«... το σώμα κείτονταν μπρούμυτα παράλληλα
|
ενωνόταν με το Βατικανό.
|
Το ένα χέρι του ματωμένο απλωμένο μούντζα στο ΚΚΙ
|
και τ' άλλο κραδαίνοντας τα γεννητικά του όργανα
|
στους ειδικούς της κουλτούρας.
|
Τα αίματα στα μαλλιά του βδέλλες
|
στα σκεπασμένα ομοφυλοφιλικά σύνδρομα
|
στους εις άπασαν την επικράτειαν άνδρας της γης.
|
Το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τα κάδρα
|
της τάξης που αρνήθηκε
|
μελανός εθελοντής του κουρελοπρολεταριάτου.
|
Τα δάχτυλα του χεριού τού αριστερού
|
σπασμένα απ' το σοσιαλιστικό ρεαλισμό
|
πεταμένα σε φωταγωγημένα σκουπίδια.
|
Το σαγόνι σπασμένο
|
με άπερκατ εργάτη συνδικαλιστή
|
επί μισθώσει τραμπούκου.
|
Τ’ αυτιά μισοφαγωμένα από τσογλαναρά που δεν είχε στύση.
|
Ο αυχένας σπασμένος αποκομμένος απ' το σώμα
|
πάνω στη βασική αρχή να λειτουργούνε χώρια.
|
Η μάνα παντού.
|
Αυτός ήταν ο θάνατος του κομουνιστή και ομοφυλόφιλου ΠΑΖΟΛΙΝΙ, που κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή καβάλα σ' ένα πενηνταράκι μηχανάκι έτρεχε να προλάβει να παίξουνε τα σινεμά στο Αιγάλεω, στο Λίβερπουλ και προπαντός στην Όστια, με κρατημένες επάνω του κουτιά από ταινίες και ρημαδογειτονιές.
|
Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης.
|
Αντίο.
|