Ανώνυμος Ι, Baby…[ Β΄ Μέρος]


Twins

[Αποσπάσματα]

[…]

Σημείωση 1

Να γράψω πώς είναι μέσα στον πλακούντα.

[…]

Σημείωση 2

Θέλω να προλάβω να τελειώσω αυτό το βιβλίο πριν πεθάνει και κανένας άλλος. Το γράφω για να γίνει. Να μην πεθάνει κανένας άλλος προτού τελειώσω αυτό το βιβλίο. Το γράψιμο έχει μεγάλη δύναμη. Αυτό φαίνεται και στο T.d.D. του B.S. T.d.D θα πει […]

[…]

Σημείωση 3

Όταν είσαι μικρός, Θεός είναι ο τρόμος μην πεθάνει από καρκίνο η μαμά. Τώρα πια δεν φοβάμαι. Η μάνα μου τη γλίτωσε και ο Θεός πέθανε. Το έχει πει κι ο Ν.

[…]

Σημείωση 4

Αγάπη είναι εκείνος ν’ αρχίσει να κλαίει σκυφτός κι εκείνη να τον πλησιάζει από πίσω, να του σηκώνει το μέτωπο με το δεξί της χέρι και με τον αριστερό καρπό λυγισμένο να πιάνει στον αέρα ένα δάκρυ και να το γυρίζει στην πηγή του. Έτσι, για να μην πάει χαμένο ούτε ένα. […]

[…]

Σημείωση 5

[…] είπε προχθές ότι όσο μεγαλώνουμε καταστρέφονται κάποια αισθητήρια γεύσης στη γλώσσα μας όπως όταν την καίμε. Έτσι εξηγείται, λέει […], που όταν μεγαλώνουμε τρώμε φαγητά που δεν μας αρέσανε όταν ήμασταν μικροί. Τα τρώμε δηλαδή γιατί δεν μπορούμε να καταλάβουμε πια πόσο άσχημα είναι. […]

[…]

Σημείωση 6


[…] ένας ψυχίατρος είπε ότι σε έρευνες που έχουνε γίνει μεταξύ όμοιων και διαφορετικών διδύμων, μονοζυγωτικών και διζυγωτικών δηλαδή, έχει αποδειχτεί, λέει, ότι στους όμοιους διδύμους αν ο ένας απ’ τους δύο παρουσιάσει κατάθλιψη τότε έχει 40% πιθανότητες να παρουσιάσει κατάθλιψη και ο άλλος. Στους διαφορετικούς διδύμους το ποσοστό αυτό πέφτει στο 20%, λέει. Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουνε, είπε ο ψυχίατρος, ότι ο παράγοντας «γονίδια» είναι ισχυρότερος απ’ τον παράγοντα «περιβάλλον». Ο Moby πάντως τραγουδάει ακόμη Why does my heart feel so bad, why does my soul feel so bad…? O Moby είναι μάλλον καταθλιπτικός. Αν έχει μονοζυγωτικό δίδυμο αδελφό τότε εκείνος έχει 40% πιθανότητες να γίνει κι εκείνος καταθλιπτικός. Αν έχει διζυγωτικό δίδυμο αδελφό τότε εκείνος έχει μόνο 20% πιθανότητες να γίνει κι εκείνος καταθλιπτικός. Η έρευνα δεν έλεγε τι γίνεται αν δεν έχεις δίδυμο αδελφό και είσαι καταθλιπτικός.

[…]

Σημείωση 7

Στο […] ο G. γράφει κάπου: «Όλοι μας ζούμε από τα περασμένα και τα περασμένα όλους μάς ρημάζουν.»

[…]

Σημείωση 8

Αγάπη δεν είναι μόνο εκείνος ν’ αρχίσει να κλαίει σκυφτός κι εκείνη να τον πλησιάζει από πίσω, να του σηκώνει το μέτωπο με το δεξί της χέρι και με τον αριστερό καρπό λυγισμένο να πιάνει στον αέρα ένα δάκρυ και να το γυρίζει στην πηγή του. Αγάπη είναι και όταν είναι πια αργά εκείνη να γυρίζει χωρίς να τη βλέπει εκείνος και να σου βάζει στο στόμα ένα κομματάκι τυρί, κι ύστερα εκείνος να γυρίζει χωρίς να τον βλέπει εκείνη και να σου βάζει στο στόμα ένα κομματάκι τυρί κι εκείνος. Έτσι, για αντίο και οι δύο.

[…]

Σημείωση 9


Αφού το γράψιμο έχει μεγάλη δύναμη, όπως φαίνεται και στο T.d.D. του B.S. που T.d.D θα πει […], αν εγώ δεν σταματήσω να γράφω αυτό το βιβλίο δεν θα πεθάνει κανένας άλλος; Γίνεται;

[…]

© (για τη δημοσίευση) Logotexnia 21

Luigi Pirandello, Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ

The Photographer_foto by Lars Sundstrom

[Αποσπάσματα]

Ένα από τα λιγοστά πράγματα, ή μάλλον το μοναδικό που ήξερα με σιγουριά ήταν αυτό: με έλεγαν Ματτία Πασκάλ. Και το εκμεταλλευόμουν. Κάθε φορά που κάποιος από τους φίλους μου ή τους γνωστούς μου έδειχνε νά ’χει χάσει τα λογικά του μέχρι το σημείο να έρχεται σ’ εμένα για κάποια συμβουλή ή υπόδειξη, εγώ ανασήκωνα τους ώμους, μισόκλεινα τα μάτια και του αποκρινόμουν:

- Εμένα με λένε Ματτία Πασκάλ.

- Ευχαριστώ, αγαπητέ μου. Αυτό το ξέρω.

- Και σου φαίνεται λίγο;

Δεν φαινόταν πολύ, για να πω την αλήθεια, μήτε και σ’ εμένα. Τον καιρό εκείνο, όμως, αγνοούσα τι σήμαινε να μην ξέρεις μήτε καν αυτό, να μην μπορείς, δηλαδή, πλέον ν’ αποκριθείς όπως πρωτύτερα, όταν η περίσταση το απαιτεί:

- Εμένα με λένε Ματτία Πασκάλ.

[...]

Αγία γυναίκα, η μητέρα μου! Απ’ τη φύση της συνεσταλμένη και πάρα πολύ ήσυχη, είχε ελάχιστη πείρα απ’ τη ζωή κι απ’ τους ανθρώπους! Όταν την άκουγες να μιλάει, φαινόταν κοριτσάκι. Μιλούσε με ένρινο τόνο και γελούσε επίσης με τη μύτη, αφού κάθε φορά, λες και ντρεπόταν να γελάσει, έσφιγγε τα χείλη της. Πολύ αδύνατης κράσης, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ήταν πάντα αδύναμη στην υγεία της∙ δεν παραπονέθηκε, όμως, ποτέ για τις αρρώστιες της, και δεν πιστεύω πως θύμωνε εξαιτίας τους μήτε καν με τον εαυτό της, αφού τις αποδεχόταν, καρτερικά, ως φυσική συνέπεια της κακοτυχίας της. Ίσως περίμενε να πεθάνει κι αυτή, απ’ τη βαθιά θλίψη, κι έπρεπε επομένως να ευχαριστεί τον Θεό, που την κρατούσε στη ζωή, την τόσο άθλια και βασανισμένη, για το καλό των παιδιών της.

[...]

Τελικά μια μέρα, όμως, ήρθαν να μου πουν πως τη σύζυγό μου την είχαν πιάσει οι πόνοι και να πάω γρήγορα στο σπίτι. Έτρεξα σαν ζαρκάδι: περισσότερο, όμως, για ν’ αποφύγω τον εαυτό μου, για να μη μείνω μήτε λεπτό πρόσωπο με πρόσωπο μ’ εμένα, να σκεφτώ πως εγώ θ’ αποκτούσα ένα παιδί, εγώ, σ’ εκείνες τις συνθήκες, ένα παιδί!

Μόλις έφτασα στην πόρτα του σπιτιού, η πεθερά μου μ’ άρπαξε απ’ τους ώμους και με γύρισε γύρω απ’ τον εαυτό μου:

- Έναν γιατρό! Τσακίσου! Η Ρομίλντα πεθαίνει!

Αισθάνεσαι την ανάγκη να μείνεις εκεί, έτσι δεν είναι; Με μια τέτοια είδηση στα ξαφνικά. Αντίθετα, «Τρέξε!». Δεν αισθανόμουν πλέον τα πόδια μου∙ δεν ήξερα πλέον από πού να πιαστώ∙ και καθώς έτρεχα, δεν ξέρω πώς, - Έναν γιατρό! Έναν γιατρό! - έλεγα∙ κι ο κόσμος σταματούσε στον δρόμο κι απαιτούσε να σταματάω κι εγώ για να εξηγώ τι μου είχε συμβεί∙ αισθανόμουν να με τραβούν απ’ τα μανίκια, έβλεπα μπροστά μου πρόσωπα χλωμά, τρομαγμένα∙ τους απομάκρυνα, τους απομάκρυνα όλους: - Έναν γιατρό! Έναν γιατρό!

Και ο γιατρός εν τω μεταξύ ήταν ήδη εκεί, στο σπίτι μου. Όταν λαχανιασμένος, σε άθλια κατάσταση, αφού είχα γυρίσει όλα τα φαρμακεία, επέστρεψα σπίτι, απελπισμένος και οργισμένος, το πρώτο κορίτσι είχε ήδη γεννηθεί∙ αγωνιζόταν νά ’ρθει στο φως η άλλη.

[...]

Μετά μια απ’ τις συνηθισμένες σκηνές με την πεθερά μου και τη σύζυγό μου, οι οποίες τώρα, καταβεβλημένος κι εξαντλημένος όπως ήμουν απ’ τη διπλή πρόσφατη συμφορά, μου προκαλούσαν μια ανυπόφορη απέχθεια∙ δεν μπορούσα πλέον ν’ αντέξω την πλήξη, ή μάλλον την αηδία να ζω μ’ εκείνον τον τρόπο∙ δυστυχισμένος, δίχως μήτε πιθανότητα μήτε ελπίδα βελτίωσης, δίχως πλέον την παρηγοριά που μου έδινε το γλυκό μου κορίτσι, δίχως κάποια ανταμοιβή, έστω και τη μικρότερη, για την πικρία, την αθλιότητα, την τρομερή θλίψη στην οποία είχα βυθιστεί∙ μια απόφαση σχεδόν ξαφνική, με είχε κάνει να φύγω απ’ το χωριό, πεζός, με τις πεντακόσιες λιρέτες τού Μπέρτο στην τσέπη μου.

[...]

Έτσι την επόμενη μέρα πήγα στο Μόντε Κάρλο. Πήγαινα για δώδεκα συνεχείς ημέρες. Δεν είχα πλέον τότε μήτε την ευκαιρία μήτε τον χρόνο να εκπλαγώ για την εύνοια της τύχης, που ήταν περισσότερο μυθική παρά παράξενη: ήμουν εκτός εαυτού, πραγματικά τρελός∙ δεν εκπλήσσομαι μ’ αυτό μήτε καν τώρα, ξέροντας βέβαια πολύ καλά τι κόλπο μού ετοίμαζε εκείνη, ευνοώντας με μ’ αυτόν τον τρόπο και σε τέτοιο βαθμό. Μέσα σε εννέα μέρες έφτασα να βγάλω ένα πραγματικά τεράστιο ποσό παίζοντας απελπισμένα: μετά την ένατη μέρα άρχισα να χάνω, κι ήταν μια καταστροφή. Η καταπληκτική έμπνευση, σαν να μην έβρισκε πλέον τροφή στην ήδη εξαντλημένη, νευρική μου ενεργητικότητα, με εγκατέλειψε. Δεν ήξερα, ή καλύτερα, δεν μπορούσα να σταματήσω έγκαιρα. Σταμάτησα, συνήλθα, όχι από την ψυχική μου δύναμη, μα από τη βιαιότητα ενός απαίσιου θεάματος, όχι ασυνήθιστου, φαίνεται, σ’ εκείνο τον τόπο.

Έμπαινα στην αίθουσα παιχνιδιού, το πρωί τής δωδέκατης μέρας, όταν εκείνος ο κύριος απ’ το Λουγκάνο, που ήταν ερωτευμένος με τον αριθμό 12, με πρόφτασε, αναστατωμένος και ασθμαίνοντας, για να μου αναγγείλει, περισσότερο με νοήματα παρά με λόγια, πως κάποιος είχε αυτοκτονήσει πριν από λίγο εκεί, στον κήπο. Σκέφτηκα αμέσως πως ήταν ο Ισπανός μου, και ένιωσα τύψεις. Ήμουν σίγουρος πως εκείνος με είχε βοηθήσει να κερδίσω. Την πρώτη μέρα, μετά τον καυγά μας, δεν ήθελε να ποντάρει όπου πόνταρα εγώ, και συνεχώς έχανε∙ τις επόμενες μέρες, βλέποντάς με να κερδίζω με τέτοια σταθερότητα, προσπάθησε να κάνει το παιχνίδι μου∙ τότε, όμως, δεν ήθελα πλέον εγώ: σαν να με οδηγούσε απ’ το χέρι η ίδια η Τύχη, παρούσα και αόρατη, άρχισα να γυρίζω απ’ το ένα τραπέζι ρουλέτας στο άλλο. Για δύο μέρες δεν τον έβλεπα πλέον, ακριβώς αφότου είχα αρχίσει να χάνω, και ίσως γιατί εκείνος δεν με καταδίωκε πλέον.

Ήμουν πολύ σίγουρος, τρέχοντας στον τόπο που μου είχαν δείξει, πως θα τον έβρισκα εκεί, ξαπλωμένο κατά γης, νεκρό. Βρήκα, όμως, αντίθετα εκείνον τον χλομό νεαρούλη που υποκρινόταν τον αδιάφορο με ύφος νυσταλέο, βγάζοντας τα λουδοβίκεια απ’ την τσέπη τού παντελονιού του, για να τα ποντάρει δίχως καν να κοιτάζει.

Φαινόταν μικρότερος, εκεί στη μέση της αλέας: ήταν με τα πόδια ενωμένα, σαν να είχε ξαπλώσει πριν, για να μην πονέσει, πέφτοντας∙ το ένα χέρι ήταν κολλημένο στο σώμα∙ το άλλο, λιγάκι κρεμασμένο, με την παλάμη παγωμένη και το ένα δάχτυλο, τον δείκτη, ακόμη στη στάση που είχε όταν πυροβόλησε. Κοντά σ’ εκείνο το χέρι ήταν το πιστόλι∙ πιο ’κει, το καπέλο. Μου φάνηκε αρχικά πως η σφαίρα τού είχε βγει απ’ το αριστερό μάτι, απ’ όπου είχε τρέξει πάνω στο πρόσωπό του πολύ αίμα, που τώρα είχε πήξει. Όμως, όχι: εκείνο το αίμα είχε κυλήσει ελάχιστο απ’ τα ρουθούνια κι απ’ τ’ αφτιά∙ το υπόλοιπο, άφθονο, είχε έπειτα πεταχτεί από μια τρυπούλα στον δεξιό του κρόταφο, πάνω στην κίτρινη άμμο της αλέας, και ήταν καταξεραμένο. Μια ντουζίνα σφήκες βούιζαν τριγύρω∙ κάποια πήγαινε να καθίσει ακόμη κι εκεί, λαίμαργη, πάνω στο μάτι. Ανάμεσα στους τόσους που κοίταζαν κανείς δεν είχε σκεφτεί να τις διώξει. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα μαντήλι και το άπλωσα πάνω σ’ εκείνο το άθλιο πρόσωπο, που ήταν φριχτά παραμορφωμένο. Κανείς δεν ευχαριστήθηκε απ’ αυτό: τους είχα στερήσει το καλύτερο απ’ το θέαμα.

Τράπηκα σε φυγή∙ επέστρεψα στη Νίκαια, για να αναχωρήσω την ίδια μέρα.

Είχα μαζί μου περίπου ογδόντα δύο χιλιάδες λιρέτες.

Όλα μπορούσα να τα φανταστώ, εκτός του ότι, το βράδυ της ίδιας μέρας, θα συνέβαινε και σ’ εμένα κάτι παρόμοιο.

[…]

Είχα ακόμη την εφημερίδα στα χέρια μου και γύρισα στη δεύτερη σελίδα, για να βρω κάποιο καλύτερο δώρο από εκείνα τού Λάμα. Τα μάτια μου έπεσαν σε μια

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

έτσι με χοντρά γράμματα.

Αμέσως σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν εκείνη στο Μόντε Κάρλο, και έσπευσα να διαβάσω. Στάθηκα, όμως, έκπληκτος στην πρώτη σειρά, τυπωμένη με πολύ μικρούς χαρακτήρες: «Μας τηλεγράφησαν απ’ το Μιράνιο».

«Το Μιράνιο; Ποιος να είχε αυτοκτονήσει στο χωριό μου;»

Διάβασα: «Εχθές, Σάββατο 28 του μηνός, ανακαλύφθηκε στο κανάλι ενός μύλου ένα πτώμα σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης...».

Ξαφνικά, η όρασή μου θόλωσε, αφού μου φάνηκε πως διέκρινα στην επόμενη σειρά το όνομα του αγροκτήματός μου∙ κι επειδή δυσκολευόμουν να διαβάσω, μ’ ένα μάτι μόνο, εκείνη την είδηση με τα μικρά στοιχεία, σηκώθηκα όρθιος, για να είμαι πιο κοντά στο φως.

«... αποσύνθεσης. Ο μύλος βρίσκεται σ’ ένα αγρόκτημα που λέγεται Στία, περίπου δύο χιλιόμετρα απ’ την πόλη μας. Όταν κατέφθασε στον τόπο η δικαστική αρχή μαζί με άλλον κόσμο, το πτώμα το είχαν αποτραβήξει απ’ το κανάλι για τις νομικές διατυπώσεις και το φρουρούσαν. Αργότερα σ’ αυτό αναγνώρισαν τον...»

Η καρδιά μου εκτινάχθηκε στον λαιμό μου και κοίταξα, τρομοκρατημένος, τους συνταξιδιώτες μου, που όλοι κοιμόντουσαν.

«Όταν κατέφθασε στον τόπο... το είχαν αποτραβήξει απ’ το κανάλι... και το φρουρούσαν... αναγνώρισαν τον βιβλιοθηκάριό μας...»

«Εγώ;»

«Όταν κατέφθασε στον τόπο... αργότερα... τον βιβλιοθηκάριό μας Ματτία Πασκάλ, που είχε εξαφανισθεί εδώ και αρκετές ημέρες. Αιτία της αυτοκτονίας: οικονομική καταστροφή.»

«Εγώ;... Είχε εξαφανισθεί... αναγνώρισαν... Ματτία Πασκάλ...»

Διάβασα πάλι με αυστηρό ύφος και με ταραγμένη καρδιά δεν ξέρω πλέον πόσες φορές εκείνες τις λίγες σειρές. Με το πρώτο ξέσπασμα, όλες οι ζωτικές μου ενέργειες ξεσηκώθηκαν βίαια για να διαμαρτυρηθούν: λες κι εκείνη η είδηση, τόσο ερεθιστική μέσα στην απαθή λακωνικότητά της, μπορούσε ακόμη και για μένα να είναι αληθινή. Αν όχι, όμως, για μένα, ήταν εν τούτοις αληθινή για τους άλλους∙ και η βεβαιότητα που αυτοί οι άλλοι είχαν από χθες για τον θάνατό μου ήταν για μένα σαν ανυπόφορη τυραννία, διαρκής, συντριπτική... Κοίταξα πάλι τους συνταξιδιώτες μου, που σχεδόν ακόμη κι εκείνοι, εκεί, κάτω απ’ τα μάτια μου, αναπαύονταν μ’ εκείνη τη βεβαιότητα, και μπήκα στον πειρασμό να τους ταρακουνήσω και να τους βγάλω από ’κείνες τις άβολες και κουραστικές στάσεις τους, να τους ταρακουνήσω, να τους ξυπνήσω, για να τους φωνάξω πως δεν ήταν αλήθεια.

«Είναι δυνατόν;»

Και διάβασα πάλι ακόμη μια φορά τη βλακώδη είδηση.

Δεν μπορούσα πλέον να συγκρατηθώ. Ήθελα να σταματήσει το τρένο, ήθελα να τρέξει πολύ γρήγορα: αυτή η μονότονη κίνησή του, η υπόκωφη και βαριά αυτόματη κίνηση, έκανε την ταραχή μου ν’ αυξάνεται όλο και περισσότερο. Ανοιγόκλεινα συνεχώς τα χέρια, μπήγοντας τα νύχια στις παλάμες μου∙ τσαλάκωνα την εφημερίδα∙ την ίσιωνα πάλι, για να διαβάσω και πάλι την είδηση που ήδη ήξερα απ’ έξω, λέξη προς λέξη.

«Αναγνώρισαν!» Μα, είναι δυνατόν να μ’ αναγνώρισαν;... «Σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης...σιχαμερό!»

Είδα προς στιγμή τον εαυτό μου, εκεί στα βρώμικα νερά μέσα στο κανάλι, σάπιο, πρησμένο, φρικτό, να επιπλέει... Μέσα στην ενστικτώδη φρίκη μου, σταύρωσα τα χέρια στο στήθος μου και με τα δάχτυλα ψηλάφισα τον εαυτό μου, τον έσφιξα:

«Όχι εγώ∙ όχι εγώ... Ποιος να ήταν;... Σίγουρα θα μου έμοιαζε... Ίσως να είχε κι αυτός μούσι, σαν το δικό μου... το ίδιο ανάστημα... Και μ’ αναγνώρισαν!... «Είχε εξαφανισθεί εδώ και αρκετές ημέρες...» Ε, βέβαια! Εγώ, όμως, θά ’θελα νά ’ξερα, θά ’θελα νά ’ξερα ποιος βιάστηκε τόσο πολύ να μ’ αναγνωρίσει. Είναι δυνατόν εκείνος εκεί ο δύστυχος να μου έμοιαζε τόσο; Να ήταν ντυμένος σαν εμένα; Ίδιος κι απαράλλακτος; Μάλλον, όμως, θα ήταν εκείνη, εκείνη, η Μαριάννα Ντόνντι, η χήρα Πεσκατόρε: ου! Με ψάρεψε αμέσως, με αναγνώρισε αμέσως! Δεν θα πίστευε στα μάτια της, εννοείται! - Αυτός είναι, αυτός είναι! Ο γαμπρός μου! Αχ, καημένε Ματτία! Αχ, καημένε γιόκα μου! – Και μπορεί ν’ άρχισε να κλαίει κιόλας∙ επίσης θα γονάτισε δίπλα στο πτώμα εκείνου του φουκαρά, που δεν μπορούσε να της ρίξει μια κλωτσιά και να της φωνάξει: - «Μα, σήκω από ’δω, δεν σε γνωρίζω.»

Έτρεμα. Επιτέλους το τρένο σταμάτησε σ’ έναν άλλο σταθμό. Άνοιξα την πόρτα κι όρμησα κάτω, με θολή τη σκέψη να κάνω κάτι, αμέσως: ένα επείγον τηλεγράφημα, για να διαψεύσω εκείνη την είδηση.

Το σάλτο που έκανα απ’ το βαγόνι μ’ έσωσε: σαν να μου έβγαλε απ’ το μυαλό εκείνη την ηλίθια εμμονή, διαισθάνθηκα αστραπιαία... μα, ναι! Η απελευθέρωσή μου, η ελευθερία μου, μια νέα ζωή!

Είχα μαζί μου ογδόντα δύο χιλιάδες λιρέτες, και δεν θα έπρεπε πλέον να τις δώσω σε κανέναν! Ήμουν νεκρός, ήμουν νεκρός: δεν είχα πλέον χρέη, δεν είχα πλέον σύζυγο, δεν είχα πλέον πεθερά: κανέναν! Ελεύθερος! Ελεύθερος! Ελεύθερος! Τι παραπάνω ζητούσα;

[...]

Αμέσως, όχι τόσο για να εξαπατήσω τους άλλους, που ήθελαν από μόνοι τους να εξαπατηθούν, με μια ελαφρότητα ίσως όχι ελεεινή στην περίπτωσή μου, σίγουρα, όμως, όχι άξια εγκωμίων, όσο για να υπακούσω στην Τύχη και να ικανοποιήσω μια προσωπική μου ανάγκη, άρχισα να υποδύομαι έναν άλλο άνθρωπο.

Δεν θά ’πρεπε να επαινώ και πολύ τον εαυτό μου για ’κείνον τον δύστυχο που ήθελαν σώνει και καλά νά ’χει δώσει τέλος στη ζωή του με άθλιο τρόπο στο αυλάκι ενός μύλου. Έπειτα από τόσες βλακείες που είχε κάνει ίσως να μην του άξιζε καλύτερη μοίρα.

Τώρα θα μου άρεσε να μην έμενε πλέον σ’ εμένα, όχι μόνο εξωτερικά, μα, και στα βάθη της ψυχής μου, κανένα ίχνος από ’κείνον.

Ήμουν μόνος πλέον τώρα, και πιο μόνος απ’ ό,τι ήμουν δεν θα μπορούσα να είμαι πάνω στη γη, απαλλαγμένος στο παρόν από κάθε δεσμό κι από κάθε υποχρέωση, ελεύθερος, καινούριος και απόλυτα κύριος του εαυτού μου, δίχως πλέον το φορτίο τού παρελθόντος μου και έχοντας μπροστά μου το μέλλον, που θα μπορούσα να το διαμορφώσω όπως επιθυμούσα.

Αχ, ένα ζευγάρι φτερά! Πόσο ελαφρύς αισθανόμουν!

Το συναίσθημα που μου είχαν προκαλέσει τα προηγούμενα γεγονότα για τη ζωή δεν έπρεπε, στο εξής, να έχει λόγο ύπαρξης πλέον για μένα. Εγώ έπρεπε ν’ αποκτήσω ένα νέο συναίσθημα ζωής, δίχως να χρησιμοποιώ μήτε καν στο ελάχιστο τις ατυχείς εμπειρίες τού μακαρίτη Ματτία Πασκάλ.

Ήταν στο χέρι μου: μπορούσα κι έπρεπε να είμαι ο δημιουργός τού νέου μου πεπρωμένου, στον βαθμό που η Τύχη θέλησε να μου επιτρέψει.

«Και πάνω απ’ όλα,» έλεγα στον εαυτό μου, «θα φροντίζω αυτή μου την ελευθερία: θα διασκεδάζω σε δρόμους ίσιους και πάντοτε καινούριους, και δεν θα φορέσω ποτέ κάποιο βαρύ ρούχο. Θα κλείσω τα μάτια και θα προχωρήσω παραπέρα μέχρι να μου παρουσιαστεί το θέαμα της ζωής κάποια στιγμή δυσάρεστο. Θα προσπαθήσω να τη φτιάξω κυρίως με πράγματα που συνηθίζεται να τα αποκαλούν άψυχα, και θα αναζητήσω ωραία θεάματα, ευχάριστους και ήσυχους τόπους. Θα δώσω στον εαυτό μου σιγά-σιγά μια καινούρια μόρφωση∙ θα μεταμορφωθώ μελετώντας με αγάπη και υπομονή, ούτως ώστε, στο τέλος, να μπορώ να πω όχι μόνο πως έζησα δύο ζωές, μα, πως υπήρξα δύο άνθρωποι.»

[...]

Αυτό το κατασκεύασμα, αυτή η φανταστική δημιουργία μιας ζωής που δεν έζησα πραγματικά, μα, που την περισυνέλεξα σιγά-σιγά μέσα απ’ τους άλλους και μέσα από τόπους, και που την έφτιαξα και την αισθάνθηκα δική μου, μου προκάλεσε μια περίεργη και καινούρια χαρά, δίχως, όμως, να στερείται μιας κάποιας θλίψης, τον πρώτο καιρό της περιπλάνησής μου. Την είχα κάνει ασχολία μου. Ζούσα όχι μονάχα στο παρόν, μα και για το παρελθόν μου, δηλαδή για τα χρόνια που ο Αντριάνο Μέις δεν είχε ζήσει.

Τίποτα ή πολύ λίγα συγκράτησα από εκείνα που αρχικά είχα φανταστεί. Είναι αλήθεια πως τίποτα δεν είναι δυνατόν να επινοηθεί, που να μην έχει κάποια ρίζα, λίγο-πολύ βαθιά, στην πραγματικότητα∙ ακόμη και τα πιο παράξενα πράγματα μπορούν να είναι αληθινά, αντιθέτως καμία φαντασία δεν φτάνει να συλλάβει κάποιες τρέλες, κάποιες μη αληθοφανείς περιπέτειες που ελευθερώνονται από τα δεσμά και εκρήγνυνται απ’ την ανήσυχη ψυχή της ζωής∙ παρ’ όλ’ αυτά, όμως, πώς και πόσο διαφορετική φαίνεται η ολοζώντανη πραγματικότητα από τα επινοήματα που μπορούμε να δημιουργήσουμε εμείς από αυτήν! Πόσα ουσιώδη, ασήμαντα, ασύλληπτα πράγματα έχει ανάγκη το επινόημά μας, για να γίνει και πάλι εκείνη η ίδια η πραγματικότητα απ’ την οποία δημιουργήθηκε, πόσα νήματα που να το συνδέουν με το περιπλοκότατο μπλέξιμο της ζωής, νήματα που έχουμε κόψει εμείς, για να το κάνουμε να γίνει κάτι ξεχωριστό!

Τι ήμουν τώρα εγώ, αν όχι ένας επινοημένος άνθρωπος; Ένα περιφερόμενο επινόημα που ήθελε και, εξάλλου, έπρεπε αναγκαστικά να ζει για τον εαυτό του, αφού είχε ριχτεί στην πραγματικότητα.

[…]

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


pirandello

Το μυθιστόρημα Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ του Λουίτζι Πιραντέλλο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1904 στο περιοδικό Nuova Antologia στα τεύχη Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου και αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο. Το 1921 ο Λουίτζι Πιραντέλλο ανεβάζει για πρώτη φορά στη Ρώμη το θεατρικό έργο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα το οποίο γνωρίζει παταγώδη αποτυχία. Την ίδια χρονιά επανεκδίδεται Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ και ο συγγραφέας απαντά έμμεσα στους κριτικούς και στα δυσμενή σχόλια για το έργο του γενικότερα, προσθέτοντας στην επανέκδοση του μυθιστορήματος το κείμενο Σημείωση σχετικά με τους ενδοιασμούς της φαντασίας. Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από την ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Δείτε στη βιβλιοnet ποια έργα του συγγραφέα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Elfriede Jelinek - Τι συνέβη, αφότου η Νόρα εγκατέλειψε τον άντρα της ή Στηρίγματα των κοινωνιών

photo y PixelCake

[Αποσπάσματα]

Το έργο διαδραματίζεται τη δεκαετία του είκοσι. Μπορεί όμως κανείς και στα κουστούμια να υπαινίσσεται λίγο τα «χρονικά άλματα» που γίνονται, προπάντων το μέλλον που προαναγγέλλεται.

Η Νόρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παιχτεί από μια ηθοποιό που να έχει ασκηθεί στα ακροβατικά και που να μπορεί επίσης να χορεύει. Πρέπει να μπορεί να κάνει τις αναφερόμενες, κάθε φορά, γυμναστικές ασκήσεις, δεν έχει ωστόσο σημασία αν η εκτέλεσή της μοιάζει «επαγγελματική» ή όχι, μπορεί άνετα δηλαδή να φαίνονται και λίγο αδέξια αυτά που κάνει.

Η Εύα πρέπει πάντα να μοιάζει λίγο απελπισμένη και κυνική.

ΠΡΟΣΩΠΑ: ΝΟΡΑ ΧΕΛΜΕΡ, ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ, ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ, ΕΥΑ, ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (ΓΥΝΑΙΚΑ), ΠΡΟΞΕΝΟΣ ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ, ΕΝΑΣ ΚΥΡΙΟΣ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (ΑΝΤΡΑΣ), ΥΠΟΥΡΓΟΣ, ΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ, ΤΟΡΒΑΛΤ ΧΕΛΜΕΡ, ΚΥΡΙΑ ΛΙΝΤΕ, ΚΡΟΓΚΣΤΑΤ






1

Γραφείο του προσωπάρχη. Ο προσωπάρχης κάθεται στο γραφείο, η Νόρα περιφέρεται λίγο παιχνιδιάρικα, αγγίζει τα πάντα, μια κάθεται λίγο, μια πετάγεται πάνω απότομα και πηγαίνει πέρα-δώθε. Η συμπεριφορά της έρχεται σε αντίθεση με την αρκετά παραμελημένη αμφίεσή της.


ΝΟΡΑ: Εγώ δεν είμαι μια γυναίκα που την εγκατέλειψε ο άντρας της, αλλά που τον εγκατέλειψε αυτή, κάτι που είναι πιο σπάνιο. Είμαι η Νόρα από το ομώνυμο έργο του Ίψεν. Αυτή τη στιγμή βγαίνω από μία συγκεχυμένη συναισθηματική κατάσταση για να μπω σ’ ένα επάγγελμα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Στη δική μου τη θέση μπορείτε να καταλάβετε ότι ένα επάγγελμα δεν είναι φυγή αλλά αποστολή ζωής.

ΝΟΡΑ: Μα εγώ δεν θέλω να ξαποστείλω τη ζωή μου από τώρα! Εγώ επιδιώκω την προσωπική μου ολοκλήρωση.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Έχετε ασκήσει ποτέ κάποια δραστηριότητα;

ΝΟΡΑ: Έχω εξασκηθεί στη φροντίδα και τη νοσηλεία ηλικιωμένων, αδυνάμων, καθυστερημένων, αρρώστων καθώς και παιδιών.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Εμείς εδώ όμως δεν έχουμε ηλικιωμένους, αδυνάμους, καθυστερημένους, αρρώστους ή παιδιά. Εμείς διαθέτουμε μηχανές. Μπροστά σε μια μηχανή ο άνθρωπος πρέπει να γίνεται ένα τίποτα, μόνο τότε μπορεί να γίνει πάλι κάτι. Εγώ πάντως εξ αρχής επέλεξα τον δύσβατο δρόμο της καριέρας.

ΝΟΡΑ: Εγώ θέλω να ξεφύγω από την εικόνα μου ως νοσηλεύτρια, μου ’χει γίνει έμμονη ιδέα αυτό. Τι όμορφα που ξεχωρίζει αυτή η κουρτίνα από τους σκοτεινούς και ψυχρούς τοίχους. Ότι και τα άψυχα πράγματα έχουνε ψυχή τώρα το καταλαβαίνω που απελευθερώθηκα απ’ το γάμο μου.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Οι εργοδόται και οι εκπρόσωποί των οφείλουσιν όπως προστατεύωσιν και προάγωσιν την ελευθέρα ανάπτυξιν της προσωπικότητος των απασχολουμένων εις την επιχείρησιν εργαζομένων. Πιστοποιητικά έχετε;

ΝΟΡΑ: Ο άντρας μου σίγουρα θα μου εξέδιδε το πιστοποιητικό μίας καλής οικοκυράς και μητέρας, αλλά την τελευταία στιγμή τα έκανα ρόιδο.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Εμείς εδώ ζητούμε ξένα πιστοποιητικά. Δεν γνωρίζετε κανέναν ξένο;

ΝΟΡΑ: Όχι. Ο σύζυγός μου με ήθελε σπιτόγατα και απομονωμένη, διότι η γυναίκα δεν πρέπει ποτέ να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, αλλά τις περισσότερες φορές μέσα της ή ψηλά προς τον άντρα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Αυτός δεν ήταν νόμιμος προϊστάμενος, όπως είμαι εγώ παραδείγματος χάριν.

ΝΟΡΑ: Πώς δεν ήταν προϊστάμενος! Σε τράπεζα. Σας συμβουλεύω να μην αφήσετε, όπως αυτός, να σας σκληρύνει η θέση σας.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Η μοναξιά που υπάρχει ψηλά στην κορυφή πάντα σκληραίνει. Γιατί την κοπανήσατε;

ΝΟΡΑ: Ήθελα στο χώρο εργασίας να εξελιχθώ από αντικείμενο σε υποκείμενο. Ίσως μπορώ με το άτομό μου να φέρω μία επιπλέον αχτίδα φωτός σε μια σκοτεινή αίθουσα εργοστασίου.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Οι δικοί μας οι χώροι είναι ευάεροι κι ευήλιοι.

ΝΟΡΑ: Την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας θα ήθελα να τα κρατήσω ψηλά.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Δεν μπορείτε να κρατήσετε ψηλά τίποτα απολύτως, διότι τα χέρια σας τα χρειάζεστε για κάτι σημαντικότερο.

ΝΟΡΑ: Το σημαντικότερο είναι να γίνω άνθρωπος.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Εμείς εδώ απασχολούμε αποκλειστικά ανθρώπους· άλλοι είναι λιγότερο, άλλοι περισσότερο.

ΝΟΡΑ: Εγώ έπρεπε πρώτα να εγκαταλείψω το σπιτικό μου για να γίνω άνθρωπος.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Πολλές απ’ τις γυναίκες υπαλλήλους μας θα διανύανε χιλιόμετρα για να βρουν ένα σπιτικό. Εσείς για ποιο λόγο χρειάζεστε έναν ξένο τόπο;

ΝΟΡΑ: Γιατί το δικό μου τον τόπο τον έμαθα για τα καλά.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Ξέρετε γραφομηχανή;

ΝΟΡΑ: Ξέρω να κρατάω ένα γραφείο, να κεντάω, να πλέκω, να ράβω.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Για ποιον έχετε εργαστεί; Όνομα της εταιρίας, διεύθυνση, τηλέφωνο.

ΝΟΡΑ: Ιδιωτικά.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Άλλο ιδιωτικά κι άλλο δημόσια. Πρώτα πρέπει να γίνετε δημόσια, μετά μπορείτε να καταργήσετε τη θέση σας ως αντικείμενο.

ΝΟΡΑ: Πιστεύω πως εγώ είμαι κατάλληλη ειδικά για ασυνήθιστες δουλειές. Τα συνηθισμένα πάντα τα περιφρονούσα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι είστε προορισμένη για κάτι τόσο ασυνήθιστο;

ΝΟΡΑ: Διότι είμαι μια γυναίκα μέσα στην οποία συντελούνται περίπλοκες βιολογικές διαδικασίες.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Και ποια είναι τα προσόντα σας στον τομέα τον οποίο εσείς ονομάζετε ασυνήθιστο;

ΝΟΡΑ: Έχω τρυφερή φύση και είμαι προικισμένη καλλιτεχνικά.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Τότε πρέπει να συνάψετε έναν επιπλέον γάμο.

ΝΟΡΑ: Έχω τρυφερή, επαναστατική φύση, δεν είμαι απλή προσωπικότητα, είμαι πολυσχιδής.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Τότε δεν πρέπει να συνάψετε έναν επιπλέον γάμο.

ΝΟΡΑ: Εγώ ψάχνω ακόμη τον εαυτό μου.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Με τη δουλειά στο εργοστάσιο όλοι βρίσκουν αργά ή γρήγορα τον εαυτό τους, ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί. Ευτυχώς που εγώ δεν χρειάζεται να κάνω δουλειά εργοστασίου.

ΝΟΡΑ: Πιστεύω ότι το μυαλό μου αντιστέκεται ακόμη, διότι στη δουλειά στη μηχανή δεν θα χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Το μυαλό σας δεν το χρειαζόμαστε.

ΝΟΡΑ: Επειδή την εποχή του γάμου μου έμεινε ανεκμετάλλευτο, ήθελα τώρα όντως...

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ διακόπτει: Είναι τα πνευμόνια σας και τα μάτια σας υγιή; Έχετε χαλασμένα δόντια; Είστε ευαίσθητη στα ρεύματα;

ΝΟΡΑ: Όχι. Το σώμα μου το πρόσεχα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Τότε μπορείτε ν’ αρχίσετε αμέσως. Έχετε κάποια επιπλέον προσόντα τα οποία δεν σας ήρθαν στο νου προηγουμένως;

ΝΟΡΑ: Εδώ και πολλές μέρες δεν έχω φάει τίποτα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Τι ασυνήθιστο!

ΝΟΡΑ: Λέω πρώτα να ξεκινήσω απ’ τα συνηθισμένα, αυτή βέβαια θα είναι μια προσωρινή λύση· στα ασυνήθιστα θα περάσω μετά.

  

2

Εργοστάσιο, αίθουσα παραγωγής, οι εργάτριες η Εύα και η Νόρα την ώρα εργασίας.  

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Έχεις παιδιά;

ΝΟΡΑ: Ναι. Και κάθε τι μες στο αίμα μου τ’ αποζητάει. Αυτά είναι το αίμα μέσα μου. Αλλά το μυαλό μου λέει όχι, γιατί πρώτα μετράω εγώ, ακόμα και πάνω απ’ τα παιδιά μου.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Το να φροντίζουμε τον άνθρωπο ή και να κάνουμε εργόχειρα κυλάει στο αίμα μας αδιάκοπα σ’ εμάς τις γυναίκες. Εμείς απλώς πρέπει ν’ αφήνουμε αυτό το αίμα να φεύγει από μέσα μας. Αυτό είναι όλο.

ΕΥΑ: Η αναιμία πάντως είναι δημοφιλής αρρώστια του επαγγέλματος εδώ.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Όταν επί οχτώ χρόνια κάνει κανείς το δρόμο για έναν και τον αυτό τόπο εργασίας, τους ξέρει όλους απ’ έξω κι ανακατωτά.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Μετά από είκοσι λεπτά περνάω την πύλη και χτυπάω το δεύτερο εγώ μου που ανήκει στον επιχειρηματία, την κάρτα μου.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Στις εξίμισι αρχίζει να δουλεύει η μηχανή. Αυτός είναι όλος μου ο κόσμος.

ΕΥΑ: Στις εφτά εγώ σταματάω, δεν είμαι τίποτα πια.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Την ώρα της δουλειάς οι σκέψεις μας πετάνε στους άντρες μας και στα παιδιά μας. Αυτά είναι το πιο γνήσιο κομμάτι μας.

ΕΥΑ: Η μηχανή είναι το κάλπικο κομμάτι.

ΝΟΡΑ: Τότε πρέπει να τα παρατήσει κανείς και ν’ αρχίσει την αναζήτηση της προσωπικής του κλίσης και του προορισμού του, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται κάπου αλλού. Εγώ η ίδια παραδείγματος χάριν το τόλμησα αυτό το βήμα.

ΕΥΑ: Μπορεί ο δικός μου ο προορισμός να είναι η πυρογραφία ή ο ινδικός ιερός χορός. Πώς θα το μάθω;

ΝΟΡΑ: Προσπαθώντας όσο το δυνατόν περισσότερο. Κοιτάζοντας μέσα σου και κάνοντας πράξη αυτά που βλέπεις.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Ο δικός μου ο προορισμός είναι τα παιδιά μου για τα οποία όμως δυστυχώς δεν έχω χρόνο γιατί πρέπει να δουλεύω στο εργοστάσιο.

ΝΟΡΑ: Υπάρχουν στιγμές που πρέπει κανείς να τ’ αφήνει όλα πίσω του χωρίς να σκέφτεται τίποτα.

ΕΥΑ: Τώρα αυτή νομίζει ότι τα παιδιά της χωρίς αυτήν θα ψοφήσουν από την πείνα.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Εμείς πάντως όλες μας, Νόρα, δεν καταλαβαίνουμε πώς μπόρεσες ν’ αφήσεις τα μικρά σου απροστάτευτα!

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Πρέπει συγχρόνως ν’ άφησες κι ένα κομμάτι απ’ την καρδιά σου!

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Εμείς βέβαια είμαστε απλές γυναίκες, δεν θα ’μασταν όμως ποτέ ικανές για κάτι τέτοιο.

ΝΟΡΑ: Εγώ είμαι περίπλοκη, γι’ αυτό  και ήμουν ικανή γι’ αυτό.

ΕΥΑ: Πολλές από μας θα θέλανε να ’ναι πιο περίπλοκες, όσο περίπλοκες είναι κι οι μηχανές που δουλεύουνε ας πούμε.

ΝΟΡΑ: Επειδή εμένα το φυσικό μου είναι δύσκολο, χρειάζομαι πολύ χρόνο για την εξερεύνησή του.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Τη δουλειά την κάνουμε εσωτερικά αμέτοχες, τα παιδιά τα κάνουμε συμμετέχοντας πολύ εσωτερικά.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Χωρίς τα παιδιά μας, δεν μπορούμε να ονειρευόμαστε ότι τα παιδιά μας θα ζήσουνε μια μέρα σ’ ένα καλύτερο κόσμο.

ΝΟΡΑ: Το μεγάλο τίμημα που πληρώνω εγώ είναι ότι εσωτερικά είμαι μοιρασμένη, από τότε που δεν έχω πια παιδιά.

ΕΥΑ: Υποτίθεται λένε ότι ο πρώτος καταμερισμός εργασίας ήταν εκείνος του άντρα και της γυναίκας για τη γέννηση των παιδιών. Τη δουλειά με τα παιδιά όμως την κάνει η γυναίκα μόνη της. Αυτό την ολοκληρώνει ξανά και γίνεται σαν καινούρια.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Άμα μέναμε μοιρασμένες, θα κάναμε άσχημα τη δουλειά μας. Η δουλειά απαιτεί να ’σαι ακέραιος.

ΕΥΑ: Καμιά φορά βέβαια η μηχανή σκοτώνει. Κι έτσι ξαναγίνεσαι κομματάκια.

ΝΟΡΑ: Ου, τι ανατριχιαστικό!

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Πρέπει να ’μαστε ευγνώμονες που δεν την έχουμε πατήσει ακόμα.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Να ο καθοδηγητής που μας καλεί να κάνουμε νέους αγώνες.

ΝΟΡΑ: Τι όμορφα πάρτι που κάναμε για τα παιδιά! Είναι κάτι αναμνήσεις που τον σκίζουνε τον άλλον σαν μαχαίρι.

ΕΥΑ: Η γυναίκα είναι το αντίθετο της μηχανής, γιατί λειτουργεί με το συναίσθημα. Κανένας δεν χρειάζεται να την βάζει μπρος.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Εμάς τις γυναίκες μας αναγκάζουνε να δουλεύουμε για τα προς το ζην, δεν μας αφήνουνε να κανακέψουμε κάνα παιδάκι.

ΕΥΑ: Όταν πάντως μας απλώνεται κάνα αντρικό χέρι, αμέσως μας αφήνουνε ν’ αμολήσουμε ένα, δυο ή και περισσότερα.

ΝΟΡΑ: Εγώ το είχα αυτό το αντρικό χέρι και το αποτίναξα.

ΕΥΑ: Πολλές από μας θα κυνηγούσανε ένα αντρικό χέρι μίλια μακριά. Και μετά ερωτευμένες, ευχαρίστως θα αλλάζαμε τη μηχανή μ’ εκείνο το χέρι.

ΝΟΡΑ: Όταν όμως ύστερα θα ’χουνε το χέρι, αργά ή γρήγορα θ’ ανοιχτεί ένα χάσμα ανάμεσα στους συζύγους: η κρίση.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Εμείς δεν έχουμε χρόνο γι’ αυτά.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Χρόνο γι’ αυτά έχουνε μόνο οι αστές.

ΕΥΑ: Όταν θα ζυγώνει κάποια εποχή οικονομικής αστάθειας, με τη μορφή ανεργίας, θα μας μαζέψουνε ούτως ή άλλως πάλι από τις μηχανές.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Τότε η γέννα θα γίνει και πάλι δημιουργική απασχόληση.

ΕΥΑ: Το σπιτικό θα γίνει και πάλι αυτό που ήταν.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: : Τότε πια θα μπορούμε να δίνουμε νόμιμα τις βέρες μας, όπως έλεγες πριν, Νόρα.

ΕΥΑ: Το χρυσό θα το δίνουμε για σίδερο.

ΝΟΡΑ: Όχι, όχι να δίνει ο άλλος τη βέρα γιατί πρέπει, αλλά γιατί έχει την εσωτερική ανάγκη, ο άντρας σου ξαφνικά να γίνει πάλι για σένα ξένος.

ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Εμείς δεν τα ξέρουμε αυτά. Αυτά είναι για τις αστές.

 

3

Εργοστάσιο, αποδυτήρια, ερμάρια, κ.λπ. Η Νόρα, η Εύα, ο νεαρός προϊστάμενος.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Σ’ αγαπάω, Νόρα. Το ξέρω, απ’ τη στιγμή που κατάλαβα ότι είσαι ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να έχω προς το παρόν, ότι σ’ αγαπάω. Βέβαια κι εγώ είμαι ό,τι καλύτερο μπορείς να έχεις στην τωρινή σου την κατάσταση. Είμαι εμφανίσιμος…

ΝΟΡΑ: … παρατηρεί το εντυπωσιακό, ορατό και μεγάλο πέος κάποιου αδελφού ή φίλου στο παιγνίδι, το αναγνωρίζει αυτοστιγμεί ως ανώτερο ταίρι του δικού του μικρού και κρυμμένου οργάνου και εφ’ εξής υπόκειται στον φθόνο του πέους, δεν μπορεί πλέον να δημιουργήσει τίποτε πολιτισμικό.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Αυτές τις λέξεις δεν τις έχω ξανακούσει. Εκτός από μία, που μ’ αρέσει πιο πολύ στο χέρι παρά απ’ το στόμα μας γυναίκας.

ΝΟΡΑ: Αποδιώχνω τη σκέψη της αγάπης μακριά μου. Η αγάπη δεν ζητεί άξια ή ανάξια, γιατί ου ζητεί τα εαυτής. Εγώ όμως θέλω ο εαυτός μου να μου ανήκει.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Κι εγώ θέλω να μου ανήκεις.

ΕΥΑ: Γιατί όχι εγώ; Θα έκανα τα πάντα για σένα!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Δεν θέλω να μου προσφέρεται ο άλλος, θέλω να μου γίνεται απαραίτητος.

ΕΥΑ: Εγώ είμαι χρόνια εδώ και δεν μ’ αγαπάς καθόλου.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Η θηλυκότητα της Νόρας είναι πιο ατσαλάκωτη, γιατί δεν είναι στη μηχανή τόσα χρόνια. Η Νόρα είναι πιο γυναίκα από σένα.

ΕΥΑ: Η δική μου παραγωγή όμως είναι μεγαλύτερη.

ΝΟΡΑ: Δεν είναι εποχή για έρωτες τώρα, πρέπει να βρούμε τον εαυτό μας.

ΕΥΑ: Άμα δεν μπορείς να μ’ αγαπήσεις, σκέψου τουλάχιστον το γεγονός ότι την παραγωγή την έχουνε παρατημένη, τον εξοπλισμό των μηχανών δεν τον ανανεώνουνε πια και τον οικισμό μας τον αφήνουνε και ρημάζει!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Η γυναίκα σκληραίνει όταν δεν βρίσκουνε ανταπόκριση τα συναισθήματά της. Μην απορείς που δεν ανταποκρίνομαι στα συναισθήματά σου.

ΕΥΑ: Άμα δεν βάζαμε στα σπίτια μας κανένα λουλούδι, η εγκατάλειψη θα χτυπούσε ακόμη  πιο πολύ στο μάτι.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Ούτε μια σπίθα συναισθήματος δεν βγαίνει από μέσα σου.

ΝΟΡΑ: Ο λαός στην συντριπτική πλειονότητά του είναι μάλλον τόσο θηλυκά προδιατεθειμένος, ώστε το σκέπτεσθαι και το πράττειν του καθορίζονται λιγότερο από νηφάλια περισυλλογή και περισσότερο από συναισθηματικά αισθήματα, λέει ο Αδόλφος Χίτλερ.

ΕΥΑ: Αυτό δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτά που λέμε τώρα!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Νόρα, μ’ αρέσει να σ’ ακούω! Δεν καταλαβαίνω όλα όσα λες, αλλά η φωνή σου ηχεί σαν μουσική στ’ αφτιά μου. Αυτό είναι: μουσική, επειδή τα συναισθήματα ομορφαίνουν μια γυναίκα.

ΕΥΑ: Μα εγώ σ’ αγαπάω!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Αυτό μου είναι αδιάφορο.

ΕΥΑ: Σου είναι  αδιάφορο που ρημάζουνε τα σπίτια μας; Που πίσω από τα λουλούδια στα βάζα, τις δαντελωτές κουρτίνες και τους νάνους στους κήπους διαλύονται; Μόνο για τη Νόρα έχεις μάτια πια. Εσύ παλιότερα σαν εκπρόσωπος …

ΝΟΡΑ την διακόπτει: Οι γυναίκες πρέπει να είναι αλληλέγγυες κι όχι να ζηλεύουν η μία την άλλη, Εύα, γιατί έχουν από τη φύση τους έναν ισχυρό εσωτερικό δεσμό.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Όταν κανείς αγαπάει, δεν προσέχει τα χάλια γύρω του. Οπότε αδύνατο να μ’ αγαπάς τόσο πολύ όσο ισχυρίζεσαι, Εύα.

ΝΟΡΑ: Πώς μπορείς ν’ αφήνεις να σου ποδοπατάει έτσι την περηφάνια σου, Εύα;

ΕΥΑ: Στην αγάπη πρέπει να μπορεί κανείς να ξεχνά την περηφάνια του.

ΝΟΡΑ: Αυτό εγώ δεν θα το μπορούσα ποτέ. Θέλω όμως παρ’ όλα αυτά να είμαι φίλη σου. Εσύ θέλεις, Εύα;

ΕΥΑ: Εύκολη σου είναι η μεγαλοψυχία εσένα!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Θέλω τη Νόρα. Θέλω τη Νόρα.

ΝΟΡΑ: «Η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής», εγώ όμως θέλω ο εαυτός μου να μου ανήκει. Βρίσκομαι σε μία διαδικασία εσωτερικής ζύμωσης.

ΕΥΑ: Θά ’ρθει μια εποχή που δεν θά ’χουμε πια καιρό για συναισθήματα, γιατί το εργοστάσιο εδώ πάει κατά διαόλου, οι θέσεις εργασίας μας…

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ την διακόπτει: Ακριβώς αυτό μ’ ενοχλεί σε σένα! Που δεν αφιερώνεις καθόλου χρόνο στα συναισθήματα. Ακόμα κι ένας άντρας πρέπει να έχει χρόνο για συναισθήματα.

ΝΟΡΑ: Μα κι εγώ αντιστέκομαι στα συναισθήματα. Τα συναισθήματα αποβλακώνουν γιατί σε κάνουν αδύναμο.

ΕΥΑ στον προϊστάμενο: Μα εγώ σ’ αγαπάω! Δεν αντιστέκομαι.

ΝΟΡΑ: Αυτό το περιβάλλον πάντως δεν είναι κατάλληλο να εγείρει συναισθήματα.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Όταν κανείς αγαπάει, αδιαφορεί για το περιβάλλον. Μόνο η αγάπη μετράει.

ΝΟΡΑ: Στον φυσιολογικό ερωτικό βίο η αξία της γυναίκας καθορίζεται από τη σεξουαλική ακεραιότητά του και μειώνεται από κάθε προσέγγιση του χαρακτήρα της ιερόδουλης.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Πάλι δεν κατάλαβα, Νόρα, δεν πρέπει να μου μιλάς έτσι! Είναι ταπεινωτικό για  έναν ερωτευμένο άντρα.

ΕΥΑ: Μπορεί αυτό το περιβάλλον να καταρρεύσει, η αγάπη όμως δεν θα έχει καν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Αυτό το έχω καταλάβει, και μ’ ενοχλεί πάρα πολύ.

ΕΥΑ: Σ’ αγαπάω!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Εγώ δεν σε θέλω, θέλω τη Νόρα.

ΝΟΡΑ: Εγώ δε σ’ αγαπάω καθόλου.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Αυτό το πιστεύεις μόνο και μόνο γιατί δεν ξέρεις πώς είναι να μ’ αγαπάει κανείς.

 

4

Η Νόρα σκουπίζει το πάτωμα της αίθουσας εργοστασίου, ο προϊστάμενος κάθεται και την κοιτάζει, πού και πού την πιάνει, όμως η Νόρα συνέχεια τραβιέται. Έρχεται και η γραμματέας.  

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Έχω να σας κάνω μια ανακοίνωση: ο κύριος προσωπάρχης μας αύριο το απόγευμα θα ξεναγήσει στην επιχείρησή μας κάποιους κυρίους ενός φιλικά διακείμενου ομίλου εταιριών. Σήμερα, δεδομένου ότι είστε γυναίκα, θα σχολάσετε μία ώρα νωρίτερα για να συγυρίσετε. Μην ξεχάσετε τις τουαλέτες, παρακαλώ.

ΝΟΡΑ: Μα αφού συγυρίζω όλη την μέρα!

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Επιπλέον, η διεύθυνση επιθυμεί να ετοιμάσετε ένα μικρό καλλιτεχνικό πρόγραμμα αντί χαιρετισμού. Εσείς, κυρία Χέλμερ, πρέπει, όπως με ενημέρωσαν, να έχετε μια κλίση σε τέτοια πράγματα, την οποία ίσως περιέγραφε κανείς καλύτερα με τη λέξη πείρα. Υποτίθεται ήσαστε παλαιότερα σε κύκλους στους οποίους η τέχνη σήμαινε κάτι, πράγμα το οποίο αποσπασματικά διακρίνει κανείς ακόμη πάνω σας. Οπότε παρακαλώ: ένα δυο τραγούδια με μικτή χορωδία χωρίς ορχήστρα, περίπου όπως στη γιορτή της επιχείρησης πέρυσι, κατόπιν ίσως ένα χορευτικό εμβόλιμο, ξέρετε καλά εσείς.

ΝΟΡΑ: Κι εσείς γυναίκα δεν είστε... ;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Φυσικά. Δεν φαίνεται;

ΝΟΡΑ: Γιατί δεν φαίνεστε τότε για γυναίκα, γιατί δεν είστε χαρωπή; Γιατί φαίνεστε σοβαρή;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Όταν είναι κανείς γραμματέας διευθύνσεως δεν έχει ανάγκη να φέρει διαρκώς ένα μειδίαμα στα χείλη, διότι οι συνθήκες της ζωής του και δίχως αυτό ωραίες είναι.

ΝΟΡΑ: Δεν αισθάνεστε δηλαδή να σας συνδέει τίποτα μαζί μου;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Εμάς το πολύ-πολύ να μας συνδέουν οι πόνοι της γέννας, όταν κάνουμε παιδί. Αν και εγώ αυτούς τους πόνους μάλλον θα τους ένιωθα  πιο έντονα. Η γραμματέας φεύγει.

ΝΟΡΑ: Θα μπορούσα να χορέψω ταραντέλα αύριο. Αυτή μου δίδαξε ο σύζυγός μου.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Μη χορέψεις ταραντέλα! Θα μεγαλώσεις έτσι την απόσταση μεταξύ μας χωρίς λόγο.

ΝΟΡΑ: Αν μπορούσε κάποια άλλη εκτός από μένα να χορέψει ταραντέλα, σίγουρα θα χόρευε κι εκείνη. Εκτός από εμένα όμως καμία δεν μπορεί να παρουσιάσει κάτι.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Μα η χορωδία του εργοστασίου είναι ένα σχεδόν επαγγελματικό σχήμα!

ΝΟΡΑ: Αφού χορέψω αύριο, θα φύγω αθόρυβα από τη ζωή σου. Τώρα που έχουν περάσει πάλι κάποιες εβδομάδες, νιώθω μέσα μου ένα αγκάθι, που μου λέει ότι δεν μπορώ να είμαι άλλο δίχως τα παιδιά μου. Αυτή η μακρόχρονη δοκιμασία μ’ έκανε να το καταλάβω.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, Νόρα! Δεν μπορείς να φύγεις! Η δουλειά δεν είναι πάντα πόνος ή δοκιμασία.

ΝΟΡΑ: Εγώ έχω φτάσει στα όριά μου.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Αν χορέψεις, θα προβληθείς τόσο πολύ σε σχέση με μένα, και το φόντο, δηλαδή εμένα, ο άλλος δεν θα το βλέπει πια.

ΝΟΡΑ: Δεν αντέχω πια εδώ. Πρέπει να πάω σ’ ένα περιβάλλον όπου με περιμένουν τα παιδιά μου. Μόνο για τα μικρά μου θέλω πια τώρα να ζω και έτσι τα λάθη μου να επανορθώσω.

[…]

6

Αίθουσα εργοστασίου. Είναι καθαρή, συγυρισμένη και στολισμένη κάπως πρωτόγονα με γιρλάντες, λαμπιόνια, λουλούδια, κλαδάκια κ.λπ. Στο βάθος ίσως δύο τρία τραπέζια, στρωμένα για το εορταστικό γεύμα των εργατών. Στο προσκήνιο η Νόρα εξασκείται στην ταραντέλα. Χορεύει. Μετά από λίγο έρχεται ο προσωπάρχης.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Τι δουλειά έχετε εδώ τόσο νωρίς;

ΝΟΡΑ: Μετά δεν θα μπορώ να χορέψω, αν δεν έχω κάνει προηγουμένως μια γενική πρόβα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Όχι τόσο μανιασμένα. Αυξήστε καλύτερα την απόδοσή σας στην παραγωγή.

ΝΟΡΑ: Έτσι ακριβώς πρέπει να χορεύεται. Χορεύει όλο και πιο έξαλλα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Οι κινήσεις σας θα μπορούσαν να γίνουν λίγο πιο αισθησιακές.

ΝΟΡΑ: Δεν βρίσκομαι σε νυχτερινό κέντρο, ούτε σε καμπαρέ. Είμαι ιδιωτικά εδώ και κάνω μια χάρη στους συναδέλφους μου.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Από τη στιγμή που χορεύετε εδώ, δεν κάνετε χάρη στους συναδέλφους σας αλλά στην εταιρία.

ΝΟΡΑ: Το ίδιο κάνει! Η συνεργασία είναι που μετράει.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Χορεύετε πολύ ξεκαυλωτικά.

ΝΟΡΑ λαχανιασμένα: Η καύλα, η πορνογραφία είναι μια πράξη θανάτωσης της γυναίκας, ενώ οι σύνδεσμοι των αντρών ανέκαθεν καθαγιάζονταν με την ατίμωση των γυναικών. Αυτό είναι ένα τυπικό διατήρησης της πατριαρχικής κυριαρχίας, τίποτε άλλο.  Παύση. Χορεύει.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Πώς αρπάζεστε πάντα για τα πιο απλά πράγματα.

ΝΟΡΑ λαχανιασμένα: Ο σύζυγός μου το αποκαλούσε απρέπεια όταν χόρευα πολύ έξαλλα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Ο σύζυγός σας σάς πλήρωνε; Τα βλέπετε; Εμείς αντίθετα σας πληρώνουμε καλά.

ΝΟΡΑ: Όχι για πολύ ακόμα! Σύντομα θα επιστρέψω στο δικό μου κοινωνικό περιβάλλον, που μου ταιριάζει καλύτερα.

Στο βάθος εμφανίζεται ο Βάυγκανγκ, κοντοστέκεται απότομα και παρατηρεί, απαρατήρητος ο ίδιος, τη Νόρα να χορεύει. Η Νόρα χορεύει όλο και πιο έξαλλα, παρεμβάλλει κάποια ακροβατικά τρικ, κάνει τη μεγάλη γέφυρα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ: Σταματήστε, και μόνο που σας βλέπω ζαλίζομαι!

Η Νόρα συνεχίζει να χορεύει.

Θα σπάσετε τίποτα!

Η Νόρα συνεχίζει να χορεύει. Ο Βάυγκανγκ έρχεται επιτέλους μπροστά και με μια κίνηση του χεριού διώχνει τον Προσωπάρχη, ο οποίος κάνει μια βαθιά υπόκλιση. Ο Προσωπάρχης φεύγει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Θεέ μου, τι θεσπέσιο γυναικείο κορμί! Αν δεν υπήρχαν τέτοια κορμιά στη ζωή μας, δεν θα ξανανιώναμε ποτέ.

ΝΟΡΑ δεν τον έχει προσέξει ακόμη: Θέλω να κάνω άλλη μια φορά την κίνηση όπως μου τη δίδαξε ο σύζυγός μου, αισθησιακά, αλλά όχι πολύ αισθησιακά.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ σιγά: Ό,τι είναι πολύ έξαλλο ή πολύ γρήγορο για άλλους, για μένα είναι ό,τι πρέπει. Αυτό που μια κάπως ασήμαντη και δειλή φύση τη φοβίζει και κάνει πίσω, εμένα με τραβάει μ’ έναν τρόπο μαγικό.

Η Νόρα συνεχίζει να χορεύει, ξαφνικά προσέχει τον Βάυγκανγκ και τρομάζει.

ΝΟΡΑ: Ποιος είστε εσείς; Μετά από μια μικρή παύση συνεχίζει να χορεύει. Ο Βάυγκανγκ σωπαίνει. Νιώθω ότι δεν ενδιαφέρεστε μόνο για το σώμα μου αλλά και για την ψυχή μου. Το ένιωσα αμέσως. Κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί για την ψυχή μου εδώ και πολύ καιρό.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Αισθάνομαι σαν να με χτύπησε κεραυνός. Τι μου συμβαίνει;

ΝΟΡΑ χορεύοντας: Ψέματα, είναι μία συνήχηση του κορμιού και αυτού που είναι μέσα στο κορμί;! Τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας ελάχιστα το προσέχουν πολλοί άντρες.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Εγώ είμαι απόλυτα ικανός για μια σφαιρική θεώρηση. Ξαφνικά είναι σαν να με διαπερνά ένα βέλος. Δεν είναι η ατιμωτική αποκήρυξη των όπλων στη Συνθήκη των  Βερσαλλιών, είσαι εσύ.

ΝΟΡΑ: Ακριβώς! Δεν κάνει να χωρίζει κανείς το σώμα απ’ το κεφάλι.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Τι συντελείται ξαφνικά εντός μου; Λες να ’ναι κάτι σαν συναίσθημα, που προ πολλού το πίστευα θαμμένο;

ΝΟΡΑ: Όταν κάτι τόσο δυνατό τον κυριεύει τον άλλον, δεν πρέπει ν’ αντιστέκεται.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Έχω κι εγώ επιτέλους δικαίωμα στην προσωπική ζωή.

ΝΟΡΑ: Μπορώ να σας αφιερώσω αυτόν το σεμνό χορό; Χορεύει συνεχώς, τώρα του ρίχνει το φουλάρι της σαν σε ταυρομαχία.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Το σηκώνω και αναλαμβάνω συγχρόνως μια ιερή υποχρέωση. Τώρα θα χορέψετε για μένα; Μόνο για μένα;

ΝΟΡΑ: Τον κόσμο γύρω μου θα τον ξεχάσω και θα χορέψω μόνο για σας. Είστε ένας ξένος άνθρωπος κι όμως μου φαίνεστε τόσο κοντινός και οικείος. Εκείνος ο κεραυνός με χτύπησε ξαφνικά κι μένα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Οι κεραυνοί έγιναν πολλοί.

ΝΟΡΑ: Με κοιτάτε ξαφνικά με ένα ίχνος πονηριάς στις σκέψεις σας. Εγώ όμως δεν τ’ αποκρούω αυτά τα βλέμματα όπως άλλοτε, παρά με κάνουνε κι ανατριχιάζω. Έρχομαι αντιμέτωπη με κάτι καινούργιο.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Δεν επιτρέπεται να θαυμάζω το καινούριο μου, το πιο ακριβό μου απόκτημα;

ΝΟΡΑ: Ελπίζω να έχετε και αποκτήματα πολύ πιο ακριβά!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Εννοείται. Αλλά αυτά χάνουν την αξία τους αν συγκριθούν μαζί σου.

ΝΟΡΑ: Αυτά είναι λόγια που κάνουν μια γυναίκα ν’ ανθίσει σα λουλούδι. Λόγια που τα ’χω στερηθεί πολύ καιρό. Έρχεται πιο κοντά του χορεύοντας. Ξαφνικά κολλάει επάνω του.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Έχεις ακόμα την ταραντέλα στο αίμα σου, βλέπω. Κι αυτό σε κάνει ακόμα πιο ελκυστική.

ΝΟΡΑ απομακρύνεται για να χορέψει: Θα προσπαθήσω μια τελευταία φορά να ξεφύγω από αυτά τα αόρατα νήματα. Ας μη μιλάμε, σε παρακαλώ! Ας μείνουμε κι οι δυο μας σιωπηλοί. Πέφτει στην αγκαλιά του Βάυγκανγκ. Αυτή η γούνα μού θυμίζει κάτι που το ’χω στερηθεί πολύ καιρό. Τώρα θα σπάσω όλους τους φραγμούς. Και το εργοστάσιο αυτό είναι ένας φραγμός για μένα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Πώς σε λένε;

ΝΟΡΑ: Νόρα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Όπως την ηρωίδα στο θεατρικό έργο του Ίψεν;

ΝΟΡΑ: Πόσα ξέρετε εσείς... Είστε τόσο δυνατός!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Μπροστά σ’ ένα δυνατό συναίσθημα ακόμη κι ένας άντρας μπορεί να τρομάξει. Εσείς δεν είστε μια συνηθισμένη εργάτρια. Εσείς είστε κάτι εντελώς διαφορετικό.

ΝΟΡΑ: Η καταγωγή μου δεν είναι μυστικό, ακόμα κι αν είμαι πλάσμα μυστηριώδες. Προέρχομαι από καλύτερο περιβάλλον.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ένας αιφνίδιος τρόμος με κυριεύει.

ΝΟΡΑ: Εγώ τρομάζω πιο πολύ από σένα γιατί τα συναισθήματα είναι πιο γυναικεία.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Εγώ θα σε πάρω από ’δω μέσα. Ο επιχειρηματίας δεν είναι ο κακός ο λύκος, όπως τον βλέπει η κοινή γνώμη. Στο κάτω κάτω, τα κέρδη μου είναι λιγότερα από τους τόκους που θα απέφερε το προσωπικό μου κεφάλαιο.

ΝΟΡΑ: Παρατηρώ στο πρόσωπό σου μια αμείλικτη σκληρότητα να εναλλάσσεται με μια απίστευτη τρυφερότητα. Αυτή η εναλλαγή με γοητεύει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Όταν σε είδα στην ταραντέλα να γίνεσαι κυνηγός και δόλωμα, το αίμα μου άρχισε να βράζει.

ΝΟΡΑ: Το βλέμμα σου μού καίει το δέρμα! Με γδύνει κυριολεκτικά. Με δυσκολία κρατιέμαι. Ένα δυνατό ρεύμα με τραβάει πάνω σου.

Στο βάθος εμφανίζονται οι εργάτριες με εορταστική αμφίεση και παίρνουν τις θέσεις τους για τη χορωδία. Πιο πίσω και ένας δύο άντρες εργάτες για τις μπάσες φωνές. Κάθονται εκεί ακίνητοι και περιμένουν τη σειρά τους.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης: Εκείνο το ποσό, κατά το οποίο ο τοκισμός του προσωπικού κεφαλαίου υπερβαίνει την τρέχουσα απόδοση της αγοράς για μακροπρόθεσμα χρηματικά δάνεια. Αυτή είναι η επιδότηση για το ρίσκο της αποτυχίας που παίρνω και η ανταμοιβή για τον κίνδυνο να μου μείνουν αμανάτι τα εμπορεύματά μου.

ΝΟΡΑ: Με λόγια σαν κι αυτά, το σώμα μου παραλύει. Τώρα θα γείρω αμέσως προς τα πίσω μέχρι το κεφάλι μου ν’ ακουμπήσει σχεδόν το πάτωμα. Το κάνει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Εσύ χορεύεις λες κι είναι θέμα ζωής και θανάτου. Το θέμα είμαι εγώ, έτσι δεν είναι;!

ΝΟΡΑ: Θα κάνω μια ρόδα και ένα σπαγκάτο για φινάλε. Σηκώνομαι πάλι στενάζοντας, κουρασμένη αλλά ευτυχισμένη.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Δεν μπορώ άλλο ν’ αποφεύγω τα συναισθήματά μου.

Αγκαλιάζονται. Οι εργάτες αρχίζουν να σιγοτραγουδούν. Ο προϊστάμενος δεν κρατιέται άλλο, βγαίνει απ’ τη χορωδία και ορμά στη Νόρα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ:Νόρα, έλα σε μένα!

ΝΟΡΑ: Δεν μπορώ πια να λέω όχι. Λέω ναι!

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ταρακουνά τη Νόρα: Νόρα, δεν μπορείς να φύγεις έτσι απλά! Αυτόν ούτε που τον ξέρεις!

ΝΟΡΑ δεν του δίνει σημασία: Θα υποκύψω σ’ αυτή την έλξη.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ δεν δίνει σημασία στον προϊστάμενο: Σ’ ευχαριστώ. Εγώ θα σε φροντίζω.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Πρέπει να μείνεις μαζί μου, Νόρα! Δεν μπορείς να φύγεις μ’ έναν ξένο.

ΝΟΡΑ  στον προϊστάμενο: Ένας άντρας πρέπει να μάθει να κάνει πίσω μπροστά στον πιο δυνατό. Αυτά τα έχει ρυθμίσει τόσο σοφά η φύση.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Μη φεύγεις, Νόρα! Εγώ θα μπορέσω σίγουρα να σε πάρω από δω μέσα! Θα κάνω σεμινάρια για να εκμεταλλευτώ τις ευκαιρίες προαγωγής.

ΝΟΡΑ: Ασπάσου επιτέλους την άποψη ότι κι οι άντρες μπορούν να έχουν αισθήματα.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Μα εγώ δεν μπορώ να πάω κόντρα στα αισθήματά μου!

ΝΟΡΑ: Τον αγαπάω.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Μόνο τα λεφτά του αγαπάς!

ΝΟΡΑ: Την πρώτη φορά τα λεφτά ήταν η πτώση μου, τη δεύτερη θα είναι η άνοδός μου. Τα λεφτά θέλω να τα κρατήσω έξω απ’ την αγάπη μου.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Φεύγουμε αγάπη μου; Θα σε συνοδέψω αμέσως στη λιμουζίνα μου. Μας περιμένει.

ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Κι αν δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, Νόρα;

ΝΟΡΑ: Η ζωή συνεχίζεται.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Έλα! Έχουμε μπροστά μας μια αιωνιότητα.

ΠΡΟΣΩΠΑΡΧΗΣ ντροπαλά: Έχουμε κι ένα μικρό καλλιτεχνικό πρόγραμμα...

Ο Βάυγκανγκ και η Νόρα στέκονται αγκαλιασμένοι, ενώ οι εργάτες ακόμα σιγοτραγουδούν τις  πρώτες νότες.

ΝΟΡΑ: Αχ ναι, σε παρακαλώ, αγάπη μου! Πρέπει να τραγουδήσω το σόλο για σοπράνο! Δώσ’ μου αυτή τη χαρά!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Αν η σκανταλιάρα μελισσούλα μου θέλει οπωσδήποτε...

ΝΟΡΑ: Ω, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ... Χαριτωμένα, πηδάω γρήγορα μ’ ενωμένα τα πόδια ψηλά στον αέρα. Το κάνει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ε, τότε ειλικρινά δεν μπορώ να πω όχι. Αυτοί είναι εντελώς καινούργιοι ήχοι στη ζωή μου.

Η Νόρα πηγαίνει στη μέση της χορωδίας και τραγουδά μαζί με τους άλλους ένα βαλς που μιμείται τον ήχο της καμπάνας, μπιμ μπαμ, μπιμ μπαμ. Ενώ οι εργάτες  τραγουδούν

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Στην οικονομία, δεν δρουν οι φυσικές δυνάμεις με τις νομοτελειακές τους συνέπειες, αλλά άνθρωποι με ψυχή. Έχουν ανάγκη από αρχές να τους καθοδηγούν και να επιβάλλουν την τάξη, ώστε να μην επέλθουν το χάος και η αναρχία.

Σιγά σιγά η σκηνή σκοτεινιάζει. Η χορωδία συνεχίζει να τραγουδά μες στο σκοτάδι: «Oh, wie wohl ist mir am Abend» - Κανόνας.


[…]

9

Στο πολυτελές μπουντουάρ της Νόρας. Η Άννα-Μαρία συγυρίζει. Η Νόρα μπαίνει χορεύοντας, φοράει ένα κομψό νεγκλιζέ.

ΝΟΡΑ: Αχ, υπέροχα θα ’ναι, Άννα-Μαρία, το βλέπω!

ΑΝΝΑ: Επιτέλους μπορεί η κυρά μου η Νόρα να στραφεί και πάλι στον αρχικό της προορισμό! Εγώ πάντα το έλεγα: τον άντρα τον χάνει κανείς, αλλά τα παιδιά τού μένουν.

ΝΟΡΑ: Αυτόν τον άντρα δεν θα τον χάσω, καλή μου Άννα-Μαρία!

ΑΝΝΑ: Θα χαρούν για τα καλά, που θα έχουν και πάλι τη μανούλα τους. Δεν τολμάω καν να το σκεφτώ, αλλά, Νόρα, αν όπου να ’ναι αισθανόσασταν μέσα σας έναν καρπό στην κοιλιά σας...; Αν αισθανόσασταν για τέταρτη φορά μητέρα...;

ΝΟΡΑ: Μόλις τώρα έγινα καλά καλά γυναίκα, τώρα θέλω να το απολαύσω κι όχι να κάνω αμέσως κι άλλο παιδί...

ΑΝΝΑ: Μια γυναίκα δεν κάνει να μιλάει έτσι, είν’ αμαρτία για τα παιδιά...

ΝΟΡΑ: Αχ, Άννα-Μαρία, εσύ δεν τα καταλαβαίνεις αυτά, δεν ήσουν ποτέ ολοκληρωμένη γυναίκα, όπως είμαι τώρα εγώ.

ΑΝΝΑ: Όταν μια γυναίκα αγαπάει, δεν πρέπει να φοβάται να φτάσει μέχρις εσχάτων, να χαρίσει δηλαδή ένα παιδάκι στον άντρα που αγαπάει. Εμείς οι γυναίκες όλες ίδιες είμαστε όταν αγαπάμε!

ΝΟΡΑ: Καλά, πήγαινε τώρα, Άννα-Μαρία, νομίζω πως έρχεται ο κύριος!

Μπαίνει ο Βάυγκανγκ, η Άννα-Μαρία βγαίνει, η Νόρα πέφτει στην αγκαλιά του Βάυγκανγκ.

ΝΟΡΑ: Αγάπη μου, πως δυναμώνει μέσα μου συνεχώς το αίσθημα της αγάπης! Ο τρόμος μπροστά στο μέγεθος αυτού του συναισθήματος με κάνει να νιώθω γυναίκα μέχρις εσχάτων!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Δεν πρέπει να τρομάζεις, μικρό μου! Αν είναι να τρομάζεις από τώρα, καλύτερα να τρομάζεις με τα γηρατειά που σου ’ρχονται.

ΝΟΡΑ: Η αγάπη μου κάνει κάτι αστεία... Καμιά φορά έρχονται και στον άντρα και στη γυναίκα μαζί, καμιά φορά μόνο σ’ έναν απ’ αυτούς. Όταν έρχονται μόνο στη γυναίκα, είναι άσχημο, γιατί οι γυναίκες τα ξεπερνούν πολύ πιο δύσκολα αυτά.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Εσένα η ευθυμία σου βγαίνει από μέσα σου. Στις γυναίκες το μέσα τους είναι συνήθως πολύ βαθύ, ενώ οι άντρες καμιά φορά μπορεί να είναι ρηχοί, κούφιοι κι επίπεδοι. Η ζωή τους ισοπεδώνει πιο πολύ τους άντρες, επειδή αγαπάνε πιο δυνατά απ’ τις γυναίκες.

ΝΟΡΑ:Το μικρό κορίτσι κοιτάζει λαχανιασμένο την πόρτα και ρωτά τι ωραίο παιχνίδι θα παίξουμε σήμερα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Σε μια γυναίκα το μέσα και το έξω μετράνε το ίδιο.

ΝΟΡΑ: Κοιτάζω την εξώπορτα σαν να ζητώ κάτι, και ρωτώ: Δεν θα βγούμε σήμερα; Σ’ ένα λεπτό έχω ντυθεί.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Όχι, σήμερα όχι. Σήμερα πρέπει να μιλήσω σοβαρά και μια φορά με το μικρό μου το κορίτσι.

ΝΟΡΑ: Αααααα, ελαφρώς προσβεβλημένη χτυπώ το πόδι κάτω και περιστρέφομαι μια φορά  γύρω απ’ τον άξονά μου, κοιτάζοντάς σε όμως περιπαιχτικά από κάτω προς τα πάνω, για να δείξω ότι δεν το ’χω πάρει τόσο σοβαρά όσο φαίνεται.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Έλα, έλα, δεν πρέπει να κρεμά αμέσως τα φτερά η καρδερίνα μου.

ΝΟΡΑ: Χτυπώ τη μικρή μου τη γροθιά στο τραπέζι, αλλά μέσα απ’ τα ξεχτένιστα μπουκλάκια των μαλλιών μου κοιτάζω ψηλά προς εσένα, με μια ανάμειξη ελαφρού φόβου, ανήσυχης απορίας και γλυκιάς βεβαιότητας ότι θα μ’ αγαπήσεις.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Έπειτα απ’ όλους αυτούς τους πολλούς, πολλούς μήνες, έρχεται η σοβαρή πλευρά της ζωής.

ΝΟΡΑ: Ναι, γιατί η αγάπη μας έχει γίνει τώρα πιο βαθιά και πιο ώριμη. Γιατί μπροστά σ’ ένα τέτοιο συναίσθημα γίνεται κανείς ταπεινός και σοβαρός.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ξόδεψε λεφτά πάλι το ξεπουπουλίνι μου;

ΝΟΡΑ: Μέσα στη σοβαρότητα πέφτει κεραυνός το καλαμπούρι. Απελευθερωμένη απ’ τα δεσμά μου χορεύω μέσα στο δωμάτιο γύρω γύρω και κάνω τα φαρδιά μανίκια του νεγκλιζέ μου ν’ ανεμίζουν.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Αχ, δεν έχω καθόλου κέφι σήμερα, καρδιά μου.

ΝΟΡΑ: Και γρήγορα μια διπλή πιρουέτα – την κάνει – για φινάλε, κι έτοιμη! Τι ωραία που στην αγάπη δεν υπάρχει δικό μου και δικό σου, μόνο δικό μας!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ:Δυστυχώς υπάρχει ένα ισχυρό δικό μου.

ΝΟΡΑ: Εμένα ποτέ δεν μ’ ένοιαξε το δικό μου, πάντα μόνο το δικό σου!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Το κεφάλαιο είναι το μόνο που νοιάζεται διαρκώς για τον πολλαπλασιασμό του και συγχρόνως δεν έχει καμία απώλεια ομορφιάς, ενώ οι γυναίκες, που επιδιώκουν με ζήλο τον πολλαπλασιασμό τους, συχνά βλάπτουν την εμφάνισή τους.

ΝΟΡΑ: Μα εγώ δεν σκοπεύω να αφήσω να χαλάσει η εμφάνισή μου.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Θα μπορούσε η καρδερίνα μου να αναλάβει ευθύνη; Να γίνει αληθινός σύντροφος για μένα; Ο τύπος της συντρόφου είναι ένα είδος γυναίκας που σιγά σιγά αρχίζει και γίνεται μοντέρνα.

ΝΟΡΑ:  Εγώ όμως είμαι μάλλον μια παλιομοδίτικη γυναίκα, που μένει ένα βήμα πίσω από τον άντρα, για να φαίνεται εκείνος πιο πολύ.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ε, τότε να τ’ αφήσω...

ΝΟΡΑ: Όχι, πες το, πες το!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ασ’ το καλύτερα! Ίσως πρέπει να κοιτάξω να βρω έναν συνέταιρο...

ΝΟΡΑ: Πες το! Πες το! Τώρα θα κάνω και μια τέλεια αραμπέσκ. Την κάνει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ο καπιταλιστής μπορεί απ’ τα λεφτά του να βγάλει κι άλλα λεφτά χωρίς να παράγει.

ΝΟΡΑ: ...αν τα μοιραστεί όλα τίμια μαζί μου, χαρές και λύπες, πράγμα που θα του επιστραφεί πάλι διπλά σε αγάπη, χα χα!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Η καρδερίνα μου θα σκάσει απ’ τα γέλια.

ΝΟΡΑ: Πρέπει να είσαι στήριγμα στην επαγγελματική ζωή του άντρα, αλλά καλύτερα να έχεις έναν άντρα που δεν χρειάζεται στήριγμα στην επαγγελματική του ζωή, έναν άντρα που επαγγέλλεται μόνος του.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Είναι πολύ μεγάλη δουλειά, Νόρα. Γι’ αυτό και είμαι ασυνήθιστα σοβαρός και όλο υπονοούμενα.

ΝΟΡΑ: Μια τέτοια σοβαρότητα όλο υπονοούμενα είναι σαν σφυρί. Νιώθει κανείς τόσο ασφαλής κάτω απ’ αυτό.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Ξέρεις ο Χέλμερ, ο πρώην άντρας σου, είναι εμπλεκόμενος.

ΝΟΡΑ γελάει δύσπιστα: Μη μου πεις!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Το κεφάλαιο μπορεί και ν’ αναπτύσσει τους δικούς του νόμους και ν’ αβγατίζει.

ΝΟΡΑ απότομα και σοβαρά: Δεν με συνδέουν και τόσο φιλικά αισθήματα με τον Χέλμερ, όπως ξέρεις.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Και δεν θα μπορούσες να υπερβείς τον εαυτό σου και να ξεπεράσεις αυτά τα παιδιάστικα αισθήματα;

ΝΟΡΑ: Τι;

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Πρόκειται για μια σπέκουλα τεραστίων διαστάσεων.

ΝΟΡΑ: Έλεος μ’ αυτήν την επιπολαιότητά σου! Αν δεν σας βάζαμε φρένο εμείς οι γυναίκες... με τα χεράκια μας...

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Πρέπει να τον καταφέρω να κάνει ό,τι θέλω εγώ. Εκείνος όμως πρέπει να νομίζει ότι εγώ κάνω ό,τι θέλει αυτός.

ΝΟΡΑ: Εγώ είμαι μια αδύναμη γυναίκα, που τίποτα δεν μπορώ να κάνω του χεριού μου.  Είμαι όμως του χεριού σου.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Τα σωματικά ειδικά σου προσόντα που κάποτε κέρδισαν εμένα, μπορούν να κερδίσουν κι άλλους...

ΝΟΡΑ: Φτου σου, κτήνος!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Στο κάτω κάτω κάτι έχω επενδύσει σ’ εσένα. Ως επένδυση περιγράφεται ένα σύνολο αγαθών, τα οποία όλα ανεξαιρέτως έχουν μόνο ένα κοινό σημείο: εμμέσως δεν εξαντλούνται.

ΝΟΡΑ: Εσύ όμως με εξάντλησες, κτήνος! Και τι ωραία που ήταν! Θα κάνω τα πάντα για σένα, τα πάντα εκτός από ένα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Οι γενναιόδωροι άνθρωποι σαν κι εμάς το ένα δεν το βλέπουν ως φραγμό, αλλά ως απουσία φραγμών.

ΝΟΡΑ: Θα γείρω προς τα πίσω όπως όταν προβάλλω αντίσταση. Το κάνει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Οι παιδούλες σαν κι εσένα συχνά δίνονται σε άλλα άτομα, χωρίς να χαλάνε την εικόνα της παιδούλας. Κάνουν μάλιστα τους άλλους ανθρώπους να εξαρτώνται τόσο απ’ αυτές, που μετά συχνά τινάζουν τα μυαλά τους στον αέρα.

ΝΟΡΑ: Φτου σου! Πώς μπορείς να μιλάς τόσο αηδιαστικά!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Δεν μου μένει καμία άλλη επιλογή. Αλλιώς θα κολλήσουν οι αγοραπωλησίες, το εμπόριο, η ζωή.

ΝΟΡΑ: Και σε μια παιδούλα μπορεί κάτι να σπάσει μέσα της.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Όσο κρατάει το μουνί...

ΝΟΡΑ: Κτήνος! Φωνάζω: σταμάτα! Καλύπτω το πρόσωπό μου με τα χέρια και κοιτάζω ερωτηματικά μέσα απ’ τα δάχτυλα, πρόθυμη, με την πρώτη υπόνοια ενός χαμόγελου εκ μέρους σου, ν’ αρχίσω να χοροπηδώ πάλι χαρούμενη μες στο δωμάτιο και να φωνάξω: Πρωταπριλιά! Πρωταπριλιά! Το κάνει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Εμένα με πονάει πιο πολύ.

ΝΟΡΑ: Ε, τότε μην πονάς τον εαυτό σου.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Καμιά φορά πρέπει κανείς να πληγώνει ο ίδιος τον εαυτό του συνειδητά. Καμιά φορά οι γυναίκες, όταν τις πληγώνει πολύ ένας άντρας, βλέπουν σ’ αυτό μια απόδειξη της αγάπης του. Επειδή ο ίδιος πληγώνεται ακόμα πιο πολύ μ’ αυτό.

ΝΟΡΑ: Μη μου πεις!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Πώς το λέμε εκείνο το τρελό πετούμενο που όλο ξοδεύει;

ΝΟΡΑ: Ξεπουπουλίνι. Αρχίζει να καταλαβαίνει.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Το μότο για τις επόμενες εβδομάδες: Να μην ξοδεύεις σαν το ξεπουπουλίνι, αλλά να δίνεις εσύ η ίδια.

ΝΟΡΑ: Μα έδωσα τόσα πολλά: ...τον εαυτό μου δηλαδή!

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Κι εγώ έδωσα πολλά: τον εαυτό μου και την προστιθέμενη αξία.

ΝΟΡΑ: Δεν μπορείς να το απαιτείς αυτό από μένα.

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Αν το μικρό σου το κτήνος σού ζήταγε κάτι μ’ όλη του την καρδιά...

ΝΟΡΑ: Τότε;

ΒΑΫΓΚΑΝΓΚ: Το κτήνος σου θα χοροπηδούσε και θα σου έκανε όλο χαρές και γλύκες, αν εσύ ήσουν ευγενική και υπάκουη. Από το σημείο αυτό η Νόρα σωπαίνει, ο Βάυγκανγκ λέει και τα δικά της λόγια, αλλάζοντας τη φωνή του:

  Θα το ’κανες τότε;

  Πρώτα πρέπει να ξέρω φυσικά περί τίνος πρόκειται.

  Έχει να κάνει με μια σιδηροδρομική γραμμή, όπως στο έργο Τα στηρίγματα της κοινωνίας. Επίσης του Ίψεν.

Σιδηροδρομική γραμμή; Τι σιδηροδρομική γραμμή;

Το θέμα είναι ότι... δεν μας ανήκουν ακόμα τα εν λόγω κτήματα.

Γιατί όχι;

Επειδή πρώτα πρέπει να τ’ αγοράσουμε!

Στην πραγματικότητα, δεν θα πρέπει κανείς να θέλει ν’ αγοράζει τίποτα, όταν έχει το σπουδαιότερο: την αγάπη. Κι αν ο κόσμος βουλιάξει, η αγάπη μας θα μείνει.

Ο κόσμος θα βουλιάξει, αφού πρώτα δημιουργηθεί με μια αγοραστική πράξη.

Πόσο λυπάμαι τους ανθρώπους που δουλεύουν τώρα εκεί, δεν έχει σημασία πού.

Όλο τους άλλους σκέφτεσαι, ενώ κανονικά θα έπρεπε να σκέφτεσαι μόνο εμένα.

Τις περισσότερες φορές, πάντως, μόνο εμάς σκέφτομαι.

Θα φτιάξουμε κάπου αλλού, δεν έχει σημασία πού, ένα καινούργιο οικισμό, που θα τον ονομάσουμε «συγκρότημα Νόρα Χέλμερ»... ευήλια, συμπαθητικά διαμερίσματα... οι πρώτες εντοιχισμένες κουζίνες στην ιστορία της ανέγερσης εργατικών κατοικιών... ίσως μάλιστα... δεν τολμώ να το πω, επειδή αυτό σημαίνει μια υπέρβαση... το συγκρότημα Νόρα Βάυγκανγκ! Το συγκρότημα Νόρα Βάυγκανγκ!

Άκουσα καλά, αγάπη μου; Ουσιαστικά, άκουσα μόνο τις δύο λέξεις Νόρα και Βάυγκανγκ.

Εγώ απαντάω: ναι, ίσως!

 Ω, αγάπη μου!

  Απαντώ πιο συγκεκριμένα: Ναι, ποιος ξέρει;! Δεν είναι λοιπόν και τόσο κακό αυτό που θέλω να κάνω;

Όχι. Και θέλεις πράγματι να σφραγίσεις με γάμο τον δεσμό μας;

Ενδεχομένως, ναι.

Ω, αγάπη μου, επιτέλους σου ανήκω ολοκληρωτικά.

Αυτό σημαίνει ιδιοκτησία, μικρή μου καρδερίνα. Αγκαλιάζει τη Νόρα, η οποία ωστόσο μένει μαρμαρωμένη. Αυτός την κοιτάζει χαμογελώντας πολλή ώρα, ύστερα βγαίνει.

[…]

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου – Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

Elfriede JelinekΗ παραπάνω μετάφραση επιλεγμένων σκηνών από το θεατρικό έργο της Elfriede Jelinek Τι συνέβη, αφότου η Νόρα εγκατέλειψε τον άντρα της ή Στηρίγματα των κοινωνιών (Was geschah, nachdem Nora ihren Mann verlassen hatte oder Stützen der Gesellschaften) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο “Φόρουμ Σύγχρονης Δραματουργίας 2009” που διοργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της UNESCO. Τη σκηνοθετική επιμέλεια είχε η Δήμητρα Κονδυλάκη και τη μουσική επιμέλεια ο Δημήτρης Καραλής. Διάβασαν οι ηθοποιοί: Νατάσα Νταϊλιάνη, Χρίστος Λύγκας, Χρύσα Καψούλη, Δέσποινα Παπάζογλου, Λεωνίδας Μαράκης και Χρήστος Βλάσσης.  Η παρούσα μορφή της μετάφρασης περιλαμβάνει αλλαγές που έγιναν στην πρωταρχική μορφή της και υιοθετήθηκαν έτσι όπως υπαγορεύτηκαν και κρίθηκαν αναγκαίες μέσα από τις πρόβες με όλους τους συντελεστές του αναλογίου. Ωστόσο, οι μεταφραστές αισθάνονται την υποχρέωση να σημειώσουν ότι ο  χαρακτηρισμός “ξεπουπουλίνι” είναι πνευματικό παιδί του Γεώργιου Κόντα. Οι παραπάνω σκηνές είναι ένα ενδεικτικό δείγμα του θεατρικού έργου Τι συνέβη, αφότου η Νόρα εγκατέλειψε τον άντρα της ή Στηρίγματα των κοινωνιών, το οποίο αποτελείται από 18 σκηνές. Το δεύτερο μέρος του τίτλου παραπέμπει στο θεατρικό έργο του Ίψεν Στηρίγματα της κοινωνίας, ωστόσο στα Γερμανικά μπορεί να διαβαστεί και “Στηρίγματα των εταιριών”. Η Elfriede Jelinek τιμήθηκε το 2004 με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.  Περιηγηθείτε στην προσωπική σελίδα της Elfriede Jelinek, διαβάστε για την Ελφρίντε Γέλινεκ στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα παρακάτω βιβλία της: Απληστία, Λαγνεία, Η πιανίστρια (στο οποίο βασίστηκε η κινηματογραφική ταινία Η δασκάλα του πιάνου του Αυστριακού Μίκαελ Χάινεκε) και Οι αποκλεισμένοι.   Επίσης, κυκλοφορεί το βιβλίο Εκ βαθέων (Συνομιλία με την Κατρίν Λεσέρ), ένα απόσπασμα του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.



LinkWithin

Related Posts with Thumbnails