Αλέξανδρος Κ., 10 μ.Ο.

Αθήνα 1944 

[6 χρόνια μετά το λαϊκό γλέντι που σήμανε πανηγυρικά τη λήξη της Ολυμπιάδας του 2004, η τηλεοπτική εικόνα ενός πρωθυπουργού, που είχε εθίσει το κοινό της σε ανόητα ή χαριτωμένα σαρδάμ, θα υποπέσει σε ένα φαινομενικά αθώο λεκτικό σφάλμα, το οποίο θα περάσει απαρατήρητο, αποκαλύπτοντας άθελά της ποιος θα ορίζει και την επερχόμενη τότε ελληνική κρίση. Λίγα χρόνια μετά, τα πρόσωπα στο «10 μ.Ο.» αρθρώνουν έναν καθυπαγορευμένο λόγο, έναν λόγο δανεικό, για να μιλήσουν για τη ζωή τους, ενώ η συλλογική μνήμη, ως χορός αρχαίας τραγωδίας, ανασύρει, επιλεκτικά τα ξεχασμένα λόγια κάποιου ανώνυμου Έλληνα. Μία σύγχρονη ελληνική dark comedy, μία σύγχρονη ελληνική Tragikomödie, για έναν εμφύλιο που έχει ήδη αρχίσει.]


[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Τα μέλη του ΧΟΡΟΥ κάθονται διασκορπισμένα στο χώρο των θεατών. Ένα μέλος του ΧΟΡΟΥ αρχίζει την απαγγελία, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του ΧΟΡΟΥ αρχίζουν να επαναλαμβάνουν τα λόγια του σαν ηχώ. Τα μέλη του ΧΟΡΟΥ δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους μέχρι την προτελευταία σκηνή του έργου. Μετά από κάθε σκηνή αρχίζει την απαγγελία διαφορετικό μέλος του ΧΟΡΟΥ.] Ἀλλά, πόσας φορὰς πρέπει νὰ ἐκφωνήσω, ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀναγκαιοτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν ὕπαρξιν εἰς τὸν ἄνθρωπον! Αὐτὴ γὰρ ἀποκαταστεῖ γλυκεῖαν τὴν ζωήν, αὐτὴ γεννᾶ διαυθεντευτὰς τῆς πατρίδος, αὐτὴ νομοδότας, αὐτὴ ἐναρέτους, αὐτὴ σοφούς, αὐτὴ τεχνίτας, καὶ αὐτὴ μόνον, τέλος πάντων, τιμᾶ τὴν ἀνθρωπότητα. … Ἡ ἱστορία, ἀδελφοί μου, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, εἶναι τὸ εὐκολώτερον μέσον εἰς τὸ νὰ καταλάβητε πόσων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία. Αὐτή, τέλος πάντων, ἡ ἱστορία εἶναι ὁ πλέον σοφὸς διδάσκαλος εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ ἀγαπῶσι νὰ μάθωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ μάλιστα οἱ νῦν Ἕλληνες, ὁποὺ τοσαύτην ἔχουσι χρείαν.

 

[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στην προηγούμενη σκηνή.] Διὰ νὰ φυλαχθῇ ὅμως τὸ ἀνθρώπινον γένος εἰς τοσαύτας δυστυχίας, καὶ διὰ νὰ μὴν αὐτοφονευθοῦν οἱ περισσότεροι, ὄντες ὑπὸ τῆς δουλείας, τὸ ὑπέρτατον Ὂν ἐμφύτευσεν εἰς τὰς καρδίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων μίαν κλίσιν πρὸς τὸ βελτίον, δηλαδὴ τὴν ἐλπίδα, ἐπειδὴ μοῦ φαίνεται ἀδύνατον, ὦ Ἕλληνες, νὰ ἠμποροῦσε νὰ ζήσῃ ὁ δυστυχής, καὶ μᾶλλον ὁ δοῦλος οὔτε μίαν ἡμέραν, ἂν αὐτὸ τὸ φυσικὸν δῶρον, αὐτή, λέγω, ἡ ἐλπὶς δὲν ἤθελε τὸν παρηγορῇ διηνεκῶς, καὶ δὲν ἤθελε τοῦ βαστᾶ, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τὴν θανατηφόρον μάχαιραν, τόσας φοράς, ὁσάκις ἡ δυστυχία του τὸν βιάζει, νὰ τὴν κινήσῃ ἐναντίον του.

 

[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στις προηγούμενες σκηνές.] Ποῖος ἔχοντας κρίσιν στοχασμοῦ δὲν φρίττει θεωρῶντας τοὺς ἐνενήντα ἐννέα νὰ μὴν ζῶσι, νὰ μὴν δουλεύωσι, νὰ μὴν κοπιάζωσι δι᾿ ἄλλο τι, ἢ διὰ τὸν ἑαυτόν των, παρὰ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ καλῶς ἔχειν τοῦ ἑνός; Καὶ ποῖος, βλέποντάς το, δὲν καταλαμβάνει, ὅτι ἡ αἰτία εἶναι, ὁποὺ ὄχι μόνον τὰ φυσικὰ καὶ ἠθικὰ ὑποδουλώθησαν εἰς τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι καταστάθησαν μέτρα τοῦ χρυσοῦ, καὶ ὅτι, ὅποιος ἔχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ἠμπορεῖ νὰ ἀγοράσῃ περισσοτέρους ἀνθρώπους; Χειρότερον πρᾶγμα γίνεται ἀπὸ αὐτὸ ἆραγε; Οἱ ἄνθρωποι νὰ οὐτιδανωθῶσι τόσον, ὥστε ὁποὺ μὲ ἄκραν ἀδιαντροπίαν νὰ ἀκούῃ τινὰς τὸν ὀθωμανὸν νὰ λέγῃ, ὁμοίως καὶ τὸν βρεττανόν, «σήμερον ἀγόρασα δέκα ἀνθρώπους»! … Ὁποία εἶναι ἡ καλωσύνη, ὁποὺ μᾶς ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἐφεύρεσιν τῶν χρημάτων; Ἴσως ὁποὺ μᾶς εὐκόλυνεν τὰς ἀμοιβαίας διαλλαγάς; Ἀλλὰ ποία ἀνάγκη ἦτον, διὰ νὰ μᾶς τὰς εὐκολύνῃ; Καὶ πῶς ἐζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, πρὶν νὰ ἐφεύρουν τοὺς χρυσοῦς ἀριθμούς; Οἱ Ἀμερικάνοι πρὸ τεσσάρων αἰώνων δὲν ἔτρωγον ἴσως, δὲν ἐνδύοντο, δὲν εἶχον ἴσως ὅλας τὰς ἀρετάς, μὴν ἔχοντες κανένα ἐλάττωμα; Ἀπέθανον ἀπὸ πεῖναν ἴσως οἱ Λάκωνες, ὁποὺ δὲν ἐμεταχειρίζοντο τὸν χρυσόν; Ἢ μήπως δὲν ἠφανίσθη ὅλη ἡ Ἑλλὰς ἐξ αἰτίας του; Δὲν τυραννεῖται μέχρι τῆς σήμερον ἀπὸ αὐτόν; Καί, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος δὲν ἀσχημώθη τόσον ἀπὸ αὐτόν; Δὲν πωλεῖται ἴσως ἡ δικαιοσύνη διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν ἀγοράζονται ἴσως οἱ κριταὶ διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν σκεπάζει ἴσως ὁ πλούσιος τὰς ἀνομίας του διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν χάνει ἴσως ὁ πτωχὸς τὰ δίκαιά του διὰ τῆς ἐλλείψεως τοῦ χρυσοῦ; … Διατί ὁ πλούσιος νὰ τρώγῃ, νὰ πίνῃ, νὰ κοιμᾶται, νὰ ξεφαντώνῃ, νὰ μὴν κοπιάζῃ καὶ νὰ ὁρίζῃ, ὁ δὲ πτωχὸς νὰ ὑπόκειται, νὰ κοπιάζῃ, νὰ δουλεύῃ πάντοτε, νὰ κοιμᾶται κατὰ γῆς, νὰ διψῇ, καὶ νὰ πεινᾷ; Ποία εἶναι ἡ αἰτία, ὦ ἄνθρωποι, παρὰ ἡ ἐφεύρεσις τοῦ χρυσοῦ; Ποία ἀνάγκη μᾶς βιάζει, λοιπόν, νὰ τὸν φυλάττωμεν; Μήπως οἱ ἄνθρωποι ζῶσι μὲ μέταλλα, ἢ μήπως διὰ τοῦ χρυσοῦ καλλιεργεῖται ἡ γῆ; Καὶ διατί τάχατες δὲν ἤθελον ἠμπορέσει νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὸν χρυσόν; Καὶ τί ἤθελε γίνει ὁ χρυσός, ἂν τοῦ ἔλειπεν ἀπὸ ὅλους ἡ ὑπόληψις; Καὶ διατί τοσαύτη ὑπόληψις εἰς ἓν μέταλλον; Δὲν εἶναι ἴσως ἡ πρώτη καὶ ἡ κυρία πρόξενος τόσων φοβερῶν πλημμελημάτων ὁ χρυσός; Δὲν πωλεῖται ἡ τιμὴ ἴσως διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν ἀγοράζεται ἴσως ἡ ἀξιότης δι᾿ αὐτοῦ; Δὲν κλαίει, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐξ αἰτίας του; Ἐν ἑνὶ λόγῳ δὲν εἶναι πρόξενος τῆς πολιτικῆς ἀνυποφόρου ἀνομοιότητος καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς προερχομένων μυρίων κακῶν;

 

[...]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στις προηγούμενες σκηνές.] Εἶναι ἡ πατρὶς ὁποὺ φωνάζει εἰς τέτοιον τρόπον. Αὐτὴ εἶναι ὁποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται. … Πατρὶς εἶναι μία λέξις, διὰ τῆς ὁποίας ὅλοι κοινῶς ἐννοοῦσι τὴν γῆν, εἰς ἣν ἐγεννήθησαν, οἱ μόνον ἐλεύθεροι ὅμως δύνανται νὰ καταλάβωσι τὴν μεγάλην αὐτῆς σημασίαν, καὶ διὰ τοῦτο οἱ δοῦλοι ἀδιαφόρως προφέρουσι τοιοῦτον ὄνομα. …Τὰ ὀνόματα, ἀγαπητοί μου, λαμβάνουν τὴν σημασίαν ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῶν πραγμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται. Ὅθεν, ἂν τινὰς δὲν γνωρίζει τὸ πρᾶγμα, εἰς οὐδὲν τοῦ χρησιμεύει ἡ ὀνομασία του. Καὶ καθὼς ὁ ἐκ γενετῆς ἀόμματος, προφέροντας τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν χρωμάτων, οὐδὲν ἐννοεῖ, ἐπειδὴ δὲν εἶδε ποτὲ τὰ χρώματα, οὕτως καὶ οἱ νῦν Ἕλληνες μὲ τὸ «Πατρὶς» ἄλλο δὲν ἐννοοῦσι, εἰμὴ τὴν γῆν εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθησαν, ἐπειδὴ τοὺς λείπει ἡ ἐλευθερία.


ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

[Βουβή σκηνή βίας, με πολλά πρόσωπα. Χωρίς μουσική ή άλλη ηχητική υπόκρουση. Η σκηνή παίζεται δυναμικά. Με χορό. Όχι με παντομίμα. Ο χορός πρέπει να γοητεύει. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι οι ήχοι που παράγουν τα σώματα των χορευτών κατά την επαφή ή σύγκρουσή τους με το πάτωμα, τους τοίχους ή τα σώματα των άλλων χορευτών. Ακούγονται οι αναπνοές των χορευτών. Ο χορός να εκπέμπει τον ζωώδη ερωτισμό που υπαγορεύει η φύση για τη διαιώνισή της. Η ατμόσφαιρα να είναι κλειστοφοβική. Είναι σκηνή συλλογικού εφιάλτη. Να υποβάλλεται η αίσθηση διεκδίκησης ζωτικού χώρου. Ο χορός γίνεται άγρια πάλη. Γίνεται πάλη ζωής και θανάτου. Χωρίς απειλητικές ιαχές. Χωρίς κραυγές πόνου. Οι ΘΥΤΕΣ εκτελούν άψογα τις χορογραφίες τους και κάποια από τα ΘΥΜΑΤΑ. Τα ΘΥΜΑΤΑ χάνουν τα βήματά τους ή και τη ζωή τους, με τρόπο φυσικό, όχι αστείο ή κραυγαλέο. Στην πορεία της σκηνής και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κάποιοι ΘΥΤΕΣ χάνουν τα προνόμιά τους και γίνονται ΘΥΜΑΤΑ. Σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κάποια ΘΥΜΑΤΑ αλλάζουν στρατόπεδο και γίνονται ΘΥΤΕΣ. Ούτε όλοι οι ΘΥΤΕΣ ούτε όλα τα ΘΥΜΑΤΑ έχουν κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Κάποια ΘΥΜΑΤΑ μπορούν να έχουν κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά με κάποιους ΘΥΤΕΣ. Οι κραυγαλέες αναφορές σε χούλιγκαν, ιδεολογικούς χώρους και πολιτικά κόμματα αποκλείονται. Τα χαρακτηριστικά που κατατάσσουν τα πρόσωπα στη μία από τις δύο βασικές ομάδες δεν πρέπει να είναι μόνο εξωτερικά ή εξ αρχής εμφανή. Η σκηνή παίζεται αυστηρά πάνω στη σκηνή. Πρέπει να υπάρχει απόσταση από τους θεατές. Κάποια στιγμή γίνεται σκοτάδι. Η σκηνή συνεχίζεται στο σκοτάδι. Ακούγονται ήχοι. Αναπνοές, σώματα που χτυπούν στο πάτωμα, στους τοίχους, σε άλλα σώματα.]

 

ΧΟΡΟΣ: [Όπως και στις προηγούμενες σκηνές.] Εἰς αὐτούς, ἀγαπητοί μου, λείπει τὸ κυριώτερον μέσον διὰ τὴν νίκην, τοὺς λείπει, λέγω, ἡ ὁμόνοια, ἐπειδή, ὡς προεῖπον, δὲν ἔχουν ὅλοι τὸν ἴδιον σκοπόν, καὶ ἐν καιρῷ βίας, ὁ δοῦλος δὲν στοχάζεται δι᾿ ἄλλο, εἰμὴ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν του μόνον εὑρίσκει καὶ πατρίδα, καὶ συγγενεῖς, καὶ φίλους, καὶ τέλος πάντων τὴν εὐτυχίαν του. Καὶ μὴν ἠμπορῶντας νὰ ἐλπίζῃ εἰς ἄλλο τι, οὔτε δι᾿ ἄλλο τι τὸν μέλει, παρὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ οὕτως ἀκολουθεῖ: ὅπου δοῦλοι, ἐκεῖ καὶ ἀσυμφωνία, ὅπου δὲ ἀσυμφωνία, ἐκεῖ καὶ ὄλεθρος.

 

[...]


© Logotexnia 21 + Alexandros K.