Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἐξοχικὴ Λαμπρή

Red-Easter-Eggs

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθεῖ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ὅλα αὐτά, διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δυὸ ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθεῖ· ὁ δὲ παπᾶ-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾿ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντίκρυ ἐκτεινομένας ἀκτὰς ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπάροικους, τοὺς «κουκουβίνους ἢ κουκοσκιάχτες», ὅπως τοὺς ὀνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του, ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ κατ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθεῖ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπὶ τίνας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπᾶ-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορεοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.

Τινὲς διετύπωσαν γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναίκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναίκα του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, χωρικός, ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπέξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα» καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε» - οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπε ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια, νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.

Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως ἦτον ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτον «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μὲ τινὰς τῶν ἐξωμεριτῶν καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτον ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾿ ἀποσώνῃ τὰ παιδιά» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὖτος ὡς οἱ πλεῖστοι του γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.

Τοῦτο ναί, ἀληθεύει· ἀλλ᾿ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾿ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργοὺς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος, καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾿ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ παπᾶ-Θοδωρῆς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰπῶν, ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξίσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.

Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπᾶ-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας ἀλλ᾿ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγει· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῶ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾿ αὐτῷ.

Ἡ πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὦρες νὰ φέξει», καὶ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνησε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς, κρούων, ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.

Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν.

Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾿ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ «Κύματι θαλάσσης».

Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς».

Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκείαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps».

Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.

Ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεὺς ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης, ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἡτοιμάζετο νὰ πάρῃ καιρὸ καί, ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσόρμησεν εἰς τὸ ναΐδριον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δυὸ ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαετὴς περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ-Κυριάκου.

Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾿ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.

Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐντούτοις:

«Παπᾶ, παπᾶ!...»

(Τὰ παπαδοπούλα ἀπεκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των).

«Παπᾶ, παπᾶ!... Ὁ παπᾶ-Σφοντύλας ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά... κουβαλοῦν... ἀπ᾿ τὴν ὀξώπορτα... τὶς λειτουργίες... ἀπ᾿ τ᾿ ἅϊ-Βῆμα... κι ἡ πεθερά του... κι ἡ παπαδιά...»

Μόνον ὁ παπᾶ-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα: «Ὁ παπᾶ-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτὰς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».

Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὖτος ἀγαπῶν, ὡς ὅλοι οἱ νέοι, τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὀμήλικας.

Ἀλλ᾿ ὁ παπᾶ-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἤμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του... ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.

Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπόπτευεν ἐκ τῶν κινήσεων τούτων καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.

Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δυὸ φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη:

«Παπᾶ, παπᾶ, ποῦ πᾶς;»

«Θὰ ῾ρθῶ, βλογημένε, τώρα ἀμέσως πίσω».

Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν, νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἔλεγεν, ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.

«Ποῦ πᾶς;» ἐπέμενεν ὁ μπάρμπα-Μηλιός.

«Ἂς διαβάζῃ ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων κι ἔφθασα».

Ἐλησμόνει, ὅτι ὁ μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναγνώσῃ ἄλλα, ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.

«Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου ἐδῶ, βλογημένε», ἐπανέλαβε ὁ παπᾶ-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ. «Σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!»

Καὶ λέγων ἔτρεχεν.

Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.

«Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ», ἐψιθύρισε.

Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.

Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰν νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾿ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγότερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.

Ἐντούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.

«Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά», ἔλεγεν, «ὀκτώ, μὲ τὸ συμπάθιο, κι ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κι ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾿ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾿ ἐκεῖ!»

Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετο τὶς εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.

Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἠδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν, ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλος του δὲν εἶχε βραχεῖ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμηθείς, ἀνένηψεν.

«Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω», εἶπε, «καὶ πίνω νερό;»

Καὶ δὲν ἔπιε.

Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.

«Τί κάμνω ἐγώ», εἶπε, «ποῦ πάω;»

Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἶπεν:

«Ἥμαρτον, Κύριε! Ἥμαρτον! Μὴ μὲ συνερισθῇς».

Ἐπανέλαβε δέ:

«Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν... συγχωρήσῃ κι ἐκεῖνον κι ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου...»

Ἠσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.

«Ὤ, Κύριε», εἶπεν ὁλοψύχως, «ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα».

Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.

«Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό», εἶπε. «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω. Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!... Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!... Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!»

Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾿ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.

Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.

Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.

Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.

Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλώνας τῶν δένδρων καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.

Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεία-Κρατήρως, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες καὶ ζηλεύει ὁ σύζυγός της.

Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθῶ, δεκαπεντούτις κόρη, ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε, λέγουσα:

«Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα... Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»

Τὸ βέβαιον ἦτο, ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾿ ἐπὶ κάλλει, οὔτ᾿ ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾿ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾿ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος, καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.

Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιάν, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχρινήν, ἀγαθοτάτην, ἥτις ἐν ἀθωότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλει οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στερφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.

Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπάρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνει, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι᾿ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.

Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπάρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἐπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς:

«Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!»

Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν:

«Γειά σας! Καλὴ γειά! Διάφορο! Καλὴ καρδιά! Παπᾶ μ᾿, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾿! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπᾶ σ᾿ καὶ τὰ παιδάκια σ᾿! Ξάδελφε Θοδωρῆ, νὰ ζήσεις νὰ τὰ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ᾿, ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾿, νὰ τρέξεις καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Σ᾿μπεθέρα Κρατήρα, νὰ χαίρεσαι, μ᾿ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνεψιὲ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε! Κουμπάρα Κυπαρίσσου, μὲ μιὰ καλὴ νύφη νὰ ζήσεις νὰ χαρεῖς! Ἐβίβα ὅλοι! Τέ-πέρ-τέ. Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Συμπεθέρα Ξανθή, καλὴ λευτεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με τὸ καλό!».

Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξε ἡ πόσις.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ κατ᾿ ἄλλον ὅμως στενότερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναίκα του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν.

«Μπρόμ!»

«Πιὲ κι δῶ᾿ μ᾿!»

«Μὲ κρασί!»

«Καλῶς τ᾿ν ἀγάπη μ᾿ τὴ χρυσή!»

Καὶ πιὼν αὐτὸς μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθή, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.

Εἶτα ἤρχισαν τὰ ἄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπάρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.

Ἀλλ᾿ ὁ πλέον ἰδιόρρυθμος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπάρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς τακτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῶα· πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτώνα μὲ ἀνοικτὰς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε, φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμει Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπάρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς» ἢ «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτον ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπάρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε - νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!

Ὁ μπάρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κατ᾿ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς:

Κ᾿στὸ - μπρὲ – Κ᾿ στὸς Ἀνέστη


ἐκ νεκρῶν θανάτων θάνατον μπατήσας

κι ἔντοις ἔντοις μνήμασι

ζωήν, παμμακάριστε!


Καὶ ὅμως, μεθ᾿ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδεὶς ποτὲ ἔψαλλεν ἱερὸν ἄσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἑξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ...»

Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!

Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην, ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾿ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετήσαντες τὴν συντροφίαν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.

Ὁ παπα-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.

Ἐντούτοις ὁ παπα-Θοδωρὴς οἴκοθεν τῷ εἶπεν, ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιον του εὑρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπα-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἁγίου Βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δυὸ μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται(;)», εἶπεν, «ἅμα μᾶς ἰδῇ μίαν καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργίες, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»

Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.



Alexandros_Papadiamantis Το διήγημα «Ἐξοχικὴ Λαμπρή» γράφτηκε το 1890. Διαβάστε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και δείτε τις εκδόσεις των βιβλίων του που έχουν κυκλοφορήσει στα Ελληνικά. Διαβάστε άλλα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και κείμενα για το έργο του εδώ.

Franz Kafka, Η Κρίση

georg_bendemann___das_urteil_by_an_malkavian_mind

Μία ιστορία για την Φ.

Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη. Ο Γκέοργκ Μπένντεμανν, ένας νεαρός έμπορος, καθότανε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του στον πρώτον όροφο κάποιου απ’ τα χαμηλά, λυόμενα σπίτια που τραβούσανε κατά μήκος του ποταμού σε μια μακρά σειρά, διαφέροντας σχεδόν μόνο στο ύψος και το χρώμα. Είχε μόλις τελειώσει μία επιστολή σ’ έναν φίλο της νιότης του που βρισκότανε στο εξωτερικό, την έκλεισε με παιγνιώδη αργοπορία κι ύστερα έβλεπε, με τον αγκώνα στηριγμένο στο γραφείο, απ’ το παράθυρο τον ποταμό, τη γέφυρα και τα υψώματα στην άλλη όχθη με το λιγοστό της το πράσινο.

Συλλογιζότανε πώς αυτός ο φίλος, ανικανοποίητος απ’ την πρόοδό του στον τόπο του, το είχε σκάσει κανονικά πριν από χρόνια για τη Ρωσία. Τώρα διατηρούσε ένα εμπορικό στην Αγία Πετρούπολη, που αρχικά είχε ξεκινήσει πολύ καλά, από καιρό όμως φαίνονταν ήδη να κόβουν οι δουλειές, όπως παραπονιόταν κατά τις όλο και πιο σπάνιες επισκέψεις του ο φίλος. Έτσι σκοτωνότανε στη δουλειά στα ξένα αδίκως, η παράξενη γενειάδα κάλυπτε απλώς άσχημα το γνωστό απ’ τα παιδικά χρόνια πρόσωπο, που το κίτρινο χρώμα του δέρματός του φαινότανε να δείχνει κάποια υπό εξέλιξη αρρώστια. Καθώς έλεγε στις διηγήσεις του, δεν είχε καμμιά σωστή σχέση με την εκεί αποικία των συμπατριωτών του, αλλά και σχεδόν καμμία κοινωνική επαφή μ’ εντόπιες οικογένειες κι έτσι ετοιμαζότανε να μείνει οριστικά εργένης.

Τι να έγραφε κανείς σ’ έναν τέτοιον άνδρα, που είχε προφανώς σφάλει, που μπορεί να τον λυπότανε, αλλά που να τον βοηθήσει δεν μπορούσε. Μήπως να τον συμβούλευε να έρθει πάλι στον τόπο του, να μεταφέρει εδώ την ύπαρξή του, ν’ αναθερμάνει όλες τις παλαιές φιλικές σχέσεις – για το οποίο δεν υπήρχε βέβαια εμπόδιο κανένα– και να στηριχθεί κατά τα άλλα στη βοήθεια των φίλων; Τούτο όμως δεν σήμαινε τίποτε άλλο απ’ το να του έλεγε κανείς συγχρόνως, κι όσο πιο πολύ πρόσεχε, τόσο πιο πολύ θα τον πλήγωνε, ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειές του έχουν αποτύχει, ότι επιτέλους πρέπει να τις εγκαταλείψει, ότι πρέπει να επιστρέψει και σαν κάποιος που έχει επιστρέψει για πάντα να δεχθεί να τον κοιτάζουν όλοι απορώντας με γουρλωμένα μάτια, ότι μόνο οι φίλοι του θα καταλάβαιναν κάτι και ότι είναι ένα γερασμένο παιδί και οφείλει απλώς ν’ ακολουθήσει τους επιτυχημένους φίλους που μείνανε στον τόπο τους. Και μήπως ήτανε και τότε σίγουρο ότι όλη η ταλαιπωρία που έμελλε να του προξενήσει κανείς θα είχε κάποιο όφελος; Ίσως δεν κατάφερνε καν να τον φέρει στον τόπο του εν γένει – εκείνος άλλωστε έλεγε από μόνος του ότι τις καταστάσεις στην πατρίδα δεν τις καταλάβαινε πια– κι έτσι θα έμενε ύστερα παρ’ όλα ταύτα στα ξένα του, πικραμένος από τις συμβουλές κι ακόμη λίγο παραπάνω αποξενωμένος απ’ τους φίλους. Αν όμως ακολουθούσε πράγματι τη συμβουλή κι εδώ – φυσικά όχι σκόπιμα, αλλά από τα γεγονότα– καταθλιβότανε, αν δεν προσαρμοζότανε με τους φίλους του κι ούτε και χωρίς αυτούς, αν υπέφερε από ντροπή, αν δεν είχε τώρα πράγματι ούτε πατρίδα ούτε φίλους πια· δεν ήτανε λοιπόν πολύ καλύτερο για ’κείνον να έμενε στα ξένα, έτσι όπως ήταν; Μπορούσε δηλαδή κανείς με τέτοιες συνθήκες να σκέπτεται ότι εδώ εκείνος όντως θα είχε κάποια προκοπή;

Γι’ αυτούς τους λόγους δεν θα μπορούσε κανείς, ακόμη κι αν ήθελε να διατηρήσει εν γένει την επιστολογραφική σχέση, να του ανοίγεται πραγματικά, όπως θα έκαμνε χωρίς δειλία ακόμη και στον πιο μακρινό γνωστό. Ο φίλος ήταν τώρα ήδη πάνω από τρία χρόνια που δεν είχε έρθει στην πατρίδα και το εξηγούσε πολύ ανεπαρκώς με την αβεβαιότητα των πολιτικών καταστάσεων στη Ρωσία, που δεν επιτρέπανε σύμφωνα με τα λεγόμενά του μήτε και την πλέον σύντομη απουσία ενός μικρού εμπόρου, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι τριγυρνούσανε ήρεμοι ανά τον κόσμο. Με την πάροδο αυτών των τριών χρόνων είχαν όμως αλλάξει και για τον Γκέοργκ πολλά. Τον θάνατο της μητέρας τού Γκέοργκ, ο οποίος είχε επέλθει πριν από δύο περίπου χρόνια και από τον οποίο ο Γκέοργκ ζούσε σε κοινό νοικοκυριό με τον γέροντα πατέρα του, ο φίλος τον είχε βέβαια μάθει και τα συλλυπητήριά του τα είχε εκφράσει σε μία επιστολή μ’ έναν ξερό τρόπο, που η αιτία του μπορούσε να είναι μόνο το ότι το πένθος για ένα τέτοιο συμβάν γίνεται εντελώς αδιανόητο στα ξένα. Τώρα όμως ο Γκέοργκ από εκείνον τον καιρό είχε καταπιαστεί, όπως και με όλα τ’ άλλα, και με το εμπορικό του με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Ίσως ο πατέρας του τον καιρό που ζούσε η μητέρα του με το να θέλει να ισχύει στο εμπορικό μόνο η δική του η άποψη να τον είχε εμποδίσει από μια πραγματική δική του δραστηριότητα. Ίσως ο πατέρας του από τον θάνατο της μητέρας του, παρά το ότι εργαζότανε ακόμη στο εμπορικό, να είχε γίνει πιο συγκρατημένος, ίσως να έπαιξαν – πράγμα το οποίο ήτανε μάλιστα πολύ πιθανό– κάποιες ευτυχείς συγκυρίες έναν κατά πολύ σημαντικότερο ρόλο, εν πάση περιπτώσει πάντως το εμπορικό αυτά τα δύο χρόνια είχε αναπτυχθεί εντελώς απρόσμενα. Το προσωπικό είχαν αναγκαστεί να το διπλασιάσουνε, ο τζίρος είχε πενταπλασιαστεί, επέκειτο αναμφίβολα μία περαιτέρω πρόοδος.

Ο φίλος όμως δεν είχε καμμία ιδέα για τούτη την αλλαγή. Παλαιότερα, για τελευταία φορά ίσως σ’ εκείνη τη συλλυπητήρια επιστολή, είχε θελήσει να πείσει τον Γκέοργκ να μισέψει για τη Ρωσία κι είχε επεκταθεί στις προοπτικές που υπήρχαν ακριβώς για τον εμπορικό κλάδο του Γκέοργκ στην Αγία Πετρούπολη. Τα νούμερα ήσαν ελάχιστα έναντι του μεγέθους που είχε λάβει τώρα το εμπορικό τού Γκέοργκ. Ο Γκέοργκ όμως δεν είχε καμμία διάθεση να γράψει στον φίλο για τις εμπορικές του επιτυχίες, και τώρα εκ των υστέρων θα είχε φανεί πράγματι παράδοξο.

Έτσι ο Γκέοργκ περιοριζότανε πάντοτε να γράφει στον φίλο μόνο γι’ ασήμαντα περιστατικά, όπως συσσωρεύονται αυτά, όταν συλλογίζεται κανείς μιαν ήρεμη Κυριακή, άτακτα στη μνήμη. Δεν ήθελε τίποτε άλλο, παρά ν’ αφήσει ατάραχη τη φαντασίωση που είχε μάλλον φτιάξει για τη γενέτειρά του ο φίλος στον πολύ καιρό που είχε μεσολαβήσει και με την οποία είχε συμβιβαστεί. Έτσι συνέβη στον Γκέοργκ ν’ αναγγείλει στον φίλο τους αρραβώνες ενός αδιάφορου ανθρώπου με μία εξίσου αδιάφορη κοπέλα τρεις φορές σ’ επιστολές που χρονικά απείχαν αρκετά μεταξύ τους, μέχρι που ύστερα ασφαλώς άρχισε ο φίλος, εντελώς αντίθετα με τους σκοπούς τού Γκέοργκ, να ενδιαφέρεται για τούτο το παράδοξο.

Ο Γκέοργκ τού έγραφε όμως πολύ πιο ευχάριστα τέτοια πράγματα, απ’ το να παραδεχόταν ότι πριν από έναν μήνα είχε αρραβωνιαστεί ο ίδιος με κάποια δεσποινίδα Φρήντα Μπράνντενφελντ, μία κοπέλα από ευκατάστατη οικογένεια. Συχνά μιλούσε με τη μνηστή του γι’ αυτόν τον φίλο και την ιδιαίτερη σχέση δι’ αλληλογραφίας που είχε μαζί του. «Δεν θα έρθει δηλαδή καθόλου στον γάμο μας», έλεγε εκείνη, «κι έχω βέβαια το δικαίωμα να γνωρίσω όλους σου τους φίλους». «Δεν θέλω να τον ενοχλώ», απαντούσε ο Γκέοργκ, «κατάλαβέ με, πιθανόν να ερχότανε, τουλάχιστον έτσι πιστεύω, αλλά θα ένιωθε εξαναγκασμένος και προσβεβλημένος, ίσως να με ζήλευε και σίγουρα δυσαρεστημένος κι ανίκανος να παραμερίσει ποτέ αυτή τη δυσαρέσκεια να γυρίζει μόνος πάλι. Μόνος – ξέρεις τι θα πει αυτό;» «Ναι, δεν μπορεί δηλαδή να μάθει για τον γάμο μας και με άλλον τρόπο;» «Αυτό δεν μπορώ ασφαλώς να το εμποδίσω, αλλά είναι απίθανο με τον τρόπο που ζει.» «Αν έχεις τέτοιους φίλους, Γκέοργκ, δεν θα έπρεπε να είχες αρραβωνιαστεί καθόλου.» «Ναι, το φταίξιμο είναι και των δυο μας· αλλά και τώρα δεν θα ήθελα να είναι αλλιώς.» Κι όταν εκείνη ύστερα, ασθμαίνοντας γοργά κάτω απ’ τα φιλιά του, ξεστόμισε ακόμη: «Πάντως αυτό με θίγει», το θεώρησε του λόγου του πράγματι άδολο να γράψει τα πάντα στον φίλο. «Έτσι είμαι εγώ κι έτσι πρέπει να με αποδεχθεί εκείνος», είπε με τον νου του, «δεν μπορώ να κόψω και να ράψω από τον εαυτό μου έναν άνθρωπο που θα ήταν ίσως καταλληλότερος για τη φιλία μ’ εκείνον απ’ ό,τι είμαι εγώ».

Και όντως ανέφερε στον φίλο του στη μακροσκελή επιστολή που έγραψε εκείνο το πρωί της Κυριακής τους αρραβώνες που είχαν συναφθεί με τα παρακάτω λόγια: «Το καλύτερο νέο το έχω φυλάξει για το τέλος. Έχω αρραβωνιαστεί με κάποια δεσποινίδα Φρήντα Μπράνντενφελντ, μία κοπέλα από ευκατάστατη οικογένεια, που εγκαταστάθηκε εδώ πολύ μετά τη δική σου αναχώρηση, την οποία επομένως δεν θα μπορούσες να γνωρίζεις. Θα βρεθεί κάποια ευκαιρία να σου γνωστοποιήσω περισσότερα για τη μνηστή μου, σήμερα αρκέσου στο ότι εγώ είμαι όντως ευτυχισμένος και ότι στη μεταξύ μας σχέση έχει αλλάξει κάτι μόνο στον βαθμό που εσύ τώρα στο άτομό μου αντί για έναν εντελώς συνηθισμένο φίλο θα έχεις έναν ευτυχισμένο φίλο. Άλλωστε θα βρεις στη μνηστή μου, η οποία στέλνει τους εγκάρδιους χαιρετισμούς της, και η οποία λίαν συντόμως θα σου γράψει η ίδια, μία ειλικρινή φίλη, πράγμα που για έναν εργένη δεν είναι άνευ σημασίας. Ξέρω ότι πολλά είναι αυτά που σε κωλύουν να μας επισκεφθείς. Δεν θα ήταν όμως όντως ο γάμος μου η σωστή ευκαιρία να ξεφορτωθείς κάποια στιγμή όλα τα εμπόδια; Αλλά όπως και νά ’χει, πράξε χωρίς να αισθάνεσαι καμμία υποχρέωση και μόνο σύμφωνα με τη δική σου προαίρεση».

Με τούτη την επιστολή στο χέρι ο Γκέοργκ ήταν για πολλή ώρα, με το πρόσωπο στραμμένο στο παράθυρο, καθισμένος στο γραφείο του. Σε κάποιον γνωστό που περαστικός τον χαιρέτησε απ’ τον δρόμο δεν απάντησε ούτε καν μ’ ένα αφηρημένο χαμόγελο.

Τελικά έβαλε την επιστολή στην τσέπη και βγαίνοντας απ’ το δωμάτιό του πήγε διασχίζοντας διαγωνίως έναν μικρό διάδρομο στο δωμάτιο του πατέρα του, στο οποίο είχε να πατήσει μήνες τώρα. Δεν υπήρχε κατά τα άλλα και κάποια υποχρέωση γι’ αυτό, διότι τον πατέρα του τον συναναστρεφότανε συνεχώς στο εμπορικό. Το μεσημεριανό το γεύμα το έπαιρναν ταυτόχρονα σ’ ένα εστιατόριο, τα βράδια βολευότανε βέβαια ο καθένας όπως αγαπούσε· ωστόσο ύστερα κάθονταν λιγάκι ακόμη ο καθένας με την εφημερίδα του ως επί το πλείστον, στο κοινό καθιστικό, αν ο Γκέοργκ δεν ήτανε, όπως συνέβαινε συχνότατα, με φίλους ή αν δεν επισκεπτότανε τώρα πια τη μνηστή του.

Ο Γκέοργκ απόρησε με το πόσο σκοτεινό ήτανε το δωμάτιο του πατέρα ακόμη κι εκείνο το ηλιόλουστο πρωί. Τέτοια σκιά έριχνε λοιπόν η ψηλή μάνδρα που υψωνόταν απ’ την άλλη πλευρά της στενής αυλής. Ο πατέρας καθότανε στο παράθυρο σε μια γωνία, που ήτανε στολισμένη με διάφορα αναμνηστικά για τη μακαρίτισσα τη μητέρα, και διάβαζε την εφημερίδα, που την κρατούσε πλαγίως μπροστά στα μάτια του, προσπαθώντας να εξισορροπήσει κάποια αδυναμία των ματιών του. Επάνω στο τραπέζι βρίσκονταν τ’ αποφάγια του πρωινού, απ’ το οποίο δεν φαινότανε να έχει φάει και πολύ.

«Ααα, Γκέοργκ!», είπε ο πατέρας και πήγε αμέσως προς το μέρος του. Η βαρειά η ρόμπα του άνοιξε στο περπάτημά του, οι άκρες της τον τύλιξαν – «ο πατέρας μου είναι ακόμη γίγαντας», σκέφθηκε ο Γκέοργκ.

«Είν’ ανυπόφορα σκοτεινά εδώ», είπε μετά.

«Ναι, είναι όντως σκοτεινά», απάντησε ο πατέρας.

«Έχεις κλείσει και το παράθυρο;»

«Το προτιμώ έτσι».

«Κάνει πολλή ζέστη έξω», είπε ο Γκέοργκ, σαν να βασανίζεται ακόμη απ’ τα προηγούμενα, και κάθησε.

Ο πατέρας συμμάζεψε το σερβίτσιο του πρωινού και τό ’βαλε πάνω σε μια κασέλα.

«Ήθελα ουσιαστικά απλώς να σου πω», συνέχισε ο Γκέοργκ, που ακολουθούσε εντελώς σαστισμένος τις κινήσεις του γέρου άνδρα, «ότι τώρα πια ανήγγειλα τους αρραβώνες μου στην Αγία Πετρούπολη.» Τράβηξε την επιστολή λίγο από την τσέπη και την έβαλε πάλι μέσα.

«Στην Αγία Πετρούπολη;», ρώτησε ο πατέρας.

«Στον φίλο μου βέβαια», είπε ο Γκέοργκ και αναζήτησε τα μάτια τού πατέρα. – «Στο εμπορικό είναι εντελώς διαφορετικός», σκέφθηκε· «πώς κάθεται εδώ φαρδύς-πλατύς και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος.»

«Μάλιστα. Στον φίλο σου», είπε ο πατέρας με έμφαση.

«Ξέρεις βέβαια, πατέρα, ότι αρχικά ήθελα να του κρατήσω μυστικούς τους αρραβώνες μου. Από ευαισθησία, για κανέναν άλλον λόγο. Ξέρεις κι εσύ ο ίδιος ότι είναι δύσκολος άνθρωπος. Έλεγα με τον νου μου, μπορεί να μάθει από κάπου αλλού για τους αρραβώνες μου, αν κι αυτό με τον μοναχικό τρόπο ζωής που έχει δεν είναι καθόλου πιθανό – αυτό δεν μπορώ να το εμποδίσω - αλλά από εμένα τον ίδιο πάντως δεν θα το μάθει.»

«Και τώρα το ξανασκέφθηκες διαφορετικά;», ρώτησε ο πατέρας, έβαλε τη μεγάλη εφημερίδα επάνω στο περβάζι του παράθυρου κι επάνω στην εφημερίδα τα γυαλιά που σκέπασε με το χέρι του.

«Ναι, τώρα το ξανασκέφθηκα. Αφού είναι ο καλός μου φίλος, είπα με τον νου μου, τότε οι ευτυχείς μου αρραβώνες είναι και για ’κείνον ευτυχία. Και γι’ αυτό δεν δίστασα άλλο να του το αναγγείλω. Προτού όμως ρίξω την επιστολή, ήθελα να το πω σ’ εσένα».

«Γκέοργκ», είπε ο πατέρας κι άνοιξε διάπλατο το ξεδοντιάρικο το στόμα του, «για άκου ’δώ! Ήρθες εξαιτίας αυτού του πράγματος σ’ εμένα, για να το συζητήσεις μαζί μου. Τούτο σε τιμά χωρίς αμφιβολία. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτε, είναι χειρότερο κι από τίποτε, αν δεν μου πεις τώρα όλη την αλήθεια. Δεν θέλω ν’ αναμοχλεύσω πράγματα που δεν είναι του παρόντος. Από τον θάνατο της ακριβής μας της μητέρας έχουνε γίνει κάποια κάθε άλλο παρά ωραία πράγματα. Ίσως έρθει και γι’ αυτά ο χρόνος κι ίσως έρθει νωρίτερα απ’ ό,τι νομίζουμε. Στο εμπορικό μού διαφεύγουνε κάποια, ίσως δεν μου τα κρύβεις – καθόλου δεν θέλω τώρα να κάμω την υπόθεση ότι μου τα κρύβεις – δεν είμαι πια αρκετά γερός, η μνήμη μου εξασθενεί. Εγώ δεν έχω πια μυαλό για όλ’ αυτά τα πολλά ζητήματα. Αυτή είναι πρώτον η πορεία της φύσης, και δεύτερον ο θάνατος της μητερούλας μας εμένα με έχει καταβάλει πολύ περισσότερο από σένα. – Αλλά μιας και είμαστε τώρα σε τούτο το ζήτημα, σε τούτη την επιστολή, σε παρακαλώ, Γκέοργκ, μην με κοροϊδεύεις. Είναι ασήμαντο πράγμα, είναι ανάξιο λόγου, οπότε μην με κοροϊδεύεις. Έχεις πράγματι αυτόν τον φίλο στην Αγία Πετρούπολη;»

Ο Γκέοργκ σηκώθηκε αμήχανος. «Ας αφήσουμε τους φίλους μου. Χίλιοι φίλοι δεν μου αντικαθιστούν εμένα τον πατέρα μου. Ξέρεις τι πιστεύω; Δεν φυλάγεσαι αρκετά. Το γήρας όμως απαιτεί τα δικαιώματά του. Στο εμπορικό μού είσαι αναντικατάστατος, το ξέρεις βέβαια πολύ καλά αυτό· αλλά αν το εμπορικό απειλεί την υγεία σου, το κλείνω κι αύριο κιόλας μια για πάντα. Δεν γίνεται έτσι. Οπότε πρέπει να βρούμε κάποιον άλλο τρόπο ζωής για σένα. Αλλά ριζικά. Κάθεσαι εδώ μες στο σκοτάδι, και στο καθιστικό θά ’χες ωραίο φως. Τσιμπολογάς απ’ το πρωινό, αντί να στυλωθείς κανονικά. Κάθεσαι με το παράθυρο κλειστό, κι ο αέρας θα σού ’καμνε τόσο καλό. Όχι, πατέρα! Θα φέρω τον γιατρό και τις συστάσεις του θα τις ακολουθήσουμε. Θ’ αλλάξουμε δωμάτια, εσύ θα μετακομίσεις στο μπροστινό δωμάτιο, εγώ εδώ. Ούτε που θα καταλάβεις την αλλαγή, θα μεταφερθούν απέναντι όλα. Αλλά όλ’ αυτά στον καιρό τους, τώρα ξάπλωσε λίγο ακόμη στο κρεβάτι, χρειάζεσαι οπωσδήποτε ηρεμία. Έλα, θα σε βοηθήσω να γδυθείς, θα δεις, μπορώ. Ή αν θέλεις να πας αμέσως στο μπροστινό δωμάτιο, τότε θα ξαπλώσεις προσωρινά στο δικό μου το κρεβάτι. Θα ήταν άλλωστε πολύ λογικό».

Ο Γκέοργκ έστεκε πολύ κοντά στον πατέρα του, που είχε σκύψει το κεφάλι με τα ξεχτένιστα, άσπρα μαλλιά στο στήθος.

«Γκέοργκ», είπε ο πατέρας σιγανά, χωρίς καμμία κίνηση.

Ο Γκέοργκ γονάτισε αμέσως δίπλα στον πατέρα του, είδε τις κόρες στο κουρασμένο πρόσωπο του πατέρα πελώριες στις άκρες των ματιών του νά ’ναι στραμμένες πάνω του.

«Δεν έχεις κανέναν φίλο στην Αγία Πετρούπολη. Πάντοτε ήσουν ένας παλιάτσος και δεν συγκρατήθηκες ούτε απέναντί μου. Από πού κι ως πού δηλαδή νά ’χεις ακριβώς εκεί κάποιον φίλο! Ούτε τόσο δα δεν μπορώ να το πιστέψω».

«Μα, για σκέψου πάλι, πατέρα», είπε ο Γκέοργκ, σήκωσε τον πατέρα από την πολυθρόνα και του έβγαλε, έτσι όπως εκείνος έστεκε εκεί πολύ αδύναμος, τη ρόμπα, «πάνε τώρα κοντά τρία χρόνια από τότε που μας επισκέφθηκε ο φίλος μου. Θυμάμαι ακόμη ότι δεν τον συμπάθησες ιδιαίτερα. Τουλάχιστον δυο φορές σού τον απαρνήθηκα, παρά το ότι καθότανε εκείνη τη στιγμή μαζί μου στο δωμάτιό μου. Μπορούσα βέβαια να καταλάβω αρκετά καλά την αποστροφή σου για ’κείνον, ο φίλος μου έχει τις ιδιοτροπίες του. Αλλά ύστερα πάλι συζήτησες ωστόσο αρκετά καλά μαζί του. Εκείνο τον καιρό ήμουν τόσο υπερήφανος που τον άκουες, του έγνεφες καταφατικά και τον ρωτούσες. Αν σκεφθείς καλά, πρέπει να το θυμηθείς. Έλεγε εκείνο τον καιρό απίστευτες ιστορίες από τη ρωσική επανάσταση. Πώς λ.χ. σ’ ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Κίεβο είχε δει σε κάποιες ταραχές έναν πνευματικό πάνω σ’ ένα μπαλκόνι, που χάραξε στην παλάμη του χεριού του έναν φαρδύ αιμάτινο σταυρό, σήκωσε εκείνο το χέρι και φώναζε στο πλήθος. Κι εσύ ο ίδιος την έχεις διηγηθεί αυτήν την ιστορία σ’ άλλους από ’δω κι από ’κει.

Εν τω μεταξύ ο Γκέοργκ είχε καταφέρει να καθίσει πάλι τον πατέρα του και να του βγάλει προσεχτικά τα τρικό πανταλόνια που φορούσε πάνω από τα λινά σώβρακα, όπως και τις κάλτσες. Στη θέα των όχι ιδιαίτερα καθαρών εσωρούχων κατηγόρησε τον εαυτό του ότι είχε παραμελήσει τον πατέρα του. Θα ήταν σίγουρα και δική του υποχρέωση να προσέχει πότε αλλάζει εσώρουχα ο πατέρας του. Με τη μνηστή του δεν είχε μιλήσει ακόμη διεξοδικά για το πώς θα κανόνιζαν το μέλλον του πατέρα, αλλά σιωπηρά προϋπέθεταν ότι ο πατέρας θα έμενε μόνος στην παλαιά κατοικία. Ωστόσο τώρα αποφάσισε αστραπιαία με κάθε σιγουριά να πάρει μαζί του τον πατέρα στο μελλοντικό νοικοκυριό του. Βέβαια, αν πρόσεχε κανείς καλύτερα, φαινόταν σχεδόν ότι η φροντίδα που επρόκειτο να παρέχει εκεί στον πατέρα του μπορεί να έφτανε πολύ αργά.

Στην αγκαλιά του κουβάλησε τον πατέρα στο κρεβάτι. Τρομαχτικό ήταν αυτό που ένιωσε, όταν στα δυο βήματα μέχρι το κρεβάτι πρόσεξε ότι στο στήθος του έπαιζε ο πατέρας με την αλυσίδα του ρολογιού του. Δεν μπορούσε να τον βάλει κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι, τόσο σφιχτά κρατιότανε από ’κείνη την αλυσίδα.

Με το που έπεσε όμως στο κρεβάτι όλα φαίνονταν καλά. Σκεπάστηκε μόνος του κι ύστερα τράβηξε τα σκεπάσματα ακόμη πιο πολύ πάνω από τους ώμους. Δεν κοιτούσε εχθρικά τον Γκέοργκ προς τα πάνω.

«Αλήθεια δεν είναι ότι τον θυμήθηκες κιόλας;», ρώτησε ο Γκέοργκ και του έγνεψε ενθαρρυντικά.

«Είμαι τώρα καλά σκεπασμένος;», ρώτησε ο πατέρας, σαν να μην μπορούσε να κοιτάξει αν τα πόδια του ήσαν επαρκώς καλυμμένα.

«Σ’ αρέσει δηλαδή πού ’πεσες κιόλας στο κρεβάτι», είπε ο Γκέοργκ και του έφτιαξε τα σκεπάσματα καλύτερα.

«Είμαι καλά σκεπασμένος;», ρώτησε ο πατέρας άλλη μια φορά και φάνηκε ότι περίμενε ιδιαίτερα την απάντηση.

«Ησύχασε, είσαι καλά σκεπασμένος».

«Όχι!», αναφώνησε ο πατέρας, που η απάντηση ήρθε βιαστική στην ερώτησή του, τίναξε την κουβέρτα από πάνω του με μια δύναμη που για μια στιγμή στο πέταγμά της άνοιξε ολόκληρη, και σηκώθηκε όρθιος στο κρεβάτι. Μόνο ένα χέρι κρατούσε ελαφρά στην οροφή. «Ήθελες να με σκεπάσεις, το ξέρω, παλιόπαιδο, αλλά δεν είμαι ακόμη σκεπασμένος εγώ. Κι αν είν’ αυτή η ύστατη δύναμή μου, είν’ αρκετή για σένα, υπερβολική για σένα! Βέβαια γνωρίζω τον φίλο σου. Εκείνος θα ήταν ένας γιος κατά πώς τό ’θελε η καρδιά μου. Γι’ αυτό τον εξαπατούσες κι εκείνον όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί άλλο; Θαρρείς δεν έχω κλάψει εγώ για ’κείνον; Γι’ αυτό κλείνεσαι στο γραφείο σου, κανένας να μην σε ενοχλεί, το αφεντικό είν’ απασχολημένο – μόνο και μόνο για να μπορείς να γράφεις τα ψεύτικα τα γραμματάκια σου στη Ρωσία. Αλλά τον πατέρα ευτυχώς δεν χρειάζεται να τον δασκαλέψει κανείς, για να διαβλέπει τον γιο του. Καθώς θαρρούσες εσύ τώρα, τον είχες βάλει κάτω, τόσο κάτω που μπορείς να καθήσεις με τον πισινό σου πάνω του και να μην σαλεύει, ορίστε που αποφάσισε ο κύριος υιός μου να νυμφευθεί!»

Ο Γκέοργκ κοίταξε προς τα πάνω την τρομαχτική εικόνα του πατέρα του. Ο φίλος από την Αγία Πετρούπολη, που ο πατέρας ξαφνικά τον γνώριζε τόσο καλά, τον συγκίνησε όπως ποτέ μέχρι τότε. Χαμένο στην αχανή Ρωσία τον έβλεπε. Στην πόρτα του αδειανού, λεηλατημένου εμπορικού τον έβλεπε. Ανάμεσα στα ερείπια των ραφιών, τα κουρελιασμένα προϊόντα, τις ετοιμόρροπες απλίκες του γκαζιού έστεκε εκείνος με το κορμί του ίσιο ακόμη. Γιατί έπρεπε να φύγει τόσο μακριά!

«Για κοίτα με όμως!», αναφώνησε ο πατέρας, κι ο Γκέοργκ πήγε, σχεδόν αφηρημένος, στο κρεβάτι, για να τα συλλάβει όλα, αλλά σκόνταψε στη μέση του δρόμου.

«Επειδή σήκωσε τα φουστάνια της», άρχισε να χαϊδεύεται ο πατέρας, «επειδή σήκωσε τα φουστάνια της τόσο πολύ, η αηδιαστική η κότα», και σήκωσε, για να το δείξει, το νυχτικό του τόσο ψηλά, που φάνηκε στον μηρό του η ουλή από τα χρόνια του στον πόλεμο, «επειδή σήκωσε τα φουστάνια της έτσι κι έτσι κι έτσι, εσύ της κόλλησες, και για να μπορείς να ικανοποιείσαι μ’ εκείνη χωρίς καμμία ενόχληση, βεβήλωσες τη μνήμη της μητέρας μας, πρόδωσες τον φίλο κι έβαλες τον πατέρα σου στο κρεβάτι, για να μην μπορεί να σαλέψει. Μπορεί όμως να σαλέψει για δεν μπορεί;»

Κι έστεκε εντελώς ελεύθερος και τίναζε τα πόδια του. Έλαμπε απ’ την επίγνωση.

Ο Γκέοργκ έστεκε σε μια γωνιά, όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ τον πατέρα του. Πριν από πολύ καιρό είχε αποφασίσει να παρατηρεί με πλήρη ακρίβεια τα πάντα, για να μην μπορεί να αιφνιδιαστεί κατά κάποιο τρόπο μέσω τρίτων, από πίσω, από πάνω. Τώρα θυμήθηκε πάλι την προ πολλού ξεχασμένη απόφαση και την ξέχασε, όπως περνά κανείς μια κοντή κλωστή απ’ το μάτι μιας βελόνας.

«Αλλά ο φίλος βέβαια δεν προδόθηκε!», αναφώνησε ο πατέρας, και ο κινούμενος πέρα-δώθε δείκτης του το ενίσχυε αυτό. «Εγώ ήμουν ο αντιπρόσωπός του εδώ στον τόπο αυτό!»

«Θεατρίνε!» δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην φωνάξει ο Γκέοργκ, κατάλαβε αμέσως το κακό και δάγκωσε, μόνο που ήταν πολύ αργά, - με τα μάτια παγωμένα – τη γλώσσα του, που απ’ τον πόνο διπλώθηκε.

«Ναι, βέβαια έπαιζα θέατρο! Θέατρο! Ωραία λέξη! Τι άλλη παρηγοριά έμενε στον γέρο χήρο πατέρα; Λέγε – και για τη στιγμή της απάντησης ας είσαι εσύ ακόμη ο ζωντανός μου γιος- τι άλλο μου έμενε, στο πίσω δωμάτιό μου, να με κατασκοπεύει άπιστο προσωπικό, γέρος μέχρι το κόκκαλο; Κι ο γιος μου γύριζε αλαλάζοντας τον κόσμο, έκλεινε δουλειές, που είχα προετοιμάσει εγώ, έκαμνε τούμπες απ’ τη χαρά του κι εγκατέλειπε τον πατέρα του με το ανέκφραστο πρόσωπο έντιμου άνδρα! Θαρρείς εγώ δεν σ’ αγάπησα, εγώ, που από μένα βγήκες;»

«Τώρα θα γείρει μπροστά», σκέφθηκε ο Γκέοργκ, «νά ’πεφτε και να τσακιζότανε!» Τούτος ο λόγος σφύριζε μες στο κεφάλι του.

Ο πατέρας έγειρε μπροστά, αλλά δεν έπεσε. Αφού ο Γκέοργκ δεν πλησίασε, όπως περίμενε εκείνος, ορθώθηκε και πάλι.

«Μείνε εκεί που είσαι, δεν σε χρειάζομαι! Σκέπτεσαι ότι έχεις ακόμη τη δύναμη νά ’ρθεις εδώ κι απλώς συγκρατείσαι, επειδή έτσι θέλεις. Πλανάσαι! Εγώ είμαι ακόμη ο πολύ πιο δυνατός. Μονάχος θα είχα ίσως αναγκαστεί να υποχωρήσω, αλλά έτσι μου παραχώρησε η μητέρα τη δύναμή της, με τον φίλο σου συνδέθηκα εξαίσια, την πελατεία σου την έχω εδώ στην τσέπη!»

«Ακόμη και στο νυχτικό έχει τσέπες!», είπε με τον νου του ο Γκέοργκ και νόμισε ότι μπορεί με τούτη την παρατήρηση να τον κάμει αδύνατο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μόνο μια στιγμή το σκέφθηκε αυτό, διότι συνεχώς ξεχνούσε τα πάντα.

«Πιάσου από τη μνηστή σου κι έλα μου! Θα σου τη βγάλω από τη μέση, ούτε που φαντάζεσαι πώς!»

Ο Γκέοργκ έκαμνε μορφασμούς, σαν να μην το πίστευε. Ο πατέρας απλώς έγνεψε καταφατικά, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια όσων έλεγε, προς τη γωνία του Γκέοργκ.

«Πώς με διασκέδασες όμως σήμερα, σαν ήρθες και ρώτησες αν πρέπει να γράψεις στον φίλο σου για τους αρραβώνες. Τα ξέρει όλα, κουτέ νεαρέ, τα ξέρει όλα! Εγώ του έγραψα βέβαια, επειδή ξέχασες να μου πάρεις χαρτιά και μολύβια. Γι’ αυτό δεν έρχεται εδώ και χρόνια, τα ξέρει όλα εκατό φορές καλύτερα απ’ ό,τι εσύ ο ίδιος, τις επιστολές σου τις τσαλακώνει αδιάβαστες με τ’ αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί κρατά τις δικές μου επιστολές να τις διαβάζει!»

Το μπράτσο του το σήκωσε απ’ τον ενθουσιασμό πάνω απ’ το κεφάλι. «Τα ξέρει όλα χίλιες φορές καλύτερα!», αναφώνησε.

«Δέκα χιλιάδες φορές!», είπε ο Γκέοργκ, για να περιγελάσει τον πατέρα του, αλλά απ’ το στόμα του κιόλας πήραν οι λέξεις έναν ήχο θανατερά σοβαρό.

«Χρόνια τώρα περιμένω νά ’ρθεις με τούτη την ερώτηση! Θαρρείς με μέλει κάτι άλλο; Θαρρείς διαβάζω εφημερίδες; Να!», και πέταξε προς τον Γκέοργκ ένα φύλλο της εφημερίδας, που κάπως είχε μεταφερθεί μαζί του στο κρεβάτι. Μια παμπάλαιη εφημερίδα, μ’ ένα εντελώς άγνωστο όνομα στον Γκέοργκ.

«Πόσο καιρό δίσταζες προτού να ωριμάσεις! Η μητέρα έμελλε να πεθάνει, δεν μπόρεσε να ζήσει τη μεγάλη μέρα, ο φίλος καταστρέφεται στη Ρωσία του, πριν από τρία χρόνια κιόλας ήταν κίτρινος του πεταματού, κι εγώ, το βλέπεις βέβαια, πώς είμαι εγώ. Γι’ αυτό έχεις μάτια βέβαια!»

«Μου την είχες λοιπόν στημένη!», αναφώνησε ο Γκέοργκ.

Συμπονετικά είπε ο πατέρας εν τη ρύμη του λόγου: «Αυτό ήθελες πιθανότατα να το πεις νωρίτερα. Τώρα δεν ταιριάζει καθόλου πια.»

Και πιο δυνατά: «Τώρα ξέρεις λοιπόν τι υπήρχε κι εκτός από εσένα, μέχρι τώρα ήξερες μόνο για σένα! Ένα αθώο παιδί ήσουν ουσιαστικά, αλλά ακόμη πιο ουσιαστικά ήσουν ένας διαβολικός άνθρωπος! – Και γι’ αυτό μάθε το: Η καταδικαστική μου κρίση για σένα τώρα είναι ο θάνατος δια πνιγμού!»

Ο Γκέοργκ ένιωσε κυνηγημένος απ’ το δωμάτιο, τον γδούπο με τον οποίο σωριάστηκε πίσω του ο πατέρας στο κρεβάτι τον είχε ακόμη στ’ αφτιά του. Στη σκάλα, που τα σκαλιά της τα δρασκέλιζε σαν επιφάνεια επικλινή, αιφνιδίασε την υπηρέτριά του, που ήταν έτοιμη ν’ ανέβει επάνω για να συγυρίσει το σπίτι από τη νύχτα. «Ιησούς Χριστός!», αναφώνησε εκείνη και σκέπασε με την ποδιά το πρόσωπό της, αλλά εκείνος είχε κιόλας εξαφανισθεί. Βγήκε απ’ την εξώπορτα μ’ ένα σάλτο, απέναντι απ’ τ’ οδόστρωμα στο ποτάμι λαχταρούσε να φτάσει. Ήδη κρατούσε το κιγκλίδωμα γερά, όπως ο πεινασμένος την τροφή. Στηρίχθηκε κι έκαμε ένα άλμα, ως ο εξαιρετικός αθλητής που ήτανε στα νεανικά του χρόνια προς υπερηφάνεια των γονιών του. Ακόμη κρατιόταν καλά με χέρια που χάνανε τη δύναμή τους, διέκρινε ανάμεσα απ’ τα κάγκελα του κιγκλιδώματος ένα λεωφορείο, που με ευκολία θα κάλυπτε τον ήχο της πτώσης του, αναφώνησε σιγανά: «Αγαπημένοι μου γονείς, πάντοτε όμως σας αγαπούσα», κι αφέθηκε να πέσει.

Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


TheSons Το αφήγημα του Φραντς Κάφκα "Η κρίση", αφιερωμένο στην αγαπημένη του Φελίτσε Μπάουερ, συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Οι γιοι που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος και περιλαμβάνει επίσης το "Θερμαστή" και τη "Μεταμόρφωση". Για αυτά τα τρία διηγήματα ο Φραντς Κάφκα έγραψε στον εκδότη του, Κουρτ Βολφ, τον Απρίλιο του 1913: «συνδέονται εξωτερικά και εσωτερικά, υπάρχει μεταξύ τους ένας προφανής και ακόμη περισσότερο ένας μυστικός δεσμός, την παρουσίαση του οποίου μέσω της έκδοσής τους σε ένα βιβλίο με κοινό τίτλο όπως ‘Οι γιοι’ δεν θα ήθελα να εγκαταλείψω». Η ελληνική έκδοση ολοκληρώνεται με ένα εκτενές Επίμετρο, όπου έχουν συγκεντρωθεί αποσπάσματα από ημερολογιακές σημειώσεις του συγγραφέα και γράμματά του (22 εκ των οποίων μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στα Ελληνικά) που αφορούν αποκλειστικά τα τρία αυτά διηγήματα και φωτίζουν την προσωπικότητα του συγγραφέα τους. Ακολουθούν κάποια από αυτά:

Ι

«23 Σεπτεμβρίου 1912 Αυτή την ιστορία την “Κρίση” την έγραψα τη νύχτα της 22 προς 23 από τις 10 η ώρα το βράδυ μέχρι τις 6 η ώρα το πρωί απνευστί. Τα πόδια μου που είχανε γίνει άκαμπτα από τη στάση που είχα καθιστός δεν μπορούσα καν να τα τραβήξω και να τα βγάλω κάτω απ’ το γραφείο. Η τρομερή καταπόνηση και η χαρά, πώς εκτυλισσόταν η ιστορία μπροστά στα μάτια μου σαν να προχωρούσα μέσα σε ποτάμι. Πολλές φορές αυτή τη νύχτα είχα το βάρος μου στην πλάτη. Πώς μπορούν ν’ αποτολμηθούν τα πάντα, πώς για τα πάντα, για τις πιο απόξενες ιδέες ετοιμάζεται μια μεγάλη φωτιά, μες στην οποία χάνονται και ανασταίνονται. Πώς πήρε να φωτίζει έξω απ’ το παράθυρό μου. Ένα αμάξι πέρασε. Δυο άνδρες διασχίσανε τη γέφυρα. Στις 2 η ώρα κοίταξα για τελευταία φορά το ρολόι. Όπως ερχότανε η υπηρέτρια για πρώτη φορά απ’ το χωλ, έγραφα την τελευταία πρόταση. Σβήσιμο της λάμπας και φως της ημέρας. Οι ελαφροί πόνοι στην καρδιά. Η κούραση που χάνεται στη μέση της νύχτας. Η τρεμάμενη είσοδος στο δωμάτιο των αδελφών μου. Ανάγνωση. Προηγουμένως το τέντωμα μπροστά στην υπηρέτρια και τα λόγια: “Μέχρι τώρα έγραφα”. Η θέα τού ανέγγιχτου κρεβατιού, σαν να το κουβαλήσανε τώρα εδώ μέσα. Η επιβεβαιωμένη πεποίθηση ότι με τη γραφή τού μυθιστορήματός μου βρίσκομαι σε επαίσχυντα βάθη της γραφής. Μόνο έτσι μπορεί να γράφει κανείς, μόνο με τέτοια συνοχή, με τέτοιο ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής. Το πρωί στο κρεβάτι. Τα μάτια να μη νυστάζουνε ακόμη. Πολλά κατά τη γραφή τα συναισθήματα που μου ήρθαν: λ.χ. η χαρά ότι θα έχω κάτι ωραίο για την Arcadia του Μαξ, σκέψεις για τον Φρόυντ φυσικά, σε κάποιο σημείο για τον Arnold Beer, σ’ ένα άλλο για τον Wassermann, σ’ ένα (τσακιζότανε) για τη Γιγάντισσα του Βέρφελ, φυσικά και για το δικό μου “Ο κόσμος της πόλης”» (Ημερολόγια)

ΙΙ

«11 ΙΙ 13 Με αφορμή τη διόρθωση της “Κρίσης” γράφω όλες τις σχέσεις που έχω ξεκαθαρίσει στην ιστορία, όσο τις θυμάμαι ακόμη. Τούτο είν’ απαραίτητο, διότι η ιστορία βγήκε από μέσα μου σαν κανονική γέννα καλυμμένη με βρωμιά και βλέννες και μόνο εγώ έχω το χέρι που μπορεί να φτάσει μέσα μέχρι το σώμα και έχει τη διάθεση γι’ αυτό:

Ο φίλος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ του πατέρα και του γιου, είναι το μέγιστο κοινό τους σημείο. Καθισμένος μόνος στο παράθυρό του ο Γκέοργκ σκαλίζει μ’ ευδαιμονία τούτο το κοινό, θαρρεί ότι έχει τον πατέρα μέσα του και θεωρεί τα πάντα, πέρα από μία φευγαλέα θλιμμένη σκεπτικότητα, γαλήνια. Η εξέλιξη της ιστορίας δείχνει λοιπόν πώς από το κοινό, τον φίλο, ο πατέρας ανυψώνεται και στήνεται ως αντίθετος απέναντι απ’ τον Γκέοργκ, ενισχυμένος από άλλα μικρότερα κοινά σημεία, δηλαδή από την αγάπη, την προσκόλληση στη μητέρα, από την αφοσίωση στη μνήμη της και από την πελατεία, που βέβαια ο πατέρας αρχικά την είχε αποκτήσει για το εμπορικό. Ο Γκέοργκ δεν έχει τίποτε, η μνηστή, η οποία μέσα στην ιστορία ζει μόνο μέσω της σχέσης με τον φίλο, επομένως με το κοινό, και η οποία, αφού δεν έγινε ακόμη ο γάμος, δεν μπορεί να εισέλθει στον κύκλο του αίματος, που διαγράφεται γύρω απ’ τον πατέρα και τον γιο, διώχνεται εύκολα απ’ τον πατέρα. Το κοινό στοιβάζεται ολόκληρο γύρω απ’ τον πατέρα, ο Γκέοργκ το νιώθει μόνο ως ξένο, ανεξαρτητοποιημένο, ουδέποτε αρκετά προφυλαγμένο απ’ τον ίδιο, εκτεθειμένο στις ρωσικές επαναστάσεις, και μόνο επειδή εκείνος ο ίδιος δεν έχει τίποτε πια, πέρα απ’ το βλέμμα στον πατέρα, επενεργεί η κρίση που του αποκλείει παντελώς τον πατέρα τόσο έντονα πάνω του.

Το Georg έχει όσα γράμματα έχει και το Franz. Στο Bendemann είναι το “mann” [=«άνδρας»] μία προσφερόμενη ενίσχυση του “Bende” μόνο για όλες τις άγνωστες ακόμη δυνατότητες της ιστορίας. Το Bende όμως έχει όσα γράμματα έχει και το Kafka και το φωνήεν e επαναλαμβάνεται στις ίδιες θέσεις όπως το φωνήεν a στο Kafka.

To Frieda έχει ακριβώς όσα γράμματα έχει και το Felice και το ίδιο αρχικό γράμμα, το Brandenfeld έχει το ίδιο αρχικό γράμμα με το Bauer [εκτός από το επώνυμο της Φελίτσε σημαίνει και «αγρότης»] και μέσω της λέξης Feld [«αγρός», «χωράφι»] έχει και στη σημασία μία συγκεκριμένη σχέση». (Ημερολόγια)

ΙΙΙ

«Βρίσκεις στην “Κρίση” κάποιο νόημα, εννοώ κάποιο ευθύ νόημα που να έχει κάποια συνοχή και να μπορεί να το ακολουθήσει κανείς; Εγώ δεν το βρίσκω και δεν μπορώ και να εξηγήσω τίποτε σ’ αυτή. Αλλά έχει πολλά παράδοξα. Κοίτα μόνο τα ονόματα! Γράφτηκε σε μια εποχή που βέβαια ήδη σε γνώριζα και ο κόσμος αποκτούσε μεγαλύτερη αξία μέσ’ απ’ την ύπαρξή σου, που όμως δεν σου είχα γράψει ακόμη. Και τώρα κοίτα, το Georg έχει όσο γράμματα έχει και το Franz, το “Bendemann” αποτελείται από τα Bende και Mann, το Bende έχει όσα γράμματα έχει και το Kafka και ακόμη και τα δύο φωνήεντα είναι στην ίδια θέση, το “Mann” προορίζεται μάλλον από συμπόνια να δυναμώσει εκείνον τον φτωχό τον “Bende” για τις μάχες του. Το “Frieda” έχει όσα γράμματα έχει και το Felice και επίσης το ίδιο αρχικό γράμμα, η “Friede” [= «ειρήνη», «γαλήνη»] και η “ευτυχία” [γερμ. «Glück», λατ. «felicitas»] είναι επίσης κοντά μεταξύ τους. Το “Brandenfeld” έχει μέσω του “feld” μία σχέση με το “Bauer” και τα ίδια αρχικά γράμματα. Και παρόμοια υπάρχουν ακόμη μερικά, αυτά φυσικά είναι απλώς και μόνο πράγματα που ανακάλυψα εκ των υστέρων». (γράμμα στη Φελίτσε, 2 Ιουνίου 1913.)

ΙV

«Η “Κρίση” δεν εξηγείται. Ίσως να σου δείξω κάποια φορά ένα-δυο σημεία στο ημερολόγιό μου. Η ιστορία είναι γεμάτη αφαιρέσεις, χωρίς να ομολογούνται. Ο φίλος δεν είναι καν αληθινό πρόσωπο, είναι ίσως περισσότερο αυτό που έχουν από κοινού ο πατέρας και ο Γκέοργκ. Η ιστορία ίσως είναι μία περιήγηση γύρω απ’ τον πατέρα και τον γιο, και η εναλλασσόμενη μορφή του φίλου είναι ίσως η προοπτική εναλλαγή των σχέσεων μεταξύ πατέρα και γιου. Σίγουρος όμως γι’ αυτό δεν είμαι ούτε εγώ». [γράμμα στη Φελίτσε, 10 Ιουνίου 1913]

V

«Συμπεράσματα από την “Κρίση” για την περίπτωσή μου. Εγώ χρωστάω την ιστορία έμμεσα σ’ εκείνη. Ο Γκέοργκ καταβαραθρώνεται όμως από τη μνηστή του». (Ημερολόγια, μετά τις 14 Αυγούστου 1913)

VI

«Η μετάφραση της τελευταίας πρότασης είναι πολύ καλή. Σ’ εκείνη την ιστορία κάθε πρόταση, κάθε λέξη, κάθε – ας μου επιτραπεί - μουσική σχετίζεται με τον “φόβο”, εκείνο τον καιρό άνοιξε για πρώτη φορά η πληγή μία μακρά νύχτα και αυτή τη σχέση την αποδίδει η μετάφραση όπως το αισθάνομαι εγώ με ακρίβεια, μ’ εκείνο το μαγικό χέρι, που είναι το δικό σου». (γράμμα στη Μίλενα Γέσενσκα για τη μετάφραση της Κρίσης στα Τσεχικά, 28 Αυγούστου 1920)

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails