Luigi Pirandello, Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ

The Photographer_foto by Lars Sundstrom

[Αποσπάσματα]

Ένα από τα λιγοστά πράγματα, ή μάλλον το μοναδικό που ήξερα με σιγουριά ήταν αυτό: με έλεγαν Ματτία Πασκάλ. Και το εκμεταλλευόμουν. Κάθε φορά που κάποιος από τους φίλους μου ή τους γνωστούς μου έδειχνε νά ’χει χάσει τα λογικά του μέχρι το σημείο να έρχεται σ’ εμένα για κάποια συμβουλή ή υπόδειξη, εγώ ανασήκωνα τους ώμους, μισόκλεινα τα μάτια και του αποκρινόμουν:

- Εμένα με λένε Ματτία Πασκάλ.

- Ευχαριστώ, αγαπητέ μου. Αυτό το ξέρω.

- Και σου φαίνεται λίγο;

Δεν φαινόταν πολύ, για να πω την αλήθεια, μήτε και σ’ εμένα. Τον καιρό εκείνο, όμως, αγνοούσα τι σήμαινε να μην ξέρεις μήτε καν αυτό, να μην μπορείς, δηλαδή, πλέον ν’ αποκριθείς όπως πρωτύτερα, όταν η περίσταση το απαιτεί:

- Εμένα με λένε Ματτία Πασκάλ.

[...]

Αγία γυναίκα, η μητέρα μου! Απ’ τη φύση της συνεσταλμένη και πάρα πολύ ήσυχη, είχε ελάχιστη πείρα απ’ τη ζωή κι απ’ τους ανθρώπους! Όταν την άκουγες να μιλάει, φαινόταν κοριτσάκι. Μιλούσε με ένρινο τόνο και γελούσε επίσης με τη μύτη, αφού κάθε φορά, λες και ντρεπόταν να γελάσει, έσφιγγε τα χείλη της. Πολύ αδύνατης κράσης, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ήταν πάντα αδύναμη στην υγεία της∙ δεν παραπονέθηκε, όμως, ποτέ για τις αρρώστιες της, και δεν πιστεύω πως θύμωνε εξαιτίας τους μήτε καν με τον εαυτό της, αφού τις αποδεχόταν, καρτερικά, ως φυσική συνέπεια της κακοτυχίας της. Ίσως περίμενε να πεθάνει κι αυτή, απ’ τη βαθιά θλίψη, κι έπρεπε επομένως να ευχαριστεί τον Θεό, που την κρατούσε στη ζωή, την τόσο άθλια και βασανισμένη, για το καλό των παιδιών της.

[...]

Τελικά μια μέρα, όμως, ήρθαν να μου πουν πως τη σύζυγό μου την είχαν πιάσει οι πόνοι και να πάω γρήγορα στο σπίτι. Έτρεξα σαν ζαρκάδι: περισσότερο, όμως, για ν’ αποφύγω τον εαυτό μου, για να μη μείνω μήτε λεπτό πρόσωπο με πρόσωπο μ’ εμένα, να σκεφτώ πως εγώ θ’ αποκτούσα ένα παιδί, εγώ, σ’ εκείνες τις συνθήκες, ένα παιδί!

Μόλις έφτασα στην πόρτα του σπιτιού, η πεθερά μου μ’ άρπαξε απ’ τους ώμους και με γύρισε γύρω απ’ τον εαυτό μου:

- Έναν γιατρό! Τσακίσου! Η Ρομίλντα πεθαίνει!

Αισθάνεσαι την ανάγκη να μείνεις εκεί, έτσι δεν είναι; Με μια τέτοια είδηση στα ξαφνικά. Αντίθετα, «Τρέξε!». Δεν αισθανόμουν πλέον τα πόδια μου∙ δεν ήξερα πλέον από πού να πιαστώ∙ και καθώς έτρεχα, δεν ξέρω πώς, - Έναν γιατρό! Έναν γιατρό! - έλεγα∙ κι ο κόσμος σταματούσε στον δρόμο κι απαιτούσε να σταματάω κι εγώ για να εξηγώ τι μου είχε συμβεί∙ αισθανόμουν να με τραβούν απ’ τα μανίκια, έβλεπα μπροστά μου πρόσωπα χλωμά, τρομαγμένα∙ τους απομάκρυνα, τους απομάκρυνα όλους: - Έναν γιατρό! Έναν γιατρό!

Και ο γιατρός εν τω μεταξύ ήταν ήδη εκεί, στο σπίτι μου. Όταν λαχανιασμένος, σε άθλια κατάσταση, αφού είχα γυρίσει όλα τα φαρμακεία, επέστρεψα σπίτι, απελπισμένος και οργισμένος, το πρώτο κορίτσι είχε ήδη γεννηθεί∙ αγωνιζόταν νά ’ρθει στο φως η άλλη.

[...]

Μετά μια απ’ τις συνηθισμένες σκηνές με την πεθερά μου και τη σύζυγό μου, οι οποίες τώρα, καταβεβλημένος κι εξαντλημένος όπως ήμουν απ’ τη διπλή πρόσφατη συμφορά, μου προκαλούσαν μια ανυπόφορη απέχθεια∙ δεν μπορούσα πλέον ν’ αντέξω την πλήξη, ή μάλλον την αηδία να ζω μ’ εκείνον τον τρόπο∙ δυστυχισμένος, δίχως μήτε πιθανότητα μήτε ελπίδα βελτίωσης, δίχως πλέον την παρηγοριά που μου έδινε το γλυκό μου κορίτσι, δίχως κάποια ανταμοιβή, έστω και τη μικρότερη, για την πικρία, την αθλιότητα, την τρομερή θλίψη στην οποία είχα βυθιστεί∙ μια απόφαση σχεδόν ξαφνική, με είχε κάνει να φύγω απ’ το χωριό, πεζός, με τις πεντακόσιες λιρέτες τού Μπέρτο στην τσέπη μου.

[...]

Έτσι την επόμενη μέρα πήγα στο Μόντε Κάρλο. Πήγαινα για δώδεκα συνεχείς ημέρες. Δεν είχα πλέον τότε μήτε την ευκαιρία μήτε τον χρόνο να εκπλαγώ για την εύνοια της τύχης, που ήταν περισσότερο μυθική παρά παράξενη: ήμουν εκτός εαυτού, πραγματικά τρελός∙ δεν εκπλήσσομαι μ’ αυτό μήτε καν τώρα, ξέροντας βέβαια πολύ καλά τι κόλπο μού ετοίμαζε εκείνη, ευνοώντας με μ’ αυτόν τον τρόπο και σε τέτοιο βαθμό. Μέσα σε εννέα μέρες έφτασα να βγάλω ένα πραγματικά τεράστιο ποσό παίζοντας απελπισμένα: μετά την ένατη μέρα άρχισα να χάνω, κι ήταν μια καταστροφή. Η καταπληκτική έμπνευση, σαν να μην έβρισκε πλέον τροφή στην ήδη εξαντλημένη, νευρική μου ενεργητικότητα, με εγκατέλειψε. Δεν ήξερα, ή καλύτερα, δεν μπορούσα να σταματήσω έγκαιρα. Σταμάτησα, συνήλθα, όχι από την ψυχική μου δύναμη, μα από τη βιαιότητα ενός απαίσιου θεάματος, όχι ασυνήθιστου, φαίνεται, σ’ εκείνο τον τόπο.

Έμπαινα στην αίθουσα παιχνιδιού, το πρωί τής δωδέκατης μέρας, όταν εκείνος ο κύριος απ’ το Λουγκάνο, που ήταν ερωτευμένος με τον αριθμό 12, με πρόφτασε, αναστατωμένος και ασθμαίνοντας, για να μου αναγγείλει, περισσότερο με νοήματα παρά με λόγια, πως κάποιος είχε αυτοκτονήσει πριν από λίγο εκεί, στον κήπο. Σκέφτηκα αμέσως πως ήταν ο Ισπανός μου, και ένιωσα τύψεις. Ήμουν σίγουρος πως εκείνος με είχε βοηθήσει να κερδίσω. Την πρώτη μέρα, μετά τον καυγά μας, δεν ήθελε να ποντάρει όπου πόνταρα εγώ, και συνεχώς έχανε∙ τις επόμενες μέρες, βλέποντάς με να κερδίζω με τέτοια σταθερότητα, προσπάθησε να κάνει το παιχνίδι μου∙ τότε, όμως, δεν ήθελα πλέον εγώ: σαν να με οδηγούσε απ’ το χέρι η ίδια η Τύχη, παρούσα και αόρατη, άρχισα να γυρίζω απ’ το ένα τραπέζι ρουλέτας στο άλλο. Για δύο μέρες δεν τον έβλεπα πλέον, ακριβώς αφότου είχα αρχίσει να χάνω, και ίσως γιατί εκείνος δεν με καταδίωκε πλέον.

Ήμουν πολύ σίγουρος, τρέχοντας στον τόπο που μου είχαν δείξει, πως θα τον έβρισκα εκεί, ξαπλωμένο κατά γης, νεκρό. Βρήκα, όμως, αντίθετα εκείνον τον χλομό νεαρούλη που υποκρινόταν τον αδιάφορο με ύφος νυσταλέο, βγάζοντας τα λουδοβίκεια απ’ την τσέπη τού παντελονιού του, για να τα ποντάρει δίχως καν να κοιτάζει.

Φαινόταν μικρότερος, εκεί στη μέση της αλέας: ήταν με τα πόδια ενωμένα, σαν να είχε ξαπλώσει πριν, για να μην πονέσει, πέφτοντας∙ το ένα χέρι ήταν κολλημένο στο σώμα∙ το άλλο, λιγάκι κρεμασμένο, με την παλάμη παγωμένη και το ένα δάχτυλο, τον δείκτη, ακόμη στη στάση που είχε όταν πυροβόλησε. Κοντά σ’ εκείνο το χέρι ήταν το πιστόλι∙ πιο ’κει, το καπέλο. Μου φάνηκε αρχικά πως η σφαίρα τού είχε βγει απ’ το αριστερό μάτι, απ’ όπου είχε τρέξει πάνω στο πρόσωπό του πολύ αίμα, που τώρα είχε πήξει. Όμως, όχι: εκείνο το αίμα είχε κυλήσει ελάχιστο απ’ τα ρουθούνια κι απ’ τ’ αφτιά∙ το υπόλοιπο, άφθονο, είχε έπειτα πεταχτεί από μια τρυπούλα στον δεξιό του κρόταφο, πάνω στην κίτρινη άμμο της αλέας, και ήταν καταξεραμένο. Μια ντουζίνα σφήκες βούιζαν τριγύρω∙ κάποια πήγαινε να καθίσει ακόμη κι εκεί, λαίμαργη, πάνω στο μάτι. Ανάμεσα στους τόσους που κοίταζαν κανείς δεν είχε σκεφτεί να τις διώξει. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα μαντήλι και το άπλωσα πάνω σ’ εκείνο το άθλιο πρόσωπο, που ήταν φριχτά παραμορφωμένο. Κανείς δεν ευχαριστήθηκε απ’ αυτό: τους είχα στερήσει το καλύτερο απ’ το θέαμα.

Τράπηκα σε φυγή∙ επέστρεψα στη Νίκαια, για να αναχωρήσω την ίδια μέρα.

Είχα μαζί μου περίπου ογδόντα δύο χιλιάδες λιρέτες.

Όλα μπορούσα να τα φανταστώ, εκτός του ότι, το βράδυ της ίδιας μέρας, θα συνέβαινε και σ’ εμένα κάτι παρόμοιο.

[…]

Είχα ακόμη την εφημερίδα στα χέρια μου και γύρισα στη δεύτερη σελίδα, για να βρω κάποιο καλύτερο δώρο από εκείνα τού Λάμα. Τα μάτια μου έπεσαν σε μια

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

έτσι με χοντρά γράμματα.

Αμέσως σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν εκείνη στο Μόντε Κάρλο, και έσπευσα να διαβάσω. Στάθηκα, όμως, έκπληκτος στην πρώτη σειρά, τυπωμένη με πολύ μικρούς χαρακτήρες: «Μας τηλεγράφησαν απ’ το Μιράνιο».

«Το Μιράνιο; Ποιος να είχε αυτοκτονήσει στο χωριό μου;»

Διάβασα: «Εχθές, Σάββατο 28 του μηνός, ανακαλύφθηκε στο κανάλι ενός μύλου ένα πτώμα σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης...».

Ξαφνικά, η όρασή μου θόλωσε, αφού μου φάνηκε πως διέκρινα στην επόμενη σειρά το όνομα του αγροκτήματός μου∙ κι επειδή δυσκολευόμουν να διαβάσω, μ’ ένα μάτι μόνο, εκείνη την είδηση με τα μικρά στοιχεία, σηκώθηκα όρθιος, για να είμαι πιο κοντά στο φως.

«... αποσύνθεσης. Ο μύλος βρίσκεται σ’ ένα αγρόκτημα που λέγεται Στία, περίπου δύο χιλιόμετρα απ’ την πόλη μας. Όταν κατέφθασε στον τόπο η δικαστική αρχή μαζί με άλλον κόσμο, το πτώμα το είχαν αποτραβήξει απ’ το κανάλι για τις νομικές διατυπώσεις και το φρουρούσαν. Αργότερα σ’ αυτό αναγνώρισαν τον...»

Η καρδιά μου εκτινάχθηκε στον λαιμό μου και κοίταξα, τρομοκρατημένος, τους συνταξιδιώτες μου, που όλοι κοιμόντουσαν.

«Όταν κατέφθασε στον τόπο... το είχαν αποτραβήξει απ’ το κανάλι... και το φρουρούσαν... αναγνώρισαν τον βιβλιοθηκάριό μας...»

«Εγώ;»

«Όταν κατέφθασε στον τόπο... αργότερα... τον βιβλιοθηκάριό μας Ματτία Πασκάλ, που είχε εξαφανισθεί εδώ και αρκετές ημέρες. Αιτία της αυτοκτονίας: οικονομική καταστροφή.»

«Εγώ;... Είχε εξαφανισθεί... αναγνώρισαν... Ματτία Πασκάλ...»

Διάβασα πάλι με αυστηρό ύφος και με ταραγμένη καρδιά δεν ξέρω πλέον πόσες φορές εκείνες τις λίγες σειρές. Με το πρώτο ξέσπασμα, όλες οι ζωτικές μου ενέργειες ξεσηκώθηκαν βίαια για να διαμαρτυρηθούν: λες κι εκείνη η είδηση, τόσο ερεθιστική μέσα στην απαθή λακωνικότητά της, μπορούσε ακόμη και για μένα να είναι αληθινή. Αν όχι, όμως, για μένα, ήταν εν τούτοις αληθινή για τους άλλους∙ και η βεβαιότητα που αυτοί οι άλλοι είχαν από χθες για τον θάνατό μου ήταν για μένα σαν ανυπόφορη τυραννία, διαρκής, συντριπτική... Κοίταξα πάλι τους συνταξιδιώτες μου, που σχεδόν ακόμη κι εκείνοι, εκεί, κάτω απ’ τα μάτια μου, αναπαύονταν μ’ εκείνη τη βεβαιότητα, και μπήκα στον πειρασμό να τους ταρακουνήσω και να τους βγάλω από ’κείνες τις άβολες και κουραστικές στάσεις τους, να τους ταρακουνήσω, να τους ξυπνήσω, για να τους φωνάξω πως δεν ήταν αλήθεια.

«Είναι δυνατόν;»

Και διάβασα πάλι ακόμη μια φορά τη βλακώδη είδηση.

Δεν μπορούσα πλέον να συγκρατηθώ. Ήθελα να σταματήσει το τρένο, ήθελα να τρέξει πολύ γρήγορα: αυτή η μονότονη κίνησή του, η υπόκωφη και βαριά αυτόματη κίνηση, έκανε την ταραχή μου ν’ αυξάνεται όλο και περισσότερο. Ανοιγόκλεινα συνεχώς τα χέρια, μπήγοντας τα νύχια στις παλάμες μου∙ τσαλάκωνα την εφημερίδα∙ την ίσιωνα πάλι, για να διαβάσω και πάλι την είδηση που ήδη ήξερα απ’ έξω, λέξη προς λέξη.

«Αναγνώρισαν!» Μα, είναι δυνατόν να μ’ αναγνώρισαν;... «Σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης...σιχαμερό!»

Είδα προς στιγμή τον εαυτό μου, εκεί στα βρώμικα νερά μέσα στο κανάλι, σάπιο, πρησμένο, φρικτό, να επιπλέει... Μέσα στην ενστικτώδη φρίκη μου, σταύρωσα τα χέρια στο στήθος μου και με τα δάχτυλα ψηλάφισα τον εαυτό μου, τον έσφιξα:

«Όχι εγώ∙ όχι εγώ... Ποιος να ήταν;... Σίγουρα θα μου έμοιαζε... Ίσως να είχε κι αυτός μούσι, σαν το δικό μου... το ίδιο ανάστημα... Και μ’ αναγνώρισαν!... «Είχε εξαφανισθεί εδώ και αρκετές ημέρες...» Ε, βέβαια! Εγώ, όμως, θά ’θελα νά ’ξερα, θά ’θελα νά ’ξερα ποιος βιάστηκε τόσο πολύ να μ’ αναγνωρίσει. Είναι δυνατόν εκείνος εκεί ο δύστυχος να μου έμοιαζε τόσο; Να ήταν ντυμένος σαν εμένα; Ίδιος κι απαράλλακτος; Μάλλον, όμως, θα ήταν εκείνη, εκείνη, η Μαριάννα Ντόνντι, η χήρα Πεσκατόρε: ου! Με ψάρεψε αμέσως, με αναγνώρισε αμέσως! Δεν θα πίστευε στα μάτια της, εννοείται! - Αυτός είναι, αυτός είναι! Ο γαμπρός μου! Αχ, καημένε Ματτία! Αχ, καημένε γιόκα μου! – Και μπορεί ν’ άρχισε να κλαίει κιόλας∙ επίσης θα γονάτισε δίπλα στο πτώμα εκείνου του φουκαρά, που δεν μπορούσε να της ρίξει μια κλωτσιά και να της φωνάξει: - «Μα, σήκω από ’δω, δεν σε γνωρίζω.»

Έτρεμα. Επιτέλους το τρένο σταμάτησε σ’ έναν άλλο σταθμό. Άνοιξα την πόρτα κι όρμησα κάτω, με θολή τη σκέψη να κάνω κάτι, αμέσως: ένα επείγον τηλεγράφημα, για να διαψεύσω εκείνη την είδηση.

Το σάλτο που έκανα απ’ το βαγόνι μ’ έσωσε: σαν να μου έβγαλε απ’ το μυαλό εκείνη την ηλίθια εμμονή, διαισθάνθηκα αστραπιαία... μα, ναι! Η απελευθέρωσή μου, η ελευθερία μου, μια νέα ζωή!

Είχα μαζί μου ογδόντα δύο χιλιάδες λιρέτες, και δεν θα έπρεπε πλέον να τις δώσω σε κανέναν! Ήμουν νεκρός, ήμουν νεκρός: δεν είχα πλέον χρέη, δεν είχα πλέον σύζυγο, δεν είχα πλέον πεθερά: κανέναν! Ελεύθερος! Ελεύθερος! Ελεύθερος! Τι παραπάνω ζητούσα;

[...]

Αμέσως, όχι τόσο για να εξαπατήσω τους άλλους, που ήθελαν από μόνοι τους να εξαπατηθούν, με μια ελαφρότητα ίσως όχι ελεεινή στην περίπτωσή μου, σίγουρα, όμως, όχι άξια εγκωμίων, όσο για να υπακούσω στην Τύχη και να ικανοποιήσω μια προσωπική μου ανάγκη, άρχισα να υποδύομαι έναν άλλο άνθρωπο.

Δεν θά ’πρεπε να επαινώ και πολύ τον εαυτό μου για ’κείνον τον δύστυχο που ήθελαν σώνει και καλά νά ’χει δώσει τέλος στη ζωή του με άθλιο τρόπο στο αυλάκι ενός μύλου. Έπειτα από τόσες βλακείες που είχε κάνει ίσως να μην του άξιζε καλύτερη μοίρα.

Τώρα θα μου άρεσε να μην έμενε πλέον σ’ εμένα, όχι μόνο εξωτερικά, μα, και στα βάθη της ψυχής μου, κανένα ίχνος από ’κείνον.

Ήμουν μόνος πλέον τώρα, και πιο μόνος απ’ ό,τι ήμουν δεν θα μπορούσα να είμαι πάνω στη γη, απαλλαγμένος στο παρόν από κάθε δεσμό κι από κάθε υποχρέωση, ελεύθερος, καινούριος και απόλυτα κύριος του εαυτού μου, δίχως πλέον το φορτίο τού παρελθόντος μου και έχοντας μπροστά μου το μέλλον, που θα μπορούσα να το διαμορφώσω όπως επιθυμούσα.

Αχ, ένα ζευγάρι φτερά! Πόσο ελαφρύς αισθανόμουν!

Το συναίσθημα που μου είχαν προκαλέσει τα προηγούμενα γεγονότα για τη ζωή δεν έπρεπε, στο εξής, να έχει λόγο ύπαρξης πλέον για μένα. Εγώ έπρεπε ν’ αποκτήσω ένα νέο συναίσθημα ζωής, δίχως να χρησιμοποιώ μήτε καν στο ελάχιστο τις ατυχείς εμπειρίες τού μακαρίτη Ματτία Πασκάλ.

Ήταν στο χέρι μου: μπορούσα κι έπρεπε να είμαι ο δημιουργός τού νέου μου πεπρωμένου, στον βαθμό που η Τύχη θέλησε να μου επιτρέψει.

«Και πάνω απ’ όλα,» έλεγα στον εαυτό μου, «θα φροντίζω αυτή μου την ελευθερία: θα διασκεδάζω σε δρόμους ίσιους και πάντοτε καινούριους, και δεν θα φορέσω ποτέ κάποιο βαρύ ρούχο. Θα κλείσω τα μάτια και θα προχωρήσω παραπέρα μέχρι να μου παρουσιαστεί το θέαμα της ζωής κάποια στιγμή δυσάρεστο. Θα προσπαθήσω να τη φτιάξω κυρίως με πράγματα που συνηθίζεται να τα αποκαλούν άψυχα, και θα αναζητήσω ωραία θεάματα, ευχάριστους και ήσυχους τόπους. Θα δώσω στον εαυτό μου σιγά-σιγά μια καινούρια μόρφωση∙ θα μεταμορφωθώ μελετώντας με αγάπη και υπομονή, ούτως ώστε, στο τέλος, να μπορώ να πω όχι μόνο πως έζησα δύο ζωές, μα, πως υπήρξα δύο άνθρωποι.»

[...]

Αυτό το κατασκεύασμα, αυτή η φανταστική δημιουργία μιας ζωής που δεν έζησα πραγματικά, μα, που την περισυνέλεξα σιγά-σιγά μέσα απ’ τους άλλους και μέσα από τόπους, και που την έφτιαξα και την αισθάνθηκα δική μου, μου προκάλεσε μια περίεργη και καινούρια χαρά, δίχως, όμως, να στερείται μιας κάποιας θλίψης, τον πρώτο καιρό της περιπλάνησής μου. Την είχα κάνει ασχολία μου. Ζούσα όχι μονάχα στο παρόν, μα και για το παρελθόν μου, δηλαδή για τα χρόνια που ο Αντριάνο Μέις δεν είχε ζήσει.

Τίποτα ή πολύ λίγα συγκράτησα από εκείνα που αρχικά είχα φανταστεί. Είναι αλήθεια πως τίποτα δεν είναι δυνατόν να επινοηθεί, που να μην έχει κάποια ρίζα, λίγο-πολύ βαθιά, στην πραγματικότητα∙ ακόμη και τα πιο παράξενα πράγματα μπορούν να είναι αληθινά, αντιθέτως καμία φαντασία δεν φτάνει να συλλάβει κάποιες τρέλες, κάποιες μη αληθοφανείς περιπέτειες που ελευθερώνονται από τα δεσμά και εκρήγνυνται απ’ την ανήσυχη ψυχή της ζωής∙ παρ’ όλ’ αυτά, όμως, πώς και πόσο διαφορετική φαίνεται η ολοζώντανη πραγματικότητα από τα επινοήματα που μπορούμε να δημιουργήσουμε εμείς από αυτήν! Πόσα ουσιώδη, ασήμαντα, ασύλληπτα πράγματα έχει ανάγκη το επινόημά μας, για να γίνει και πάλι εκείνη η ίδια η πραγματικότητα απ’ την οποία δημιουργήθηκε, πόσα νήματα που να το συνδέουν με το περιπλοκότατο μπλέξιμο της ζωής, νήματα που έχουμε κόψει εμείς, για να το κάνουμε να γίνει κάτι ξεχωριστό!

Τι ήμουν τώρα εγώ, αν όχι ένας επινοημένος άνθρωπος; Ένα περιφερόμενο επινόημα που ήθελε και, εξάλλου, έπρεπε αναγκαστικά να ζει για τον εαυτό του, αφού είχε ριχτεί στην πραγματικότητα.

[…]

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


pirandello

Το μυθιστόρημα Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ του Λουίτζι Πιραντέλλο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1904 στο περιοδικό Nuova Antologia στα τεύχη Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου και αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο. Το 1921 ο Λουίτζι Πιραντέλλο ανεβάζει για πρώτη φορά στη Ρώμη το θεατρικό έργο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα το οποίο γνωρίζει παταγώδη αποτυχία. Την ίδια χρονιά επανεκδίδεται Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ και ο συγγραφέας απαντά έμμεσα στους κριτικούς και στα δυσμενή σχόλια για το έργο του γενικότερα, προσθέτοντας στην επανέκδοση του μυθιστορήματος το κείμενο Σημείωση σχετικά με τους ενδοιασμούς της φαντασίας. Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από την ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Δείτε στη βιβλιοnet ποια έργα του συγγραφέα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Ελληνικά.