Roberto Bolaño, Φυλαχτό
[Απόσπασμα]
[…]
Και έτσι έφτασα στο έτος 1968. Ή το έτος 1968 έφτασε σε μένα. Θα μπορούσα τώρα να πω ότι το προαισθάνθηκα. Θα μπορούσα τώρα να πω ότι είχα ένα βίαιο προαίσθημα και δεν με κατέλαβε εξαπίνης. Το προέβλεψα, το διαισθάνθηκα, το υποπτεύθηκα, το μυρίστηκα από το πρώτο λεπτό του Γενάρη- το μάντεψα και το διέβλεψα από τη στιγμή που κάηκε η πρώτη πινιάτα (και η τελευταία) του αθώα γιορτινού Γενάρη. Και σαν να μην έφτανε αυτό θα μπορούσα να πω ότι το μύρισα στα μπαρ και στα πάρκα τον Φλεβάρη ή τον Μάρτη του ’68, ένιωσα την απόκοσμη ηρεμία του στα βιβλιοπωλεία και στις καντίνες καθώς έτρωγα στο πόδι μια κρεατόπιτα στην οδό Σαν Ιλντεφόνσο, ατενίζοντας την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης της Σιένας και το μεξικανικό σούρουπο που στροβιλιζότανε σαν σε παραλήρημα, πριν η χρονιά του ’68 γίνει πραγματικά η χρονιά του ’68.
Αχ, με κάνει να γελάω η θύμησή του. Με κάνει να κλαίω! Κλαίω; Εγώ τα είδα όλα και την ίδια στιγμή δεν είδα τίποτα. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Εγώ είμαι η μητέρα όλων των ποιητών και δεν άφησα (ή δεν άφησε η μοίρα) να με ξεκάνει ο εφιάλτης. Τα δάκρυα τώρα κυλάνε στα γερασμένα μου μάγουλα. Εγώ ήμουν στη Σχολή εκείνη τη 18η του Σεπτέμβρη όταν ο στρατός καταπάτησε την αυτονομία και μπήκε στο Πανεπιστήμιο για να συλλάβει ή να σκοτώσει όλο τον κόσμο. Όχι. Στη Σχολή δεν είχε πολλούς νεκρούς. Ήταν στο Τλατελόκο. Αυτό το όνομα που θα μείνει στη μνήμη μας για πάντα! Αλλά εγώ ήμουν στη Σχολή όταν ο στρατός κι οι χωροφύλακες μπήκανε και πιάσανε όλο τον κόσμο. Πράγμα απίστευτο. Εγώ ήμουν στην τουαλέτα, στα αποχωρητήρια ενός ορόφου της Σχολής, του τέταρτου νομίζω, δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Και ήμουν καθισμένη στη λεκάνη, με τα παντελόνια κατεβασμένα, όπως λέει και το ποίημα ή το τραγούδι, διαβάζοντας αυτά τα εκλεκτά ποιήματα του Πέδρο Γκάρφιας που ήταν πια τότε ένα χρόνο πεθαμένος, ο μελαγχολικός δον Πέδρο, τόσο θλιμμένος για την Ισπανία και για τον κόσμο γενικά, θα μπορούσε άραγε να φανταστεί ότι θα τον διάβαζα στην τουαλέτα τη στιγμή ακριβώς που τα καθίκια οι χωροφύλακες μπουκάρανε στο Πανεπιστήμιο. Πιστεύω (και επιτρέψτε μου αυτή την παρεμβολή) ότι η ζωή είναι γεμάτη αινιγματικά πράγματα, μικρά συμβάντα που φτάνει μόνο μια επιδερμική επαφή, το βλέμμα μας, για να μετατραπούνε σε μια σειρά αίτια που ύστερα, υπό το πρίσμα του χρόνου, δεν γίνεται παρά να μας προκαλούν έκπληξη ή τρόμο. Πράγματι, χάρη στον Πέδρο Γκάρφιας, στα ποιήματα του Πέδρο Γκάφιας και το αθεράπευτο βίτσιο μου να διαβάζω στην τουαλέτα, ήμουν η τελευταία που κατάλαβε ότι οι χωροφύλακες είχαν μπουκάρει, ότι ο στρατός είχε καταπατήσει την πανεπιστημιακή αυτονομία και ότι ενώ οι κόρες (των ματιών) μου διέτρεχαν τους στίχους εκείνου του Ισπανού που πέθανε στην εξορία οι στρατιώτες κι οι χωροφύλακες συλλαμβάνανε και ψάχνανε και χτυπούσανε όποιον βρίσκανε μπροστά τους χωρίς να τους νοιάζει φύλο ή ηλικία, ιδιότητα ή θέση στον πολύπλοκο κόσμο της πανεπιστημιακής ιεραρχίας.
Ας πούμε ότι ένιωσα έναν πάταγο.
Έναν πάταγο μες στην ψυχή!
