Γιολάντα Σακελλαρίου, EUROPA

Photo by Constantin Jurcut



Τρελό φεγγάρι του Γενάρη με πετονιές

και άγκιστρα στη θάλασσα -νεκροταφείο-

του Αιγαίου σαν αερόστατο

ανεβαίνει με ψίχουλα ψυχές

θρυμματισμένες.

Η Γιασμίν, ο Αχμέντ, και Ιζάρ

ο μικρός τους γιος

με τα ακριβά τρύπια σωσίβια

με το όνειρο νόμισμα στα δόντια

καρφωμένο.

Φυσάει το αεράκι των ψυχών∙ όλο βόρια

όλο πιο ψηλά όλο δυτικά πηγαίνει

να τη δουν έστω από μακριά

-πλέον χωρίς απόγνωση-

αυτήν τη γη της επαγγελίας.

 

 

 

Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως λογοπεδικός. Σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παθολογία λόγου - φωνής - ομιλίας στο Παρίσι. Είναι διδάκτωρ του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασχολείται με τις δυσκολίες του γραπτού λόγου παιδιών και εφήβων. Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στις Ιστορίες Μπονζάι του περιοδικού «Πλανόδιον» και στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση Poeticanet, στην Ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου(Μαλλιάρης - Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2006) καθώς και στο συλλογικό τόμο  «Τα ποιήματα του 2009» [Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2010]. 

Η πρώτη ατομική ποιητική συλλογή της Γιολάντας Σακελλαρίου, Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης το 2009. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2013 και η δεύτερη ποιητική συλλογή της, Αόρατο τρωκτικό.

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από την πρώτη ποιητική συλλογή της, ποιήματα που συμπεριλήφθησαν στη δεύτερη ποιητική συλλογή της και ένα πεζοποίημα από την ίδια συλλογή, όπως επίσης και την ποιητική τριλογία «Δίχως κλειδιά και δίχως πόρτες».

.

 


Αυγή Μελέτη, Η παντόφλα

Photo by Muriel McDonald

 

Πάντως, πολλές φορές αυτο-οριζόμαστε δίχως να γνωρίζουμε τέλεια την ουσία  του ορισμού που επιλέγουμε. Εμένα αυτό κάποιες φορές με έκανε δυστυχή. Και όχι μόνο εμένα. Αλλά και τους γύρω μου. Και δεν ξέρω αν κάποιοι ορισμοί όντως είναι κάτι άλλο πέρα από ορισμοί. Αν δεν είναι, τότε αυτο-οριζόμαστε με κάτι που καν δεν υπάρχει. Κάνω όλο αυτόν τον πρόλογο γιατί θα ήθελα να συνεχίσω με αυτό για το οποίο ξεκίνησα να μιλάω προηγουμένως και κάποιοι από εσάς με στραβοκοιτάξατε, δηλαδή το ότι είμαι μια παντόφλα. Η  παντόφλα έχει έναν συγκεκριμένο ορισμό που της το δίνουν το σχήμα, το υλικό κι η χρήση της. Δεν είστε παντόφλα, κύριε, μου είπε ένας ανόητος. Οι παντόφλες δε μιλούν. Και που το ξέρετε εσείς, κύριε; Τις έχετε ακούσει ποτέ να μη μιλούν; 

 

Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε το ακριβές νοητικό περιεχόμενο της ερώτησής μου και τη λεπτή διαφορά που δείχνει, ξεκάθαρα νομίζω, η αντιστροφή της.

 

Οι παντόφλες, κύριε, δεν έχουν μάτια, δεν έχουν στόμα και μύτη, ούτε αναπνέουν, συνέχισε εκείνος ο ανόητος με μεγαλύτερη  ειρωνεία κι επιμονή. Είμαι εξελιγμένο μοντέλο, κύριέ μου, του αντέτεινα. Ποιος εμποδίζει μια παντόφλα να εξελιχθεί; Με εννοείτε; Όχι μόνο έχω συγκεκριμένο ορισμό αλλά μπορώ και να τον επεκτείνω. Ο ορισμός πλέον δε με ορίζει αλλά τον ορίζω. Όχι, για σκεφτείτε το λίγο αυτό. Δεν το βρίσκετε μεγαλοφυές; Όχι, μου απάντησε ο κάπρος, λέτε γελοία πράγματα. Αν είστε παντόφλα, ελάτε να σας φορέσω. Τα πόδια μου κρυώνουν. Ελάτε λοιπόν.  Ξεχνάτε, κύριε, του είπα  με περιφρόνηση -την οποία ελπίζω ότι είχε την ελάχιστη απαιτούμενη οξυδέρκεια για να διακρίνει-, ότι οι παντόφλες δεν «έρχονται» για να τις φορέσουν. Μια παντόφλα δεν περπατάει προς το πόδι της. Το πόδι περπατάει προς αυτήν. Ελάτε λοιπόν εσείς. Φορέστε με. Δοκιμάστε με. Ο κρετίνος με κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. Συγχύστηκε και έκατσε ξανά στη θέση του απλώς, κουνώντας το χονδροειδές κεφάλι του δήθεν προς επίφαση της δικής μου βλακείας κι όχι της δικής του. Οι άνθρωποι του είδους του αντιδρούν με παρόμοιες πρωτόγονες αντανακλαστικές νοητικές κινήσεις, τις οποίες μόνο οι ίδιοι κατανοούν μέσα στον κόσμο των ακατανόητων νοημάτων τους.

 

Έλεγα λοιπόν ότι είμαι μια παντόφλα και ότι οι παντόφλες έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο ορισμό, ο οποίος περικλείεται στη χρήση και τη μορφή τους. Βάσει των υπαρχουσών μορφών μιας παντόφλας αλλά και βάσει της περιορισμένης χρήσης τους, φυσικά και δεν είμαι παντόφλα. Με τα μάτια ενός ηλίθιου πάντα. Όμως, όπως είπα και παραπάνω, τι είναι αυτό που θα με εμποδίσει να επεκτείνω τον ίδιο τον ορισμό μου; Είμαι μια παντόφλα 1,82 με χέρια και πόδια. Μια παντόφλα που περπατάει και τρώει. Και όποιος θέλει να με φορέσει δεν έχει παρά να ψάξει για το ζευγάρι μου. Μπορεί να φοριέμαι με διαφορετικό τρόπο αλλά αυτό αλλάζει σε τίποτα τον αυτο-ορισμό μου; Όχι. Και όσες αντιρρήσεις και να έχετε εσείς, εγώ απλώς γελώ μαζί τους.

 




Το διήγημα «Η παντόφλα» της Αυγής Μελέτη (γνωστής και ως Regina Bou, γεν. 1970) δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης τα διηγήματά της «Η κοιλιά», «Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα», «Μεταμεσονύκτια μπισκότα», «Η έμπνευση» και «Η σφαίρα του Πουανκαρέ». Πληροφορίες για τη συγγραφέα μπορείτε να βρείτε εδώ

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails