Ο πατέρας μου λέει σέρνοντάς την απ’ τα μαλλιά την έβγαλε τότε η μάνα του την αντίζηλό της απ’ το σπίτι. Την άρπαξε απ’ τα μαύρα μαλλιά, τη στροβίλισε μια-δυο φορές σ’ όλο το χωλ και τελικά την πέταξε έξω απ’ το σπίτι. Ευκαιρία ο πατέρας του, ο παππούς μου, δεν είχε τότε. Κι επίσης η φιλενάδα του πατέρα του δεν ήτανε ούτε τόσο δα εντυπωσιακή σαν τη γυναίκα που ήτανε μαζί της παντρεμένος ο πατέρας του. Υπέροχη, λέει ο πατέρας μου, ήτανε η μάνα του. Αυτό να φανταστώ μονάχα, λέει, ότι εκείνη βγήκε ζωντανή από τη Σιβηρία. Τη Σιβηρία! Ότι εκείνη βγήκε ζωντανή απ’ όλα απ’ όσα οι πιο πολλοί πεθαίνανε: τέσσερεις βδομάδες μες στο βαγόνι, να πίνει νερό από λακκούβες, να κοιμάται πάνω σε πεθαμένους, δεκατρείς βιασμούς, το κρύο, τη δουλειά και να μην τρώει καν, δυο φορές τύφο, να πρέπει να τσιμπολογάει μια χαλασμένη ρέγκα, τ’ αλάτι το μοναδικό μέσο για να μην πεθάνει, κι ύστερα πίσω, με τ’ όνομα κάποιας πεθαμένης πίσω στη Γερμανία, τρυπώνοντας λαθραία σε μια μεταφορά αρρώστων, κουρεμένη γουλί και κασιδιάρα για την πατρίδα, αντί για μια που ’χε κιόλας πεθάνει. Εννοείται, λέει ο πατέρας μου, ότι για κάποια σαν τη μάνα του δεν μπορούσε να γίνει συζήτηση για τη γυναίκα που βρήκε στη θέση της, όταν ήρθε σπίτι. Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε τη φιλενάδα του πατέρα του, βρε παράσιτο, βρε ψείρα φώναζε, ήρθες εδώ και μου στρογγυλοκάθισες, κι ύστερα τη στριφογύρισε απ’ τα μαλλιά, δυο φορές τη στριφογύρισε στο χωλ, κι η άλλη χτυπούσε στον τοίχο, κι ο Ιησούς πού ’τανε στον τοίχο μετά κρεμότανε στραβά.
Κι ύστερα απ’ όλ’ αυτά, λέει ο πατέρας μου, ύστερα απ’ όλ’ αυτά: Ούτε μια άσχημη κουβέντα κατά των Ρώσων. Αυτό να φανταστώ μονάχα. Ούτε μια μοναδική κουβέντα κατά των Ρώσων. Στους αιχμαλώτους δίνανε να φάνε, λίγο, και σούπα μονάχα, αραιή σούπα, αλλά τρώγανε, έλεγε πάντοτε εκείνη, - οι οικογένειες των νικητών όμως μες στη χώρα τους δεν είχανε τίποτα να φάνε. Τα παιδιά εκείνων που τους φυλάγανε πεθαίνανε, αλλά εκείνη βγήκε ζωντανή, λόγια της μάνας του ήταν αυτά, λέει ο πατέρας μου.
Τι εμφάνιση ήτανε κι εκείνη, δεν μπορώ, λέει, να το φανταστώ. Καραφλή καβάλα σ’ ένα βυτίο ήρθε, λες κι ήταν απ’ τους δραπέτες του άγριου Άδη, που σαν σίφουνας τρεχάτη από τη νύχτα την πήρε το μεσημέρι – η μάνα του: καβάλα σ’ ένα βυτίο γάλα, ένα πόδι δεξιά, ένα πόδι αριστερά, πάνω ψηλά, και με το πρόσωπο καταγρατζουνισμένο απ’ τα κλαδιά στις αλέες του Βρανδεμβούργου. Στη ζωή του μπήκε τσουλώντας πάνω από ’κείνο το βυτίο γάλα, και προς στιγμή δεν την αναγνώρισε, λέει ο πατέρας μου, δεν ήξερε καν ότι γενικά τού ’λειπε, μια μάνα, επειδή τρία χρόνια τά ’χε βγάλει πέρα χωρίς νά ’χει. Αλλά είχε εντυπωσιαστεί, στεκότανε εκεί μες στην αυλή κι είχε εντυπωσιαστεί. Όραμα, λέει. Η μάνα μου – όραμα. Τ’ όνομά του το φώναξε εκείνη, το θυμόταν ακόμα τ’ όνομα, κι ήξερε ότι ήταν εκείνος, απ’ το βυτίο τσούλησε στη γη, με τα δυο τα πόδια στη γη, πήγε και κάθισε μπροστά του κάτω στο χώμα κι είπε τ’ όνομά του και το ξανάπε. Αλλά εκείνος δεν την ήξερε τη γυναίκα, δεν ήξερε ότι ήτανε η μάνα του, είχε ξεχάσει τι πά’ να πει μάνα. Γι’ αυτό έμεινε βουβός, όμως εκείνη τον αγκάλιασε, τον έκλεισε μέσα στα δυνατά χέρια της και μύριζε βανίλια, αν κι ήτανε μες στη βρώμα, βανίλια. Ύστερα σηκώθηκε κι ανέβηκε γρήγορα τη μικρή σκάλα, κατ’ ευθείαν μες στο σπίτι, στο χωλ, κι απ’ το χωλ στο κατώφλι της κουζίνας. Μες στην κουζίνα κάθονταν κι οι δυο τους. Τίποτα ιδιαίτερο, λέει ο πατέρας μου, τρώγανε, ήτανε βέβαια μεσημέρι.