Και ας πούμε ότι μετά ο πάταγος όλο και μεγάλωνε και πως τότε εγώ πρόσεξα τι γινότανε, τ’ αφτί μου πήρε κάποιον να τραβάει το καζανάκι μιας κοντινής τουαλέτας, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα, βήματα στον διάδρομο και την οχλοβοή που ερχόταν από τους κήπους, απ’ αυτό το τόσο καλοφροντισμένο γρασίδι που περιβάλλει τη Σχολή όπως μια πράσινη θάλασσα ένα νησί πάντα ιδανικό για έρωτα και ερωτικές εξομολογήσεις. Και τότε η φούσκα της ποίησης του Πέδρο Γκάρφιας έκανε μπαμ και έκλεισα το βιβλίο και σηκώθηκα πάνω, τράβηξα το καζανάκι, άνοιξα την πόρτα, φώναξα δυνατά ένα σχόλιο, είπα ρε τι γίνεται απ’ έξω, αλλά κανείς δεν μου απάντησε, όσες ήταν στις τουαλέτες είχαν εξαφανιστεί, είπα «ρε δεν υπάρχει κανείς;», ξέροντας από πριν ότι κανείς δεν θα μου απαντούσε, δεν ξέρω αν γνωρίζετε την αίσθηση, μια αίσθηση ταινίας τρόμου, όχι όμως απ’ αυτές με τις χαζές γυναίκες αλλά απ’ αυτές που οι γυναίκες είναι έξυπνες και θαρραλέες ή που τουλάχιστον υπάρχει μια γυναίκα έξυπνη και θαρραλέα που ξαφνικά μένει μόνη της, που ξαφνικά μπαίνει σ’ ένα απομονωμένο κτίριο ή σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι και ρωτάει (γιατί δεν ξέρει ότι το μέρος είναι εγκαταλειμμένο) αν υπάρχει κανείς, υψώνει τη φωνή και ρωτάει, αν και στην πραγματικότητα ο τόνος στον οποίο κάνει την ερώτηση εμπεριέχει την απάντηση, αλλά αυτή ρωτάει, γιατί, γιατί βασικά είναι γυναίκα με ανατροφή και οι γυναίκες με ανατροφή δεν μπορούμε να φερθούμε αλλιώς σε όποια περίσταση και να μας ρίξει η ζωή, αυτή κάθεται ήσυχη ή ίσως προχωράει λίγο και ρωτάει και κανείς, φυσικά, δεν της απαντάει. Σαν αυτή τη γυναίκα ένιωσα κι εγώ, αν και δεν ξέρω πότε το κατάλαβα, τότε ή τώρα, και προχώρησα μερικά βήματα σαν να περπατούσα πάνω σ’ ένα τεράστιο κομμάτι πάγου. Και μετά έπλυνα τα χέρια μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, είδα μια ψηλή και αδύνατη μορφή με μερικές, έντονες πια, ρυτιδούλες στο πρόσωπο, τη θηλυκή εκδοχή του Δον Κιχώτη όπως μου έλεγε κάποτε ο Πέδρο Γκάρφιας, και μετά βγήκα στον διάδρομο, και εκεί κατάλαβα αμέσως ότι κάτι έτρεχε, ο διάδρομος ήτανε άδειος, βουτηγμένος στο ξεθωριασμένο του κρεμ χρώμα, και η οχλαγωγία που ανέβαινε από τις σκάλες ήταν από αυτές που ζαλίζουνε και γράφουν ιστορία.
[…]
Μετάφραση από τα Ισπανικά: Στέργιος Ξηροτάγαρος
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής το 1953 και πέθανε στη Βαρκελώνη το 2003. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Στο βιβλίο Φυλαχτό (Amuleto) μιλά η Ουρουγουανή ποιήτρια Αουξίλιο Λακουτούρε (την οποία συναντάμε και στο μυθιστόρημα Οι άγριοι ντετέκτιβ, όπου μεταξύ άλλων δηλώνει παθιασμένη με την ελληνική ποίηση «από τον Πίνδαρο μέχρι τον Γιώργο Σεφέρη») και μας διηγείται μεταξύ άλλων τη ζωή της στο Μεξικό του 1968 καθώς και το πώς επιβίωσε δυο εβδομάδες κλεισμένη σε μια τουαλέτα του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού (UNAM) όταν ο στρατός εισέβαλε για να καταπνίξει τη φοιτητική εξέγερση. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του Ρομπέρτο Μπολάνιο Μακρινό αστέρι, Τελευταία νύχτα στη Χιλή, Πουτάνες φόνισσες, Οι άγριοι ντετέκτιβ, Τηλεφωνήματα. Άλλα έργα του: Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (La literatura nazi en América) και 2666.
H σφαγή στο Τλατελόκο, που αναφέρεται στο κείμενο, έγινε στις 2 Οκτωβρίου 1968, δέκα ημέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό. Κατά την απονομή μεταλλίων των 200μ και την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί Tommie Smith (χρυσό μετάλλιο) και John Carlos (χάλκινο μετάλλιο) σκύβουν το κεφάλι και υψώνουν τη γροθιά με το μαύρο γάντι. Λόγω αυτού του χαιρετισμού των Μαύρων Πανθήρων, έξι μήνες μετά τη δολοφονία του Martin Luther King, η ΔΟΕ αποφασίζει την αποπομπή τους από το Ολυμπιακό Χωριό.