Επιστροφή
Είσαι πάλι εδώ και με κρατάς στα χέρια σου.
Ξέρω, δεν είναι για καλό μα εγώ τ’ απολαμβάνω.
Με κοιμίζεις γλυκά, ρυθμικά.
Κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
αφήνεις ένα μάτσο παπαρούνες.
Για να τις δώσω, λες,
σ’ αυτόν που θα ’ρθει να με πάρει.
Ξυπνάω σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο.
Τοίχοι βαμμένοι με λαδιά νερομπογιά,
δυο λάμπες φθορίου στο ταβάνι,
η μία τρεμοπαίζει,
μια καρέκλα με δέρμα ξεσκισμένο,
στη μέση ένα κρεβάτι,
πάνω του εγώ, δεμένη με λουριά.
Τον έστειλες τελικά, δεν άντεξες.
Τραντάζομαι απ’ τον κρότο μιας
σιδερένιας πόρτας.
Ακούω βήματα βιαστικά.
Δεν έρχονται σε μένα.
Δεν αντιδρώ από αντίδραση κι ο χρόνος διαστέλλεται.
Μένω βουβή κι ακίνητη.
Μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια
μα «δεν αρμόζει στην περίσταση».
Δεν θα κλάψω.
Έχει νυχτώσει.
Πάνω στα κλαδιά μιας βελανιδιάς
κράζει μια κουκουβάγια…
εσύ είσαι!
Περιμένω να δω
ποιος θα προλάβει πρώτος.
Ο Ύπνος;
Μόνο δυο φράσεις σέρνονται ενοχλητικά
μες στο μυαλό μου.
Θα ’σαι καλά χωρίς εμένα;
Μην λυπηθείς ούτε στιγμή!
Ένα πείραμα που απέτυχε ήμουν…
πάει, τέλειωσε τώρα.
La bella Simonetta
«…Διότι είν’ ακόμη πιο άπιαστη κι από φύλλο στον άνεμο…
κυνηγά αυτόν που δραπετεύει, κρύβεται απ’ αυτόν που την ποθεί,
έρχεται και φεύγει όπως το κύμα στην ακτή!»
Poliziano, “Stanze per la Giostra”
Στο πρόσωπό σου είδαν
τη Βασίλισσα της Ομορφιάς.
Σ’ είπαν γυναίκα Sans Pareille,
που απ’ τον λήθαργο έβγαλες
τον έρωτα, τα πάθη.
Σου ’πλεκαν στίχους ποιητές,
σ’ απαθανάτιζαν ζωγράφοι,
σε λούζανε με δώρα ευγενείς…
Πιστεύαν πως τους αγαπάς·
μα πόσες πλάνες φώλιαζαν
στον κόρφο σου;
Μετά τον πρόωρο θάνατό σου
τα προσωπεία πέσανε.
O άντρας ο δικός σου
αμέσως σ’ αναπλήρωσε.
Μα εσύ τον ακριμάτιστο
πέτυχες να στοιχειώσεις.
Τον δύστυχο!
Ακόμα και σε πρόσωπα ιερά
έδινε τη μορφή σου!
Αντάλλαγμα μοναδικό
κι ύστατη επιθυμία,
το τέλος του το αιώνιο
μαζί σου να το ζήσει,
ξαπλώνοντας σε μια γωνιά,
στα πόδια σου μπροστά!
© Logotexnia 21 + Evi Mavrommati