Julio Cortázar, Γράμμα σε μια δεσποινίδα στο Παρίσι
Αντρέ, εγώ δεν ήθελα να έρθω να μείνω στο διαμέρισμά σου στην οδό Σουιπάτσα. Όχι τόσο για τα κουνελάκια, μάλλον επειδή με θλίβει να εισέρχομαι σε μια τάξη κλειστή, εγκαθιδρυμένη ως τα πιο λεπτά πέπλα του αέρα, αυτά που στο σπίτι σου διατηρούν τη μουσική της λεβάντας, το φτερούγισμα μιας πουδριέρας σε σχήμα κύκνου, το παιχνίδι του βιολιού και της βιόλας στο κουαρτέτο του Ραρά. Με πικραίνει να μπαίνω σε έναν χώρο όπου κάποιος που ζει ωραία έχει τακτοποιήσει τα πάντα σαν μια ορατή επανάληψη της ψυχής του, εδώ τα βιβλία (από τη μια μεριά τα ισπανικά, από την άλλη τα γαλλικά και τα αγγλικά), εκεί οι πράσινες μαξιλάρες, σε αυτή τη συγκεκριμένη θέση στο τραπεζάκι το κρυστάλλινο τασάκι που μοιάζει με κομμένη σαπουνόφουσκα, και πάντα ένα άρωμα, ένας ήχος, φυτά που μεγαλώνουν, μια φωτογραφία του πεθαμένου φίλου, τελετουργικό δίσκων με τσάι και λαβίδες για τη ζάχαρη… Αχ, αγαπητή Αντρέ, πόσο δύσκολα αντιστέκεσαι, μολονότι το αποδέχεσαι με πλήρη υποταγή του ίδιου του είναι σου, στη σχολαστική τάξη που εγκαθιστά μια γυναίκα στην ανάλαφρη κατοικία της. Πόσο ένοχος νιώθεις όταν παίρνεις ένα μεταλλικό κυπελλάκι και το βάζεις στην άλλη άκρη του τραπεζιού, το βάζεις εκεί μόνο και μόνο επειδή έφερες τα αγγλικά λεξικά σου, και πρέπει να βρίσκονται σε αυτή τη μεριά, σε απόσταση που φτάνει το χέρι. Το να μετακινήσεις αυτό το κυπελλάκι ισοδυναμεί με ένα φριχτό αναπάντεχο κόκκινο εν μέσω μιας μετατόνισης του Οζενφάν, λες και ξαφνικά οι χορδές όλων των κοντραμπάσων έσπασαν συγχρόνως με την ίδια τρομακτική καμτσικιά στην πιο ήσυχη στιγμή μιας συμφωνίας του Μότσαρτ. Μετακινώντας αυτό το κυπελλάκι αλλάζει το παιχνίδι των σχέσεων όλου του σπιτιού, κάθε αντικειμένου με το άλλο, κάθε λεπτού της ψυχής του με την ψυχή ολόκληρη του σπιτιού και της απούσας ενοίκου του. Κι εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω τα δάχτυλα σε ένα βιβλίο, να σφίξω ίσα ίσα τον κώνο φωτός μιας λάμπας, να ανοίξω το μουσικό κουτί, δίχως να περάσει μια αίσθηση προσβολής και επίπληξης μπροστά από τα μάτια μου σαν ένα σμήνος σπουργίτια.
Ξέρεις γιατί ήρθα στο σπίτι σου, στο ήσυχο σαλόνι σου του μεσημεριού επισκέπτης. Όλα φαίνονται τόσο φυσιολογικά, όπως πάντα όταν δεν είναι γνωστή η αλήθεια. Εσύ έφυγες για το Παρίσι, εγώ έμεινα στο διαμέρισμα στην οδό Σουιπάτσα, καταστρώσαμε ένα απλό και ικανοποιητικό σχέδιο αμοιβαίας συγκατοίκησης ώσπου ο Σεπτέμβρης να σε ξαναφέρει στο Μπουένος Άιρες κι εμένα να με στείλει σε κάποιο άλλο σπίτι όπου ίσως… Αλλά δεν σου γράφω γι’ αυτό, ο λόγος που σου στέλνω αυτό το γράμμα είναι τα κουνελάκια, νομίζω ότι το σωστό είναι να το μάθεις· και επειδή μου αρέσει να γράφω γράμματα, και ίσως επειδή βρέχει…
Μετακόμισα την περασμένη Παρασκευή, στις πέντε το απόγευμα, εν μέσω παραζάλης και πλήξης. Έχω κλείσει τόσες βαλίτσες στη ζωή μου, έχω περάσει τόσες ώρες ετοιμάζοντας αποσκευές που δεν πήγαιναν πουθενά, ώστε η Παρασκευή ήταν μια μέρα γεμάτη σκιές και λουριά, γιατί εγώ όταν βλέπω τα λουριά των βαλιτσών είναι σαν να βλέπω σκιές, κομμάτια από μαστίγιο που με χτυπάνε έμμεσα, με τον πιο ανεπαίσθητο και φριχτό τρόπο. Όμως έφτιαξα τις βαλίτσες, ειδοποίησα την υπηρέτριά σου ότι επρόκειτο να εγκατασταθώ και μπήκα στο ασανσέρ. Ακριβώς μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου ένιωσα ότι επρόκειτο να ξεράσω ένα κουνελάκι. Δεν σου το είχα εξηγήσει ποτέ πριν, μη νομίσεις ότι ήταν λόγω ανειλικρίνειας, αλλά φυσικά δεν μπορεί κανείς να βαλθεί να εξηγεί στον κόσμο ότι πού και πού ξερνάει ένα κουνελάκι. Όπως πάντα, μου συνέβη ενώ ήμουν μόνος, κρατούσα μυστικό το γεγονός όπως κρατούνται τόσες αποδείξεις αυτού που συμβαίνει (ή που κάνει κάποιος να συμβεί) σε απόλυτα προσωπικές στιγμές. Μη μου το προσάπτεις, Αντρέ, μη μου το προσάπτεις. Πού και πού μου συμβαίνει να ξερνάω ένα κουνελάκι. Δεν είναι λόγος αυτό για να μη μένω σε οποιοδήποτε σπίτι, δεν είναι λόγος για να ντρέπεται κανείς και να είναι απομονωμένος και να τραβάει τον δρόμο του σιωπώντας.
Όταν νιώθω ότι πρόκειται να ξεράσω ένα κουνελάκι, βάζω δυο δάχτυλα στο στόμα σαν ανοιχτή λαβίδα και περιμένω να νιώσω στον λάρυγγα τη χλιαρή χνουδωτή μπάλα που ανεβαίνει σαν το ανθρακικό της γκαζόζας. Όλο αυτό είναι γρήγορο και καθαρό, περνάει μέσα σε μια πολύ σύντομη στιγμή. Βγάζω τα δάχτυλα από το στόμα και μαζί τους φέρνω κρατώντας το από τα αυτιά ένα άσπρο κουνελάκι. Το κουνελάκι φαίνεται ευχαριστημένο, είναι ένα κουνελάκι φυσιολογικό και τέλειο, μόνο που είναι πολύ μικρό, μικρό σαν σοκολατένιο κουνελάκι αλλά άσπρο και κουνελάκι με τα όλα του. Το βάζω στην παλάμη του χεριού μου, στρώνω το χνούδι του χαϊδεύοντάς το με τα δάχτυλα, το κουνελάκι φαίνεται ικανοποιημένο που γεννήθηκε και αναδεύεται και κολλάει τη μουσούδα του στο δέρμα μου, κουνώντας τη με αυτό το ήσυχο και γαργαλιστικό τσιμπολόγημα της μουσούδας ενός κουνελιού στο δέρμα ενός χεριού. Ψάχνει να φάει και τότε εγώ (μιλάω για όταν συνέβαινε αυτό στο σπίτι μου στα περίχωρα) το πηγαίνω στο μπαλκόνι και το βάζω στη μεγάλη γλάστρα όπου μεγαλώνει το τριφύλλι που έχω σπείρει από πριν. Το κουνελάκι σηκώνει όρθια τα αυτιά του, τυλίγει ένα τρυφερό τριφύλλι με μια γρήγορη περιστροφή της μουσούδας, κι εγώ ξέρω ότι μπορώ να το αφήσω και να φύγω, να συνεχίσω για κάμποσο μια ζωή διόλου διαφορετική από εκείνη τόσων και τόσων που αγοράζουν τα κουνελάκια τους στις αγροικίες.
Μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου, Αντρέ, σαν μια ένδειξη του πώς θα ήταν η ζωή μου στο σπίτι σου, κατάλαβα ότι θα ξερνούσα ένα κουνελάκι. Αμέσως ένιωσα φόβο (ή ήταν έκπληξη; Όχι, φόβος για την ίδια έκπληξη, ίσως) γιατί προτού φύγω από το σπίτι μου, μόλις δυο μέρες πριν, είχα ξεράσει ένα κουνελάκι και ήμουν σίγουρος για έναν μήνα, για πέντε εβδομάδες, μπορεί και έξι με λίγη τύχη. Κοίταξε, εγώ είχα λύσει πλήρως το πρόβλημα με τα κουνελάκια. Έσπερνα τριφύλλι στο μπαλκόνι του άλλου σπιτιού μου, ξερνούσα ένα κουνελάκι, το έβαζα στο τριφύλλι και μετά από έναν μήνα, όταν υποψιαζόμουν ότι από στιγμή σε στιγμή… τότε χάριζα το κουνελάκι που είχε πια μεγαλώσει στην κυρία Ντε Μολίνα, που θεωρούσε πως πρόκειται για κάποιο χόμπι και δεν έλεγε τίποτα. Ήδη σε μια άλλη γλάστρα μεγάλωνε τρυφερό και ωραίο τριφύλλι, εγώ περίμενα δίχως ανησυχία τη μέρα που το γαργάλημα μιας χνουδωτής μπάλας που ανέβαινε μου έκλεινε τον λάρυγγα, και το καινούργιο κουνελάκι επαναλάμβανε από εκείνη την ώρα τη ζωή και τις συνήθειες του προηγούμενου. Οι συνήθειες, Αντρέ, είναι συγκεκριμένες μορφές του ρυθμού, είναι η αναλογία του ρυθμού που μας βοηθά να ζούμε. Δεν ήταν τόσο τρομερό να ξερνάω κουνελάκια από τη στιγμή που είχε μπει στον αμετάβλητο κύκλο, στη σειρά. Θα θέλεις να μάθεις γιατί τόσος κόπος, γιατί όλο αυτό το τριφύλλι και η κυρία Ντε Μολίνα. Θα ήταν προτιμότερο να σκότωνα αμέσως το κουνελάκι και… Αχ, θα ‘πρεπε να ξεράσεις μόνο ένα, να το πάρεις με τα δάχτυλα και να το βάλεις στο ανοιχτό χέρι σου, προσκολλημένο ακόμη επάνω σου με την ίδια την πράξη, με την άφατη αύρα της εγγύτητάς σου μόλις διαρρηγμένη. Ένας μήνας αφήνει τόσα πίσω του· ένας μήνας είναι μέγεθος, μακρύ τρίχωμα, σάλτοι, άγρια μάτια, μεγάλη διαφορά. Αντρέ, ένας μήνας είναι ένα κουνέλι, μας κάνει στ’ αλήθεια ένα κουνέλι· αλλά το πρώτο λεπτό, όταν η χλιαρή μπαλίτσα που αναδεύεται καλύπτει μια αναφαίρετη παρουσία… Όπως ένα ποίημα στα πρώτα λεπτά, ο καρπός μιας νύχτας στην Ιδουμαία: τόσο δικό σου όσο ο εαυτός σου… και μετά τόσο κανένας, τόσο αποκομμένο και απόμακρο στον απλό άσπρο κόσμο του σε μέγεθος επιστολής.
Αποφάσισα, με όλα αυτά, να σκοτώσω το κουνελάκι αμέσως μόλις γεννιόταν. Θα έμενα τέσσερις μήνες στο σπίτι σου: τέσσερις –ίσως, με λίγη τύχη, τρεις– κουταλιές οινόπνευμα στη μουσούδα. (Ξέρεις ότι η συμπόνια επιτρέπει να σκοτώσεις ακαριαία ένα κουνελάκι δίνοντάς του να πιει μια κουταλιά οινόπνευμα; Το κρέας του μετά έχει καλύτερη γεύση, λένε, αν και εγώ… Τρεις ή τέσσερις κουταλιές οινόπνευμα, μετά στην τουαλέτα ή όλα τα απορρίμματα μαζεμένα σε ένα κουτί).
Καθώς περνούσα τον τρίτο όροφο, το κουνελάκι κινούνταν στο ανοιχτό χέρι μου. Η Σάρα περίμενε επάνω για να με βοηθήσει να βάλω τις βαλίτσες… Πώς να της εξηγήσω ότι μια ιδιοτροπία, ένα μαγαζί με ζώα; Τύλιξα το κουνελάκι στο μαντίλι μου, το έβαλα στην τσέπη του πανωφοριού μου, αφήνοντας το πανωφόρι μου ανοιχτό για να μην το ζουλήξω. Μόλις που κουνιόταν. Η ελάχιστη συνείδησή του θα πρέπει να του αποκάλυπτε σημαντικά γεγονότα: ότι η ζωή είναι μια κίνηση προς τα πάνω με ένα τελικό πάτημα κουμπιού και ότι είναι επίσης ένα χαμηλό ταβάνι, άσπρο, προστατευτικό και με άρωμα λεβάντας, στο βάθος ενός χλιαρού φρέατος.
Η Σάρα δεν είδε τίποτα, τη σαγήνευε πάρα πολύ το επίμοχθο πρόβλημα προσαρμογής του αισθήματός της περί τάξης στη βαλίτσα-ντουλάπα μου, στα χαρτιά μου και στον εκνευρισμό μου απέναντι στις διεξοδικές εξηγήσεις της όπου αφθονούσε η έκφραση «για παράδειγμα». Μόλις μπόρεσα κλείστηκα στο μπάνιο· να το σκοτώσω τώρα. Ένα λεπτό στρώμα ζέστης περιέβαλλε το μαντίλι, το κουνελάκι ήταν κάτασπρο και νομίζω πιο όμορφο από τα άλλα. Δεν με κοιτούσε, απλώς αναδευόταν και ήταν ευχαριστημένο, το οποίο ήταν ο χειρότερος τρόπος να με κοιτάζει. Το έκλεισα στο άδειο ντουλαπάκι για τα φάρμακα και επέστρεψα για να βγάλω τα πράγματα από τις βαλίτσες, αποπροσανατολισμένος αλλά όχι δυστυχής, όχι ένοχος, όχι σαπουνίζοντας τα χέρια μου για να διώξω από πάνω τους μια τελευταία σύσπαση.
Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να το σκοτώσω. Αλλά εκείνη τη νύχτα ξέρασα ένα μαύρο κουνελάκι.
Και δύο μέρες μετά έναάσπρο. Και την τέταρτη νύχτα ένα γκρι κουνελάκι.
Σίγουρα θα λατρεύεις την ωραία ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς σου, με τη μεγάλη πόρτα που ανοίγει γενναιόδωρα, τα άδεια ράφια σε αναμονή των ρούχων μου. Τώρα τα έχω εκεί. Εκεί μέσα. Η αλήθεια είναι ότι φαίνεται απίστευτο· ούτε η Σάρα δεν θα το πίστευε. Διότι η Σάρα δεν υποψιάζεται τίποτα, και το ότι δεν υποψιάζεται τίποτα οφείλεται στο φριχτό έργο μου, ένα έργο που παρασύρει τις μέρες μου και τις νύχτες μου αμέσως μόλις πέσει το κιγκλίδωμα και καίγομαι εσωτερικά και σκληραίνω όπως αυτός ο αστερίας που έχεις βάλει επάνω στην μπανιέρα και που σε κάθε μπάνιο είναι σαν να σου γεμίζει το σώμα με αλάτι και καμτσικιές ήλιου και δυνατούς ψιθύρους από τα βάθη.
Την ημέρα κοιμούνται. Είναι δέκα. Την ημέρα κοιμούνται. Με την πόρτα κλειστή, η ντουλάπα είναι μια ημερήσια νύχτα μονάχα για εκείνα, εκεί κοιμούνται τη νύχτα τους με γαλήνια υπακοή. Παίρνω τα κλειδιά της κρεβατοκάμαρας μαζί μου όταν φεύγω για τη δουλειά. Η Σάρα προφανώς νομίζει ότι αμφιβάλλω για την τιμιότητά της και με κοιτάζει δύσπιστα, κάθε πρωί φαίνεται ότι είναι έτοιμη να μου πει κάτι, αλλά τελικά δεν λέει τίποτα και εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένος. (Όταν τακτοποιεί την κρεβατοκάμαρα, από τις εννιά ως τις δέκα, κάνω θόρυβο στο σαλόνι, βάζω έναν δίσκο του Μπένι Κάρτερ που πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, και καθώς η Σάρα αγαπάει επίσης τα σαέτα και τα πασοδόμπλε, η ντουλάπα φαίνεται ήσυχη και σχεδόν είναι, γιατί για τα κουνελάκια συνεχίζεται η νύχτα και η ανάπαυση).
Η δική τους ημέρα ξεκινάει εκείνη την ώρα μετά το δείπνο, όταν η Σάρα φέρνει τον δίσκο με ένα μικρό κουδούνισμα της λαβίδας για τη ζάχαρη, μου εύχεται καληνύχτα –ναι, μου το εύχεται, Αντρέ, αυτό που με πικραίνει περισσότερο είναι ότι μου εύχεται καληνύχτα– και κλείνεται στο δωμάτιό της και ξαφνικά είμαι μόνος μου, μόνος με την καταραμένη ντουλάπα, μόνος με το καθήκον μου και τη λύπη μου.
Τα αφήνω να βγουν, να ορμήσουν σβέλτα στον χώρο του σαλονιού, μυρίζοντας με ζωηράδα το τριφύλλι που έκρυβαν οι τσέπες μου και που τώρα σχηματίζει στο χαλί εφήμερες μπορντούρες που αυτά αλλάζουν, μετακινούν, αποτελειώνουν στο λεπτό. Τρώνε καλά, ήσυχα και σωστά, μέχρι εκείνο το λεπτό δεν έχω τίποτα να πω, τα κοιτάζω απλώς από τον καναπέ, με ένα άχρηστο βιβλίο στο χέρι –εγώ που ήθελα να διαβάσω όλο τον Ζιροντού σου, Αντρέ, και την ιστορία της Αργεντινής του Λόπες που έχεις στο κάτω ράφι–· και τρώνε όλο το τριφύλλι.
Είναι δέκα. Σχεδόν όλα άσπρα. Σηκώνουν το ζεστό κεφάλι τους προς τις λάμπες του σαλονιού, τους τρεις ακίνητους ήλιους της ημέρας τους, αυτά που αγαπούν το φως γιατί η νύχτα τους δεν έχει φεγγάρι ούτε αστέρια ούτε φανάρια. Κοιτάζουν τον τριπλό ήλιο τους και είναι ευχαριστημένα. Τότε χοροπηδάνε στο χαλί, στις καρέκλες, δέκα μικρές πιτσιλιές μετακινούνται σαν κινούμενος αστερισμός από το ένα μέρος στο άλλο, ενώ εγώ θα ήθελα να τα βλέπω ήσυχα, να τα βλέπω στα πόδια μου και ήσυχα –σε ένα βαθμό το όνειρο κάθε θεού, Αντρέ, το απραγματοποίητο όνειρο των θεών–, όχι να τρυπώνουν πίσω από το πορτρέτο του Μιγέλ δε Ουναμούνο, τριγύρω από το ανοιχτό πράσινο βάζο, μέσα στο μαύρο κοίλωμα του σεκρετέρ, πάντοτε λιγότερα από δέκα, πάντοτε έξι ή οκτώ κι εγώ να αναρωτιέμαι πού να βρίσκονται τα δύο που λείπουν, και αν η Σάρα σηκωνόταν για κάποιο λόγο, και η προεδρία του Ριβαδάβια που ήθελα να διαβάσω στην ιστορία του Λόπες.
Δεν ξέρω πώς αντέχω, Αντρέ. Θυμάσαι ότι ήρθα στο σπίτι σου για να ξεκουραστώ. Δεν φταίω εγώ αν πού και πού ξερνάω ένα κουνελάκι, αν αυτή η μετακόμιση με άλλαξε και εσωτερικά –δεν είναι ονοματοκρατία, δεν είναι μαγεία, απλώς τα πράγματα δεν μπορούν να μεταβάλλονται έτσι ξαφνικά, ενίοτε τα πράγματα αλλάζουν απότομα και ενώ περίμενες το χαστούκι από τα δεξιά–. Έτσι, Αντρέ, ή αλλιώς, αλλά πάντα έτσι.
Είναι νύχτα τώρα που σου γράφω. Είναι τρεις το απόγευμα, αλλά σου γράφω ενώ είναι νύχτα για εκείνα. Την ημέρα κοιμούνται. Τι ανακούφιση είναι αυτό το γραφείο, γεμάτο φωνές, εντολές, γραφομηχανές Royal, αντιπροέδρους και πολύγραφους! Τι ανακούφιση, τι ηρεμία, τι τρόμος, Αντρέ! Τώρα μου τηλεφωνούν, είναι οι φίλοι που ανησυχούν για τις μοναχικές νύχτες μου, είναι ο Λουίς που με προσκαλεί για περίπατο ή ο Χόρχε που μου επιφυλάσσει ένα κονσέρτο. Σχεδόν δεν τολμώ να τους πω όχι, επινοώ μακροσκελείς και ανεπαρκείς ιστορίες για αδιαθεσία, μεταφράσεις που έχουν μείνει πίσω, υπεκφυγές. Και όταν επιστρέφω και μπαίνω στο ασανσέρ –εκείνο το κομμάτι, μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου– τρέφω από νύχτα σε νύχτα αθεράπευτα τη φρούδα ελπίδα ότι δεν είναι αλήθεια.
Κάνω ό,τι μπορώ για να μη χαλάσουν τα πράγματά σου. Έχουν ροκανίσει λιγάκι τα βιβλία στο κάτω ράφι, θα τα βρεις καλυμμένα για να μην το πάρει είδηση η Σάρα. Σου άρεσε πολύ εκείνο το πορτατίφ με την πορσελάνινη φούσκα που είναι γεμάτη πεταλούδες και αρχαίους ιππότες; Μόλις που φαίνεται το κομματάκι που λείπει, όλη νύχτα το έφτιαχνα με έναν ειδικό στόκο που μου πούλησαν σε ένα αγγλικό κατάστημα –ξέρεις ότι τα αγγλικά καταστήματα έχουν τους καλύτερους στόκους– και τώρα κάθομαι δίπλα για να μην το ξαναφτάσει κανένα με τα πόδια του (είναι σχεδόν όμορφο να βλέπεις πόσο τους αρέσει να στέκονται στα πίσω πόδια τους, νοσταλγία για τη μακρινή ανθρώπινη φύση, ίσως μίμηση του θεού τους που βαδίζει και τα κοιτάζει σκυθρωπός· επιπλέον θα έχεις προσέξει –στην παιδική ηλικία σου, ίσως– ότι μπορείς να αφήσεις ένα κουνελάκι τιμωρία στον τοίχο, και θα μείνει εκεί, με τα πόδια ακουμπισμένα και πολύ ήσυχο ώρες ολόκληρες).
Στις πέντε το πρωί (κοιμήθηκα λίγο, ξαπλωμένος στον πράσινο καναπέ και ξυπνώντας με κάθε βελούδινη κίνηση, με κάθε κουδούνισμα) τα βάζω στην ντουλάπα και καθαρίζω. Γι’ αυτό η Σάρα τα βρίσκει όλα εντάξει, αν και μερικές φορές έχω δει μια συγκρατημένη έκπληξη, μια παύση για να κοιτάξει ένα αντικείμενο, ένα ελαφρύ ξεθώριασμα στο χαλί, και πάλι την επιθυμία να με ρωτήσει κάτι, αλλά εγώ σφυρίζω τις συμφωνικές παραλλαγές του Φρανκ, έτσι που δεν ρωτάει τίποτα. Για ποιο λόγο να σου διηγηθώ, Αντρέ, τις ασήμαντες αναποδιές αυτής της σιωπηλής και φυτικής χαραυγής, που περπατώ μισοκοιμισμένος μαζεύοντας υπολείμματα τριφυλλιού, σκόρπια φύλλα, λευκά χνούδια, σκοντάφτοντας στα έπιπλα, τρελαμένος από την αϋπνία, και ο Ζιντ μου που μένει πίσω, ο Τρουαγιά που δεν έχω μεταφράσει, και οι απαντήσεις σε μια δεσποινίδα μακριά που θα αναρωτιέται ήδη αν… γιατί να το συνεχίσω όλο αυτό, γιατί να συνεχίσω αυτό το γράμμα που γράφω μεταξύ τηλεφωνημάτων και συνεντεύξεων.
Αντρέ, αγαπητή Αντρέ, η παρηγοριά μου είναι ότι είναι δέκα και δεν έχει άλλα. Πριν από δεκαπέντε μέρες κρατούσα στην παλάμη του χεριού μου ένα τελευταίο κουνελάκι, έπειτα τίποτα, μόνο τα δέκα που είναι μαζί μου, η ημερήσια νύχτα τους και μεγαλώνουν, τη μια άσχημα και να τους βγαίνει το μακρύ τρίχωμα, την άλλη έφηβα και γεμάτα επείγουσες ανάγκες και ιδιοτροπίες, να πηδάνε στην προτομή του Αντίνοου (ο Αντίνοος δεν είναι αυτός ο νεαρός που κοιτάζει στα τυφλά;) ή να χάνονται στο σαλόνι όπου οι κινήσεις τους προκαλούν εκκωφαντικούς θορύβους, τόσο που πρέπει να τα βγάλω από ‘κεί από φόβο μην τα ακούσει η Σάρα και μου εμφανιστεί τρομοκρατημένη, ενδεχομένως με το νυχτικό –γιατί έτσι πρέπει να είναι η Σάρα, με νυχτικό– και τότε… Μόνο δέκα, σκέψου αυτή τη μικρή χαρά που έχω μέσα σε όλα αυτά, την αυξανόμενη ηρεμία με την οποία περνάω κατά την επιστροφή τα άκαμπτα ταβάνια του πρώτου και του δεύτερου ορόφου.
Διέκοψα αυτό το γράμμα γιατί έπρεπε να παραστώ σε μια σύσκεψη. Το συνεχίζω, εδώ στο σπίτι σου, Αντρέ, υπό ένα σιωπηλό γκρίζο φως της αυγής. Είναι πράγματι η επόμενη μέρα, Αντρέ; Για σένα, ένα λευκό κομμάτι στη σελίδα θα είναι το διάλειμμα, η γέφυρα που ενώνει το γράμμα μου του χθες με το γράμμα μου του σήμερα. Πρέπει να σου πω ότι σ’ αυτό το διάλειμμα όλα διαλύθηκαν, εκεί που εσύ βλέπεις την άνετη γέφυρα εγώ ακούω να σπάζει με ορμή το όριο του νερού, για μένα αυτή η μεριά του χαρτιού, αυτή η μεριά του γράμματός μου δεν συνεχίζει την ηρεμία με την οποία σου έγραφα όταν το άφησα για να παραστώ σε μια σύσκεψη. Στην κυβική νύχτα τους χωρίς θλίψη κοιμούνται έντεκα κουνελάκια· μπορεί τώρα κιόλας, αλλά όχι, όχι τώρα. Στο ασανσέρ, αργότερα, ή μπαίνοντας· δεν έχει πια σημασία πού, αν το πότε είναι τώρα, αν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε τώρα από όσα μου μένουν.
Φτάνει πια, αυτό το έγραψα επειδή με ενδιαφέρει να σου αποδείξω ότι δεν έφταιγα τόσο για την αναπόφευκτη καταστροφή του σπιτιού σου. Θα αφήσω εδώ αυτό το γράμμα να σε περιμένει, θα ήταν αισχρό να σου το φέρει ο ταχυδρόμος ένα ωραίο πρωί στο Παρίσι. Χθες το βράδυ γύρισα από την άλλη πλευρά τα βιβλία στο δεύτερο ράφι· έφταναν ήδη εκεί, στεκόμενα στα πίσω πόδια τους ή πηδώντας, ροκάνισαν τις ράχες για να ακονίσουν τα δόντια τους –όχι από πείνα, έχουν το τριφύλλι που τους αγοράζω και το φυλάω στα συρτάρια του γραφείου–. Έσκισαν τις κουρτίνες, τα υφάσματα στις πολυθρόνες, το γύρω γύρω στην αυτοπροσωπογραφία του Αουγκούστο Τόρες, γέμισαν χνούδια το χαλί και επίσης φώναζαν, μαζεύτηκαν σε κύκλο κάτω από το φως της λάμπας, σε κύκλο και σαν να με λατρεύουν και ξαφνικά φώναζαν, φώναζαν έτσι που δεν ήξερα ότι φωνάζουν τα κουνέλια.
Προσπάθησα μάταια να βγάλω τα χνούδια που καταστρέφουν το χαλί, να ισιώσω τις άκρες του σκισμένου υφάσματος, να τα ξανακλείσω στην ντουλάπα. Η μέρα προχωράει, όπου να’ ναι μπορεί να σηκωθεί η Σάρα. Είναι σχεδόν παράξενο που δεν με νοιάζει η Σάρα. Είναι σχεδόν παράξενο που δεν με νοιάζει που τα βλέπω να χοροπηδάνε ψάχνοντας κάτι για να παίξουν. Δεν έφταιξα τόσο πολύ, θα δεις όταν έρθεις ότι πολλές από τις ζημιές επιδιορθώθηκαν μια χαρά με τον στόκο που αγόρασα από ένα αγγλικό κατάστημα, έκανα ό,τι μπορούσα για να μη σου προκαλέσω μπελά… Όσο για μένα, από τα δέκα ως τα έντεκα υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα. Κοίταξε: τα δέκα ήταν εντάξει, με μια ντουλάπα, τριφύλλι και ελπίδα, πολλά μπορούν να γίνουν. Με τα έντεκα, όχι πια, γιατί όταν λες έντεκα είναι σίγουρα δώδεκα, Αντρέ, δώδεκα που θα γίνουν δεκατρία. Τότε έρχεται το ξημέρωμα και μια παγερή μοναξιά στην οποία χωράνε η χαρά, οι αναμνήσεις, εσύ και ίσως άλλα τόσα. Είναι αυτό το μπαλκόνι επάνω από τη Σουιπάτσα γεμάτο από την αυγή, τους πρώτους ήχους της πόλης. Δεν νομίζω πως θα τους είναι δύσκολο να μαζέψουν έντεκα κουνελάκια σκορπισμένα στο λιθόστρωτο, ίσως να μην τα προσέξουν καν, απασχολημένοι με το άλλο πτώμα που πρέπει να το μαζέψουν γρήγορα, προτού περάσουν οι πρώτοι μαθητές.
Μετάφραση από τα Ισπανικά: Λένα Κοψαχείλη
Ο Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες στις 26 Αυγούστου 1914 –ενώ τα γερμανικά στρατεύματα καταλάμβαναν την πόλη– από Αργεντινούς γονείς. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες. Το 1951 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως μεταφραστής και έζησε ως το τέλος της ζωής του, το 1984. Έγραψε ποίηση, θεατρικά, μυθιστορήματα, όπως Rayuella, (1963), Libro de Manuel (1973) κ.ά., αλλά και πλείστες συλλογές διηγημάτων, όπως El final del juego (1956), Las armas secretas (1959), Historias de cronopios y de famas (1962), Todos los fuegos el fuego (1966) κ.ά. Τα έργα του κινούνται κυρίως στον κόσμο του φανταστικού και μυστηριώδους, το οποίο πίστευε ότι «βρίσκεται μέσα σ’ εμάς τους ίδιους, σε αυτό που ονομάζεται ψυχή και που ούτε η επιστήμη ούτε η φιλοσοφία καταφέρνουν να εξηγήσουν παρά μόνο με έναν τρόπο πρωτόγονο και υποτυπώδη» (“El sentimiento de lo fantástico”, διάλεξη του Julio Cortázar). Το παραπάνω διήγημα ανήκει στη συλλογή Bestiario (1951). Στα ελληνικά κυκλοφορούν: Το κουτσό, Το βιβλίο του Μανουέλ, Όλες οι φωτιές η φωτιά, Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα, Οκτάεδρο, Αξολότλ και άλλα διηγήματα, Τα βραβεία, Κυνηγός, Μπρέντα Ρότσα, τόσο βίαια γλυκιά.