Αν κι είχε περάσει τόσο πολλά η μάνα του, γύρισε σπίτι με μεγάλη δύναμη. Τη χρειαζότανε μάλλον τη δύναμη, για να ξεφύγει από τον πόλεμο. Ίσως το πρόβλημα ήταν ακριβώς ότι η ζωή συνεχιζότανε, ότι εκείνη ήξερε τι μπορεί νά ’χε χαθεί, κι όμως δεν είχε χαθεί, αλλά ήταν ακόμα εκεί. Εν τω μεταξύ πιστεύω, λέει ο πατέρας μου, ότι η δύναμη ήταν απλώς και μόνο ανάλογη με το μέγεθος του αγώνα της. Ναι, λέει, πρέπει να ήταν αγώνας για τη μάνα του να εκτιμάει τη ζωή της, μόνο και μόνο επειδή μπόρεσε και την έσωσε, και να αρχίζει πάλι από ’κεί που είχε σταματήσει, λες κι ήταν ακόμα εκείνη που τρία χρόνια πριν την είχανε στείλει στη Σιβηρία. Πρέπει να ήταν αγώνας να προσπαθεί να γίνει πάλι η γυναίκα που ήτανε τρία χρόνια πριν. Γι’ αυτό μάλλον εμφανίστηκε με τέτοια βία, επειδή κι η ίδια δεν ήξερε αν ήταν ακόμα δυνατόν να σταματήσει την κατολίσθηση που της είχε φέρει τα πάνω-κάτω στη ζωή.
Άγρια ήτανε, λέει, η μάνα του, Θεέ μου, μια άγρια. Ποτέ δεν θα το ξεχάσω, λέει, πώς την άρπαξε αμέσως την άλλη χωρίς λέξη και την ταρακούνησε και την κοίταζε με το διαπεραστικό βλέμμα της μονάχα, επειδή η λύσσα της συσσωρευότανε με τέτοιο τρόπο πίσω απ’ τα δόντια της που ούτε μια λέξη δεν της έβγαινε. Και πώς ξεχύνονταν ύστερα ξαφνικά οι λέξεις και χαστούκισε τη γυναίκα και φώναζε συγχρόνως: Βρε πουτάνα, βρε δειλή πουτάνα, τι κάνεις στο σπίτι μου, και την άρπαξε τη γυναίκα απ’ τα μαλλιά και την έσυρε απ’ την κουζίνα μέχρι το χωλ και τη στριφογύρισε, παράσιτο, ψείρα την έβριζε και τελικά την πέταξε έξω απ’ την πόρτα και την έριξε απ’ τη σκάλα. Τη μικρή σκάλα, λέει ο πατέρας μου, που η κουπαστή της τώρα είναι τόσο σκουριασμένη που όπου νά ’ναι θα πέσει. Απ’ την κουπαστή προσπάθησε τότε η γυναίκα να πιαστεί, λέει, δεν τα κατάφερε όμως, επειδή η μάνα του την είχε πετάξει με μια δυνατή σπρωξιά στον δρόμο. Ήτανε μια αντίθεση αυτό, λέει ο πατέρας μου, από τη μια εκείνη η φωνή, εκείνη η υπέροχη φωνή της μάνας του, κι από την άλλη μονάχα ήχοι. Ούτε λέξη δεν τόλμησε εκείνη να πει, λέει ο πατέρας μου, ούτε λέξη.
Αδιάφορη ήτανε, λέει, εκείνη, η φιλενάδα του πατέρα του, ούτε καλλονή, και ποτέ δεν μιλούσε πολύ, ούτε καν την εποχή που έμενε μαζί τους, προτού γυρίσει η μάνα του από τη Σιβηρία. Δεν τολμούσε να μιλάει μ’ εκείνον, τον γιο, μαγείρευε ή συγύριζε, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Το μαυροτσούκαλό σου, την έλεγε μετά η μάνα του πάντοτε στον πατέρα του, αλλά ο πατέρας του σώπαινε, όταν τό ’λεγε αυτό εκείνη. Ωραία ήτανε η μάνα μου πάντοτε, λέει ο πατέρας μου. Το βλέπεις στις φωτογραφίες. Πριν απ’ την αιχμαλωσία το πρόσωπό της ήτανε στρογγυλό και λαμπερό σαν μήλο, κάπως γυαλιστερό, με πολύ κι υγιές κρέας κάτω απ’ το δέρμα κι όλο σφιχτό. Στην αιχμαλωσία όμως έγινε πολύ διάφανη, όπως φαίνεται στις μετέπειτα φωτογραφίες, κι αυτό του αρέσει, λέει, όταν συγκρίνει τώρα τις φωτογραφίες, ακόμα πιο πολύ. Αποκαλύφτηκε πιο πολύ το εσωτερικό, το κρέας κάτω απ’ το δέρμα έγινε πιο λίγο, αλλά το εσωτερικό πιο πολύ. Άμα μπορείς να φανταστείς τι εννοώ. Φαινόταν, λέει ο πατέρας μου, λες κι όλα όσα είχε ζήσει είχανε κάνει πιο λεπτό το δέρμα της, είχανε λειώσει την επιφάνειά του κι ό,τι ήταν από κάτω το είχαν αποκαλύψει. Θυμάται πολύ καλά ακόμα που σαν παιδί, όταν εκείνη του διηγιότανε ιστορίες, αυτός πάντοτε φανταζότανε ότι μπορούσε μέσα απ’ το δέρμα της να δει όλα όσα είχε ζήσει εκείνη. Η Σιβηρία είναι ωραία χώρα, έλεγε για παράδειγμα συνέχεια εκείνη, κι ύστερα αυτός μπορούσε κι έβλεπε μέσα από ’κείνη τη Σιβηρία ολοκάθαρα: κρύα, μεγάλη κι υπέροχη, δάσος, που ανοιγότανε κάτω απ’ τα μάγουλα της μάνας του και δεν είχε τελειωμό, πελώριος αγριότοπος χωρίς ψυχή, πολλά νερά. Την άνοιξη έπαιρνε πάντοτε πάρα πολύ μέχρι να λειώσουν οι πάγοι απ’ το έδαφος, αλλά ήτανε καλό χώμα, γόνιμο έδαφος, έλεγε συνέχεια εκείνη, και πολλή άπλα εκεί, όλα μεγάλα. Άμα δεν έπρεπε να γυρίσει στην οικογένειά της, ευχαρίστως θά ’μενε εκεί, έλεγε καμμιά φορά.
Άμα δεν γύριζε σ’ εμάς, τότε δεν θα γύριζε καθόλου, λέει ο πατέρας μου. Εμείς ήμασταν ο προορισμός της, και γι’ αυτό ήτανε ξεκάθαρο ότι όταν έφτασε στον προορισμό της έπρεπε να μείνει. Σωματικά ήτανε πολύ πιο αδύναμη από τη φιλενάδα του πατέρα του, αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα για ’κείνη απ’ το να πάρει πάλι πίσω τη ζωή της. Δεν το πιστεύεις αυτό, λέει ο πατέρας μου, άμα δεν τό ’χεις δει με τα ίδια σου τα μάτια, πόση δύναμη βγάζει ένας άνθρωπος, μόνο και μόνο για να φέρει και πάλι στο παρόν αυτό που ήτανε. Τη χαστούκισε την άλλη στην κουζίνα, λες κι έτσι μπορούσε το παρελθόν που της τό ’χανε πνίξει να το ζωντανέψει και πάλι. Να το ξυπνήσει με κάνα-δυο χαστούκια και να το φέρει και πάλι στη ζωή. Αυτό ήτανε κάτι που ποτέ δεν θα μπορέσει να το ξεχάσει, λέει ο πατέρας μου: πόσο απλά και ξεκάθαρα αντέδρασε η μάνα του. Να σπρώχνει έξω απλά το κορμί της άλλης με το δικό της κορμί, ν’ αντικαταστήσει απλά τη μια σάρκα με την άλλη, να βάλει απλά το σώμα της στη θέση που βρήκε το σώμα εκείνης. Μετά συχνά σκεφτότανε πώς πήρε εκείνη, όταν η άλλη είχε φύγει, το φαγητό πού ’χε ετοιμάσει για τον πατέρα του απ’ το τραπέζι και τό ’ριξε στα σκουπίδια. Πήρε κρεμμύδια και πατάτες και λίπος, κι άρχισε να μαγειρεύει απ’ την αρχή. Ο πατέρας του σώπαινε.
Εκείνος, αφότου γύρισε σπίτι η γυναίκα του από τη Σιβηρία, δεν είχε δυνατότητα πια να βλέπει τη φιλενάδα του, κι άρχισε γι’ αυτό να της γράφει γράμματα. Τον έπαιρνα από πίσω, λέει ο πατέρας μου, τον έβλεπα να κρύβει τα γράμματα στη σχισμή της μάντρας κάποιου σπιτιού, απ’ όπου τα ψάρευε αργότερα εκείνη. Το μαυροτσούκαλό του, λέει ο πατέρας μου. Να ψαρεύει γράμματα μες στα μαύρα σκοτάδια, της ταίριαζε αυτό. Ήτανε ικανοποιημένη μ’ αυτό, λέει. Δεν ήτανε ο τύπος που ήτανε η μάνα του. Δειλή ήταν εκείνη, ούτε μια φορά δεν τόλμησε να ξαναπάει στο σπίτι. Χωρίς ν’ αγωνιστεί, εγκατέλειψε τον αγώνα. Ο πατέρας του ήξερε κιόλας γιατί έγραφε τα γράμματα με στενογραφία, γιατί αν ήταν εύκολο να διαβαστούνε, σίγουρα εκείνος, ο γιος του, θα τα διάβαζε και θά ’λεγε στη μάνα του τι γράφανε. Μέχρι σήμερα δεν ξέρει και δεν μπορεί να φανταστεί τι στο καλό είχε να γράφει ο πατέρας του τόσο επίμονα σ’ εκείνη τη γυναίκα, που δεν είχε σκοπό ούτε καν ν’ αγωνιστεί για ’κείνον. Μια φορά πάρ’ την κάτω τη σκάλα κι εγκατέλειψε κιόλας. Για μερικά πράγματα δεν γίνεται ν’ αγωνιστείς αλλιώς παρά μόνο με το σώμα, σ’ αυτά ανήκει στην πρώτη θέση κι η αγάπη, αυτό τό ’μαθε απ’ τη μάνα του. Αυτός πιστεύει ότι ο πατέρας του κατά βάθος είχε καταλάβει ήδη από τότε ότι η γυναίκα του ήτανε πολύ πιο εντυπωσιακή από ’κείνη τη φιλενάδα του. Ειδάλλως θα είχε κάνει κάτι, λέει ο πατέρας μου. Κατά βάθος χάρηκε ο πατέρας του που γύρισε σπίτι η μάνα του. Ακόμα και με το ένα το πόδι του θα του ήτανε πανεύκολο να πάρει το μέρος της φιλενάδας του, να κάνει κάτι. Πώς. Ακόμα και με το ένα το πόδι του εξακολουθούσε να είναι πολύ πιο δυνατός απ’ τη γυναίκα του. Αλλά δεν ήθελε ν’ αγωνιστεί, αυτό ήτανε, λέει ο πατέρας μου. Επειδή πίστευε ότι δεν αξίζει. Γι’ αυτό. Μονάχα σ’ αυτό το μελανό σημείο συμφωνούσανε οι δυο τους, στη δειλία τους. Ένα αίνιγμα ήτανε για ’κείνον, τον γιο του, ήδη από τότε, τι έγραφε ο πατέρας του στα γράμματα, κι είναι και μέχρι τη σημερινή ημέρα. Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να φανταστεί τι ήταν αυτό που δεν μπορούσαν να συζητήσουνε ο πατέρας του με τη μάνα του. Αφού του ίδιου του άρεσε να ζητάει τη συμβουλή της μάνας του. Πείρα από τη ζωή, λέει, είχε η μάνα του όσο κανένας άλλος. Είναι ξεκάθαρο, λέει, έπειτα απ’ όλον αυτόν τον καιρό.
Ο πατέρας του τότε ποτέ δεν είχε μιλήσει μαζί του, αλλά εδώ και κάποιο καιρό ερχότανε, σαν να μην τρέχει τίποτα, και περιδιάβαινε στα όνειρά του. Μόλις χτες τη νύχτα, λέει, τον πήρε ο πατέρας του απ’ το χέρι και πήγε μαζί του με μια βάρκα σε μια λίμνη. Αλλά η λίμνη, όσο ο πατέρας του έκανε κουπί, γινότανε όλο και πιο μεγάλη, μέχρι που η όχθη δεν φαινότανε πια, τόσο μεγάλη σαν θάλασσα. Κι εκεί, μες στη μέση της θάλασσας, προσπάθησε ο πατέρας του να του μιλήσει. Εκείνος, ο γιος, δεν μπορούσε όμως ν’ ακούσει τίποτα, γιατί ένας δυνατός άνεμος του άρπαζε του πατέρα του τα λόγια από το στόμα και τα έφτυνε πάνω απ’ το νερό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Εκείνος έβλεπε τα λόγια τού πατέρα του να μπαίνουνε σε ξένα παράθυρα και να βγαίνουνε από ξένες πόρτες, να κυνηγάνε τη σκόνη στους δρόμους και ν’ απογυμνώνουνε δέντρα μέχρι τον σκελετό τους, να τ’ αναπνέουνε και να φυσάνε, να αναπαύονται πάνω στις γλώσσες του νερού και να φεύγουνε πάλι και να πετάνε, ένα ταξίδι χωρίς τελειωμό. Κάποτε σώπασε ο πατέρας του, τότε κόπασε ο αέρας, και το νερό μονάχα χτυπούσε σιγανά στη βάρκα, και τελικά έγινε απόλυτη σιγή, λευκή σαν ένα φύλλο χαρτί, και σ’ εκείνο το φύλλο χαρτί μπορεί και διαβάζει ακόμα και τώρα την πρόταση που είπε ο πατέρας του μες στη σιγή του ονείρου: Η αλήθεια, είπε ο πατέρας του, είναι από άλλη στόφα απ’ ό,τι ένα κομμάτι ψητό χοιρινό. Εκείνη τη στιγμή εκείνος, ο γιος, πρόσεξε ότι η βάρκα είχε παγώσει κι είχε κολλήσει μες στο νερό, κι ο πατέρας του κι εκείνος έπρεπε να κατέβουνε και να γυρίσουνε σπίτι περπατώντας πάνω στον πάγο. Από σήμερα το πρωί δεν θα βγάλει ποτέ απ’ το μυαλό του την ιδέα ότι η αλήθεια είναι ένας άνεμος που κουνάει σε κάποια θάλασσα στους αιώνες των αιώνων εκείνη τη βάρκα, που, όταν ζέστανε πάλι, ελευθερώθηκε και την πήρε μακριά. Αφιλόξενα έχουνε γίνει τα όνειρά του, από τότε που ο πατέρας του τον επισκέπτεται στον ύπνο του, λέει ο πατέρας μου.
Η μάνα μου ήταν έξυπνη, λέει ο πατέρας μου. Η Σιβηρία είναι ωραία χώρα, έλεγε συχνά εκείνη, κι έτσι μέχρι τη σημερινή ημέρα είναι, λέει, στα μάτια του η Σιβηρία ωραία χώρα. Είναι γόνιμη, καλό έδαφος για στάρι, τόσο καλό που δεν χρειάζεται λιπάσματα. Δυο φορές τον χρόνο μπορείς να θερίζεις, εκεί στη Σιβηρία, άμα δεν είσ’ ακαμάτης. Το έδαφος προσφέρεται. Η μάνα του, λέει ο πατέρας μου, τα μάτια της τα έστρεφε στα ωραία, κι αυτό είναι μια ικανότητα που τη ζηλεύει σ’ εκείνη. Απλώς δεν την ενδιέφερε αν ο πατέρας του συνέχιζε τη σχέση με την αγαπητικιά του. Αφότου την έβγαλε εκείνη την αγαπητικιά απ’ την κουζίνα σέρνοντάς την, την πέταξε έξω απ’ το σπίτι και την έριξε απ’ τη σκάλα, απλώς δεν είχε ενδιαφέρον πια για ’κείνη. Σαν κλεμμένο φουστάνι της κατέβασε της άλλης τα δικαιώματά της απ’ το κορμί της, της τράβηξε τις επιθυμίες της σαν δέρμα πάνω απ’ το κεφάλι κι ύστερα της έδωσε μια κλοτσιά– αλλά μ’ αυτά, λέει ο πατέρας μου, τελείωσε κιόλας για ’κείνη. Δεν ήτανε ούτε στο ελάχιστο εκδικητική, λέει ο πατέρας μου, και δεν το χρειαζότανε και καθόλου. Όλα, όσα ήτανε δίκαια ή άδικα, εκείνη τα φώτισε μια κι έξω, αυτή ήτανε η φύση της, απλώς έβγαινε ένα λαμπερό φως από το λογικό της – και μ’ αυτό εκείνη, χωρίς να πρέπει να χαραμίζει ούτε μια σκέψη, έριχνε απ’ την άλλη και σκληρές μαύρες σκιές. Η μάνα του ήταν έξυπνη, λέει ο πατέρας μου. Σίγουρα ήξερε πως ό,τι έπεφτε μια στιγμή σ’ εκείνη τη μαύρη σκιά έμενε τυφλό.
Εκείνος, ο γιος, τότε δεν μπορούσε παρά να παρατηρεί τον πατέρα του. Του φαινότανε μετά τον γυρισμό της μάνας του σαν κάποιος που τον πυροβολήσανε, αλλά εκείνος δεν έπεσε νεκρός. Η παρομοίωση δεν είναι καλή, λέει ο πατέρας μου, γιατί κατά βάθος ήταν ακριβώς το αντίθετο: η μάνα του γύρισε απ’ την αιχμαλωσία με μια τεράστια θέληση για ζωή, αλλά ο πατέρας του απ’ τη ζωή δεν μπορούσε να πάρει τίποτα πια. Αφότου έχασε το πόδι του κι απ’ τον πόλεμο τον στείλανε πίσω, ούτως ή άλλως λίγο μιλούσε μονάχα, μετά την επιστροφή τής γυναίκας του όμως στην ουσία μουγκάθηκε. Με φάντασμα του έμοιαζε ο πατέρας του εκείνη την εποχή, σαν κάποιος που μπορείς να χώσεις το χέρι σου μέσα του όπως στον αέρα. Χωρίς να βρεις σε κρέας, χωρίς να βρεις σε κάτι που θα προβάλει αντίσταση. Τρομαχτικό ήταν αυτό, λέει ο πατέρας μου. Θυμάται ακόμα πολύ καλά που τον είχε μάλιστα κυριέψει η ιδέα να παρατηρεί τον πατέρα του, για ν’ ανακαλύψει αυτό που τότε δεν ήξερε και που μέχρι τη σημερινή ημέρα δεν ξέρει τι ήταν. Μια αληθινή λύσσα παρατήρησης τον είχε πιάσει. Λύσσα, λέει, είναι μάλλον η σωστή λέξη για ’κείνο που τότε ήτανε η κύρια απασχόλησή του. Το να χαραμίζεσαι είχανε μάθει με τον πόλεμο να το σιχαίνονται. Και χαραμιζότανε, λέει, η μάνα του, που γύρισε σ’ εκείνον τον άντρα – από τη Σιβηρία – σ’ εκείνον τον άντρα. Όλα, όσα του αρέσανε τόσο πολύ στη μάνα του, τα κατάπινε ο πατέρας του, ολόκληρος ο πατέρας του του φαινότανε σαν μία και μοναδική, βαθειά, σιωπηλή τρύπα, ένας λάκκος για σκουπίδια. Μ’ αυτό τότε εκείνον, τον γιο, τον έπιανε λύσσα: να βλέπει εκείνον τον άντρα να μεταμορφώνει με τη σιωπή του όλα όσα του χάριζε η γυναίκα του σε σκουπίδια.
Συχνά έβλεπε τον πατέρα του να κάθεται μες στην αποθήκη, να κάθεται εντελώς σιωπηλός εκεί ανάμεσα στα καυσόξυλα, να κρατά ένα γράμμα στο χέρι και να διαβάζει. Του απαντούσε βέβαια εκείνη στα γράμματά του, το μαυροτσούκαλο, λέει ο πατέρας μου. Αλλά κατά τα άλλα τίποτα. Δεν αγωνίστηκε. Μονάχα έγραφε. Εντελώς σιωπηλός καθότανε εκεί ο πατέρας του, διάβαζε την απάντηση και συγχρόνως έπινε. Το μπουκάλι με το πιοτό ανάμεσα στις σχίζες κι ένα ποτηράκι δίπλα του πάνω στο κούτσουρο πού ’κοβε τα ξύλα. Το μικρό με τη γαλάζια γραμμή. Μέχρι τη γραμμή έβαζε πάντα, ποτέ πιο πάνω, και πάντοτε έπινε, όσο διάβαζε, αλλά κανένα απ’ τα ποτηράκια δεν το γέμιζε πιο πάνω απ’ τη γαλάζια γραμμή. Τελικά, λέει ο πατέρας μου, εκείνη η φιλενάδα έφταιγε που πέθανε τόσο νωρίς ο πατέρας του. Εκεί μες στην ξυλαποθήκη, διαβάζοντας τα γράμματά της, άρχισε να τα τσούζει, βέβαια πάντοτε τα έτσουζε ποτηράκι-ποτηράκι μονάχα, αλλά τα έτσουζε. Δεν ήτανε το πόδι, λέει ο πατέρας μου. Άμα έχεις μια τέτοια γυναίκα σαν τη μάνα μου, λέει, δεν χρειάζεται να σκοτίζεσαι πού ’σαι μ’ ένα πόδι στον κόσμο. Όχι, το πόδι δεν ήτανε, λέει ο πατέρας μου. Ήταν εκείνα τα καταραμένα τα γράμματα.
Ύστερα ασχημύνανε τα πράματα, λέει. Ο πατέρας του ένα βράδυ ήτανε τόσο μεθυσμένος που έπεσε πάνω στον καθρέφτη, στον μεγάλο καθρέφτη που ήτανε κρεμασμένος τότε στο χωλ, απέναντι απ’ τον Ιησού. Έτσι κόπηκε στο πρόσωπο και στο χέρι, κι όλα γεμίσανε αίματα. Η μάνα του κι εκείνος τον βάλανε τον πατέρα του σ’ ένα έλκηθρο κι όλη τη νύχτα τον σέρνανε πίσω τους, μέχρι την πόλη, πού ’τανε το νοσοκομείο. Η μάνα του πάντοτε έκανε ό,τι έπρεπε, αλλά για όλα αυτά δεν έχανε κουβέντα. Δυνατή γυναίκα ήτανε, λέει. Η μάνα μου, λέει, μύριζε ωραία, ακόμα κι όταν ήτανε βρώμικη, μπορούσα να την αγγίζω, κι όταν την έπιανε η λύσσα της, έβαζε τις φωνές. Γυναίκα με πάθος, λέει, ενώ ο πατέρας του σ’ ό,τι ήτανε δύσκολο έκανε στην άκρη μονάχα. Μετά τον πόλεμο τουλάχιστον. Πώς ήτανε ο πατέρας του πριν απ’ τον πόλεμο δεν το θυμάται καθόλου. Δεν θέλει να τον αδικεί, αλλά μετά τον πόλεμο τουλάχιστον ο πατέρας του μονάχα κουρασμένος ήτανε, και τίποτ’ άλλο. Κατά βάθος δεν μπορούσε να του συμβεί κάτι καλύτερο τότε απ’ το να γυρίσει η γυναίκα του και ν’ αναλάβει την ανατροφή του γιου της. Ούτε καν γι’ αυτό δεν ήτανε σε θέση ο πατέρας του: να μαζέψει το ίδιο του το παιδί, εκείνον, τον πατέρα μου, που τότε ήταν μικρός ακόμα. Εκείνος όχι, κι ούτε κι η φιλενάδα του. Μια μέρα για παράδειγμα ο πατέρας μου, για να επιβάλει την παιδική θέλησή του, έσπασε ένα ποτήρι φωνάζοντας δυνατά, πήρε τα γυαλιά στο χέρι του και φοβέριζε ότι θα τα καταπιεί. Ο πατέρας του όμως μονάχα τον κοίταξε για λίγο κι είπε μονάχα μία και μοναδική πρόταση, και μετά την πρόταση συνέχισε να βιδώνει μια σωλήνα του νερού. Ο πόλεμος τελείωσε, είπε, κι ύστερα συνέχισε με την ησυχία του να δουλεύει, άφησε το παιδί του να στέκεται δίπλα του με τα γυαλιά στο χέρι, και δεν τον ένοιαζε πια τι θα γίνει. Εντελώς άλλος τύπος ήτανε η μάνα του. Από ’κείνη την πρώτη στιγμή, που είδε πώς άρπαξε εκείνη η γυναίκα τη φιλενάδα τού πατέρα του, πώς έπιασε απ’ το μαλλί αυτό που δεν της ταίριαζε, το στροβίλισε από τοίχο σε τοίχο και το πέταξε έξω, εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πάλι εκείνος τι ήτανε κι ο ίδιος, λέει ο πατέρας μου. Χωρίς να ξέρει ότι εκείνη η γυναίκα ήτανε η μάνα του, χωρίς να ξέρει καθόλου τι πά’ να πει μάνα, την αναγνώρισε παρ’ όλ’ αυτά. Μ’ έχει σημαδέψει, η μάνα μου, λέει.
Η μάνα του βέβαια πέρασε και διάφορα στον πόλεμο, αλλά την αγαπούσε τη ζωή, μπορεί με τον πόλεμο να την αγάπησε πιο πολύ απ’ ό,τι πριν. Απ’ τους πολλούς πεθαμένους πού ’χε δει η ζωή έγινε το πάθος της. Για τον πατέρα του όμως πιστεύει ότι πρέπει ν’ ανήκε σ’ εκείνους που με τον πόλεμο περάσανε απέναντι στην πλευρά των πεθαμένων, αν και βγήκανε ζωντανοί απ’ τον πόλεμο. Ήτανε, όταν γύρισε από τον πόλεμο, λες και τον είχε χτυπήσει ο θάνατος, έτσι, λες και το πετσί του δεν είχε από κάτω όπως των άλλων κάτι που είναι ζωντανό, αλλά αντίθετα τον έσπρωχνε να χωριστεί από κάθε τι ζωντανό. Θυμάται ακόμα τον πατέρα του να τραβάει το χέρι, όποτε πήγαινε να τον αγγίξει η μάνα του. Ο πατέρας του γενικά μονάχα οπισθοχώρηση έκανε, λες κι αυτή ήτανε η αρρώστια του. Μέχρι την τελευταία του πνοή τραβούσε το χέρι απ’ τη μάνα του.
Η άλλη γυναίκα όμως από την ημέρα που εκείνος έπεσε στο κρεβάτι στεκότανε στην άλλη πλευρά του δρόμου. Προφανώς ήξερε ότι ο πατέρας του θα πέθαινε, ποτέ όμως δεν ζύγωσε. Θυμάται που, παιδί ακόμα εκείνη την εποχή, την παρατηρούσε μέσα απ’ τις κουρτίνες στο δωμάτιο του αρρώστου. Μ’ ένα εμπριμέ φουστάνι στεκότανε εκεί και κοίταζε στο σπίτι μας απέναντι. Ο πατέρας του εκείνη την εποχή δεν έστεκε πια στα καλά του. Έκανε με το δάχτυλο πάνω στην κουβέρτα, λες κι έψαχνε κάποιο σημείο στον χάρτη, και συνέχεια έλεγε ότι θέλει κάποτε να πάει εκεί. Η φωνή τού πατέρα του πίσω απ’ την πλάτη του κι η γυναίκα με το εμπριμέ φουστάνι μπροστά στα μάτια του, ενωθήκανε και τα δυο μες στο μυαλό του, του γιου, και γίνανε η ιδέα ότι η αρρώστια τού πατέρα του ήταν ένα ταξίδι, για το οποίο η γυναίκα που στεκότανε απ’ έξω είχε πάνω στο φουστάνι της τον χάρτη. Οπισθοχώρηση δεν είναι μάλλον η σωστή λέξη γι’ αυτό, λέει ο πατέρας μου.
Ο πατέρας μου κι εγώ καθόμαστε στο χωλ, κάτω από τον Ιησού, κι όλα όσα ήταν μες στις ντουλάπες είναι σκορπισμένα γύρω μας στο πάτωμα. Καθόμαστε μέσα σε ρούχα και εσώρουχα, κουτάκια και τσάντες, βιβλία, βάζα για λουλούδια και παλιά πιατικά. Ξεφυλλίζουμε κι ανοίγουμε, βάζουμε στην άκρη, παίρνουμε στα χέρια μας, ξεδιπλώνουμε και βάζουμε στην άκρη, δείχνουμε, τσαλακώνουμε, σκίζουμε και βάζουμε στην άκρη. Όλα είναι σκονισμένα. Τα λαστιχάκια με τα οποία η γιαγιά μου έπιανε τις φωτογραφίες είναι τόσο ξερά που σπάνε, όταν παίρνουμε τις φωτογραφίες στο χέρι. Χαρτόκουτα έχουν χαλάσει από το βάρος τους, απ’ τα μπαουλάκια λείπουν τα κλειδιά, παλτά είναι φαγωμένα από τον σκόρο, βαλίτσες βρωμάνε όταν τις ανοίγουμε, οι μαξιλαροθήκες και τα σεντόνια είναι σιδερωμένα. Παράξενο, λέει ο πατέρας μου, που η μάνα του συνέχισε να κρατάει το νοικοκυριό όπως την εποχή που ζούσε ο πατέρας του. Η ζωή του πάγωσε μες στη δική της. Και τώρα όλα ξαφνικά σαπίζουνε, λέει.
Ξεφυλλίζουμε κι ανοίγουμε, βάζουμε στην άκρη, παίρνουμε στα χέρια μας, ξεδιπλώνουμε, βάζουμε στην άκρη, δείχνουμε, τσαλακώνουμε, σκίζουμε, βάζουμε στην άκρη.
Φοβάμαι, λέει ο πατέρας μου, ότι θα βρω τα γράμματα.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Το 1999 έκανε το λογοτεχνικό της ντεμπούτο με τη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού. Το διήγημά της “Σιβηρία”, για το οποίο απέσπασε το 2001 το “Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής” στο διαγωνισμό για το Βραβείο Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν, συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα. Στα Ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της Παιχνίδι με τις λέξεις.
© Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis