Ανώνυμος Ι, Baby…

Old woman in Portugal

[Αποσπάσματα]

[…]
Εκτός από τον ξάδελφό μου που χτυπιότανε, χτυπιότανε κι η γιαγιά μου. Η γιαγιά χτυπιότανε με τρόπο διαφορετικό όμως. Γι’ αυτό τη γιαγιά δεν την αφήναμε ποτέ μόνη της. Η γιαγιά καθότανε πάντοτε ή σε μια πολυθρόνα ή στο κρεβάτι της, άκρη άκρη. Η γιαγιά ήτανε πολύ έξυπνη όμως και καταλάβαινε πότε θα αρχίσει να χτυπιέται. Όταν η γιαγιά καταλάβαινε ότι θα αρχίσει να χτυπιέται, τότε ανασηκωνότανε και καθότανε πιο μέσα στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα της, άπλωνε τα χέρια της και ψιθύριζε «Με πιάνει.» Η γιαγιά άπλωνε τα χέρια της γιατί εμείς, όποιος προλάβαινε, έπρεπε να της τα πιάσουμε. Γιατί όταν την έπιανε τη γιαγιά, η γιαγιά με τα χέρια της τραβούσε τα μαλλιά της. Εκτός από τους δύο που πιάνανε τα χέρια της γιαγιάς, ένας έπρεπε να μπει ανάμεσα στα πόδια της γιαγιάς και να την σπρώχνει τη γιαγιά γιατί η γιαγιά είχε τέτοια δύναμη που πεταγότανε πάνω γιατί ήθελε να την αφήσουμε να τραβάει τα μαλλιά της. Όταν η γιαγιά καθότανε στην πολυθρόνα, ένας έπρεπε να πάει πίσω από τη γιαγιά για να μην πέσει η πολυθρόνα και η γιαγιά χτυπήσει το κεφάλι της. Όταν η γιαγιά καθότανε στο κρεβάτι πάλι έπρεπε ένας να ανεβαίνει στο κρεβάτι και να κάθεται πίσω από τη γιαγιά για να μην χτυπήσει η γιαγιά το κεφάλι της στο ντουβάρι. Όταν τη γιαγιά την έπιανε στο κρεβάτι, η γιαγιά μας τραβούσε όλους με δύναμη και χτυπιότανε σχεδόν ξαπλωμένη ανάσκελα σαν κατσαρίδα που της ρίχνεις Baygon. Όταν ήμασταν μόνα μας τα παιδιά ένα παιδί φώναζε «Μαμάάά, την έπιασε τη γιαγιά…» Τότε τρέχανε οι θείες μου και η μάνα μου. Οι θείες μου κλαψουρίζανε «Τι θα κάνουμε πια μ’ αυτό το πράμα;» αλλά η μάνα μου έδινε χαστουκάκια στη γιαγιά και έλεγε στη γιαγιά «Φώναξε, μαμά, φώναξε!» Γιατί η μάνα μου έλεγε τη γιαγιά μαμά, ενώ η γιαγιά που χτυπιότανε ήτανε μαμά του πατέρα μου. Αλλά η μάνα μου την έλεγε τη γιαγιά μαμά. Όταν η μάνα μου έδινε χαστουκάκια στη γιαγιά και έλεγε στη γιαγιά «Φώναξε, μαμά, φώναξε!», τότε αρχίζανε και οι θείες μου να λένε στη γιαγιά «Φώναξε, μαμά, φώναξε!» Και η γιαγιά φώναζε αλλά μετά η γιαγιά σταματούσε να φωνάζει. Όταν η γιαγιά σταματούσε να φωνάζει της ξαναλέγανε της γιαγιάς «Φώναξε, μαμά, φώναξε!» και η γιαγιά τότε ξαναφώναζε. Της το λέγανε αυτό της γιαγιάς γιατί η γιαγιά έσφιγγε πολύ το στόμα της και φοβόμασταν μην καταπιεί τη γλώσσα της και πεθάνει. Για να συνέλθει η γιαγιά της τρίβαμε τα χέρια με ξύδι και της δίναμε να δαγκώνει ένα μισό λεμόνι. Της γιαγιάς της άρεσε το λεμόνι και ώσπου να σταματήσει να χτυπιέται μπορεί να έτρωγε και τρία μισά λεμόνια. Το ξύδι όμως βρωμούσε.
[…]
Όταν η γιαγιά συνερχότανε καθόμασταν πάλι όλοι στις θέσεις μας. Δεν φεύγαμε όμως. Περιμέναμε. Η γιαγιά έβρεχε με ένα ποτήρι νερό το κεφάλι της και έφτιαχνε τα μαλλιά της. Η γιαγιά είχε πάντοτε άσπρα μαλλιά. Φαινότανε πολύ κουρασμένη. Και λίγο λυπημένη. Τα χέρια της τρέμανε ακόμη. Τις περισσότερες φορές η γιαγιά άπλωνε το ποτήρι, και κλαψούριζε «Με ξαναπιάνει, μωρή…». Μιλούσε στην κόρη της. Τότε όλοι πάλι πεταγόμασταν και παίρναμε θέση μάχης. Στην αρχή έμπαινε ανάμεσα στα πόδια της γιαγιάς, στην πιο δύσκολη θέση, η θεία μου που χαστούκισε την ξαδέλφη μου επειδή με είπε γυαλάκια. Αργότερα όμως όταν είχαμε μεγαλώσει έμπαινε ο αδελφός μου ανάμεσα στα πόδια της γιαγιάς επειδή ο αδελφός μου ήτανε πολύ δυνατός. Αλλά όταν είχαμε μεγαλώσει πια δεν ήτανε τόσο τρομερό. Το είχαμε συνηθίσει και δεν φωνάζαμε κανέναν άλλον πια. Γελούσαμε κιόλας. Ο ξάδελφός μου, που χτυπιότανε κι εκείνος, μου έλεγε «μη γελάς, ρε μαλάκα», αλλά γελούσε κι εκείνος. Εμείς δεν της φωνάζαμε «Φώναξε, μαμά, φώναξε!», αλλά η γιαγιά φώναζε. Όταν η γιαγιά δεν άνοιγε το στόμα της για πολύ ο αδελφός μου της έκλεινε τη μύτη και τότε η γιαγιά άνοιγε το στόμα για να μην σκάσει. Με τα χρόνια κόψαμε το ξύδι και το λεμόνι. Από τότε που πέθανε ο θείος μου από τη νόσο του Χώσκινς ποτέ δεν την πιάνει μόνο μία φορά τη γιαγιά. Και πάντοτε την πιάνει τη γιαγιά στις 5 Δεκεμβρίου. Στις 5 Δεκεμβρίου η γιαγιά πάντοτε αγοράζει βουτήματα και κερνάει και μετά πάντοτε την πιάνει τη γιαγιά. Μία μέρα η γιαγιά έμεινε μόνη της και άρχισε να την πιάνει κι επειδή δεν ήτανε κανείς να της πιάσει της γιαγιάς τα χέρια για να μην τραβάει τα μαλλιά της πιάστηκε η γιαγιά από κάτι καρέκλες και στριμώχτηκε ανάμεσα στο τραπέζι και στο κρεβάτι της. Και χτυπιότανε η γιαγιά. Μπορεί γι’ αυτό όταν την έπιασε μια φορά τη γιαγιά και ήμουνα μόνο εγώ να την κρατήσω φώναζε η γιαγιά «Δεν είναι άνθρωπος κανείς;» Εγώ την κρατούσα και της έλεγα «Έλα, ρε γιαγιά, είμαι εγώ!» αλλά η γιαγιά φώναζε «Δεν είναι άνθρωπος κανείς;» Μπορεί να με είχε στο μυαλό της η γιαγιά ακόμα για μικρό και να νόμιζε ότι δεν μπορούσα να την κρατήσω μόνος μου. Μάλλον γι’ αυτό το έλεγε. Είχε αρχίσει να μπερδεύεται η γιαγιά. Ο ξάδελφός μου, που χτυπιότανε κι εκείνος, μου είπε κάποια μέρα ότι πρέπει να της δώσουμε λίγο […] της γιαγιάς να της περάσουν όλα.
[…]
Σήμερα είναι Καθαρή Δευτέρα. Από σήμερα η γιαγιά μου που χτυπιότανε δεν θα ξαναχτυπηθεί. Κι εγώ εδώ στο […], που είναι ωραίο αλλά εμένα μου θυμίζει την […]. Το πρωί ξύπνησα από ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Δεν άνοιξα κι ούτε και ήτανε κανείς. Κάτι σαν αέρας δυνατός τη χτύπησε.
[…]
Η γιαγιά που χτυπιότανε και δεν θα ξαναχτυπηθεί δεν ξέραμε πόσο χρονών ήτανε ακριβώς. Γιατί όταν τη ρωτούσαμε τη γιαγιά πόσο χρονών είναι η γιαγιά κάθε φορά μας έλεγε τα ίδια. «Βρε, ο πατέρας μου», έλεγε η γιαγιά και άρχιζε πάλι την ίδια ιστορία. Η γιαγιά ζούσανε στη Σμύρνη αλλά με τους Τούρκους τα πηγαίνανε όλοι μια χαρά και είχανε και φίλους κι ο πατέρας της είχε ένα φίλο που μια μέρα πήγε και είπε του πατέρα της γιαγιάς να πάρει τα παιδιά του και να πάει από κει πού ’ρθε γιατί την άλλη μέρα θα γίνουνε φασαρίες. Ο πατέρας της γιαγιάς είπε ότι δεν πρόφταινε να φύγει την άλλη μέρα αλλά ο φίλος του του είπε να πάρει τα παιδιά και τη γυναίκα του και να φύγει. Μπήκανε όλοι τη νύχτα ή ξημερώματα μέσα σε μια βάρκα και φύγανε και όταν φτάνανε στη Μυτιλήνη βλέπανε φωτιές πολλές έλεγε η γιαγιά. Και για να ξέρουνε ποιοι είναι και πού πάνε πήρε μαζί του ο παππούς μία παλιά εικόνα και έγραψε από πίσω της τα ονόματα όλων των παιδιών και τη μέρα που γεννηθήκανε. Όταν πήγανε στη Μυτιλήνη η γιαγιά δηλωθήκανε στην κοινότητα. Μετά όμως έπιασε φωτιά και κάηκε η κοινότητα και καήκανε όλα τα χαρτιά των ανθρώπων και κανείς δεν ήξερε πότε γεννήθηκε αν δεν το θυμότανε από πριν. Και η εικόνα δεν ήξερε η γιαγιά τι έγινε και πού ήτανε. Έτσι η γιαγιά δεν ήξερε πότε γεννήθηκε αλλά όταν η γιαγιά ήρθε στην […] και της βγάλανε ταυτότητα είπανε ότι η γιαγιά γεννήθηκε το 14. Εμείς όλοι λέγαμε ότι γεννήθηκε πιο παλιά και τότε η γιαγιά άρχιζε «Βρε, ο πατέρας μου» πάλι και έλεγε και για τη μεγάλη την αδελφή της τη Βενετία και για τη Ζαχάρω και για τη μικρή την Παναγιώτα και για τον Ευάγγελο.
[…]
© (για τη δημοσίευση) Logotexnia 21