Ανδρέας Κεντζός, 4 ανέκδοτα ποιήματα

Foto by Guenter M. Kirchweger

 

Στο τέλος

 

Στο τέλος δεν άντεχε

κουράστηκε με όλη αυτή την ιστορία

Έσκισε τα χαρτιά του

(τα βιβλία τα λυπήθηκε, τα χάρισε σε φίλους)

«Στο διάολο» μουρμούρισε τρεις φορές

κατά την ανατολή

Και ορκίστηκε- αν κάνει ποτέ ποίηση

θα είναι από λάθος

ατυχία

 

 

Τα παιδιά της γειτονιάς

 

Σε βρήκες

Και τώρα πρέπει να σε χάσεις

(και δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο)

 

Πρέπει όμως- αν δεν θες

να γίνεις μια ωραία

περιποιημένη μούμια

 

Πάρε ιδέα από τα παιδιά της γειτονιάς

που αν τ’ αφήσουν

είναι ικανά να παίζουν κρυφτό όλη μέρα

 

 

Μητέρα και ποίηση

 

Μικρά τα ποιήματά της

καχεκτικά

Και είναι λογικό- τα παιδάκια της

τη θέλουν συνέχεια

τη φωνάζουν

 

Μόνο στον ύπνο τους ησυχάζει

αλλά κι αυτός δεν κρατάει πολύ

δεν της φτάνει

Και σκέφτεται έναν τρόπο

(το καλύτερο φάρμακο που υπάρχει)

για να τον παρατείνει

 

 

Το άλογο

 

Ρωτούν γιατί μιλάω συνέχεια για το άλογο

Υπάρχουν και άλλα πράγματα, μου λένε

και δεν έχουν άδικο

 

Πολλά πράγματα υπάρχουν πέρα από το άλογό μου

κι εγώ έχω καταντήσει κουραστικός

συγχωρέστε με

αλλά όσο και να τρέξει η γλώσσα μου

αυτό τρέχει γρηγορότερα

 

 

 

Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Συγκεκριμένα ποιήματα. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού, όπως επίσης και τα διηγήματα «Τριλογία»,  «Κρίση» και «Πρώτη ημέρα».

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

Bertolt Brecht, Μέτρα κατά της Εξουσίας


Illustration from: Heinrich XXVIII. Prinz Reuß zu Köstritz: Der korrekte Diener. Handbuch für Herrschaften und deren Diener, Paul Parey Verla


Όταν κάποτε ο κύριος Κόινερ, που όλο στοχαζότανε, μίλαγε κατά της Εξουσίας σε μια αίθουσα μπροστά σε πολλούς, πρόσεξε πώς οι άνθρωποι έκαναν προς τα πίσω και έφευγαν. Έριξε μια ματιά τριγύρω και είδε πίσω του να στέκεται – η Εξουσία.

 

«Τι έλεγες;» τον ρώτησε η Εξουσία.

 

«Μίλαγα υπέρ της Εξουσίας», απάντησε ο κύριος Κόινερ.

 

Όταν ο κύριος Κόινερ είχε φύγει πια, τον ρώτησαν οι μαθητές του για αυτή του την επίκυψη. Ο κύριος Κόινερ απάντησε. «Δεν έχω μέση για τσάκισμα. Ίσα ίσα εγώ πρέπει να ζήσω πιο πολύ από την Εξουσία».

 

Και ο κύριος Κόινερ διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:

 

Στην κατοικία του κυρίου Έγκε, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα τον καιρό της Εκτροπής ένας πράκτορας, κραδαίνοντας ένα επίσημο χαρτί, το οποίο είχε εκδοθεί εν ονόματι αυτών που διαφέντευαν την πόλη, και εκεί έγραφε ότι του ανήκει κάθε κατοικία, στην οποία πατάει το πόδι του· έτσι ακριβώς θα έπρεπε να του ανήκει και κάθε τι που θα ζητούσε να φάει· έτσι ακριβώς θα έπρεπε να τον υπηρετεί και κάθε άντρας που θα έβλεπε.

 

Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε να φάει, πλύθηκε, έγειρε να πλαγιάσει, και με το κεφάλι γυρισμένο στον τοίχο ρώτησε πριν αποκοιμηθεί.«Θα με υπηρετήσεις;»

 

Ο κύριος Έγκε τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, φύλαξε τον ύπνο του, και όπως εκείνη την ημέρα τον υπάκουε επτά ολόκληρα χρόνια. Ό,τι κι αν έκανε όμως γι αυτόν, από ένα πράγμα να κάνει φυλαγόταν : από το να πει μια λέξη. Σαν πέρασαν τα επτά χρόνια και ο πράκτορας είχε χοντρύνει από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε ο πράκτορας. Τότε ο κύριος Έγκε τον τύλιξε στην πολυκαιρισμένη κουβέρτα, τον έσυρε και τον έβγαλε από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, ασβέστωσε τους τοίχους, πήρε μια ανάσα και απάντησε: «Όχι».


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Ιωάννα Μυτιληνάκη



 bertolt-brecht[5]

Το κείμενο "Μέτρα κατά της Εξουσίας" του Bertolt Brecht (1898-1956) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1953 και περιλαμβάνεται στις Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ (Geschichten vom Herrn Keuner), τις οποίες ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε σε ένα διάστημα 30 χρόνων, από το 1926 μέχρι τον θάνατό του. Διαβάστε στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ για τη ζωή και το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ και δείτε στη σελίδα της βιβλιοnet τα βιβλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ που κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Διαβάστε εδώ άλλο ένα κείμενο από τις Ιστορίες του κυρίου Κόινερ, "Το αγαπημένο ζώο του κυρίου Κ.".


© Logotexnia21+ Ιωάννα Μυτιληνάκη


Alexander Kluge, Ένα ερωτικό πείραμα

Horst Kiss in "Ein Liebesversuch" von Laura Kokoshka und Christian Resch 

Ως το φθηνότερο μέσο, για να διεξαχθεί μαζική στείρωση στα στρατόπεδα, εμφανίστηκε το 1943 η ακτινοβολία με ακτίνες Ραίντγκεν. Ήταν αμφίβολο αν η επιτευχθείσα με αυτόν τον τρόπο ατεκνία ήταν μόνιμη. Φέραμε σε επαφή έναν κρατούμενο άρρενος και έναν θήλεος φύλου σε ένα πείραμα. Η προβλεπόμενη γι’ αυτό αίθουσα ήταν μεγαλύτερη από τα περισσότερα άλλα κελιά, στρώθηκε με χαλιά της διεύθυνσης του στρατοπέδου. Η ελπίδα ότι οι κρατούμενοι μέσα στο γαμήλια εξοπλισμένο κελί τους θα ικανοποιούσαν το πείραμα δεν εκπληρώθηκε.

 

Γνώριζαν για την επακόλουθη στείρωση;

Αυτό δεν ήταν δυνατόν να το εικάσουμε. Οι δύο κρατούμενοι κάθονταν σε διαφορετικές γωνίες της αίθουσας που ήταν επενδυμένη με ξύλο και στρωμένη με χαλί. Από το φινιστρίνι, το οποίο εξυπηρετούσε την έξωθεν παρακολούθηση, δεν ήταν δυνατόν να διακρίνουμε αν είχαν μιλήσει μεταξύ τους από τη στιγμή που τους φέραμε σε επαφή. Δεν διεξήγαν εν πάση περιπτώσει διαλόγους. Αυτή η παθητικότητα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη, επειδή υψηλόβαθμοι επισκέπτες είχαν δηλώσει ότι θα παρευρεθούν για την παρακολούθηση του πειράματος· για να επισπευτεί η διεξαγωγή του πειράματος, ο γιατρός του τάγματος και διευθύνων του πειράματος διέταξε να αφαιρεθούν τα ρούχα από τους δύο κρατουμένους.

 

Ντρέπονταν τα υποκείμενα του πειράματος;

Δεν μπορεί να πει κανείς ότι τα υποκείμενα του πειράματος ντρέπονταν. Έμεναν ουσιαστικά και χωρίς την ενδυμασία τους στις θέσεις που κατείχαν μέχρι τότε, έδειχναν να κοιμούνται. Να τους ξυπνήσουμε λιγάκι, είπε ο διευθύνων του πειράματος. Πήγαμε και φέραμε δίσκους μουσικής. Από το φινιστρίνι βλέπαμε ότι οι δύο κρατούμενοι αρχικά αντέδρασαν στη μουσική. Λίγο αργότερα περιήλθαν και πάλι σε κατάσταση απάθειας. Για το πείραμα ήταν σημαντικό να αρχίσουν επιτέλους τα υποκείμενα του πειράματος το πείραμα, διότι μόνον έτσι ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί με ασφάλεια αν η διακριτικά προκληθείσα ατεκνία στα υπό παρακολούθηση πρόσωπα θα παρέμενε ενεργή και κατά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Οι ομάδες που συμμετείχαν στο πείραμα περίμεναν στους διαδρόμους του πύργου, μερικά μέτρα από την πόρτα του κελιού. Συμπεριφέρονταν γενικά ήρεμα. Είχαν υπόδειξη να συνεννοούνται μόνο ψιθυριστά. Ένας παρατηρητής παρακολουθούσε την πορεία των τεκταινομένων στον εσωτερικό χώρο. Έτσι οι δύο κρατούμενοι πρέπει να είχαν την πεποίθηση ότι ήταν μόνοι.

Παρ’ όλ’ αυτά μέσα στο κελί δεν προέκυπτε καμία ερωτική ένταση. Οι υπεύθυνοι ήταν σχεδόν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να είχε επιλεγεί μία μικρότερη αίθουσα. Τα ίδια τα υποκείμενα του πειράματος είχαν επιλεγεί επιμελώς. Σύμφωνα με τα πρακτικά τα δύο υποκείμενα του πειράματος πρέπει να αισθάνονταν σημαντικό ερωτικό ενδιαφέρον το ένα για το άλλο.

 

Από πού το γνώριζαν αυτό;

Η Γ., θυγατέρα ενός κυβερνητικού στελέχους από το Μπράουνσβάιγκ, γεννηθείσα το 1915, επομένως περίπου 28 ετών, με άριο σύζυγο, απόφοιτος γυμνασίου, με σπουδές στην ιστορία τέχνης, εθεωρείτο στη μικρή πόλη Γ. της κάτω Σαξονίας, αχώριστη από το άρρεν υποκείμενο του πειράματος, κάποιον ονόματι Π., γεννηθέντα το 1900, ανεπάγγελτο. Ένεκα του Π. η Γ. εγκατέλειψε τον σωτήριο σύζυγο. Ακολούθησε τον εραστή της στην Πράγα, αργότερα στο Παρίσι. Το 1938 καταφέραμε να συλληφθεί ο Π. στο εδάφη του Ράιχ. Μερικές ημέρες αργότερα εμφανίστηκε σε αναζήτηση του Π. η Γ. σε έδαφος του Ράιχ και συνελήφθη επίσης. Στη φυλακή και αργότερα στο στρατόπεδο προσπάθησαν πολλάκις αμφότεροι να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Επ’ αυτού η απογοήτευσή μας: τώρα επιτέλους είχαν το ελεύθερο, και τώρα δεν είχαν τη βούληση.

 

Δεν ήταν τα υποκείμενα του πειράματος πρόθυμα;

Κατά βάση ήταν υπάκουα. Θα έλεγα επομένως: πρόθυμα.

 

Τρέφονταν καλά οι κρατούμενοι;

Ήδη αρκετό καιρό πριν από την έναρξη του πειράματος τρέφονταν ιδιαίτερα καλά τα προβλεπόμενα υποκείμενα του πειράματος. Τώρα ήταν ήδη δύο ημέρες στον ίδιο χώρο, δίχως να έχουν διαπιστωθεί απόπειρες προσέγγισης. Τους δίναμε να πίνουν χτυπημένα ασπράδια αβγών, οι κρατούμενοι έτρωγαν λαίμαργα το ασπράδι. Ο επιλοχίας Βίλχελμ έβαλε και τους δυο να τους καταβρέξουν με τα λάστιχα του κήπου, στη συνέχεια οδηγήθηκαν πάλι, παγωμένοι, στην αίθουσα με το ξύλινο δάπεδο, αλλά και η ανάγκη για θερμότητα δεν τους έκανε να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.

Να φοβούνταν την ελευθεριότητα στην οποία έβλεπαν ότι εκτίθεντο; Να θεωρούσαν ότι επρόκειτο για μια εξέταση, κατά την οποία έπρεπε να αποδείξουν την ηθική τους; Να υψωνόταν η δυστυχία του στρατοπέδου σαν ένας ψηλός τοίχος ανάμεσά τους;

 

Γνώριζαν ότι σε περίπτωση κυοφορίας και τα δυο σώματα θα υποβάλλονταν σε νεκροψία και εξέταση;

Το να το γνώριζαν ή έστω να το διαισθάνονταν αυτό τα υποκείμενα του πειράματος είναι απίθανο. Από τη διεύθυνση του στρατοπέδου τούς δίνονταν επανειλημμένως θετικές διαβεβαιώσεις για την περίπτωση επιβίωσης. Θεωρώ ότι δεν είχαν τη βούληση. Προς απογοήτευση του επί τούτου αφιχθέντα Αντιστράτηγου Α. Τσερμπστ και της συνοδείας του το πείραμα δεν διεξήχθη, εφ’ όσον όλα τα μέσα, ακόμη και τα βίαια, δεν οδήγησαν σε μία θετική έκβαση του πειράματος. Πιέζαμε τα σώματά τους το ένα με το άλλο, τους κρατούσαμε σε σωματική επαφή αυξάνοντας σταδιακά τη θερμοκρασία, τους αλείφαμε με οινόπνευμα και δίναμε και στα υποκείμενα οινόπνευμα, κόκκινο κρασί με αβγό, να τρώνε επίσης κρέας και να πίνουν σαμπάνια, διορθώναμε τον φωτισμό, τίποτε απ’ αυτά δεν οδηγούσε ωστόσο σε διέγερση.

 

Κατεβλήθησαν δηλαδή όλες οι προσπάθειες;

Μπορώ να εγγυηθώ ότι κατεβλήθησαν όλες οι προσπάθειες. Είχαμε έναν επιλοχία μεταξύ μας, ο οποίος κάτι καταλάβαινε απ’ αυτά. Κατέβαλλε αλλεπάλληλα κάθε προσπάθεια που κατά τα άλλα λειτουργεί ακαριαία. Εμείς δεν μπορούσαμε τελικά να μπούμε μέσα και να δοκιμάσουμε την τύχη μας, διότι αυτό θα συνιστούσε φυλετικό όνειδος. Κανένα από τα μέσα που κατεβλήθησαν δεν οδήγησε σε διέγερση.

 

Ήρθαμε οι ίδιοι σε διέγερση;

Εν πάση περιπτώσει περισσότερο από εκείνους τους δυο μες στην αίθουσα· έτσι φαινόταν τουλάχιστον. Από την άλλη πλευρά θα μας ήταν απαγορευμένο αυτό. Συνεπώς δεν θεωρώ ότι ήρθαμε σε διέγερση εμείς. Ίσως αναστατωθήκαμε, επειδή δεν ευοδώθη το όλο πράγμα.

 

και στα δυο σου τα χέρια

να με σφίξεις ζεστά

 

Δεν υπήρξε καμία πιθανότητα να αποσπάσουμε μία ξεκάθαρη αντίδραση από τα υποκείμενα του πειράματος, και έτσι το πείραμα διεκόπη ατελέσφορο. Μετέπειτα επαναλήφθηκε με άλλα υποκείμενα.

 

Τι απέγιναν τα υποκείμενα του πειράματος;

Τα πεισματάρικα υποκείμενα του πειράματος τουφεκίσθηκαν.

 

Να σημαίνει αυτό ότι σε ένα συγκεκριμένο βαθμό δυστυχίας ο έρωτας δεν επιτυγχάνεται πλέον;

 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 


Alexander Kluge Το κείμενο του  Alexander Kluge "Ένα ερωτικό πείραμα" (Ein Liebesversuch) συμπεριλαμβάνεται στο πρώτο βιβλίο του με τον τίτλο: Lebensläufe. Anwesenheitsliste für eine Beerdigung (Βίοι. Παρουσιολόγιο για μια κηδεία), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962. Την ίδια χρονιά ο 30χρονος συγγραφέας και σκηνοθέτης διάβασε από το βιβλίο του αυτό στη "Γκρούπα 47" και υπέγραφε μαζί με άλλους 25 νέους κινηματογραφιστές το "Μανιφέστο του Όμπερχάουζεν", το οποίο θα σήμανε την απαρχή του νέου γερμανικού κινηματογράφου, διακηρύττοντας "Το σινεμά του μπαμπά πέθανε". Το 1966 ο Αλεξάντερ Κλούγκε απέσπασε τον "Αργυρό Λέοντα" στο Φεστιβάλ της Βενετίας για την ταινία του Αποχαιρετισμός του χτες (Abschied von gestern)· από τότε έχει πάρει πολλά σημαντικά βραβεία για το συγγραφικό και κινηματογραφικό έργο του.  Το 2008 κυκλοφόρησε σε 3 DVD η ταινία του Αλεξάντερ Κλούγκε Ειδήσεις από την ιδεολογική αρχαιότητα. Μαρξ - Άιζενστάιν - Το Κεφάλαιο (Nachrichten aus der ideologischen Antike. Marx - Eisenstein - Das Kapital), μία ταινία 570 λεπτών.

Στον πρόλογο του βιβλίου Βίοι. Παρουσιολόγιο για μια κηδεία αναφέρεται: "Τα αφηγήματα αυτού του τόμου θέτουν από πολύ διαφορετικές οπτικές γωνίες το ζήτημα της παράδοσης. Πρόκειται για βίους, εν μέρει επινοημένους, εν μέρει μη επινοημένους· μαζί συνιστούν μια θλιβερή ιστορία". Ο Κλούγκε άντλησε στοιχεία για το κείμενο "Ένα ερωτικό πείραμα" από το βιβλίο των Alexander Mitscherlich και Fred Mielke Ιατρική δίχως ανθρωπισμό, το οποίο στηριζόταν σε ντοκουμέντα από τη "Δίκη των Γιατρών",  μία από της 12 δίκες που ακολούθησαν την πρώτη Δίκη της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου των εθνικοσοσιαλιστών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αριστουργηματικά καταγγελτική και ενδεικτική της κριτικής ματιάς του συγγραφέα είναι η μεταστροφή στην 8η ερώτηση του κειμένου και η χρήση του πρώτου προσώπου πληθυντικού: "Ήρθαμε οι ίδιοι σε διέγερση;". Ο ανακριτής (;) και ο ανακρινόμενος (;) ανήκουν στην ίδια ομάδα, είναι (;) το ίδιο  πρόσωπο. Ναι, ο φασισμός μπορεί να μην είναι μόνο οι άλλοι. Ωστόσο, το τελευταίο ερώτημα του κειμένου, το οποίο μένει αναπάντητο, βγάζει το κείμενο από το στενά χρονικό ιστορικό και πολιτικό του πλαίσιο και του προσδίδει μία διαχρονική, βαθιά υπαρξιακή και κοινωνική αγωνία.

Το "Ένα ερωτικό πείραμα" μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα Ελληνικά  από τη Μάγια Wessely-Βαλαβανίδη και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "η λέξη" (αρ. τεύχους 40, Δεκέμβρης 1984). Στην παρούσα μετάφραση έχουν αντικατασταθεί οι δύο στίχοι του ερωτικού τραγουδιού που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με στίχους του Μίμη Τραϊφόρου από το τραγούδι "Ας ερχόσουν για λίγο" σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ.


© Logotexnia 21 + Alexander Kluge + Alexandros Kypriotis

 

Δείτε μία ταινία μικρού μήκους των Laura Kokoshka και Christian Resch, βασισμένη στο κείμενο "Ένα ερωτικό πείραμα"του Alexander Kluge. Το σενάριο της ταινίας περιλαμβάνει κάποια αυτούσια αποσπάσματα από το κείμενο του Αλεξάντερ Κλούγκε.

Αλέξανδρος Κ., 10 μ.Ο.

Αθήνα 1944 

[6 χρόνια μετά το λαϊκό γλέντι που σήμανε πανηγυρικά τη λήξη της Ολυμπιάδας του 2004, η τηλεοπτική εικόνα ενός πρωθυπουργού, που είχε εθίσει το κοινό της σε ανόητα ή χαριτωμένα σαρδάμ, θα υποπέσει σε ένα φαινομενικά αθώο λεκτικό σφάλμα, το οποίο θα περάσει απαρατήρητο, αποκαλύπτοντας άθελά της ποιος θα ορίζει και την επερχόμενη τότε ελληνική κρίση. Λίγα χρόνια μετά, τα πρόσωπα στο «10 μ.Ο.» αρθρώνουν έναν καθυπαγορευμένο λόγο, έναν λόγο δανεικό, για να μιλήσουν για τη ζωή τους, ενώ η συλλογική μνήμη, ως χορός αρχαίας τραγωδίας, ανασύρει, επιλεκτικά τα ξεχασμένα λόγια κάποιου ανώνυμου Έλληνα. Μία σύγχρονη ελληνική dark comedy, μία σύγχρονη ελληνική Tragikomödie, για έναν εμφύλιο που έχει ήδη αρχίσει.]


[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Τα μέλη του ΧΟΡΟΥ κάθονται διασκορπισμένα στο χώρο των θεατών. Ένα μέλος του ΧΟΡΟΥ αρχίζει την απαγγελία, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του ΧΟΡΟΥ αρχίζουν να επαναλαμβάνουν τα λόγια του σαν ηχώ. Τα μέλη του ΧΟΡΟΥ δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους μέχρι την προτελευταία σκηνή του έργου. Μετά από κάθε σκηνή αρχίζει την απαγγελία διαφορετικό μέλος του ΧΟΡΟΥ.] Ἀλλά, πόσας φορὰς πρέπει νὰ ἐκφωνήσω, ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀναγκαιοτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν ὕπαρξιν εἰς τὸν ἄνθρωπον! Αὐτὴ γὰρ ἀποκαταστεῖ γλυκεῖαν τὴν ζωήν, αὐτὴ γεννᾶ διαυθεντευτὰς τῆς πατρίδος, αὐτὴ νομοδότας, αὐτὴ ἐναρέτους, αὐτὴ σοφούς, αὐτὴ τεχνίτας, καὶ αὐτὴ μόνον, τέλος πάντων, τιμᾶ τὴν ἀνθρωπότητα. … Ἡ ἱστορία, ἀδελφοί μου, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, εἶναι τὸ εὐκολώτερον μέσον εἰς τὸ νὰ καταλάβητε πόσων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία. Αὐτή, τέλος πάντων, ἡ ἱστορία εἶναι ὁ πλέον σοφὸς διδάσκαλος εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ ἀγαπῶσι νὰ μάθωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ μάλιστα οἱ νῦν Ἕλληνες, ὁποὺ τοσαύτην ἔχουσι χρείαν.

 

[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στην προηγούμενη σκηνή.] Διὰ νὰ φυλαχθῇ ὅμως τὸ ἀνθρώπινον γένος εἰς τοσαύτας δυστυχίας, καὶ διὰ νὰ μὴν αὐτοφονευθοῦν οἱ περισσότεροι, ὄντες ὑπὸ τῆς δουλείας, τὸ ὑπέρτατον Ὂν ἐμφύτευσεν εἰς τὰς καρδίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων μίαν κλίσιν πρὸς τὸ βελτίον, δηλαδὴ τὴν ἐλπίδα, ἐπειδὴ μοῦ φαίνεται ἀδύνατον, ὦ Ἕλληνες, νὰ ἠμποροῦσε νὰ ζήσῃ ὁ δυστυχής, καὶ μᾶλλον ὁ δοῦλος οὔτε μίαν ἡμέραν, ἂν αὐτὸ τὸ φυσικὸν δῶρον, αὐτή, λέγω, ἡ ἐλπὶς δὲν ἤθελε τὸν παρηγορῇ διηνεκῶς, καὶ δὲν ἤθελε τοῦ βαστᾶ, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τὴν θανατηφόρον μάχαιραν, τόσας φοράς, ὁσάκις ἡ δυστυχία του τὸν βιάζει, νὰ τὴν κινήσῃ ἐναντίον του.

 

[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στις προηγούμενες σκηνές.] Ποῖος ἔχοντας κρίσιν στοχασμοῦ δὲν φρίττει θεωρῶντας τοὺς ἐνενήντα ἐννέα νὰ μὴν ζῶσι, νὰ μὴν δουλεύωσι, νὰ μὴν κοπιάζωσι δι᾿ ἄλλο τι, ἢ διὰ τὸν ἑαυτόν των, παρὰ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ καλῶς ἔχειν τοῦ ἑνός; Καὶ ποῖος, βλέποντάς το, δὲν καταλαμβάνει, ὅτι ἡ αἰτία εἶναι, ὁποὺ ὄχι μόνον τὰ φυσικὰ καὶ ἠθικὰ ὑποδουλώθησαν εἰς τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι καταστάθησαν μέτρα τοῦ χρυσοῦ, καὶ ὅτι, ὅποιος ἔχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ἠμπορεῖ νὰ ἀγοράσῃ περισσοτέρους ἀνθρώπους; Χειρότερον πρᾶγμα γίνεται ἀπὸ αὐτὸ ἆραγε; Οἱ ἄνθρωποι νὰ οὐτιδανωθῶσι τόσον, ὥστε ὁποὺ μὲ ἄκραν ἀδιαντροπίαν νὰ ἀκούῃ τινὰς τὸν ὀθωμανὸν νὰ λέγῃ, ὁμοίως καὶ τὸν βρεττανόν, «σήμερον ἀγόρασα δέκα ἀνθρώπους»! … Ὁποία εἶναι ἡ καλωσύνη, ὁποὺ μᾶς ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἐφεύρεσιν τῶν χρημάτων; Ἴσως ὁποὺ μᾶς εὐκόλυνεν τὰς ἀμοιβαίας διαλλαγάς; Ἀλλὰ ποία ἀνάγκη ἦτον, διὰ νὰ μᾶς τὰς εὐκολύνῃ; Καὶ πῶς ἐζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, πρὶν νὰ ἐφεύρουν τοὺς χρυσοῦς ἀριθμούς; Οἱ Ἀμερικάνοι πρὸ τεσσάρων αἰώνων δὲν ἔτρωγον ἴσως, δὲν ἐνδύοντο, δὲν εἶχον ἴσως ὅλας τὰς ἀρετάς, μὴν ἔχοντες κανένα ἐλάττωμα; Ἀπέθανον ἀπὸ πεῖναν ἴσως οἱ Λάκωνες, ὁποὺ δὲν ἐμεταχειρίζοντο τὸν χρυσόν; Ἢ μήπως δὲν ἠφανίσθη ὅλη ἡ Ἑλλὰς ἐξ αἰτίας του; Δὲν τυραννεῖται μέχρι τῆς σήμερον ἀπὸ αὐτόν; Καί, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος δὲν ἀσχημώθη τόσον ἀπὸ αὐτόν; Δὲν πωλεῖται ἴσως ἡ δικαιοσύνη διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν ἀγοράζονται ἴσως οἱ κριταὶ διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν σκεπάζει ἴσως ὁ πλούσιος τὰς ἀνομίας του διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν χάνει ἴσως ὁ πτωχὸς τὰ δίκαιά του διὰ τῆς ἐλλείψεως τοῦ χρυσοῦ; … Διατί ὁ πλούσιος νὰ τρώγῃ, νὰ πίνῃ, νὰ κοιμᾶται, νὰ ξεφαντώνῃ, νὰ μὴν κοπιάζῃ καὶ νὰ ὁρίζῃ, ὁ δὲ πτωχὸς νὰ ὑπόκειται, νὰ κοπιάζῃ, νὰ δουλεύῃ πάντοτε, νὰ κοιμᾶται κατὰ γῆς, νὰ διψῇ, καὶ νὰ πεινᾷ; Ποία εἶναι ἡ αἰτία, ὦ ἄνθρωποι, παρὰ ἡ ἐφεύρεσις τοῦ χρυσοῦ; Ποία ἀνάγκη μᾶς βιάζει, λοιπόν, νὰ τὸν φυλάττωμεν; Μήπως οἱ ἄνθρωποι ζῶσι μὲ μέταλλα, ἢ μήπως διὰ τοῦ χρυσοῦ καλλιεργεῖται ἡ γῆ; Καὶ διατί τάχατες δὲν ἤθελον ἠμπορέσει νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὸν χρυσόν; Καὶ τί ἤθελε γίνει ὁ χρυσός, ἂν τοῦ ἔλειπεν ἀπὸ ὅλους ἡ ὑπόληψις; Καὶ διατί τοσαύτη ὑπόληψις εἰς ἓν μέταλλον; Δὲν εἶναι ἴσως ἡ πρώτη καὶ ἡ κυρία πρόξενος τόσων φοβερῶν πλημμελημάτων ὁ χρυσός; Δὲν πωλεῖται ἡ τιμὴ ἴσως διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν ἀγοράζεται ἴσως ἡ ἀξιότης δι᾿ αὐτοῦ; Δὲν κλαίει, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐξ αἰτίας του; Ἐν ἑνὶ λόγῳ δὲν εἶναι πρόξενος τῆς πολιτικῆς ἀνυποφόρου ἀνομοιότητος καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς προερχομένων μυρίων κακῶν;

 

[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στις προηγούμενες σκηνές.] Εἶναι ἡ πατρὶς ὁποὺ φωνάζει εἰς τέτοιον τρόπον. Αὐτὴ εἶναι ὁποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται. … Πατρὶς εἶναι μία λέξις, διὰ τῆς ὁποίας ὅλοι κοινῶς ἐννοοῦσι τὴν γῆν, εἰς ἣν ἐγεννήθησαν, οἱ μόνον ἐλεύθεροι ὅμως δύνανται νὰ καταλάβωσι τὴν μεγάλην αὐτῆς σημασίαν, καὶ διὰ τοῦτο οἱ δοῦλοι ἀδιαφόρως προφέρουσι τοιοῦτον ὄνομα. …Τὰ ὀνόματα, ἀγαπητοί μου, λαμβάνουν τὴν σημασίαν ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῶν πραγμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται. Ὅθεν, ἂν τινὰς δὲν γνωρίζει τὸ πρᾶγμα, εἰς οὐδὲν τοῦ χρησιμεύει ἡ ὀνομασία του. Καὶ καθὼς ὁ ἐκ γενετῆς ἀόμματος, προφέροντας τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν χρωμάτων, οὐδὲν ἐννοεῖ, ἐπειδὴ δὲν εἶδε ποτὲ τὰ χρώματα, οὕτως καὶ οἱ νῦν Ἕλληνες μὲ τὸ «Πατρὶς» ἄλλο δὲν ἐννοοῦσι, εἰμὴ τὴν γῆν εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθησαν, ἐπειδὴ τοὺς λείπει ἡ ἐλευθερία.


ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

[Βουβή σκηνή βίας, με πολλά πρόσωπα. Χωρίς μουσική ή άλλη ηχητική υπόκρουση. Η σκηνή παίζεται δυναμικά. Με χορό. Όχι με παντομίμα. Ο χορός πρέπει να γοητεύει. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι οι ήχοι που παράγουν τα σώματα των χορευτών κατά την επαφή ή σύγκρουσή τους με το πάτωμα, τους τοίχους ή τα σώματα των άλλων χορευτών. Ακούγονται οι αναπνοές των χορευτών. Ο χορός να εκπέμπει τον ζωώδη ερωτισμό που υπαγορεύει η φύση για τη διαιώνισή της. Η ατμόσφαιρα να είναι κλειστοφοβική. Είναι σκηνή συλλογικού εφιάλτη. Να υποβάλλεται η αίσθηση διεκδίκησης ζωτικού χώρου. Ο χορός γίνεται άγρια πάλη. Γίνεται πάλη ζωής και θανάτου. Χωρίς απειλητικές ιαχές. Χωρίς κραυγές πόνου. Οι ΘΥΤΕΣ εκτελούν άψογα τις χορογραφίες τους και κάποια από τα ΘΥΜΑΤΑ. Τα ΘΥΜΑΤΑ χάνουν τα βήματά τους ή και τη ζωή τους, με τρόπο φυσικό, όχι αστείο ή κραυγαλέο. Στην πορεία της σκηνής και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κάποιοι ΘΥΤΕΣ χάνουν τα προνόμιά τους και γίνονται ΘΥΜΑΤΑ. Σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κάποια ΘΥΜΑΤΑ αλλάζουν στρατόπεδο και γίνονται ΘΥΤΕΣ. Ούτε όλοι οι ΘΥΤΕΣ ούτε όλα τα ΘΥΜΑΤΑ έχουν κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Κάποια ΘΥΜΑΤΑ μπορούν να έχουν κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά με κάποιους ΘΥΤΕΣ. Οι κραυγαλέες αναφορές σε χούλιγκαν, ιδεολογικούς χώρους και πολιτικά κόμματα αποκλείονται. Τα χαρακτηριστικά που κατατάσσουν τα πρόσωπα στη μία από τις δύο βασικές ομάδες δεν πρέπει να είναι μόνο εξωτερικά ή εξ αρχής εμφανή. Η σκηνή παίζεται αυστηρά πάνω στη σκηνή. Πρέπει να υπάρχει απόσταση από τους θεατές. Κάποια στιγμή γίνεται σκοτάδι. Η σκηνή συνεχίζεται στο σκοτάδι. Ακούγονται ήχοι. Αναπνοές, σώματα που χτυπούν στο πάτωμα, στους τοίχους, σε άλλα σώματα.]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στις προηγούμενες σκηνές.] Εἰς αὐτούς, ἀγαπητοί μου, λείπει τὸ κυριώτερον μέσον διὰ τὴν νίκην, τοὺς λείπει, λέγω, ἡ ὁμόνοια, ἐπειδή, ὡς προεῖπον, δὲν ἔχουν ὅλοι τὸν ἴδιον σκοπόν, καὶ ἐν καιρῷ βίας, ὁ δοῦλος δὲν στοχάζεται δι᾿ ἄλλο, εἰμὴ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν του μόνον εὑρίσκει καὶ πατρίδα, καὶ συγγενεῖς, καὶ φίλους, καὶ τέλος πάντων τὴν εὐτυχίαν του. Καὶ μὴν ἠμπορῶντας νὰ ἐλπίζῃ εἰς ἄλλο τι, οὔτε δι᾿ ἄλλο τι τὸν μέλει, παρὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ οὕτως ἀκολουθεῖ: ὅπου δοῦλοι, ἐκεῖ καὶ ἀσυμφωνία, ὅπου δὲ ἀσυμφωνία, ἐκεῖ καὶ ὄλεθρος.

 

[...]


© Logotexnia 21 + Alexandros K.

Inge Müller, Το βουβό παιδί

 portrait-of-a-poor-boy-ipalbus-art

Αμέσως μετά τη συμφορά πολλά τα λόγια, και συμπόνια επίσης, μια ξαφνική αναστάτωση στο νωθρό ποτάμι των μεταπολεμικών ημερών. Κύματα. «Μέσα στην τρύπα της βόμβας είχε βυθιστεί ένα παιδί. Της προσφυγίνας το παιδί. Είχε σχεδόν πνιγεί μέσα στην κούφια άμμο. Το τελευταίο της».

«Πέθανε;»

«Το σώσανε. Η πυροσβεστική. Λένε, υπάρχουν κι άλλες βόμβες».

«Θα μας ακολουθεί για πολύ ακόμα, ο πόλεμος. Και το ’18 έγινε. Αλλιώς, αλλά έγινε».

«Δεν είναι μακριά από το χωριό. Καθόλου μακριά. Και νάρκες πρέπει να υπάρχουνε, στο χωράφι του Ράινκε ανατινάχτηκε ένας την ώρα που όργωνε με το τρακτέρ.»

«Είναι δύσκολα, για τον πρόσφυγα. Δεν το ’δα ποτέ, το παιδί».

Είχανε ήδη αρχίσει να ανασαίνουνε δίχως φόβο. Κάποιοι είχανε ψάξει να βρούνε τα αγροτικά μηχανήματα, τα είχανε επισκευάσει, είχανε σπείρει, είχανε μαζέψει σπόρους. Κάποιους λίγους τους βάλανε στο χώμα.

Οι ξένοι στρατιώτες είχανε ψωμί, δεν τους απέφευγε πια κανείς. Υπήρχε δουλειά για όλους. Δουλειά. Να θάβουνε κουφάρια. Γέφυρες. Τη γέφυρα στο ποτάμι πρώτα, άντρες, γυναίκες, στρατιώτες. Δουλειά. Αεροπλάνα στον φωτεινό ουρανό, φόβος· κι ύστερα, πέρα από κάθε ανάμνηση, ελπίδα: τίποτα χειρότερο πια, σήμερα όχι και αύριο όχι. Ίσως για πολύ καιρό όχι. Το μισό χωριό ήτανε παρόν, όταν οι πυροσβέστες βγάζανε με το φτυάρι την άμμο από τη χοάνη της βόμβας, λεπτή άμμος σαν ζάχαρη, νεκρική άμμος των ερήμων. Ύστερα δύο κρεμαστήκανε με τα χέρια και το κεφάλι στην άκρη του λάκκου.

Σκαλίζανε, ψηλαφίζανε.

Τότε πιάσανε κάτι: το πλήθος στριμώχτηκε πιο κοντά: μια γυναίκα τσίριξε. Αγρότισσα δίχως γη∙ μια άλλη: ορθάνοιχτα μάτια, φρίκη, περιέργεια, επιθυμία για το θάνατο. Ένας έλιωσε μια σφήκα, κοίταξε.

Η προσφυγίνα στεκότανε βουβή παράμερα, έτοιμη να πιστέψει, έτοιμη για το πένθος, με σεμνότητα. Και τα χέρια της μιμούνταν αυτά των σκαφτιάδων, σκάβανε, δουλεύανε.

Ήτανε απλά ένας κάλυκας οβίδας, αυτό που ανέσυραν. Ύστερα ένα σκουριασμένο ντεπόζιτο. Άμμος.

Η ένταση πέθανε, έσβησε μαζί με τον ήλιο. Οι άντρες δουλεύανε εναλλάξ, ιδρώτας στο μέτωπο. Μία ώρα, δύο.

Μέσα στο θάμνο κελαηδούσε ένα πουλί.

Το παιδί ανάσαινε με δυσκολία, όταν το ανέσυραν. Στη διάσωση συμμετείχανε εφτά κάτοικοι του χωριού. Ο Κάργκαν, ο σιδεράς, γέλασε. Οι άλλοι προχωρήσανε. Βουίσματα στα καλώδια πάνω από τα τηλεγραφόξυλα. Η μητέρα, η προσφυγίνα, σήκωσε το παιδί μέσα στην ποδιά της.

Ένας σκύλος αλύχτησε. Ένας λύκος δίχως λεία.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου



IngeMüller

Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα. Το κείμενο «Το βουβό παιδί» ανήκει στα πρώτα γραπτά κείμενα της Ίνγκε Μύλλερ, από την εποχή που ζούσε κοντά στη λίμνη Λένιτς και υπέγραφε, με το επώνυμο του δεύτερου συζύγου της, Ίνγκεμποργκ Σβένκνερ [Ingeborg Schwenkner]. Διαβάστε εδώ 5 ποιήματα της Ίνγκε Μύλλερ, μεταφρασμένα από τη Σούλα Ζαχαροπούλου.

 

© Logotexnia21 + Soula Zacharopoulou

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails