Αλέξανδρος Κ., Τραγούδι από τον δεύτερο όροφο

 Rememberings. Self portrait. by rubenshito

(Exodus. Adagio in G minore. Sotto voce.)


Η εταιρεία είναι σαν οικογένεια.


Η εταιρεία είναι σαν μάνα.


Η εταιρεία μάς δίνει να φάμε.


Η εταιρεία μάς ντύνει.


Η εταιρεία είναι σαν οικογένεια.


Η εταιρεία είναι σαν πατέρας.


Η εταιρεία νοιάζεται για μας αλλά δεν το δείχνει.


Η εταιρεία πονάει για μας αλλά δεν το λέει.


Η εταιρεία είναι σαν οικογένεια.


Η εταιρεία είναι σαν μάνα και σαν πατέρας μαζί.


Η εταιρεία πονάει για μας αλλά δεν το λέει.


Η εταιρεία νοιάζεται για μας αλλά δεν το δείχνει.


Η εταιρεία μάς ντύνει.


Η εταιρεία μάς δίνει να φάμε.


Η εταιρεία είναι σαν μάνα.


Η εταιρεία είναι σαν πατέρας.


Η εταιρεία είναι σαν μάνα και σαν πατέρας μαζί.


Η εταιρεία είναι σαν οικογένεια.


Η εταιρεία διαλύεται.


Η εταιρεία νοιάζεται για μας και το δείχνει.


Η εταιρεία πονάει για μας και το λέει.


Η εταιρεία διαλύεται.


Η εταιρεία είναι σαν οικογένεια.


Η εταιρεία είναι σαν μάνα.


Η εταιρεία είναι σαν πατέρας.


Η εταιρεία νοιάζεται για μας και το δείχνει.


Η εταιρεία πονάει για μας και το λέει.


Η εταιρεία είναι σαν μάνα και σαν πατέρας μαζί.


Η εταιρεία πεθαίνει.


Η εταιρεία μάς κάνει να κλαίμε.


Η εταιρεία δεν είναι σαν μάνα.


Η εταιρεία δεν είναι σαν πατέρας.


Η εταιρεία δεν είναι σαν μάνα και σαν πατέρας μαζί.


Η εταιρεία μάς κάνει να κλαίμε.


Η εταιρεία δεν είναι σαν οικογένεια.


Η εταιρεία δεν είναι σαν μάνα.


Η εταιρεία δεν είναι σαν πατέρας.


Η εταιρεία δεν είναι σαν μάνα και σαν πατέρας μαζί.


Η εταιρεία μάς κάνει να κλαίμε.


Tη μοναξιά μας.


Η εταιρεία είναι σαν το Χριστό.


Η εταιρεία συνέχεια ανασταίνεται.


Την εταιρεία σας!


Καλά Χριστούγεννα!


(Αφιερωμένο σε όσους έφυγαν κι όσους θα φύγουν.)




© Logotexnia21 + Alexandros K.

Terézia Mora, Η λίμνη

A lost shoe

Το βράδυ πριν απ’ την Άγια Νύχτα έρχεται σπίτι μας ένας άντρας. Φοράει ένα ωραίο καφέ παπούτσι, αλλά μόνο ένα. Δεν φοράει κάλτσα με το παπούτσι του. Το γυμνό δεξί του πόδι φαίνεται πολύ άσπρο κάτω απ’ την ξεραμένη λάσπη, έτσι όπως στέκεται πάνω στα κίτρινα πιτσιλωτά πλακάκια της κουζίνας μας. Το παπούτσι το έχασε κάπου στον Καβουροπόταμο. Νομίζει ότι είναι κιόλας απέναντι. Μιλάει διάφορες γλώσσες μπερδεμένες, αλλά, όπως φαίνεται, σπαστά μόνο όλες.

 

Είναι πάρα πολύ το νερό στη λίμνη, λέει ο παππούς.

 

Είναι Χριστούγεννα, λέει η μάνα μου. Θα τον πας απέναντι. Τι άλλο θες να κάνεις.

 

Πώς δηλαδή, λέει ο πατέρας μου, αφού δεν έχει τίποτα πια. Ούτε καν δεύτερο παπούτσι. Αυτοί οι λωποδύτες που τον βάλανε να κατέβει το ποτάμι του τα πήρανε όλα.

 

Ο ξένος ζυγώνει το τραπέζι της κουζίνας, ανοίγει το στόμα. Στο φως της λάμπας μάς δείχνει ένα χρυσό δόντι, εντελώς πίσω, κάτω. Αλλά η μάνα μου κάνει νόημα «όχι». Κοιτάζει τα χέρια του.

 

Είναι Χριστούγεννα, λέει στον παππού. Θα τον πας έτσι όπως είναι. Για τη βέρα μόνο.

 

Ο παππούς μένει βουβός.

 

Είναι πρωί σχεδόν κιόλας, όταν έρχεται σπίτι μας ο άντρας με το ένα παπούτσι. Εμείς σκουπίζουμε εκείνη την ώρα το φούρνο. Σήμερα τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε. Μείναμε ξαπλωμένοι ξύπνιοι, μέχρι που φτάσανε επιτέλους τα μεσάνυχτα και μπορούσαμε να σηκωθούμε, για να ψήσουμε για τα Χριστούγεννα.

 

Ο πατέρας μου είναι φούρναρης. Παλιά έψηνε ψωμί δυο φορές, καμιά φορά και τρεις φορές την εβδομάδα. Το ψωμί του ήταν απ’ έξω χρυσαφένιο κι από μέσα άσπρο κι ελαφρύ σαν μπαμπάκι, έτσι όπως τους αρέσει εδώ. Όποτε έψηνε, έγραφε με άσπρη κιμωλία στην ξύλινη πινακίδα στην πόρτα μας: Σήμερα ψωμί. Μπορούσε να κάνει συμβόλαιο με το τοπικό μαγαζί και να το εφοδιάζει κάθε μέρα με ψωμί. Μπορούσε να προμηθεύει ψωμί στο χωριό, και δεν θα χρειάζονταν να τους το στέλνουνε από την πόλη. Μπορούσε να τρέφει εμάς μ’ αυτό. Μπορούσε μάλιστα να γίνει πλούσιος απ’ αυτό. Αλλά ο πατέρας έλεγε, να ψήνει κάθε μέρα ψωμί για το μαγαζί του χωριού, δεν το μπορεί, κι έτσι ποτέ δεν τό ’κανε. Έψηνε δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα, σπανίως τις ίδιες μέρες, και λίγοι μόνο μπαίνανε στον κόπο να κατέβουνε ολόκληρο το λόφο, για να δούνε αν είχε ψήσει πάλι ψωμί ο τρελός ο φούρναρης, γιατί αν δεν ήταν έτσι, έπρεπε ν’ ανέβουνε ξανά ολόκληρο το λόφο μέχρι το μαγαζί του χωριού. Ύστερα ο πατέρας έπαθε φυματίωση, κι όταν αργότερα άρχισε ξανά να ψήνει, κανένας δεν ήθελε πια τα ψωμιά του, επειδή ήτανε ο φούρναρης με τη φυματίωση.

 

Δεν είναι όμως αυτό, λέει ο πατέρας. Η αλήθεια είναι ότι ζηλεύουνε. Εκείνοι είναι αγρότες, ενώ εμείς, λέει περήφανος, είμαστε μάστορες. Και ψαράδες, προσθέτει με ένα βλέμμα στον παππού, που, όπως πάντα, δεν λέει τίποτα γι’ αυτό.

 

Ζεσταίνουμε το φούρνο τέσσερεις ώρες. Τα ξύλα τα φυλάμε για μήνες στον αχυρώνα, για να μένουνε στεγνά, ακόμα κι όταν βρέχει τα Χριστούγεννα, όπως τώρα. Εδώ βρέχει δέκα μήνες το χρόνο, πάντα με δροσιά, πάντα συμμετρικά, με ψιχάλες. Οι φλοιοί των δέντρων είναι μαλακοί σαν προζύμι, ξεφλουδίζονται με τα δάχτυλα. Ο φούρνος μας είναι τον πιο πολύ καιρό του χρόνου το πιο στεγνό σημείο στον τόπο. Ζεσταίνουμε το φούρνο τέσσερεις ώρες κι ανακατεύουμε στο μεταξύ το ζυμάρι. Ο πατέρας ρίχνει σταφίδες στα τσουρέκια και τα πλέκει γρήγορα κι εύκολα. Ο αδελφός μου κι εγώ βάζουμε το ζυμάρι για το ψωμί στα ξύλινα ταψιά. Βγάζουμε τη σβησμένη στάχτη απ’ το φούρνο και βάζουμε μέσα τα ταψιά με τα φραντζολάκια και τα τσουρέκια.

 

Ο φούρνος είναι εντελώς πίσω στην αυλή, δίπλα στο καμαράκι που καπνίζουμε τα ψάρια και στον καμπινέ, κολλημένος στην γκρίζα μάντρα από κιμωλία που μας χωρίζει από δυο πλευρές απ’ το χωριό και κρατάει το μικρό Καβουροπόταμο που βρομάει έξω απ’ την αυλή μας. Το σπίτι μας είναι το πιο χαμηλό στο χωριό, τα ύστερα του κόσμου, όπως λένε, στριμωγμένο στο πιο στενό σημείο ανάμεσα στο λόφο και τη λίμνη. Το ποτάμι πίσω απ’ το σπίτι μας πήρε τ’ όνομά του απ’ τα καβούρια, που καιρό τώρα δεν υπάρχουνε πια εδώ, τρέχει γύρω από τη μάντρα μας και λίγο μετά στρίβει και χύνεται στη λίμνη. Όποτε ψήνουμε, καπνίζουμε ψάρια ή είμαστε στον καμπινέ, το ακούμε να περνάει κάτω απ’ τα πόδια μας. Ο άντρας με το ένα παπούτσι έρχεται απ’ αυτό το ποτάμι. Έρχεται στο φούρνο μες στο σκοτάδι σκαρφαλώνοντας τη μάντρα. Εμείς σταματάμε να σκουπίζουμε τα αλεύρια και ακούμε. Τις ξεκουφωμένες πέτρες που πέφτουνε υπόκωφα, καθώς κυλάνε από τη μάντρα κάτω απ’ τα τυφλά πόδια του.

 

Εκείνος δεν ξέρει πού έχει βρεθεί. Καταλαβαίνει ύστερα από κάποιο χρόνο ότι αυτοί οι αλευρωμένοι άνθρωποι βρίσκονται ακόμα σε λάθος τόπο. Ή μάλλον: ότι εκείνος ο ίδιος βρίσκεται σε λάθος τόπο. Εμείς είμαστε πολλοί, που τον κοιτάμε στο φως της λάμπας της κουζίνας, ώμος με ώμο, οι αδελφοί μου κι εγώ. Εκείνος τραυλίζει τρομαγμένος τις ξένες γλώσσες του, που δεν τις κατέχει όλες, μέχρι που τελικά μπερδεύεται και μουγκαίνεται. Μόνο μας κοιτάει ακόμα. Το χαμένο γκρίζο βλέμμα του σαν λύκου. Μεγάλη σιωπή.

 

Λοιπόν, λέει ο πατέρας σπάζοντας τη σιωπή. Ο παππούς δεν σηκώνει το κεφάλι. Η μάνα μας στέκει έξω απ’ το φως της λάμπας. Το πρόσωπό της δεν φαίνεται.

 

Τι άλλο θέλεις να κάνεις, λέει τώρα.

 

Ο άντρας με το ένα παπούτσι βάζει το λασπωμένο δάχτυλό το στο στόμα και δαγκώνει με τα δόντια τη βέρα του.

 

Θέλει, όπως όλοι, να πάει στη λίμνη. Κάποιος του είπε ότι αρκεί μόνο ν’ ακολουθήσει το ποτάμι μέχρι την εκβολή του, τότε θα έχει τάχα φτάσει τον προορισμό του. Μόνο που το ποτάμι τέλειωσε πάρα πολύ νωρίς. Βήμα βήμα σκεπαζότανε όλο και περισσότερο από καλάμια και φύκια, μέχρι που λίγο πριν από το σπίτι μας εξαφανίστηκε εντελώς στο βαλτώδη βυθό.

 

Η λίμνη απλώνεται σαν μακριά γλώσσα πάνω απ’ τα σύνορα. Τη λέμε λίμνη, αν και μας ανήκει μόνο η χαμηλότερη ακρούλα της, όπου δεν είναι πια λίμνη, παρά μόνο λάσπη και καλάμια. Οι καλαμοκόποι μπαίνουνε χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει στα κανάλια που από μέσα τους περνάνε μεγάλες σειρές από βάρκες με δεμάτια καλάμια. Τα κανάλια χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει κλείνουνε ξανά. Εκεί που τελειώνει η ζώνη με τα καλάμια, αρχίζει το απέναντι με ανοιχτά νερά και ιστιοφόρα. Οι ξένοι που έρχονται στο σπίτι μας θέλουνε όλοι να πάνε εκεί. Κάποιοι δεν έρχονται προτού χάσουνε τη ροή του ποταμού. Έρχονται ξέροντας κιόλας για τον παππού.

 

Ο παππούς εξήντα χρόνια τώρα ρίχνει τ’ αγκίστριά του και τους κιούρτους του στα καλάμια. Τα χέλια είναι δυο δάχτυλα χοντρά κι έχουνε γεύση πετρελαίου από τις μηχανότρατες των καλαμοκόπων. Αλλά τα χέλια είναι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει πάντα. Ζωντανά χέλια, κομματάκια, που κουλουριάζονται λαδωμένα σε κόκκινο πιτσιλωτό αλεύρι. Αν η ψαριά έχει κυπρίνους ή λευκίσκους, πουλιέται, και λούτσοι δεν υπάρχουνε σ’ αυτά τα νερά κι ούτε και πέρκες κι ούτε γουλιανοί.

 

Μη παραπονιέστε, λέει ο πατέρας. Η λίμνη είναι το βιος μας. Ούτως ή άλλως.

 

Από τότε που ο πατέρας δεν ψήνει πια, περνάει πάλι ο παππούς ξένους απέναντι. Ακολουθεί μαζί τους την κρυμμένη ροή του ποταμιού μέσα απ’ τη ζώνη με τα καλάμια. Όταν ακούγονται τ’ ανοιχτά νερά τους αφήνει μόνους τους. Τους δείχνει ένα αστέρι, που πρέπει να το ακολουθήσουνε μέχρι να μπούνε στα νερά κι ύστερα να βουτήξουνε, όσο γίνεται, μέχρι που απ’ το ένα κύμα στ’ άλλο είναι τελικά απέναντι.

 

Ο παππούς δεν έχει ξεχάσει το δρόμο, αν κι έχει να τον περπατήσει καιρό τώρα πια. Δεκαετίες τώρα δεν ερχότανε κάποιος απ’ έξω μέχρι αυτό το χωριό. Τα πασαπόρτια είχανε μια πράσινη λωρίδα για τα παιδιά, μια κόκκινη για τους μεγάλους, περνούσε στο πλάτος την μπροστινή πλευρά, τα διέγραφε όλα, λες κι ήτανε άκυρα. Αλλά ήτανε έγκυρα, τα διαβατήρια, κι αν και μας ξέρανε οι συνοριοφύλακες για κατοίκους του χωριού, τα ελέγχανε κάθε φορά. Στην αρχή, λέει ο παππούς, ανοίγανε από μόνοι τους τις κοιλιές στα ψάρια πού ’χε πιάσει ο παππούς, ποιος ξέρει τι θέλανε να βρούνε εκεί. Ο παππούς τραβούσε πάντα μόνος του στα καλάμια και δεν μιλούσε ποτέ, με κανέναν, κι όποτε γινότανε, τότε είχε προφορά. Η μητρική γλώσσα του παππού μιλιέται κι απ’ την άλλη πλευρά των ανοιχτών νερών. Αυτό τον έκανε ύποπτο. Ανοίγανε τα ψάρια του και δεν βρίσκανε τίποτα. Μόνο σπασμένη χολή. Αλλά πάει καιρός απ’ αυτά, ποιος ξέρει αν ισχύουνε. Ο παππούς γι’ αυτά σωπαίνει.

 

Ο δρόμος μέχρι το χωριό είναι εδώ και κάποιο καιρό ελεύθερος πάλι. Οι συνοριοφύλακες έχουν αποσυρθεί, αόρατοι μες στα λιβάδια, στο βούρκο, κι όλο και περισσότεροι ξένοι χωρίς διαβατήρια έρχονται στο φούρνο μας σκαρφαλώνοντας τη μάντρα. Τα πάντα εδώ σύνορα είναι, οι ξένοι θα μπορούσανε να περάσουνε κι απ’ τα λιβάδια, απ’ την ξηρά, αλλά εκείνοι θέλουνε μόνο τον παππού και τη λίμνη, για όλους κι απ’ όλες τις πλευρές το ίδιο αδιαπέραστη με το μάτι κι επικίνδυνη, όλο φωνές ζώων μες στη νύχτα, που μπορούνε να την περνάνε σαν αμφίβια, γλιστρώντας σαν τα χέλια.

 

Αυτή είναι το βιος μας. Ούτως ή άλλως.

 

Οι ξένοι πληρώνουνε καλά. Τόσο η μάνα μου όσο κι ο πατέρας μου φοράνε πολλά χρυσά δαχτυλίδια στα χέρια. Είναι χαραγμένα ονόματα στα δαχτυλίδια. Βέσσελα. Και Μαρία.

 

Στο χωριό είμαστε γνωστοί σαν «τα ύστερα του κόσμου», εκείνοι με τα χρυσά μαλλιά, τα δαχτυλίδια, τις χρυσές μύτες. Ο πατέρας γελάει και ρίχνει χρυσές σταφίδες στο αλμυρό ζυμάρι.

 

Έχουμε μικρή κατασκευή, στρογγυλά κεφάλια, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Έχουμε πάρει όλοι απ’ τον πατέρα μου. Η μάνα μας είναι ψηλή, λεπτή, μελαχρινή, λες και δεν είναι μάνα μας. Στο χωριό είμαστε γνωστοί σαν εκείνοι που κλέβουνε απ’ τους κήπους. Οι αδελφοί μου κι εγώ σπάμε το νιούτσικο, γαλακτερό καλαμπόκι, μαζεύουμε τα δαμάσκηνα που κολλάνε, τα γαλαζοφράγκικα με τα μικρά μάτια. Στο νεκροταφείο των Αγίων Πάντων παίρνουμε τα ωραία χοντρά κεριά απ’ τους τάφρους των άλλων και τα βάζουμε σε δικούς μας. Δεν κλέβουμε από ανάγκη, αν και ψήνουμε μόνο για τον εαυτό μας. Είναι πιο πολύ συνήθεια και διασκέδαση. Οι αγροφύλακες μας βρίζουνε και μας χτυπάνε γι’ αυτό, ακόμα κι αν εκείνη την ώρα δεν φυλάνε τους αγρούς κι εμείς δεν κλέβουμε εκείνη την ώρα, κι οι γυναίκες τους στο μαγαζί μας δίνουνε για τα κουπόνια μας το ξινισμένο γάλα.

 

Ζηλεύουνε, λέει ο πατέρας. Επειδή εμείς έχουμε πάντα το βιος μας.

 

Ο πατέρας λέει ότι έμεινε τόσο κοντός γιατί όλα του τα παιδικά χρόνια πείναγε κι έτρωγε με τα χέρια αλάτι κι αλεύρι απ’ το φούρνο. Μας δείχνει τη χούφτα του, το χέρι του που κρατάει τ’ αλάτι. Είναι μικρό και σταρένιο. Τ’ ακουμπάει στο μάγουλό μου, με κοιτάει μες στα μάτια και λέει: Κόρη μου. Δεν ξέρω τι εννοεί όταν το κάνει και το λέει αυτό.

 

Οι αδελφοί μου ποτέ δεν μου λένε αδελφή μου.

 

Έχω οχτώ αδελφούς: τέσσερεις είναι μεγαλύτεροι και τέσσερεις είναι μικρότεροι από μένα. Εγώ φοράω αγορίστικα παπούτσια, αγορίστικες φανέλες κι αγορίστικα παντελόνια που το λάστιχο στη μέση τους το δένω κόμπο. Απ’ όλους τους αδελφούς μου ο μεγαλύτερος αδελφός μου είναι ο πιο ωραίος. Γι’ αυτό τον λέω κι εγώ: Ωραίε μου αδελφέ. Εκείνος δεν με λέει ούτε ωραία ούτε αδελφή. Με λέει: Ηλίθια. Βάζει την παλάμη του τεντωμένη στο στήθος μου και με σπρώχνει μακριά του.

 

Ο ωραίος μου αδελφός δουλεύει με τους καλαμοκόπους. Η ξύλινη καλύβα είναι στη διασταύρωση των καναλιών μες στα καλάμια. Τα πουλιά της λίμνης κάθονται με κρεμασμένα τα φτερά πάνω στα κάγκελα και τη σκεπή, αδιάφορα, λες κι όλοι, εμείς, δεν υπάρχουμε. Το καλοκαίρι περπατάμε ξυπόλυτοι εμείς, οι αδελφοί μου κι εγώ, απαλά λειώνουνε οι κουτσουλιές των πουλιών κάτω απ’ τις πατούσες μας. Το ξύλο με τις σκλήθρες του γεφυριού ζεματάει, και στα κενά ανάμεσα στις τάβλες κόβουμε τα δάχτυλα των ποδιών μας. Το αίμα, τα σκατά των πουλιών κολλάνε στα πόδια μας κι η γκρίζα λάσπη απ’ το βυθό της λίμνης. Καθόμαστε πάνω στο γεφύρι, τρίβουμε με τα χέρια μας και βγάζουμε μπαλάκια βρομιάς ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα των ποδιών μας και τα ρίχνουμε στο νερό. Μου μπαίνει μια σκλήθρα που την πατάω κι ο ωραίος μου αδελφός τη ρουφάει ανάμεσα απ’ τα σκατά των πουλιών και τη λάσπη και μου τη βγάζει απ’ το πόδι, ηλίθια, μου λέει και φτύνει τη σκλήθρα με το αίμα μου στο νερό. Οι φουσκαλίτσες κουνιούνται πέρα δώθε.

 

Το καλοκαίρι με τις σκλήθρες είναι πολύ μικρό εδώ. Εποχή που όλα είναι ακίνητα χωρίς βροχή. Ο ουρανός άδειος και γυαλιστερός σαν μάτι πού ’χει καταρράχτη. Οι πάσσαλοι που πάνω τους στηρίζεται η καλύβα των καλαμοκόπων προεξέχουνε πάνω απ’ τις βάρκες όσο δυο άνθρωποι. Το νερό από κάτω τους γκρίζο και βαρύ σαν νερουλό μπετό. Κάποιες χρονιές δεν φτάνει πιο πάνω απ’ τα γόνατά μας, όταν είναι ήσυχα τα νερά μπορείς να περπατήσει πλατσουρίζοντας μέχρι απέναντι, κρυφά, και δεν θα βραχείς καθόλου. Παρ’ όλ’ αυτά δεν το κάνει κανένας που μένει εδώ.

 

Ξαφνικά, δεν ξέρουμε από πού σ’ αυτή την πεδινή γη, σηκώνεται άνεμος, παίρνει τα πουλιά και τα σηκώνει απ’ τα κάγκελα. Εκείνα αφήνουνε τις μαυρόασπρες ακαθαρσίες τους να πέφτουνε πάνω στην καλύβα και το γεφύρι, προτού τα γυρίσει πίσω μες στα καλάμια ή έξω στο νερό. Μετά τον άνεμο έρχεται η βροχή. Το βαρύ νερό κάτω απ’ τις τάβλες φουσκώνει μέσα σε λίγα λεπτά μέχρι το πάτωμα της καλύβας. Χωρίζει τις βάρκες με τα δεμάτια και τους καλαμοκόπους. Εμείς καθόμαστε τρέμοντας μες στην καλύβα κι ακούμε. Τ’ ανυπόμονα χτυπήματα απ’ τα καύκαλα των χελωνών που εκσφενδονίζονται ψηλά πάνω στην κάτω πλευρά του γεφυριού.

 

Ύστερα όλα τελειώνουνε το ίδιο γρήγορα. Το κύμα του ανέμου τραβιέται και μαζί του και το νερό. Η λάσπη ανεβαίνει πάλι ψηλά, μια τρυπητή, ξεραμένη από τον ήλιο κρούστα, ζεστή, κοφτερή, ζωντανή. Μπορείς να την περάσεις περπατώντας.

 

Έτσι είναι εδώ, έτσι είναι ο τόπος αυτός, λέει ο πατέρας, σε τίποτα δεν μπορείς να στηρίζεσαι: όλο το χρόνο βροχή μόνο κι ύστερα αιωνίως ο ήλιος, μέχρι να εξατμιστούνε τα πάντα. Οι αγρότες τραβάνε στο γυμνό πάτο της λίμνης κι αρχίζουνε να χαράζουνε χωράφια στη λάσπη. Οργώνουνε και παραχώνουνε τους σκελετούς των ψαριών, καλό λίπασμα, τα βόδια μέχρι τα γόνατα μες στο βούρκο, φτιάχνουνε τα σύνορα των χωραφιών με τα καύκαλα των πεθαμένων χελωνών και κοχύλια. Κι ύστερα περιμένουνε τη βροχή που δεν έρχεται. Κι όταν τελικά έρχεται, δεν έρχεται από πάνω, που σ’ αυτό στηρίζονται. Έρχεται από κάτω πάλι. Το νερό έρχεται πάλι και τα ρουφάει όλα: τα λασποχώραφα, τους σπόρους που δεν ανοίξανε, τα καύκαλα και τους σκελετούς. Ο βάλτος παίρνει το χωριό πάλι μέσα του, τη μυρωδιά απ’ τη λάσπη του, τα χέλια του σέρνονται και φτάνουνε μέχρι τους κήπους, και δίπλα στις κρεβατοκάμαρες με την υγρασία βγαίνουνε καλάμια απ’ τον τοίχο. Ύστερα είναι πάλι για μήνες και χρόνια φθινόπωρο εδώ, βαρύς Νοέμβρης, μόνο στο φούρνο μας είναι στεγνά κι ελαφρά. Τα πάντα ελαφρά: η ζύμη, ο αέρας, οι κινήσεις του πατέρα καθώς πλέκει. Εγώ φεύγω απ’ τον πιο στεγνό τόπο του κόσμου μόνο για να κοιμηθώ.

 

Κόρη μου, μου λέει ο πατέρας κι ακουμπάει τη μικρή χούφτα του στ’ αλευρωμένα μάγουλά μου. Δεν ξέρει ότι δεν σκέφτομαι εκείνον αλλά τη λίμνη.

 

Ακόμα δεν την εμπιστεύομαι. Ούτως ή άλλως.

 

Ηλίθια, λέει ο ωραίος μου αδελφός, τι φοβάσαι; Γελάει και με κοροϊδεύει. Ο φίλος του, ο ναυτικός, γελάει μαζί του.

 

Ο ναυτικός φοράει ένα λασπωμένο γουναρικό. Το δέρμα του και τα μαλλιά του είναι γκρίζα. Δείχνουνε τον ουρανό. Βγαίνει δίπλα στη βάρκα μας μέσ’ απ’ το νερό, με μάτια άσπρα γύρω γύρω, και γελάει με τα δόντια του πού ’χουνε το χρώμα των σκελετών. Είναι μέχρι τον αφαλό μες στο κανάλι των καλαμοκόπων, τραντάζει τη βάρκα και φωνάζει: Τώρα σας έπιασα, ανθρωπάκια, παιδάκια, έρχομαι να σας πιάσω, δώστε μου το χρυσάφι σας. Ο ωραίος μου αδελφός, που κάθεται στη βάρκα μαζί μου, γελάει μαζί του.

 

Ο ναυτικός οδηγεί τη βάρκα μας και τη βγάζει απ’ το κανάλι. Τραγουδάει: Ο ναυτικός, ο άνεμος και τα κύματα σε φωνάζουν νά ’βγεις και μου κλείνει το μάτι. Το ξέρω το τραγούδι. Πριν απ’ τα Χριστούγεννα η μάνα μας ακούει πάντοτε ένα δίσκο με ναυτικά τραγούδια. Πατρίδα σου είν’ η θάλασσα, φίλοι σου είν’ τ’ αστέρια, λέω εγώ στον ναυτικό. Πατρίδα μου, λέει εκείνος. Φίλοι μου. Γελάει πάλι. Τραβάει κουπί με την πλάτη του στην πλώρη.

 

Ο ναυτικός, λένε, πρέπει να είναι σωστός ναυτικός. Αλλά, λένε πάλι, ίσως ο ναυτικός να είναι και σωστός ψεύτης. Τα ταξίδια, που λέει ότι έχει κάνει, μέχρι την Ινδία, και μαζί του δεν έφερε τίποτα πέρα από μια γυναίκα πού ’χει κόκκινα νύχια αλλά κατά τ’ άλλα είναι όσο άσπρη είναι όλοι εδώ. Μόνο που δεν μπορεί να περπατήσει όπως εμείς. Χρειάζεται μπαστούνι, αν κι είναι νέα ακόμα. Ποιος αφήνει τον κόσμο της θάλασσας για μια τέτοια γυναίκα;

 

Ζηλεύουνε είπαμε, λέει ο πατέρας. Μπορείς να γυρίσεις μ’ ό,τι θέλεις, ακόμα και μ’ ένα σακάτη. Ύστερα είπαμε ζηλεύουνε, γιατί εσύ βλέπεις κάτι που αυτοί δεν βλέπουνε. Κι ύστερα λέει ακόμα ο πατέρας: Ίσως ο ναυτικός όμως να είναι όντως σωστός ψεύτης. Για ποιον άλλο λόγο να γυρίσει κάποιος σαν κι αυτόν. Και να ταξιδεύει στο βούρκο αντί στον ωκεανό.

 

Ο ναυτικός βρίσκει νερό εκεί που άλλος δεν το βλέπει. Τα καλάμια λυγίζουνε, από πάνω μας, οι ρίζες τους σέρνονται, η λάσπη ακούγεται στον πάτο της βάρκας. Πάμε όλο και πιο μακριά. Κανένας μας δεν μιλάει ή δεν τραγουδάει πια, μόνο ο ναυτικός σφυρίζει μόνος του σιγανά. Σφυρίζει χωρίς σκοπό, ένα αφηρημένο πουλί που δεν θέλει τίποτα, δεν θέλει τίποτα, τίποτα τίποτα, τσιρ τσιρ. Και πάμε όλο και πιο μακριά. Αρουραίος, λέει σιγανά και τον ακολουθεί. Γλιστράμε σε πιο ελαφριά νερά. Ο ναυτικός βγάζει τα κουπιά, οδηγεί τη βάρκα γύρω απ’ το νησάκι με τα καλάμια. Πέρα έξω στ’ ανοιχτά. Ήρεμα, σκοτεινά νερά. Ο ναυτικός δεν σφυρίζει πια. Το λασπωμένο γουναρικό του σκούρο απ’ τον ιδρώτα κι άσπρο πού ’χει στεγνώσει. Τεράστιο σώμα. Τα μάτια του μαβιά σαν τον ουρανό.

 

Ο άνεμος έρχεται ξαφνικά όπως έρχεται πάντοτε ξαφνικά εδώ. Δεν τον καταλάβαμε. Πέφτει απ’ το μαβή ουρανό. Φυσάει γύρω απ’ το νησάκι, γύρω μας. Πίσω του προβάλλει το πρόσωπο της λίμνης. Το μέτωπό της που το πιέζει ο ουρανός. Το πεταχτό της στόμα. Μας φτύνει. Το νερό μπαίνει μες στη βάρκα, τα πόδια μας βυθίζονται μες στη λάσπη. Ο ωραίος μου αδελφός μού κλείνει με το ζεστό του χέρι το κρύο στόμα μου που φωνάζει. Το βρεγμένο φτερό ενός ερωδιού μού μπαίνει ανάμεσα στα χείλια. Εγώ ρουφάω το νερό από ’κείνο. Ο ναυτικός, που είναι πιο δυνατός απ’ τον αδελφό μου κι εμένα μαζί, τεράστιο σώμα, αρπάζει τα κουπιά, για να μας κουνήσει από ’κείνο το σημείο. Και δεν μας κουνάει. Μες στη μικρή λεκάνη της λίμνης κουνιέται το νερό σαν μέσα σε λαβομάνο.

 

Εγώ πλένω τα πόδια του παππού μέσα του. Πάνω στον άσπρο εμαγιέ πάτο του λαβομάνου μαζεύεται η γκρίζα λάσπη της λίμνης και κάνει κύκλο. Κάνει το λαβομάνο να χτυπάει. Τα βράδια καθόμαστε στην κουζίνα κι εγώ πλένω τα πόδια του παππού. Τα σαπουνίζω ανάμεσα στα δάχτυλα, και τρίβω με τη βούρτσα για τα νύχια τις πατούσες του. Ο παππούς κόβει με ξυραφάκι και μαχαίρι τα φυλλαράκια από τα καλάμια που του μπήκανε μες στο δέρμα, τυλίγει τα πόδια του σε γκρίζα παρτάλια και βάζει τις γαλότσες που τις βγάζει μόνο για τέσσερεις ώρες στον ύπνο του κάθε μέρα. Ο παππούς ποτέ δεν μιλάει. Βουβός πηγαίνει πάνω κάτω ανάμεσά μας, κάθεται στη σκληρή καρέκλα της κουζίνας. Βουβή πλένω κάθε βράδυ τα πόδια του.

 

Βουβή είμαι ξαπλωμένη στην αγκαλιά του ωραίου μου αδελφού. Κρατάω το στόμα μου κλειστό γύρω απ’ το φτερό. Ακούω το νερό να στάζει από μένα πάνω στα σανίδια. Ακούω το ναυτικό να ψιθυρίζει στον ωραίο μου αδελφό: Λίγο έλειψε. Νιούτσικα, λεπτά καλάμια. Μπαίνουνε κάτω απ’ τη βάρκα λες και δεν είναι τίποτα.

 

Δεν ανοίγω τα μάτια. Δεν τ’ ανοίγω. Γλιστράω μέσα από νιούτσικα καλάμια. Είμαι ελαφριά σαν παιδί, το σώμα μου είναι βάρκα. Τ’ αδύναμα καλάμια μπαίνουνε από κάτω μου, με κόβουνε, με χαϊδεύουνε. Αργά, κοφτερά περνάει το νερό από κάτω. Σε λίγο έχει γίνει. Αφήνομαι να γλιστρήσω σ’ εκείνο που δεν πίνεται. Εκείνο θα με περάσει απέναντι μέχρι αύριο το πρωί.

 

Όταν ανοίγω τα μάτια είναι πρωί κιόλας, αλλά στεριά ακόμα πουθενά. Σέρνομαι στ’ ανοιχτά νερά. Είναι κρύα. Ο ήλιος, άσπρος φωτεινός, αχνίζει γύρω μου. Και με μιας ξέρω ότι ο ύπνος μου με κορόιδεψε: αυτή η περιπλάνηση κάτω απ’ αυτόν το φωτεινό ήλιο είναι ο θάνατος.

 

Είμαι ξαπλωμένη ανάσκελα, κουνάει τα παγωμένα δάχτυλά μου, το νερό της λίμνης που είναι λείο από κάτω μου, ένα γκρίζο πατσαβούρι, κι εγώ ψιθυρίζω: είμαι νεκρή. Από πάνω μου τα δοκάρια της στέγης, βλέπω, είμαι ξαπλωμένη στη σοφίτα μας, στα σανίδια, στο πλάτος πάνω απ’ τις καμπούρικες ράχες που κάνουν οι καμάρες, ώμο με ώμο με τους αδελφούς μου. Το βλέπω αλλά δεν το ξέρω. Δεν ξέρω για τους άλλους. Είμαι νεκρή, ψιθυρίζω. Νιώθω τη φούσκα μου να μαζεύει. Κάποιος χαϊδεύει ζεστά τα δάχτυλά μου, κι ο ωραίος μου αδελφός ψιθυρίζει στο κούτελό μου: Δεν είσαι νεκρή, ηλίθια. Η αναπνοή των εφτά αδελφών μας φυσάει σαν το κύμα δίπλα στ’ αφτί μου. Αργά αργά χαλαρώνω την κοιλιά μου. Αλλά μόνο για μια στιγμή, γιατί τότε βάζει ο ωραίος μου αδελφός το μεγάλο ζεστό χέρι του πάνω μου και ψιθυρίζει: Άμα κατουρήσεις στο κρεβάτι, θα σε πετάξω απ’ τη σκεπή, ηλίθια.

 

Απ’ τη σκεπή μπορείς με τον ήλιο που ανατέλλει να δεις το ποτάμι να κυλάει: κρυμμένο κι όμως, άμα το ξέρεις, ασταμάτητο μέχρι απέναντι. Αλλά τόση ώρα δεν περιμένουμε. Με την ανατολή του ήλιου πρέπει να είμαστε στο δάσος. Χάσαμε πολύ χρόνο εξαιτίας του άντρα με το ένα παπούτσι. Πάρα πολλή ώρα στεκόμασταν στην κουζίνα μαζί του και κοιτάζαμε. Πόσο άσπρο είναι το πόδι του πάνω στα πλακάκια. Κι ο παππούς που δεν κουνιέται. Μέχρι που η μάνα τελικά, ανυπόμονη, λέει μέσ’ απ’ το σκοτάδι: Σε λίγο θά ’χει πολύ φως.

 

Όχι, λέει ο παππούς.

 

Κι έχει δίκιο. Όταν ώρες αργότερα, πολύ μετά την ανατολή του ήλιου, ανεβαίνουμε το λόφο για το δάσος, είναι νύχτα ακόμα. Τ’ αόρατο ποτάμι ακούγεται κάτω απ’ τα πόδια μας. Ανεβαίνουμε περπατώντας μες στη λάσπη. Σκεφτόμαστε τα πόδια του παππού μες στα παρτάλια που τώρα πλατσουρίζουνε μες στο ποτάμι. Το γυμνό πόδι του ξένου. Το νερό που πέφτει πάνω μας με τη βροχή είναι ζεστό. Το δοκιμάζω: έχει γεύση από έλατα και καπνό. Πασχίζουμε ν’ ανέβουμε το λόφο μέχρι πάνω.

 

Στην άκρη του δάσους φυτρώνουνε κρανιές, μουρτζιές και μυρτιές. Οι αδελφοί μου τρώνε τους θάμνους ολόκληρους. Εγώ στέκομαι παραδίπλα, με τ’ αλάτι απ’ το φούρνο ακόμα στα δόντια μου. Στέκομαι εκεί που έχεις την καλύτερη θέα: προς τη λίμνη, τα λιβάδια με τα έλη πιο δίπλα, τον άλλο δρόμο εκεί μέσα, εκείνον που φυλάνε. Είναι όμως πολύ σκοτεινά για να δεις κάτι απ’ αυτό. Λίμνη, λιβάδια, δρόμοι, φύλακες αόρατοι. Αόρατα τα σύνορα. Ο παππούς δεν μαρτυράει πού είναι.

 

Το φως απ’ το φούρνο μας φαίνεται μέχρι εδώ πάνω. Είναι το πιο χαμηλό απ’ τα φώτα στα παράθυρα που ανάβουνε νωρίς, στην πέρα άκρη του λόφου όπου κατεβαίνουνε όλα: το ποτάμι, η γη, τα ζώα. Τα βατράχια και τα φίδια, όταν πάνε απ’ το δάσος στη λίμνη, γυρίζοντας, για να πολλαπλασιαστούνε, αναγκαστικά περνάνε μέσ’ απ’ την αυλή μας. Νυχτιάτικα τ’ ακούμε να μπαίνουνε από τις σχισμές στη μάντρα. Εγώ ακούω τους αόρατους αδελφούς μου να καταπίνουνε βιαστικά ανάμεσα στους θάμνους.

 

Παλιά τα σκοτώναμε τα βατράχια και τα φίδια με πέτρες. Σαν καρύδια τα σπάγαμε πατώντας τα με τα ξυλοπάπουτσά μας. Η αυλή μας ήτανε καλυμμένη με τα πτώματά τους, κι όταν ξεραίνονταν, τα ρίχναμε στη φωτιά. Κάποια στιγμή το κόψαμε. Το καμένο τους δέρμα άφηνε παχιά, καφετιά μουντζούρα που έφραζε το φούρνο. Έτσι από τότε καθόμαστε τα βράδια στο κατώφλι μόνο και τον κοιτάζαμε: τον ασημο-καφετή ποταμό με τα σώματα των βατραχιών να κυλάει μπροστά απ’ τα πόδια μας. Βάζουμε τα μικρά βατράχια στην ανάποδη των χεριών μας, τυλίγουμε νερόφιδα στον καρπό μας, παίζουμε τους Αιγύπτιους, αλλά δεν τα σκοτώνουμε πια.

 

Το κόψαμε.

 

Συμβιβαστήκαμε ότι όλα κατεβαίνουνε εδώ, μεσ’ από μας, λες και εμείς δεν υπάρχουμε καθόλου. Τον αχυρώνα μας, που δεν πατάμε πόδι εκεί μέσα, τον κατοικούνε χελιδόνια, κι όταν φεύγουνε τα χελιδόνια, πάνε τα σπουργίτια, οι σκαντζόχοιροι, τα κουνάβια, οι αρουραίοι, τα μικροσκοπικά ροζ σαλιγκάρια του κήπου και οι σφήγκες, κι η μάνα μας κάνει κάθε δεύτερο χρόνο κι ένα παιδί. Στους τοίχους στο κελάρι φυτρώνει πολύ ανθηρή μούχλα, και στη μάντρα από κιμωλία πιέζονται εκατομμύρια ζώα το ένα πάνω στ’ άλλο. Στα σπίτια των άλλων η κιμωλία είναι λεία και κίτρινη. Σ’ εμάς είναι ένα γκρίζο ναυάγιο, ζεστός υποβρύχιος θάνατος στοιβαγμένος σε απελέκητες πέτρες. Προϊστορικά ζώα. Ακούω μες στο σκοτάδι να καταπίνουνε. Στέκομαι στην άκρη του δάσους και σκέφτομαι τη λίμνη, την αόρατη, το συλλέκτη σκελετών. Τα σώματα εκείνων των τεσσάρων αντρών που εξαφανιστήκανε στην τελευταία φθινοπωρινή καταιγίδα, όταν πήγανε να κάνουνε πλιάτσικο στους κιούρτους.

 

Εμείς κουβαλάμε τη λεία μας σπίτι. Επειδή είναι Χριστούγεννα, σήμερα είναι ένα έλατο. Το κουβαλάμε κάτω στην κοιλάδα. Στη μισή διαδρομή, περνώντας μπροστά απ’ τον πάσαλο της πρόγκας, στο ύψος της εκκλησίας βλέπουμε μέσ’ από τη βροχή τη κοκκινοδάχτυλη γυναίκα του ναυτικού. Περπατάει στηριζόμενη σ’ ένα μπαστούνι. Κάνει ότι δεν μας είδε. Κι εμείς κάνουμε το ίδιο.

 

Είμαστε κιόλας καθισμένοι πάνω στη μάντρα με το δέντρο, όταν έρχεται ο δασοφύλακας. Ο πατέρας κάνει ότι μας φωνάζει: Γιατί κλέψατε αυτό το δέντρο. Και χαστουκίζει μάλιστα έναν απ’ τους αδελφούς μου που στέκεται πιο κοντά του απ’ όλους. Ο αδελφός μου χαμογελάει. Αλλά το χαστούκι ήτανε κανονικό, αυτό το βλέπουν όλοι: τα σημάδια των δαχτυλιδιών στα μάγουλά του. Κι ο πατέρας λέει στο δασοφύλακα: Τι να τα κάνεις, παιδιά είναι, χρειάζονται τα Χριστούγεννά τους. Το δέντρο κόπηκε, ούτως ή άλλως. Βάζει δυο τσουρέκια πάνω στη μάντρα, απ’ την οποία εμείς τραβήξαμε κιόλας τη λεία μας μέσα, την κάναμε αόρατη: ποιο δέντρο. Τα τσουρέκια είναι ακόμα ζεστά, αχνίζουνε πάνω στην κρύα μάντρα. Ο δασοφύλακας μας απειλεί και φεύγει. Τα χρυσά τσουρέκια τ’ αφήνει. Εγώ τα βλέπω μες στη σκοτεινή μέρα να φωτίζουνε πάνω στη μάντρα. Παπαριάζουνε απ’ τη βροχή.

 

Στολίζουμε το δέντρο με μεγάλα πορτοκάλια και σοκολάτες με αγελάδες πάνω τους. Νύχτωσε πάλι. Περιμένουμε να ξαναέρθει μόνος του ο παππούς. Δεν θα τον περιμένουμε, λέει ο πατέρας, τα παιδιά δεν μπορούνε να περιμένουνε. Και μοιράζει τα δώρα, στον καθένα το δικό του.

 

Κάνω με τις χούφτες μου ένα θόλο πάνω απ’ το τραπέζι, πάνω από τα τρίμματα της σοκολάτας, τα τρώω κομματάκι κομματάκι, προσεχτικά όλα. Πάνω απ’ τη σκεπή με τα καλάμια τρέχουνε δυνατά ποτάμια βροχής. Σκέφτομαι σβέλτα μαύρα χέλια που γλιστράνε εύκολα στον βαρύ βυθό της λίμνης. Τις ωραίες άσπρες κάλτσες πού ’θελα να κάνω δώρο στον παππού για τα Χριστούγεννα αντί για τα παρτάλια. Τον παππού που ακόμα είναι στο δρόμο με τον ξένο χωρίς παπούτσι. Έπρεπε να του είχα δώσει τις κάλτσες πιο πριν.

 

Ο παππούς δεν είναι ο φυσικός μου παππούς, αλλά τον νιώθω πιο πολύ συγγενή μου απ’ όλους. Και με τον ωραίο μου αδελφό, αλλά ο ωραίος μου αδελφός έχει φύγει. Πέρυσι το φθινόπωρο κολύμπησε με τρεις άλλους άντρες μέχρι απέναντι. Από τότε δεν έχουμε νέα του. Λένε ότι έχει πεθάνει, αλλά ποιος ξέρει αν ισχύει αυτό. Λένε επίσης ότι εκείνος κι ο ναυτικός θέλανε να κάνουνε πλιάτσικο στους κιούρτους, αλλά αυτό σίγουρα δεν είναι αλήθεια, γιατί ψάρι και ψωμί εμείς έχουμε εδώ κάθε μέρα.

 

Οι αδελφοί μου έρχονται, τραβάνε τα χέρια μου απ’ το τραπέζι, παίρνουνε το μερίδιό τους απ’ το δικό μου μερίδιο και μ’ αφήνουνε μόνη μου. Εγώ πάω και παίρνω μια καινούργια σοκολάτα απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που ανήκει σε όλους μας, που το κλέψαμε μαζί.

 

Από τότε που έφυγε ο ωραίος μου αδελφός όλοι μου οι αδελφοί είναι ίδιοι. Είναι εφτά. Μόνο εγώ είμαι η κόρη του πατέρα, η κόρη του παππού, και οι αδελφοί μου ζηλεύουνε. Από τότε που έφυγε ο ωραίος μου αδελφός, απέναντι ή πέθανε, δεν υπάρχουνε πια λείες που κάνουμε μαζί. Δεν μαζεύουμε τα σταφύλια, τραβάμε τα τσαμπιά με τις χούφτες από τα κλαδιά, καθώς περνάμε, καθώς τρέχουμε να ξεφύγουμε από τους άλλους, τους αδελφούς μου. Στον καθένα το δικό του. Ζηλεύουνε, λέει ο πατέρας, αυτή είν’ η αλήθεια. Μ’ ό,τι κι αν έχεις, ακόμα κι αν είναι σταφίδες, ξεραμένες πάνω στην κληματαριά, ακόμα κι αν είναι μουχλιασμένες. Τα κρατάμε γερά. Ο μούστος μάς τρέχει στην κλείδωση του αγκώνα: αυτά δεν τα θέλει κανείς να τα πάρει. Τη γλείφουμε βιαστικά.

 

Ο πατέρας έρχεται σ’ εμένα. Κόρη μου, λέει, αλλά εγώ δεν του απαντάω. Σκοτείνιασε πάλι, αδιάκοπα, τη μέρα σκοτεινά, τη νύχτα σκοτεινά, κι ο παππούς ακόμα να γυρίσει.

 

Από τότε που ο πατέρας δεν βγάζει λεφτά πια με ψωμιά και τσουρέκια, πηγαίνει ο παππούς ξένους που έρχονται σ’ εμάς απέναντι. Τους δείχνει ένα αστέρι που πρέπει να τ’ ακολουθήσουνε μέσ’ απ’ τη ζώνη με τα καλάμια.

 

Δεν το κάνει για τους ξένους. Οι ξένοι δεν σημαίνουνε τίποτα γι’ αυτόν. Δεν το κάνει ούτε για τον πατέρα, γιατί δεν συμπαθεί τον πατέρα. Δεν του μιλάει. Τους πηγαίνει για μας απέναντι, για τους αδελφούς μου κι εμένα. Και για τη μάνα μας, που δεν είναι φυσική του κόρη. Κι εκείνης ο πατέρας κολύμπησε μέχρι απέναντι ή πνίγηκε. Σ’ εμάς ο δυο φορές μη φυσικός παππούς μας μάς λέει: Μην πηγαίνετε στα καλάμια. Στα καλάμια μόνο κύκλους κάνεις, μέχρι που απελπίζεσαι και πεθαίνεις.

 

Καλά τώρα, λέει ο ναυτικός. Μια πυξίδα, και φτάνεις μέχρι την Ινδία.

 

Ποιος θέλει να πάει μωρέ στην Ινδία. Οι ξένοι, που έρχονται το φθινόπωρο με τις καταιγίδες μέχρι απέναντι θέλουνε να πάνε μόνο. Να περάσουνε μόνο τη λίμνη, προτού μπει ο χειμώνας. Οι ξένοι είναι δυο δυο. Σκαρφαλώσανε απ’ τη μάντρα στο φούρνο και στέκονται μες στην κουζίνα μας. Φοράνε ακόμα τα παπούτσια τους.

 

Όχι, λέει ο παππούς. Πολύ σκοτάδι. Πολύ νερό στη λίμνη.

 

Οι ξένοι προσφέρουνε πολλά λεφτά. Ο παππούς λέει: Όχι.

 

Με μουγκούς δεν μπορείς να μιλήσεις, λέει ο πατέρας. Κάθονται μες στον κρύο φούρνο, ο ωραίος μου αδελφός κι εκείνος. Ηλίθια, μου λέει και με σπρώχνει με την παλάμη του έξω απ’ την πόρτα.

 

Πολύ νιούτσικα καλάμια, λέει ο ναυτικός. Μπαίνουνε κάτω απ’ τη βάρκα, λες και δεν είναι τίποτα. Με μια πυξίδα φτάνεις μέχρι την Ινδία. Αστέρια, καλάμια από ’δώ κι από ’κεί.

 

Η λίμνη είναι το βιος μας, του λέει ο πατέρας. Οι ξένοι προσφέρουνε πολλά λεφτά. Τα μοιραζόμαστε μαζί σου. Στον καθένα τα δικά του.

 

Αφήστε το σ’ εμένα, λέει ο πατέρας στον ωραίο μου αδελφό και το φίλο του. Και τους δείχνει το χέρι του, το χέρι του που κρατάει τ’ αλάτι, μικρό και σταρένιο. Μου το βάζει στο μάγουλο: Γιατί στέκεσαι εδώ έξω μέσα στη βροχή; Κάτω απ’ τα πόδια μας κελαρύζει το μικρό ποτάμι που βρομάει.

 

Πυξίδα είχανε, χαθήκανε παρ’ όλ’ αυτά. Αστέρια, καλάμια, από ’δώ κι από ’κεί. Είπανε ναι στους ξένους. Μιλούσανε όπως ο πατέρας, μιλάνε όλοι το ίδιο, ανθρώπινη φυλή που μιλάει. Ο ναυτικός κάτω από το λασπωμένο γουναρικό του είχε χρυσά μαλλιά όπως εμείς. Άμα μας πιάσουνε, λέμε ότι θέλαμε μόνο να κάνουμε πλιάτσικο στους κιούρτους. Πνιγήκανε παρ’ όλ’ αυτά, λένε στο χωριό, στην καταιγίδα. Ποιος ξέρει τι είν’ αλήθεια.

 

Δεν περιμένουμε, λέει ο πατέρας. Με μουγκούς δεν μπορείς να μιλήσεις. Τι άλλο θες να κάνεις, και πάλι δεν ωφελεί. Τα παιδιά χρειάζονται τα Χριστούγεννά τους. Και μόνο σ’ αυτά είσαι πιστός, ακούγεται στην κουζίνα, μια ζωή.

 

Αυτή η νύχτα δεν έχει αστέρια. Κόρη μου, μου λέει ο πατέρας, αλλά εγώ μένω μουγκή. Ηλίθια. Λαχταράς να φύγεις μακριά, τραγουδάει ο δίσκος της μάνας μας. Η μάνα μας δεν τραγουδάει. Μες στο σκοτάδι γυαλίζουνε τα δαχτυλίδια στα χέρια της. Μαρία. Και Βέσσελα. Δεν σημαίνουνε τίποτα για μένα. Κοιμήσου, μου λέει ο πατέρας. Κοιμήσου.

 

Παίρνω το τελευταίο τσουρέκι, που έχει περισσέψει μετά την πείνα των αδελφών μου. Το βάζω κάτω απ’ το κεφάλι μου. Το σεντόνι από κάτω μου είναι κρύο. Η αναπνοή των αδελφών μου που κοιμούνται φυσάει σαν το κύμα δίπλα στ’ αφτί μου.

 

Ο παππούς γυρίζει πίσω μόνο αφού έχει πια ξημερώσει πάλι. Ανήμερα Χριστούγεννα. Φέρνει κυπρίνους και λευκίσκους. Ξυπνάω, επειδή τον ακούω που μιλάει. Κάθεται στην κουζίνα και μιλάει.

 

Λέει ότι ο άντρας με το ένα παπούτσι ήτανε σαν τυφλός μέσα στη νύχτα. Σε κάθε χαντάκι έπρεπε να τον πιάνει απ’ το χέρι. Μες στο σκοτάδι άκουγες τα πόδια του να πλατσουρίζουνε διαφορετικά μες στις λακκούβες. Το γυμνό κι εκείνο με το παπούτσι.

 

Που τον άφησες, ρωτάει η μάνα μας.

 

Εκείνος λέει: Τον πήγα μέχρι τα καλάμια και τού ’πα: Όλο ευθεία.


 

Ο παππούς κόβει ένα κομμάτι απ’ το τσουρέκι που είναι ακόμα ζεστό σαν σώμα. Αχνίζοντας ανθίζουνε μες στην κίτρινη ζύμη οι σταφίδες. 

 


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


 


Η Τερέζια Μόρα [Terézia Mora] γεννήθηκε το 1971 στο Sopron της Ουγγαρίας. Ζει από το 1990 στο Βερολίνο και είναι μεταφράστρια της ουγγρικής γλώσσας. Για τα διηγήματά της, της απονεμήθηκε το 1997 το λογοτεχνικό βραβείο Open-Mike, το 1999 το βραβείο Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν και το 2000 το βραβείο Άντελμπερτ φον Σαμίσσο. Το 1999 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων Seltsame Materie (Παράξενη Ύλη), στην οποία συγκαταλέγεται και το διήγημα “Η λίμνη” (Der See). Στα Ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση Μαρίνας Αγαθαγγελίδου το βιβλίο της Όλες τις μέρες, το πρώτο της μυθιστόρημα. Το 2009 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά της, Der einzige Mann auf dem Kontinent (Ο μοναδικός άνθρωπος στην ήπειρο).

© Logotexnia21 + Terézia Mora + Alexandros Kypriotis

Ανώνυμος Ι, Baby…

Old woman in Portugal

[Αποσπάσματα]

[…]
Εκτός από τον ξάδελφό μου που χτυπιότανε, χτυπιότανε κι η γιαγιά μου. Η γιαγιά χτυπιότανε με τρόπο διαφορετικό όμως. Γι’ αυτό τη γιαγιά δεν την αφήναμε ποτέ μόνη της. Η γιαγιά καθότανε πάντοτε ή σε μια πολυθρόνα ή στο κρεβάτι της, άκρη άκρη. Η γιαγιά ήτανε πολύ έξυπνη όμως και καταλάβαινε πότε θα αρχίσει να χτυπιέται. Όταν η γιαγιά καταλάβαινε ότι θα αρχίσει να χτυπιέται, τότε ανασηκωνότανε και καθότανε πιο μέσα στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα της, άπλωνε τα χέρια της και ψιθύριζε «Με πιάνει.» Η γιαγιά άπλωνε τα χέρια της γιατί εμείς, όποιος προλάβαινε, έπρεπε να της τα πιάσουμε. Γιατί όταν την έπιανε τη γιαγιά, η γιαγιά με τα χέρια της τραβούσε τα μαλλιά της. Εκτός από τους δύο που πιάνανε τα χέρια της γιαγιάς, ένας έπρεπε να μπει ανάμεσα στα πόδια της γιαγιάς και να την σπρώχνει τη γιαγιά γιατί η γιαγιά είχε τέτοια δύναμη που πεταγότανε πάνω γιατί ήθελε να την αφήσουμε να τραβάει τα μαλλιά της. Όταν η γιαγιά καθότανε στην πολυθρόνα, ένας έπρεπε να πάει πίσω από τη γιαγιά για να μην πέσει η πολυθρόνα και η γιαγιά χτυπήσει το κεφάλι της. Όταν η γιαγιά καθότανε στο κρεβάτι πάλι έπρεπε ένας να ανεβαίνει στο κρεβάτι και να κάθεται πίσω από τη γιαγιά για να μην χτυπήσει η γιαγιά το κεφάλι της στο ντουβάρι. Όταν τη γιαγιά την έπιανε στο κρεβάτι, η γιαγιά μας τραβούσε όλους με δύναμη και χτυπιότανε σχεδόν ξαπλωμένη ανάσκελα σαν κατσαρίδα που της ρίχνεις Baygon. Όταν ήμασταν μόνα μας τα παιδιά ένα παιδί φώναζε «Μαμάάά, την έπιασε τη γιαγιά…» Τότε τρέχανε οι θείες μου και η μάνα μου. Οι θείες μου κλαψουρίζανε «Τι θα κάνουμε πια μ’ αυτό το πράμα;» αλλά η μάνα μου έδινε χαστουκάκια στη γιαγιά και έλεγε στη γιαγιά «Φώναξε, μαμά, φώναξε!» Γιατί η μάνα μου έλεγε τη γιαγιά μαμά, ενώ η γιαγιά που χτυπιότανε ήτανε μαμά του πατέρα μου. Αλλά η μάνα μου την έλεγε τη γιαγιά μαμά. Όταν η μάνα μου έδινε χαστουκάκια στη γιαγιά και έλεγε στη γιαγιά «Φώναξε, μαμά, φώναξε!», τότε αρχίζανε και οι θείες μου να λένε στη γιαγιά «Φώναξε, μαμά, φώναξε!» Και η γιαγιά φώναζε αλλά μετά η γιαγιά σταματούσε να φωνάζει. Όταν η γιαγιά σταματούσε να φωνάζει της ξαναλέγανε της γιαγιάς «Φώναξε, μαμά, φώναξε!» και η γιαγιά τότε ξαναφώναζε. Της το λέγανε αυτό της γιαγιάς γιατί η γιαγιά έσφιγγε πολύ το στόμα της και φοβόμασταν μην καταπιεί τη γλώσσα της και πεθάνει. Για να συνέλθει η γιαγιά της τρίβαμε τα χέρια με ξύδι και της δίναμε να δαγκώνει ένα μισό λεμόνι. Της γιαγιάς της άρεσε το λεμόνι και ώσπου να σταματήσει να χτυπιέται μπορεί να έτρωγε και τρία μισά λεμόνια. Το ξύδι όμως βρωμούσε.
[…]
Όταν η γιαγιά συνερχότανε καθόμασταν πάλι όλοι στις θέσεις μας. Δεν φεύγαμε όμως. Περιμέναμε. Η γιαγιά έβρεχε με ένα ποτήρι νερό το κεφάλι της και έφτιαχνε τα μαλλιά της. Η γιαγιά είχε πάντοτε άσπρα μαλλιά. Φαινότανε πολύ κουρασμένη. Και λίγο λυπημένη. Τα χέρια της τρέμανε ακόμη. Τις περισσότερες φορές η γιαγιά άπλωνε το ποτήρι, και κλαψούριζε «Με ξαναπιάνει, μωρή…». Μιλούσε στην κόρη της. Τότε όλοι πάλι πεταγόμασταν και παίρναμε θέση μάχης. Στην αρχή έμπαινε ανάμεσα στα πόδια της γιαγιάς, στην πιο δύσκολη θέση, η θεία μου που χαστούκισε την ξαδέλφη μου επειδή με είπε γυαλάκια. Αργότερα όμως όταν είχαμε μεγαλώσει έμπαινε ο αδελφός μου ανάμεσα στα πόδια της γιαγιάς επειδή ο αδελφός μου ήτανε πολύ δυνατός. Αλλά όταν είχαμε μεγαλώσει πια δεν ήτανε τόσο τρομερό. Το είχαμε συνηθίσει και δεν φωνάζαμε κανέναν άλλον πια. Γελούσαμε κιόλας. Ο ξάδελφός μου, που χτυπιότανε κι εκείνος, μου έλεγε «μη γελάς, ρε μαλάκα», αλλά γελούσε κι εκείνος. Εμείς δεν της φωνάζαμε «Φώναξε, μαμά, φώναξε!», αλλά η γιαγιά φώναζε. Όταν η γιαγιά δεν άνοιγε το στόμα της για πολύ ο αδελφός μου της έκλεινε τη μύτη και τότε η γιαγιά άνοιγε το στόμα για να μην σκάσει. Με τα χρόνια κόψαμε το ξύδι και το λεμόνι. Από τότε που πέθανε ο θείος μου από τη νόσο του Χώσκινς ποτέ δεν την πιάνει μόνο μία φορά τη γιαγιά. Και πάντοτε την πιάνει τη γιαγιά στις 5 Δεκεμβρίου. Στις 5 Δεκεμβρίου η γιαγιά πάντοτε αγοράζει βουτήματα και κερνάει και μετά πάντοτε την πιάνει τη γιαγιά. Μία μέρα η γιαγιά έμεινε μόνη της και άρχισε να την πιάνει κι επειδή δεν ήτανε κανείς να της πιάσει της γιαγιάς τα χέρια για να μην τραβάει τα μαλλιά της πιάστηκε η γιαγιά από κάτι καρέκλες και στριμώχτηκε ανάμεσα στο τραπέζι και στο κρεβάτι της. Και χτυπιότανε η γιαγιά. Μπορεί γι’ αυτό όταν την έπιασε μια φορά τη γιαγιά και ήμουνα μόνο εγώ να την κρατήσω φώναζε η γιαγιά «Δεν είναι άνθρωπος κανείς;» Εγώ την κρατούσα και της έλεγα «Έλα, ρε γιαγιά, είμαι εγώ!» αλλά η γιαγιά φώναζε «Δεν είναι άνθρωπος κανείς;» Μπορεί να με είχε στο μυαλό της η γιαγιά ακόμα για μικρό και να νόμιζε ότι δεν μπορούσα να την κρατήσω μόνος μου. Μάλλον γι’ αυτό το έλεγε. Είχε αρχίσει να μπερδεύεται η γιαγιά. Ο ξάδελφός μου, που χτυπιότανε κι εκείνος, μου είπε κάποια μέρα ότι πρέπει να της δώσουμε λίγο […] της γιαγιάς να της περάσουν όλα.
[…]
Σήμερα είναι Καθαρή Δευτέρα. Από σήμερα η γιαγιά μου που χτυπιότανε δεν θα ξαναχτυπηθεί. Κι εγώ εδώ στο […], που είναι ωραίο αλλά εμένα μου θυμίζει την […]. Το πρωί ξύπνησα από ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Δεν άνοιξα κι ούτε και ήτανε κανείς. Κάτι σαν αέρας δυνατός τη χτύπησε.
[…]
Η γιαγιά που χτυπιότανε και δεν θα ξαναχτυπηθεί δεν ξέραμε πόσο χρονών ήτανε ακριβώς. Γιατί όταν τη ρωτούσαμε τη γιαγιά πόσο χρονών είναι η γιαγιά κάθε φορά μας έλεγε τα ίδια. «Βρε, ο πατέρας μου», έλεγε η γιαγιά και άρχιζε πάλι την ίδια ιστορία. Η γιαγιά ζούσανε στη Σμύρνη αλλά με τους Τούρκους τα πηγαίνανε όλοι μια χαρά και είχανε και φίλους κι ο πατέρας της είχε ένα φίλο που μια μέρα πήγε και είπε του πατέρα της γιαγιάς να πάρει τα παιδιά του και να πάει από κει πού ’ρθε γιατί την άλλη μέρα θα γίνουνε φασαρίες. Ο πατέρας της γιαγιάς είπε ότι δεν πρόφταινε να φύγει την άλλη μέρα αλλά ο φίλος του του είπε να πάρει τα παιδιά και τη γυναίκα του και να φύγει. Μπήκανε όλοι τη νύχτα ή ξημερώματα μέσα σε μια βάρκα και φύγανε και όταν φτάνανε στη Μυτιλήνη βλέπανε φωτιές πολλές έλεγε η γιαγιά. Και για να ξέρουνε ποιοι είναι και πού πάνε πήρε μαζί του ο παππούς μία παλιά εικόνα και έγραψε από πίσω της τα ονόματα όλων των παιδιών και τη μέρα που γεννηθήκανε. Όταν πήγανε στη Μυτιλήνη η γιαγιά δηλωθήκανε στην κοινότητα. Μετά όμως έπιασε φωτιά και κάηκε η κοινότητα και καήκανε όλα τα χαρτιά των ανθρώπων και κανείς δεν ήξερε πότε γεννήθηκε αν δεν το θυμότανε από πριν. Και η εικόνα δεν ήξερε η γιαγιά τι έγινε και πού ήτανε. Έτσι η γιαγιά δεν ήξερε πότε γεννήθηκε αλλά όταν η γιαγιά ήρθε στην […] και της βγάλανε ταυτότητα είπανε ότι η γιαγιά γεννήθηκε το 14. Εμείς όλοι λέγαμε ότι γεννήθηκε πιο παλιά και τότε η γιαγιά άρχιζε «Βρε, ο πατέρας μου» πάλι και έλεγε και για τη μεγάλη την αδελφή της τη Βενετία και για τη Ζαχάρω και για τη μικρή την Παναγιώτα και για τον Ευάγγελο.
[…]
© (για τη δημοσίευση) Logotexnia 21

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails