Inge Müller, Το βουβό παιδί

 portrait-of-a-poor-boy-ipalbus-art

Αμέσως μετά τη συμφορά πολλά τα λόγια, και συμπόνια επίσης, μια ξαφνική αναστάτωση στο νωθρό ποτάμι των μεταπολεμικών ημερών. Κύματα. «Μέσα στην τρύπα της βόμβας είχε βυθιστεί ένα παιδί. Της προσφυγίνας το παιδί. Είχε σχεδόν πνιγεί μέσα στην κούφια άμμο. Το τελευταίο της».

«Πέθανε;»

«Το σώσανε. Η πυροσβεστική. Λένε, υπάρχουν κι άλλες βόμβες».

«Θα μας ακολουθεί για πολύ ακόμα, ο πόλεμος. Και το ’18 έγινε. Αλλιώς, αλλά έγινε».

«Δεν είναι μακριά από το χωριό. Καθόλου μακριά. Και νάρκες πρέπει να υπάρχουνε, στο χωράφι του Ράινκε ανατινάχτηκε ένας την ώρα που όργωνε με το τρακτέρ.»

«Είναι δύσκολα, για τον πρόσφυγα. Δεν το ’δα ποτέ, το παιδί».

Είχανε ήδη αρχίσει να ανασαίνουνε δίχως φόβο. Κάποιοι είχανε ψάξει να βρούνε τα αγροτικά μηχανήματα, τα είχανε επισκευάσει, είχανε σπείρει, είχανε μαζέψει σπόρους. Κάποιους λίγους τους βάλανε στο χώμα.

Οι ξένοι στρατιώτες είχανε ψωμί, δεν τους απέφευγε πια κανείς. Υπήρχε δουλειά για όλους. Δουλειά. Να θάβουνε κουφάρια. Γέφυρες. Τη γέφυρα στο ποτάμι πρώτα, άντρες, γυναίκες, στρατιώτες. Δουλειά. Αεροπλάνα στον φωτεινό ουρανό, φόβος· κι ύστερα, πέρα από κάθε ανάμνηση, ελπίδα: τίποτα χειρότερο πια, σήμερα όχι και αύριο όχι. Ίσως για πολύ καιρό όχι. Το μισό χωριό ήτανε παρόν, όταν οι πυροσβέστες βγάζανε με το φτυάρι την άμμο από τη χοάνη της βόμβας, λεπτή άμμος σαν ζάχαρη, νεκρική άμμος των ερήμων. Ύστερα δύο κρεμαστήκανε με τα χέρια και το κεφάλι στην άκρη του λάκκου.

Σκαλίζανε, ψηλαφίζανε.

Τότε πιάσανε κάτι: το πλήθος στριμώχτηκε πιο κοντά: μια γυναίκα τσίριξε. Αγρότισσα δίχως γη∙ μια άλλη: ορθάνοιχτα μάτια, φρίκη, περιέργεια, επιθυμία για το θάνατο. Ένας έλιωσε μια σφήκα, κοίταξε.

Η προσφυγίνα στεκότανε βουβή παράμερα, έτοιμη να πιστέψει, έτοιμη για το πένθος, με σεμνότητα. Και τα χέρια της μιμούνταν αυτά των σκαφτιάδων, σκάβανε, δουλεύανε.

Ήτανε απλά ένας κάλυκας οβίδας, αυτό που ανέσυραν. Ύστερα ένα σκουριασμένο ντεπόζιτο. Άμμος.

Η ένταση πέθανε, έσβησε μαζί με τον ήλιο. Οι άντρες δουλεύανε εναλλάξ, ιδρώτας στο μέτωπο. Μία ώρα, δύο.

Μέσα στο θάμνο κελαηδούσε ένα πουλί.

Το παιδί ανάσαινε με δυσκολία, όταν το ανέσυραν. Στη διάσωση συμμετείχανε εφτά κάτοικοι του χωριού. Ο Κάργκαν, ο σιδεράς, γέλασε. Οι άλλοι προχωρήσανε. Βουίσματα στα καλώδια πάνω από τα τηλεγραφόξυλα. Η μητέρα, η προσφυγίνα, σήκωσε το παιδί μέσα στην ποδιά της.

Ένας σκύλος αλύχτησε. Ένας λύκος δίχως λεία.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου



IngeMüller

Η Ίνγκε Μύλλερ [Inge Müller] γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1925 στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης έμεινε τρεις μέρες θαμμένη κάτω από τα χαλάσματα και ανέσυρε νεκρούς τους γονείς της από τα ερείπια. Γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή της όσο και τη γραφή της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Την τρίτη με τον Χάινερ Μύλλερ. Έγραψαν μαζί κάποια θεατρικά έργα και βραβεύτηκαν για δύο από αυτά. Η Ίνγκε Μύλλερ, καταθλιπτική και αλκοολική, αυτοκτόνησε τελικά μετά από πολλές απόπειρες το 1966 στο σπίτι της στο Βερολίνο. Αν και για πολλούς θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες συγγραφείς της εποχής της, το έργο της έμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν στην αφάνεια ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Έγραψε παιδικά διηγήματα, πρόζα, ποίηση και θεατρικά έργα. Το κείμενο «Το βουβό παιδί» ανήκει στα πρώτα γραπτά κείμενα της Ίνγκε Μύλλερ, από την εποχή που ζούσε κοντά στη λίμνη Λένιτς και υπέγραφε, με το επώνυμο του δεύτερου συζύγου της, Ίνγκεμποργκ Σβένκνερ [Ingeborg Schwenkner]. Διαβάστε εδώ 5 ποιήματα της Ίνγκε Μύλλερ, μεταφρασμένα από τη Σούλα Ζαχαροπούλου.

 

© Logotexnia21 + Soula Zacharopoulou