"Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουν αλλά να μη βλέπουν τίποτα; Προς τι τ' αυτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μές στο κεφάλι μου; Αυτά, εγκεφαλική έλικα, εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν' αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Ν' αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να το στρέψω πάνω της, ν' αποκόψω την ανάμνηση με την ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό."
No14me, Παιχνίδι με τις λέξεις - Jenny Erpenbeck
Αναρτήθηκε από
Logotexnia 21
στις
11/27/2013 09:15:00 μ.μ.
Ετικέτες
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ,
ΓΕΡΜΑΝΙΑ,
ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ,
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Ζηλευτά,
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ,
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ,
JENNY ERPENBECK,
No14me
Γιώργος Λίλλης, Berlin… ένα οδοιπορικό
[Απόσπασμα]
[...]
Ιστορία μιας πόλης.
Πως τα γεγονότα αφομοιώνονται μέσα στο χρόνο.
Jean Marabini: «30 Ιανουαρίου 1933, 7 η ώρα το πρωί στη Frohenstrasse. Κανένα δέντρο, κανένα πάρκο για παιδιά, η βουή του μετρό, κάτι λεωφορεία στη σειρά, δίπλα στα γκρίζα σπίτια. Σε μιαν αυλή κορμοί ξεραμένων χριστουγεννιάτικων δέντρων. Ο Καρλ, εργάτης σε υποδηματοποιείο, σκύβει στο κρύο νερό του νεροχύτη. Άνεργος χωρίς επιδόματα, εκτιμά ότι μετά από είκοσι λεπτά γυμναστικής δικαιούται να καπνίσει ένα τσιγάρο Juno που το αγόρασε ένα Pfennig το κομμάτι. Δεν έχει πια κάρβουνο ν΄ ανάψει το μάτι, για να φτιάξει καφέ. Άλλοτε, όταν δούλευε, καθόταν κι έτρωγε διαβάζοντας την πρωινή του εφημερίδα του, πριν ξεκινήσει για το υποδηματοποιείο με το λεωφορείο 8. Μελαγχολικός, θυμάται την γυναίκα του, που πέθανε από φυματίωση. Για να ξεφύγει απ΄ αυτό το καταθλιπτικό κλίμα, βαδίζει γρήγορα προς τη Nollendorfplatz και τα «τμήματα εφόδου». Μαζί με τους συντρόφους της «φιλικής» παίρνει ένα μάρκο τη μέρα. Μιλούν για την παγκόσμια εβραϊκή συνομωσία και για τη Γαλλία, συνώνυμο του μπορντέλου. Μπαίνοντας στην αίθουσα συναθροίσεων ο Καρλ χαιρετά με το χέρι τεντωμένο το πορτραίτο του Führer. Η μαύρη σβάστικα, ο αγκυλωτός σταυρός, ξεχωρίζει πάνω στο λευκό και το κόκκινο των σημαιών».
Ιστορία μιας πόλης.
Ξεδιπλωμένη μες από τη ζωή των ανθρώπων που την έζησαν:
Grosz. 1937. Αναχωρεί μαζί με τη ντανταϊκή ραπτομηχανή του και κάτι σεντούκια γεμάτα με παλιά μάρκα υποτιμημένα δέκα χρόνια πριν. Συγγραφέας ενός βερολινέζικου «Σατυρικού», δίνει για τελευταία φορά τη διεύθυνση του σταθμού στον ταξιτζή. Αυτός τον αναγνωρίζει και ρωτά:
«Σε ποια χώρα πηγαίνουμε κύριε Grosz;»
«Εκεί που δεν βασιλεύει ο άνθρωπος με την καμπαρτίνα και το μικρό μουστάκι».
«Όμως θα φτάσει σύντομα παντού», μουρμουρίζει ο οδηγός.
Göring. 1939. Καταφέρεται ενάντια στο γιγάντιο κάψιμο των αντιγερμανικών βιβλίων που οργανώθηκε μια νύχτα του Μάη στην Operplatz. Οι φλόγες μετάλλασσαν σε στάχτη γνώση αιώνων. Τόσο εύκολα χάνεται ο πνευματικός πλούτος μιας χώρας, τόσο εύθραυστη η φωνή της άλλης όχθης, ένα παρανάλωμα, φώτιζε όλο το τετράγωνο μες στη νύχτα.
Speer. 1940. Σχέδιο για την πρωτεύουσα του σύμπαντος. Κοντά στην Braden-Burger-Tor θέλει να κατασκευάσει ένα κτίριο με θόλο ψηλότερο από αυτό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Μ΄ ένα μεγάλο αετό που θα κρατάει την υδρόγειο στα νύχια του. Λίγο πιο κάτω προβλέπεται μια κυκλική πλατεία με σιντριβάνια όπως των Βερσαλλιών. Η στήλη της Νίκης του 1870 μεταφέρεται από την πλατεία Δημοκρατίας στο Μεγάλο Άστρο του 1938. Κόβει τις σεβάσμιες φιλύρες της Unter den Linden, αναγείρει μαρμάρινες κολώνες διακοσμημένες με αετούς και εθνικοσοσιαλιστικά εμβλήματα. Διαπλαταίνει το Charlottenburger Chaussee και τοποθετεί μεγάλους προβολείς με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη φωτός. Εφτά χρόνια αργότερα: το Βερολίνο ισοπεδωμένο, καταστραμμένο ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς, έρμαιο της τύχης της έπαρσης του ηγέτη που το κυβέρνησε. Όταν οι Ρώσοι μπαίνουν στην ερειπωμένη πόλη, οι κάτοικοι ζουν κάτω από την γη και τρέφονται με πτώματα αλόγων. Ο Χίτλερ δεν είναι πια παρά ο μισητός βρικόλακας μιας νεκρής πρωτεύουσας. Είναι το τέλος της αυτοκρατορίας των 1000 ετών που ονειρευόταν.
Ulrike. 1961. Κρύβει τα βιβλία στο υπόγειο, κάτω από τον σκουριασμένο λέβητα. Ανεβαίνει στο δωμάτιο. Το τείχος χτίζεται ακριβώς απέναντι, της κρύβει τη θέα. Με σταυρωμένα χέρια, ανέκφραστη.
Hans. 1974. Το ρολόι χτυπά στις τέσσερις. Ντύνεται βιαστικά, έχει από χθες τοποθετήσει με προσοχή τα ρούχα του πάνω στην καρέκλα για να μη χάσει χρόνο, πλένεται, βάζει στην τσάντα του το θερμό με τον καφέ και δύο φέτες ψωμί με σαλάμι κι αναχωρεί με το ποδήλατο για την φάμπρικα. Είκοσι χρόνια, την ίδια ώρα, με τις ίδιες κινήσεις, στην ίδια διαδρομή.
Tina.1983. Η σελήνη φωτίζει τα νερά της λίμνης. Μεθυσμένη παραπατά, πέφτει στην άσφαλτο. Μια παρέα νεαρών φτάνουν κοντά της. Tης σχίζουν τα ρούχα, κάνουν ο ένας μετά τον άλλο έρωτα μαζί της. Ο τελευταίος, γύρω στα δεκαοχτώ, την βοηθά να πάρει ένα ταξί. Ξυπνά στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Γυμνή. Έχει ξημερώσει Κυριακή.
Thomas. 1990. Βιομήχανος, αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο δίπλα στο φυλάκιο Τσάρλι. «Εδώ ακριβώς έγκειται η δική μου εκδίκηση. Ονειρεύομαι ένα οικοδομικό τετράγωνο από γυαλί, ένα εμπορικό κέντρο όπου ο καθένας θα βρίσκει εδώ ό,τι επιθυμεί. Πατώντας στο ίδιο χώμα του κομμουνιστικού εξανθρωπισμού, επιβάλλω την εμπειρία του καπιταλισμού». Ακολουθεί τον αρχιτέκτονα, φορώντας ακριβό κουστούμι. Πίσω του, αρχίζουν να χτίζονται οι πρώτες μεγάλες πολυκατοικίες.
Eva. 2001. Άνεργη, ζει δέκα χρόνια τώρα σ΄ ένα οικοδομικό τετράγωνο που φιλοξενεί χίλιες οικογένειες. Ήρθε από το Τσβικάου της ανατολικής Γερμανίας όταν ήταν δώδεκα χρόνων. Καθαρίζει σκάλες τα πρωινά. Ο τετράχρονος γιος της είναι η μόνη της συντροφιά. Ο φίλος της την παράτησε πριν δύο χρόνια. Επιβιώνει από την κοινωνική πρόνοια. Το διαμέρισμα, δυάρι, λιτό, ένα κρεβάτι, ένας σπασμένος καθρέφτης, μια ξεθωριασμένη ντουλάπα. Στο σαλόνι, τηλεόραση, ένας καναπές. Η κουζίνα δεν χωρά ούτε ένα μικρό τραπέζι. Το υπνοδωμάτιο δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Το μέλλον; Ποιος νοιάζεται για το μέλλον σ΄ ένα τόσο αδυσώπητο παρόν;
[...]
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το e-book Γιώργος Λίλλης, Berlin ένα οδοιπορικό (magaz!ne, Οκτώβριος 2013). Ο Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974. Είναι μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος. Δείτε στη βιβλιοnet τα βιβλία του Γιώργου Λίλλη που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
Κατερίνα Γώγου, ΕΚΘΕΣΙΣ ΑΥΤΟΨΙΑΣ 2.11.75
«... το σώμα κείτονταν μπρούμυτα παράλληλα |
ενωνόταν με το Βατικανό. |
Το ένα χέρι του ματωμένο απλωμένο μούντζα στο ΚΚΙ |
και τ' άλλο κραδαίνοντας τα γεννητικά του όργανα |
στους ειδικούς της κουλτούρας. |
Τα αίματα στα μαλλιά του βδέλλες |
στα σκεπασμένα ομοφυλοφιλικά σύνδρομα |
στους εις άπασαν την επικράτειαν άνδρας της γης. |
Το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τα κάδρα |
της τάξης που αρνήθηκε |
μελανός εθελοντής του κουρελοπρολεταριάτου. |
Τα δάχτυλα του χεριού τού αριστερού |
σπασμένα απ' το σοσιαλιστικό ρεαλισμό |
πεταμένα σε φωταγωγημένα σκουπίδια. |
Το σαγόνι σπασμένο |
με άπερκατ εργάτη συνδικαλιστή |
επί μισθώσει τραμπούκου. |
Τ’ αυτιά μισοφαγωμένα από τσογλαναρά που δεν είχε στύση. |
Ο αυχένας σπασμένος αποκομμένος απ' το σώμα |
πάνω στη βασική αρχή να λειτουργούνε χώρια. |
Η μάνα παντού. |
Αυτός ήταν ο θάνατος του κομουνιστή και ομοφυλόφιλου ΠΑΖΟΛΙΝΙ, που κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή καβάλα σ' ένα πενηνταράκι μηχανάκι έτρεχε να προλάβει να παίξουνε τα σινεμά στο Αιγάλεω, στο Λίβερπουλ και προπαντός στην Όστια, με κρατημένες επάνω του κουτιά από ταινίες και ρημαδογειτονιές. |
Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης. |
Αντίο. |
Το παραπάνω ποίημα της Κατερίνας Γώγου περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή της «Το ξύλινο παλτό» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η αντιγραφή έγινε από την έβδομη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1985. O Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1975. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το κείμενό του Ανάπτυξη και πρόοδος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)