έχω πάθει τίποτα. «Φραντς!» φώναξε. Μια φωνή πολύ κοντά απάντησε: « Πού ’στε, καλή μου δεσποινίς, που ’ναι ο καλός κύριος; Γίνηκε τίποτα; Περμένετε, δεσποινίς, ν’ ανάψω τη λάμπα, μπας και δούμε τίποτα, δεν ξέρω τι έχουνε σήμερα τ’ άλογα. Δε φταίω ’γω, στην ψυχή μου…, τα παλιάλογα».

Η Έμμα, αν και πονούσαν όλα της τα μέλη, είχε σηκωθεί εντελώς όρθια και το ότι ο αμαξάς δεν είχε πάθει τίποτα την καθησύχασε λίγο. Τον άκουσε ν’ ανοίγει το πορτάκι της λάμπας και ν’ ανάβει τα σπίρτα. Περίμενε το φως με αγωνία. Δεν τολμούσε ν’ αγγίξει πάλι τον Φραντς που βρισκόταν μπροστά της ξαπλωμένος στο έδαφος∙ σκέφτηκε: όταν δεν μπορείς να δεις τίποτα, όλα μοιάζουν πιο φοβερά∙ σίγουρα έχει τα μάτια του ανοιχτά... δε θα ’ναι τίποτα.

Ένα λαμπύρισμα φωτός ήρθε από μιαν άκρη. Είδε ξάφνου την άμαξα, η οποία προς έκπληξή της δεν ήταν πεσμένη στο έδαφος, αλλά απλά βρισκόταν στραβά γερμένη στο χαντάκι του δρόμου σαν να της είχε σπάσει κάποια ρόδα. Τα άλογα στέκονταν εντελώς ήσυχα. Το φως πλησίασε∙ το είδε να γλιστράει διαδοχικά πάνω από μια πέτρα οδομετρικής σήμανσης και πάνω απ’ το σωρό με τα χαλίκια στο χαντάκι∙ έπειτα προχώρησε έρποντας στα πόδια του Φραντς, γλίστρησε πάνω στο σώμα του, φώτισε το πρόσωπό του και στάθηκε πάνω του. Ο αμαξάς είχε ακουμπήσει τη λάμπα στο έδαφος∙ δίπλα ακριβώς στο κεφάλι του ξαπλωμένου άνδρα. Η Έμμα έπεσε στα γόνατα και με το που κοίταξε το πρόσωπο, νόμισε πως η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει. Το πρόσωπο ήταν ωχρό∙ τα μάτια μισάνοιχτα, έτσι που φαινόταν μόνο το άσπρο τους. Απ’ τον δεξιό κρόταφο μια λωρίδα αίματος κυλούσε αργά πάνω στο μάγουλο και χανόταν κάτω απ’ το γιακά στο λαιμό. Τα δόντια είχαν μπηχτεί στο κάτω χείλος. «Δεν είναι δυνατόν!» είπε η Έμμα στον εαυτό της.

Και ο αμαξάς είχε γονατίσει κάτω και κοίταζε έντονα το πρόσωπο. Έπιασε τότε με τα χέρια του το κεφάλι και το σήκωσε ψηλά. «Τι κάνετε;» ούρλιαξε η Έμμα με πνιγμένη φωνή, με τρόμο μπροστά σ’ αυτό το κεφάλι που έμοιαζε να σηκώνεται από μόνο του.

«Καλή μου κυρία, μου φαίνεται πως εδώ έχει γίνει μεγάλο κακό».

«Δεν είναι αλήθεια», είπε η Έμμα. «Δεν μπορεί να είναι. Εσείς, πάθατε τίποτα; Κι εγώ...»

Ο αμαξάς άφησε το κεφάλι του ασάλευτου άνδρα να πέσει αργά πάλι πίσω∙ στην αγκαλιά της Έμμας που ριγούσε. « Να ερχόταν τουλάχιστον κανείς... να 'χαν έρθει τουλάχιστον οι χωρικοί ένα τέταρτο αργότερα…»

«Τι κάνουμε τώρα;» είπε η Έμμα με τρεμάμενα χείλη.

«Κοιτάτε, κυρά μ’, αν δεν είχε σπάσ’ η άμαξα… αλλά τώρα, έτσι που ’γινε… Πρέπει να περμένουμε, μέχρι να ’ρθει κάποιος». Συνέχισε να μιλάει χωρίς η Έμμα να καταλαβαίνει τι λέει∙ αλλά εντωμεταξύ, ήταν σαν να ’ρθε στα λογικά της και ήξερε τι έπρεπε να γίνει.

«Πόσο μακριά είναι τα κοντινότερα σπίτια;» ρώτησε.

«Δεν είν’ πολύ μακριά, δεσποινίς, εκεί δα είναι το Φραντς Γιόζεφσλαντ... Κανονικά αν είχε φως θα βλέπαμε τα σπίτια, σε πέντε λεπτά είσαι κει».

«Πηγαίνετε εσείς. Εγώ θα μείνω εδώ, φέρτε ανθρώπους».

«Κοιτάτε, δεσποινίς, νομίζω θα ’ταν ’ξυπνότερο να μείνω δω μαζί σας – δε θα κάνει πολύ μέχρι να περάσει κάποιος, είναι ο δρόμος για το Ράιχ στο κάτω κάτω, και»

«Τότε θα ’ναι πολύ αργά, τότε μπορεί να ’ναι πολύ αργά. Χρειαζόμαστε ένα γιατρό».

Ο αμαξάς κοίταξε το πρόσωπο του ασάλευτου άνδρα, έπειτα κοίταξε την Έμμα κουνώντας το κεφάλι.

«Δεν το ξέρετε αυτό», φώναξε η Έμμα, «ούτε κι εγώ επίσης».

«Ναι, δεσποινίς… αλλά πού θα βρω γιατρό στο Φραντς Γιόζεφσλαντ;»

«Να πάει από κει κάποιος στην πόλη και »

«Δεσποινίς, ξέρετε τι! Σκέφτηκα, ίσως θα ’χουν εκεί τηλέφωνο. Θα μπορούσαμε να καλέσουμε τότε την Άμεσο Βοήθεια».

«Ναι, αυτό είναι το καλύτερο! Πηγαίνετε όμως, τρέξτε, για όνομα του θεού! Και φέρτε μαζί ανθρώπους… Και… σας παρακαλώ, πηγαίνετε, τι κάνετε ακόμα εδώ;»

Ο αμαξάς κοίταξε το ωχρό πρόσωπο που τώρα ήταν ακουμπισμένο στην αγκαλιά της Έμμας. «Άμεσος Βοήθεια, γιατρός, δε θα χρησιμέψουν και πολύ».

«Πηγαίνετε! Για όνομα του θεού! Πηγαίνετε!»

«Παγαίνω – μόνο να μη σας πιάσει φόβος, δεσποινίς, εδωνά στα σκοτάδια». Κι έφυγε βιαστικά περνώντας το δρόμο. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, στην ψυχή μου», μουρμούρισε στον εαυτό του. «Τι ιδέα κι αυτή, νυχτιάτικα στους δρόμους του Ράιχ…»

Στο σκοτεινό δρόμο η Έμμα ήταν μόνη της με τον ασάλευτο άνδρα. Τώρα τι; σκέφτηκε. Δεν είναι δυνατόν… περνούσε ξανά και ξανά απ’ το μυαλό της… δεν είναι δυνατόν. Της φάνηκε ξαφνικά σαν ν’ άκουσε κάποιον δίπλα της ν’ ανασαίνει. Έσκυψε πάνω απ’ τα ωχρά χείλη. Όχι, από δω δεν έβγαινε πνοή. Το αίμα σε κροτάφους και μάγουλα έμοιαζε να ’χει ξεραθεί. Έμεινε να κοιτάζει τα μάτια∙ τα πεθαμένα μάτια, και σείστηκε ολόκληρη. Γιατί δεν το πιστεύω – αφού είναι βέβαιο… αυτός είναι ο θάνατος! Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Μονάχα αυτό ένιωθε πια: ένας νεκρός. Εγώ και ένας νεκρός, ο νεκρός στην αγκαλιά μου. Και με τρεμάμενα χέρια έσπρωξε μακριά το κεφάλι που ήρθε και έπεσε ξανά στο έδαφος. Και μόλις τη στιγμή εκείνη την κυρίεψε ένα αίσθημα τρομακτικής εγκατάλειψης. Γιατί είχε διώξει τον αμαξά; Τι ανοησία! Τι να κάνει μόνη της εκεί στον επαρχιακό δρόμο με τον νεκρό άνδρα; Όταν έρθουν άνθρωποι… Ναι, τι θα κάνει τότε, όταν έρθουν άνθρωποι; Πόση ώρα θα πρέπει να περιμένει; Και κοίταξε ξανά τον νεκρό. Δεν είμαι μόνη μαζί του, της πέρασε απ’ το μυαλό. Είναι εδώ το φως. Και της φάνηκε σαν να ’ταν το φως κάτι φιλικό κι αγαπημένο, στο οποίο έπρεπε να πει ευχαριστώ. Σ’ αυτή τη μικρή φλόγα υπήρχε περισσότερη ζωή απ’ ότι σ’ ολόκληρη την απέραντη νύχτα γύρω της∙ ναι, ήταν σχεδόν σαν αυτό το φως να ’ταν μια προστασία απέναντι στον ωχρό, φοβερό άνδρα που βρισκόταν δίπλα της στο έδαφος… Και κοίταξε το φως τόση ώρα, ώσπου τα μάτια της άρχισαν να πεταρίζουν, ώσπου το φως άρχισε να χορεύει. Και ξάφνου είχε την αίσθηση, σαν να ’χε ξυπνήσει από ύπνο. Πήδηξε όρθια! Αυτό δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν, δεν πρέπει να με βρουν εδώ μαζί του… Ήταν σαν να ’βλεπε τώρα τον εαυτό της να στέκεται στο δρόμο, τον νεκρό στα πόδια της και το φως∙ και είδε τη μορφή της σαν να εκτεινόταν μέσα στη σκοτεινιά μ’ ένα μέγεθος παράξενο. Τι περιμένω, σκέφτηκε, και οι σκέψεις της όρμησαν σαν κυνηγημένες… Τι περιμένω; τους ανθρώπους; Τι με χρειάζονται αυτοί εμένα; Οι άνθρωποι θα ’ρθουν και θα ρωτάνε… κι εγώ… τι κάνω εγώ εδώ; Όλοι θα ρωτάνε ποια είμαι. Τι θα τους απαντήσω, τίποτα. Δε θα πω λέξη, όταν έρθουν θα μείνω σιωπηλή. Ούτε λέξη… δεν μπορούν να με αναγκάσουν.

Από μακριά ακούστηκαν φωνές.

Κιόλας; σκέφτηκε. Αφουγκράστηκε αγωνιώντας. Οι φωνές έρχονταν πέρα απ’ τη γέφυρα. Δεν μπορούσε επομένως να ’ναι οι άνθρωποι που έφερνε ο αμαξάς. Αλλά όποιοι κι αν ήταν – σε κάθε περίπτωση θα προσέξουν το φως – κι αυτό δεν έπρεπε να γίνει, θα την ανακάλυπταν.

Και με το πόδι αναποδογύρισε τη λάμπα. Αυτή έσβησε. Τώρα η Έμμα στεκόταν σε βαθύ σκοτάδι. Δεν έβλεπε τίποτα. Ούτε εκείνον έβλεπε πια. Μόνο ο λευκός σωρός με τα χαλίκια έλαμπε λίγο. Οι φωνές πλησίασαν. Όλο της το σώμα άρχισε να ριγεί. Μόνο να μην την ανακαλύψουν εδώ. Για όνομα του θεού, αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία, τα πάντα κρέμονται μονάχα απ’ αυτό κι από τίποτα άλλο- και ένας μόνο άνθρωπος να μάθει ότι είναι η ερωμένη του, είναι χαμένη... Έπλεξε σφιχτά τα χέρια της. Προσεύχεται να πάνε οι άνθρωποι απ’ την άλλη μεριά του δρόμου χωρίς να την προσέξουν. Αφουγκράζεται. Από κει πάνω… Μα τι λένε; Είναι δύο ή τρεις γυναίκες. Πρόσεξαν την άμαξα, γιατί κάτι λένε γι’ αυτή, μπορεί να ξεχωρίσει κάποια λόγια. Μια άμαξα… πεσμένη ανάποδα… τι άλλο λένε; Δεν μπορεί να καταλάβει. Προχωρούν… περνάνε… Ευχαριστώ, Θεέ μου! Και τώρα, τώρα τι; Ω, γιατί να μην είναι νεκρή σαν εκείνον; Είναι να τον ζηλεύεις, γι’ αυτόν έχουν όλα περάσει… γι’ αυτόν δεν υπάρχει πια κανένας κίνδυνος και κανένας φόβος. Αυτήν όμως την πιάνει τρόμος για πολλά πράγματα. Φοβάται πως θα τη βρουν εδώ, πως θα τη ρωτήσουν: ποια είστε;… πως θα πρέπει να πάει στην αστυνομία, πως θα το μάθουν όλοι, πως ο άντρας της - το παιδί της -

Και δεν έχει αντιληφθεί ότι ήδη στέκεται εκεί τόση ώρα σαν ριζωμένη… Μπορεί ασφαλώς να φύγει, δε χρησιμεύει σε κανέναν εδώ, και τον εαυτό της τον ίδιο τον κάνει δυστυχισμένο. Και κάνει ένα βήμα… Προσεκτικά… πρέπει να περάσει μέσα απ’ το χαντάκι… απέναντι… ένα βήμα προς τα πάνω – ω, είναι τόσο ρηχό! – και δυο βήματα ακόμη, ώσπου να βρεθεί στη μέση του δρόμου… και τότε στέκεται ακίνητη για μια στιγμή, κοιτάζει μπροστά της και το βλέμμα της μπορεί να ακολουθήσει το γκρίζο δρόμο μέσα στη σκοτεινιά. Εκεί – εκεί είναι η πόλη. Δεν μπορεί να τη δει καθόλου… αλλά η κατεύθυνση τής είναι ξεκάθαρη. Στρέφεται πίσω μια φορά ακόμη. Δεν είναι και τόσο σκοτεινά. Την άμαξα μπορεί να την δει πολύ καλά∙ και τα άλογα… και αν ζοριστεί αρκετά, παρατηρεί και κάτι σαν το περίγραμμα ενός ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στο έδαφος. Ανοίγει διάπλατα τα μάτια της, είναι σαν κάτι εδώ να την κρατούσε πίσω… και νομίζει πως είναι αυτός που θέλει να την κρατήσει εδώ, νιώθει τη δύναμή του… Με μια βίαιη προσπάθεια όμως ελευθερώνεται, και τώρα το παρατηρεί: το έδαφος είναι πολύ υγρό∙ στέκεται στο γλιστερό δρόμο και η νοτισμένη σκόνη δεν την αφήνει να φύγει. Τώρα όμως προχωράει… προχωράει πιο γρήγορα… τρέχει… μακριά από ’δω… πίσω… στο φως, στο θόρυβο, στους ανθρώπους! Τρέχει κατά μήκος του δρόμου, κρατάει το φουστάνι της ψηλά να μην πέσει. Έχει τον αέρα στην πλάτη, είναι σαν να την σπρώχνει μπροστά. Δεν ξέρει πλέον με σιγουριά από τι δραπετεύει. Της φαίνεται σαν να δραπετεύει από τον ωχρό άνδρα που βρίσκεται εκεί, μακριά πίσω της, δίπλα στο χαντάκι του δρόμου… τότε της περνά απ’ το μυαλό η σκέψη ότι αυτοί απ’ τους οποίους θέλει να ξεφύγει είναι οι ζωντανοί που σε λίγο θα ’ναι εκεί και θα την ψάχνουν. Τι θα σκεφτούν; Δε θα τρέξει κανείς ξοπίσω της; Τώρα πια όμως δεν την προλαβαίνουν, είναι σχεδόν στη γέφυρα, έχει μεγάλο προβάδισμα, κι ο κίνδυνος θα ’χει τότε πια περάσει. Κανείς δεν μπορεί εξάλλου να υποψιαστεί ποια είναι, ψυχή ζώσα δεν μπορεί να υποψιαστεί ποια ήταν η γυναίκα που βρισκόταν στην άμαξα μαζί με εκείνον τον άνδρα στο δρόμο του Ράιχ. Ο αμαξάς δεν την ξέρει, ούτε πρόκειται να την αναγνωρίσει αν τη δει καμιά φορά αργότερα. Και κανένας δε θα ενδιαφερθεί να μάθει ποια ήταν. Ποιος νοιάζεται; Ήταν πολύ έξυπνο που δεν έμεινε εκεί, και δεν είναι και κακό. Ο ίδιος ο Φραντς θα της είχε δώσει δίκιο. Αφού πρέπει να πάει σπίτι, έχει ένα παιδί, έχει έναν άντρα, θα ήταν χαμένη στα σίγουρα αν την είχαν βρει εκεί δίπλα στον νεκρό εραστή της. Να η γέφυρα, ο δρόμος φαίνεται καλύτερα… Ήδη ακούει το νερό να κυλάει όπως πριν∙ βρίσκεται εκεί, όπου είχαν περπατήσει μαζί, πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο – πότε – πότε; Πόσες ώρες πριν; Δεν μπορεί να ’ταν πολύ. Δεν ήταν πολύ; Ίσως όμως ήταν! Ίσως ήταν αναίσθητη για ώρα, ίσως είναι περασμένα μεσάνυχτα, ίσως είναι σχεδόν πρωί, και στο σπίτι ήδη θα την αναζητούν. Όχι, όχι, δεν είναι δυνατόν, έχει την αίσθηση πως δεν έμεινε καθόλου αναίσθητη∙ τώρα θυμάται με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ότι την πρώτη στιγμή πώς τινάχτηκε έξω απ’ την άμαξα και αμέσως καταλάβαινε τα πάντα. Τρέχει πάνω απ’ τη γέφυρα και ακούει τα βήματά της να αντηχούν. Δεν κοιτάζει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Τώρα αντιλαμβάνεται κάποιον που την πλησιάζει από απέναντι. Μετριάζει τα βήματά της. Ποιος μπορεί να ’ναι αυτός που την πλησιάζει; Είναι κάποιος με στολή. Τώρα εκείνη προχωράει πολύ αργά. Δεν πρέπει να τραβήξει την προσοχή. Νομίζει πως κατάλαβε το βλέμμα του άντρα σταθερά στραμμένο πάνω της. Αν τη ρωτήσει; Είναι δίπλα του, αναγνωρίζει τη στολή∙ είναι ένας φρουρός ασφαλείας∙ τον προσπερνάει. Τον ακούει που έχει σταθεί πίσω της. Με κόπο συγκρατεί τον εαυτό της να μην αρχίσει πάλι να τρέχει∙ θα ’ταν ύποπτο. Προχωράει το ίδιο αργά όπως πριν. Ακούει το κουδούνισμα της ιππήλατης αμαξοστοιχίας. Τα μεσάνυχτα αργούν για πολύ ώρα ακόμα. Τώρα προχωράει ξανά πιο γρήγορα∙ βιάζεται να πάει στην πόλη βλέποντας ήδη τα φώτα της να λαμπυρίζουν απέναντι στο τέλος του δρόμου κάτω από τη γέφυρα του τρένου, νομίζοντας πως ακούει ήδη τον πνιχτό της θόρυβο. Τούτος ο μοναχικός δρόμος ακόμη, και μετά την περιμένει εκεί η λύτρωση. Ακούει τώρα από μακριά διαπεραστικά σφυρίγματα, όλο και πιο διαπεραστικά, όλο και πιο κοντά∙ ένα αμάξι περνάει από μπροστά της με θόρυβο. Άθελά της στέκεται ακίνητη και το κοιτάζει που απομακρύνεται. Είναι το αμάξι της Αμέσου Βοήθειας. Αυτή γνωρίζει πού πάει. Πόσο γρήγορα! σκέφτεται… Είναι σαν να της κάνανε μάγια. Για μια στιγμή της φαίνεται σαν να ’πρεπε να τους φωνάξει πίσω, σαν να πρεπε να πάει μαζί τους, σαν να ’πρεπε να επιστρέψει πάλι εκεί απ’ όπου ήρθε – για μια στιγμή την πιάνει μια απέραντη ντροπή, τέτοια που δεν έχει νιώσει ποτέ ως τώρα∙ και ξέρει ότι υπήρξε δειλή και μικρόψυχη. Όπως όμως ακούει το αμάξι να τρέχει και να σφυρίζει όλο και πιο μακριά, μια άγρια χαρά την κυριεύει, και σαν κάποιον που έχει σωθεί φεύγει βιαστικά μπροστά. Κόσμος έρχεται προς το μέρος της∙ δεν αγωνιά πια – τα πιο δύσκολα τα ξεπέρασε. Ο θόρυβος της πόλης ακούγεται πιο καθαρά, μπροστά της το φως γίνεται όλο και πιο έντονο∙ βλέπει ήδη τη σειρά με τα σπίτια της οδού Πράτερ, και είναι σαν να την περιμένει εκεί μια πλημμυρίδα ανθρώπων, μέσα στην οποία μπορεί να εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσει ίχνος. Φτάνοντας τώρα σε ένα φανοστάτη έχει την ηρεμία να κοιτάξει το ρολόι της. Είναι εννιά παρά δέκα. Βάζει το ρολόι στο αυτί της – δεν έχει σταματήσει. Και σκέφτεται: είμαι ζωντανή, υγιής, ακόμη και το ρολόι μου δουλεύει… και αυτός… αυτός… νεκρός… Η μοίρα… Είναι σαν να της συγχωρέθηκαν τα πάντα… σαν να μην υπήρξε ποτέ φταίξιμο απ’ τη μεριά της. Αποδείχτηκε, ναι, αποδείχτηκε. Ακούει τον εαυτό της που λέει δυνατά αυτά τα λόγια. Κι αν η μοίρα τα ’χε ορίσει αλλιώς; - Κι αν βρισκόταν τώρα αυτή στο χαντάκι και εκείνος ήταν στη ζωή; Δε θα ’χε φύγει, όχι, όχι εκείνος. Ναι, αλλά στο κάτω κάτω, αυτός είναι άντρας. Αυτή είναι γυναίκα – και έχει ένα παιδί και ένα σύζυγο. – Είχε δίκιο, - είναι χρέος της – ναι, χρέος της. Γνωρίζει πολύ καλά πως δε συμπεριφέρθηκε έτσι από αίσθηση του χρέους… Αλλά και πάλι έκανε το σωστό. Άθελά της… όπως… πάντα οι καλοί άνθρωποι. Τώρα θα την είχαν ανακαλύψει. Τώρα οι γιατροί θα τη ρωτούσαν. Και ο άντρας σας, ευγενική μου κυρία; Ω, Θεέ μου!... Και οι αυριανές εφημερίδες – και η οικογένεια – η ίδια θα είχε καταστραφεί για πάντα και πάλι δε θα ’χε μπορέσει να τον φέρει εκείνον στη ζωή. Ναι, αυτό ήταν το κυριότερο∙ θα είχε οδηγηθεί στην καταστροφή για το τίποτα. – Βρίσκεται κάτω απ’ τη γέφυρα του τρένου. – Προχώρα κι άλλο… κι άλλο… Εδώ είναι ο στύλος του Τέγκετχοφ που συναντιούνται οι πολλοί δρόμοι. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν ακόμη έξω τούτο το φθινοπωρινό βράδυ που φυσάει και βρέχει, εκείνης όμως της φαίνεται σαν η ζωή της πόλης να κοχλάζει δυνατά γύρω της∙ γιατί στο μέρος απ’ όπου έρχεται, εκεί υπήρχε η πιο φοβερή σιγή. Έχει χρόνο. Γνωρίζει ότι σήμερα ο άντρας της θα γυρίσει σπίτι το νωρίτερο κατά τις δέκα – προλαβαίνει μάλιστα ν’ αλλάξει και ρούχα. Τώρα της έρχεται η ιδέα να ρίξει μια ματιά στο φουστάνι της. Με τρόμο παρατηρεί ότι είναι λερωμένο σε κάποιες μεριές. Τι θα πει στην καμαριέρα; Απ’ το μυαλό της περνά η σκέψη ότι αύριο θα μπορούν να διαβάσουν την ιστορία για το ατύχημα σε όλες τις εφημερίδες. Θα διαβάζουν επίσης παντού και για μια γυναίκα που ήταν μαζί στην άμαξα, η οποία όμως μετά εξαφανίστηκε, και με αυτή τη σκέψη αρχίζει να τρέμει εκ νέου – μια απροσεξία, και όλη η δειλία της πήγε χαμένη. Έχει όμως μαζί της τα κλειδιά του σπιτιού∙ μπορεί ν’ ανοίξει και μόνη της∙ δε θα την ακούσει κανείς. Ανεβαίνει γρήγορα σε μια αγοραία άμαξα. Πάει να δώσει τη διεύθυνσή της, τότε όμως σκέφτεται ότι αυτό ίσως δε θα ’ταν καθόλου έξυπνο, και πετάει το όνομα κάποιου δρόμου που της έρχεται εκείνη την ώρα στο μυαλό. Όπως την πηγαίνει η άμαξα απ’ την οδό Πράτερ, θα ’θελε να αισθανθεί κάτι, αλλά δεν μπορεί∙ νιώθει να ’χει μια επιθυμία μονάχα: να βρεθεί σπίτι, ασφαλής. Όλα τ’ άλλα της είναι αδιάφορα. Τη στιγμή που αποφάσισε να αφήσει μόνο του το νεκρό στο δρόμο, όλα εκείνα μέσα της που ήθελαν να θρηνήσουν και να σπαράξουν γι’ αυτόν, έπρεπε να βουβαθούν. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να αισθανθεί τώρα εκτός από έγνοια για τον εαυτό της. Δεν είναι άκαρδη… ω, όχι!... ξέρει στα σίγουρα πως θα ’ρθουν μέρες που θα ’ναι σε απόγνωση∙ ίσως και να καταρρεύσει∙ τώρα, όμως, δεν υπάρχει τίποτα μέσα της, εκτός από τη νοσταλγία να καθίσει σπίτι ήρεμη, με μάτια στεγνά, στο ίδιο τραπέζι με τον σύζυγο και το παιδί της. Κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Η άμαξα περνάει απ’ το κέντρο της πόλης∙ εδώ ο φωτισμός είναι έντονος και οι άνθρωποι που προσπερνούν βιαστικά είναι πολλοί, θα ’λεγε κανείς. Ξαφνικά μοιάζει σαν όλα εκείνα που έζησε τις τελευταίες ώρες να μην είναι αληθινά. Σαν κακό όνειρο της φαίνεται… ασύλληπτο ως κάτι το πραγματικό, το αμετάκλητο. Σ’ ένα πλαϊνό στενό μετά την πλατεία σταματάει την άμαξα, κατεβαίνει, στρίβει γρήγορα στη γωνία και παίρνει από κει μιαν άλλη άμαξα, δίνοντας την πραγματική της διεύθυνση. Της φαίνεται σαν να μην είναι πια ικανή να κάνει έστω και μια σκέψη. Πού είναι τώρα εκείνος, της περνά απ’ το νου. Κλείνει τα μάτια και τον βλέπει μπροστά της πάνω σε ένα φορείο, στο ασθενοφόρο – Και είναι ξαφνικά σαν να κάθεται δίπλα του και να πηγαίνει μαζί του. Και το αμάξι αρχίζει να κουνιέται πέρα δώθε, και εκείνη φοβάται ότι θα εκσφενδονιστεί έξω, όπως την τελευταία φορά – και βγάζει μια κραυγή. Εκεί η άμαξα σταματάει. Εκείνη συνέρχεται∙ είναι στην πόρτα του σπιτιού της. – Κατεβαίνει γρήγορα, προχωράει βιαστικά στο διάδρομο, με σιγανά βήματα για να μην κάνει το θυρωρό να κοιτάξει απ’ το παράθυρό του, ανεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει την πόρτα σιγά να μην ακουστεί… απ’ το χολ στο δωμάτιό της – τα κατάφερε! Ανοίγει το φως, πετάει βιαστικά από πάνω της τα ρούχα και τα κρύβει καλά στη ντουλάπα. Όλη νύχτα θα στεγνώσουν – αύριο θα τα σιδερώσει και θα τα καθαρίσει η ίδια. Έπειτα πλένει τα χέρια και το πρόσωπό της και φοράει μια ρόμπα.

Τώρα χτυπάει έξω το κουδούνι. Ακούει την καμαριέρα που πηγαίνει στην πόρτα και ανοίγει. Ακούει τη φωνή του άντρα της∙ ακούει που βάζει στην άκρη το μπαστούνι του. Νιώθει ότι τώρα πρέπει να φανεί δυνατή, αλλιώς μπορεί κι αυτήν ακόμα τη στιγμή να πάνε όλα στο βρόντο. Προχωράει βιαστικά προς την τραπεζαρία, ώστε να μπει την ίδια στιγμή με το σύζυγό της.

«Α, είσαι κιόλας σπίτι;» είπε εκείνος.

«Και βέβαια», απαντάει αυτή, «από ώρα».

«Δε θα σε είδαν προφανώς να μπαίνεις». Εκείνη χαμογελάει χωρίς να ζορίσει τον εαυτό της. Μόνο που την κουράζει πολύ που πρέπει και να χαμογελάσει. Τη φιλάει στο μέτωπο.

Ο μικρός κάθεται ήδη στο τραπέζι∙ έπρεπε να περιμένει πολύ ώρα και αποκοιμήθηκε. Έχει αφήσει το βιβλίο του στο πιάτο, το πρόσωπό του ακουμπά πάνω στο ανοιχτό βιβλίο. Εκείνη κάθεται δίπλα του, ο σύζυγος απέναντί της, παίρνει μια εφημερίδα και της ρίχνει μια ματιά στα πεταχτά. Έπειτα τη βάζει στο πλάι και λέει: «Οι άλλοι ακόμα συνεδριάζουν και συνεχίζουν τις διαβουλεύσεις».

«Για τι πράγμα;» ρωτά αυτή.

Και αρχίζει αυτός να διηγείται τα της σημερινής συνεδρίασης, τόσα πολλά, για πολύ ώρα. Η Έμμα κάνει ότι ακούει, γνέφει πότε πότε καταφατικά με το κεφάλι.

Αλλά δεν ακούει τίποτα, δεν ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει, η διάθεσή της είναι η διάθεση κάποιου που έχει διαφύγει με θαυμαστό τρόπο φοβερούς κινδύνους… δε νιώθει τίποτα, εκτός από: σώθηκα, είμαι σπίτι. Και ενώ ο άντρας της συνεχίζει να διηγείται, εκείνη μετακινεί την καρέκλα της πιο κοντά στο αγοράκι της, παίρνει το κεφάλι του και το σφίγγει στο στήθος της. Μια ανείπωτη κούραση την κυριεύει – δεν μπορεί να κρατηθεί, νιώθει πως την παίρνει ο ύπνος∙ κλείνει τα μάτια.

Ξαφνικά της περνάει απ’ το νου μια πιθανότητα, την οποία απ’ τη στιγμή που σηκώθηκε από το χαντάκι δεν είχε ξανασκεφτεί. Αν δεν ήταν νεκρός! Αν… Α, όχι, δεν ήταν δυνατό να υπάρχει αμφιβολία… Εκείνα τα μάτια… εκείνο το στόμα – κι έπειτα… δεν έβγαινε πνοή απ’ τα χείλη του. – Υπάρχει όμως και η νεκροφάνεια. Υπάρχουν περιπτώσεις που και μάτια εξασκημένα κάνουν λάθη… Κι αυτή σίγουρα δεν έχει εξασκημένο μάτι. Αν ζει, αν βρήκε ξανά τις αισθήσεις του, αν βρέθηκε ξαφνικά μόνος του στον επαρχιακό δρόμο στη μέση της νύχτας… αν τη φωνάζει… αν φωνάζει το όνομά της… αν στο τέλος φοβηθεί ότι είναι τραυματισμένη, αν πει στους γιατρούς, εδώ ήταν μια γυναίκα, πρέπει να ’χει εκσφενδονιστεί ακόμα μακρύτερα. Και… και… Ναι, μετά τι; Θα την ψάξουν. Θα επιστρέψει από το Φραντς Γιόζεφσλαντ ο αμαξάς με ανθρώπους… θα τους πει, εδώ ήταν η γυναίκα όταν έφυγα – και ο Φραντς θα το υποψιαστεί. Ο Φραντς θα ξέρει… τη γνωρίζει άλλωστε τόσο καλά… θα ξέρει ότι έτρεξε να γλιτώσει, και θα τον κυριέψει μια τρομερή οργή, και θα πει το όνομά της για να την εκδικηθεί. Γιατί αυτός είναι χαμένος ήδη… και θα τον ταρακουνήσει τόσο βαθιά το γεγονός πως τον άφησε μόνο του τις τελευταίες του ώρες, που θα πει απερίσκεπτα: ήταν η κυρία Έμμα, η ερωμένη μου… δειλή και χαζή συνάμα, γιατί ψέματα, κύριοι ιατροί μου, σίγουρα δε θα είχατε ρωτήσει το όνομά της, αν σας είχαμε παρακαλέσει για διακριτικότητα. Θα την είχατε αφήσει να φύγει, κι εγώ επίσης, ω ναι – έπρεπε μόνο να ’χε μείνει εκεί, ώσπου να έρθετε. Αλλά επειδή είναι τόσο μικρόψυχη, θα σας πω ποια είναι… είναι… Α!

«Τι έχεις;» είπε πολύ σοβαρά ο καθηγητής και σηκώθηκε όρθιος.

«Τι… πώς;… Τι συμβαίνει;»

«Ναι, τι σου συμβαίνει;»

«Τίποτα». Έσφιξε το αγοράκι πιο δυνατά πάνω της.

Ο καθηγητής την κοιτάζει για ώρα. «Ξέρεις, είχες αρχίσει να λαγοκοιμάσαι και »

«Και;»

«Ξαφνικά φώναξες δυνατά».

«… Και;»

« Όπως φωνάζει κανείς στον ύπνο του, όταν βλέπει άσχημα όνειρα. Έβλεπες όνειρο;»

«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω απολύτως τίποτα».

Και απέναντί της ακριβώς, στον καθρέφτη του τοίχου βλέπει ένα πρόσωπο να χαμογελά απαίσια, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά. Ξέρει πως είναι το δικό της, και παρόλα αυτά την πιάνει ρίγος… Και παρατηρεί ότι έχει πετρώσει, δεν μπορεί να κουνήσει το στόμα της, το ξέρει: αυτό το χαμόγελο θα παίζει στα χείλη της για όσο ζει. Και προσπαθεί να φωνάξει δυνατά. Νιώθει τότε δυο χέρια πάνω στους ώμους της, και βλέπει την όψη του συζύγου της να στριμώχνεται ανάμεσα στο δικό της πρόσωπο και αυτό στον καθρέφτη∙ τα μάτια του, ερωτηματικά και απειλητικά, βυθίζονται στα δικά της. Το ξέρει: αν δεν περάσει αυτή την τελευταία δοκιμασία, έχουν όλα χαθεί. Νιώθει πως γίνεται ξανά δυνατή, τα χαρακτηριστικά, τα μέλη της τα ’χει υπό έλεγχο∙ μπορεί να κάνει μ’ αυτά ό,τι θέλει τούτη τη στιγμή∙ πρέπει, όμως, να την αρπάξει, αλλιώς η στιγμή θα περάσει, πιάνει τότε με τα δυο της χέρια εκείνα του συζύγου της που βρίσκονται ακόμα στους ώμους της, τον τραβάει προς το μέρος της∙ τον κοιτάζει χαρούμενα και τρυφερά.

Και καθώς νιώθει τα χείλη του άντρα της στο μέτωπό της, σκέφτεται: γιατί όχι… ένα κακό όνειρο. Δε θα το πει σε κανέναν, δε θα την εκδικηθεί, ποτέ… είναι νεκρός… είναι στα σίγουρα νεκρός… και οι νεκροί σωπαίνουν.

«Γιατί το λες αυτό;» ακούει ξαφνικά τη φωνή του άντρα της. Τρόμος μεγάλος την πιάνει. «Τι είπα;» Και της φαίνεται σαν να ’χει διηγηθεί ξαφνικά τα πάντα εντελώς φωναχτά… σαν να μοιράστηκε όλη την ιστορία αυτής της βραδιάς εκεί στο τραπέζι… και ρωτάει ακόμα μια φορά, ενώ καταρρέει μπροστά στο φοβερό του βλέμμα: «Τι είπα;»

«Οι νεκροί σωπαίνουν», επαναλαμβάνει πολύ αργά ο άντρας της.

«Ναι…» λέει αυτή. «ναι…»

Και διαβάζει στα μάτια του πως δεν μπορεί πια να του κρύβει τίποτα, και για ώρα κοιτάζει ο ένας τον άλλο. «Βάλε τον μικρό για ύπνο», της λέει τότε∙ «νομίζω ότι έχεις να μου πεις κάτι ακόμα…»

«Ναι», είπε εκείνη.

Και ξέρει πως την επόμενη στιγμή θα πει σε αυτόν τον άντρα που εξαπατούσε για χρόνια όλη την αλήθεια.

Και καθώς βαδίζει με το αγοράκι της αργά προς την πόρτα, νιώθοντας συνεχώς τα μάτια του συζύγου της στραμμένα πάνω της, μια απέραντη ηρεμία απλώνεται μέσα της, σαν να μπήκαν πολλά πράγματα ξανά στη θέση τους. …


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Χουμανίδη


Arthur_schnitzler

Το διήγημα του Άρτουρ Σνίτσλερ "Οι νεκροί σωπαίνουν" μεταφράζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. H Logotexnia21 ευχαριστεί τη Μαρία Χουμανίδη για την άδεια να δημοσιευτεί στις σελίδες της η μετάφραση αυτή. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άρτουρ Σνίτσλερ Απελευθέρωση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Μαρίας Ρούσσου, μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα του Άρτουρ Σνίτσλερ και τα βιβλία του που κυκλοφορούν στα Ελληνικά μπορείτε να βρείτε στις σελίδες της βιβλιοnet.

© Logotexnia 21 + Maria Houmanidi

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails