Ανδρέας Κεντζός, Τριλογία

Francis Bacon_Three Studies for Figures at the Base of Crucifixion 1944

Ζήτησα από τη μητέρα να βάλει τα λεφτά στο ψυγείο. Μου είπε ναι- αλλά (ήμουν βέβαιος) χωρίς να καταλαβαίνει τι της έλεγα. Έπρεπε να το πάρουμε από την αρχή- δεν γινόταν αλλιώς. Μέσα στο δωμάτιό μου, της είπα, είσαι μέσα στο δωμάτιό μου; Περίμενε, μου είπε. Περίμενα. Ναι, μου είπε. Ωραία, της είπα, βλέπεις το μαύρο σακάκι; Ποιο μαύρο σακάκι;

Πήρα βαθιά αναπνοή. Έπρεπε να είμαι όσο το δυνατόν πιο σύντομος, ακριβής και περιεκτικός. Αλλιώς δεν θα κάναμε τίποτα. Ένα σακάκι υπάρχει και είναι μαύρο, είπα, δεν είναι δύσκολο να το βρεις. Το βρήκα, είπε. Στην εσωτερική τσέπη, της είπα, βάλε το χέρι σου. Το έβαλα. Έχει ένα ποσό; Ναι. Πάρε τα λεφτά όπως είναι από ‘κει- τα πήρες; Τα πήρα.

Ήταν το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό εκείνη τη στιγμή- στο ψυγείο. Αμέσως μόλις το είπα ένιωσα περίεργα. Δεν ξέρω, ήταν σαν να μην έκανα καλά. Σαν να καταστρατηγούσα κάποιον άγραφο νόμο. Ένιωσα πολύ άσχημα και καθάρισα το λαιμό μου για να μιλήσω και να διορθώσω τα πράγματα. Αλλά η μητέρα με πρόλαβε- τα έβαλα, είπε, εντάξει. Η φωνή της, ήρεμη και σίγουρη τώρα, με καθησύχασε. Σκέφτηκα να τη ρωτήσω τη γνώμη της αν έκανα καλά. Τα έβαλα, ξαναείπε. Την ένιωθα στην άλλη άκρη της γραμμής να περιμένει νέα διαταγή. Όλα καλά, πάμε παρακάτω. Εντάξει, είπα τελικά, τι ώρα θα έρθει ο μάστορας; Ήξερα την ώρα, απλά δεν ήθελα να κλείσω μ’ εκείνη την κουβέντα. Ήξερα και την απάντησή της- ποιος μάστορας; Σε λίγο θα σου χτυπήσει κάποιος το κουδούνι, της είπα, κοίτα να του ανοίξεις.

Έκλεισα το τηλέφωνο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Το βλέμμα μου έπεσε στον δρόμο με τους ανθρώπους που εκείνη την ώρα έτρεχαν βιαστικοί για να προλάβουν τις δουλειές τους. Τίποτα φοβερό δεν θα γίνει, είπα από μέσα μου τόσο δυνατά που ένας συνάδελφος με κοίταξε και με ρώτησε τι τραγουδάω.

Έβαλα να πιω λίγο καφέ και θυμήθηκα αυτό που είχα διαβάσει ή ακούσει κάπου- ότι η ζωή ενός ανθρώπου αναλύεται βασικά σε δυο τομείς, τον επαγγελματικό και τον προσωπικό. Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, όλα ανήκουν σ’ έναν από τους δυο. Ή και στους δυο κάποιες φορές, γιατί όχι; Το κακό θα με χτυπούσε λοιπόν σ’ έναν από τους δυο- ή και στους δυο μαζί.

Αν ψάχνοντας μια μπύρα στο ψυγείο ο μάστορας δει τα λεφτά και τα πάρει, αυτή η περίπτωση σε ποιον τομέα θ’ ανήκει άραγε; Τέτοιες ωραίες σκέψεις έκανα την ώρα που δούλευα στο γραφείο μου. Και να τον έβλεπε η μητέρα δεν θα έλεγε τίποτα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβει κανείς στα πέντε πρώτα λεπτά ή στις πρώτες πέντε κουβέντες την κατάστασή της. Αν ήθελε, θα μπορούσε ακόμα και να το διασκεδάσει. Αυτά είναι δικά μου, θα μπορούσε να της πει. Ευχαριστώ που μου τα φυλάξατε αλλά δεν ήταν ανάγκη, θα μπορούσε να της πει και μετά να γίνει καπνός. Αξίζει τον κόπο να ρισκάρεις για ένα τέτοιο ποσό. Άλλοι ρισκάρουν τη ζωή τους για πολύ λιγότερα, για το τίποτα σχεδόν. Και λένε πως η τύχη βοηθά τους τολμηρούς.

Ναι θα έλεγε η μητέρα μου.

Ναι σε όλα.

Πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι πρώτα απ’ όλα φτιαγμένος για να δρα, ότι δεν πρέπει να κάθεται να περιμένει αν θα του χτυπήσουν την πόρτα το καλό ή το κακό. Και σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος για να προλάβει κανείς μια μεγάλη τραγωδία είναι να προκαλέσει μερικές μικρές, με τον ίδιο τρόπο που οι πυροτεχνουργοί προκαλούν τις τεχνητές εκρήξεις για να αποδυναμώσουν τη μεγάλη βόμβα. Έτσι παράτησα προσωρινά το μικρό μου γραφείο όπου κάθομαι τουλάχιστον οχτώ ώρες την ημέρα προσπαθώντας να κάνω αυτό που λένε όνομα στην αγορά και βγήκα στους διαδρόμους και τις καντίνες μεταξύ τέταρτου, πέμπτου και έκτου ορόφου όπου έγινα πρωταγωνιστής σε τρία (τέσσερα για την ακρίβεια, αλλά το τέταρτο λέω να το αφήσω στην άκρη για χάρη μιας οικονομίας που την αισθάνομαι κατά κάποιον τρόπο ιερή) επεισόδια. Αν ήμουν καλός ή κακός δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω. Αφήνω τους τρίτους να κρίνουν, οι οποίοι φυσικά θα είναι πιο αντικειμενικοί από μένα. Το βέβαιο είναι ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα αρκετά καλό μυθιστόρημα με τουλάχιστον πεντακόσιες σελίδες. Επιτρέψτε μου όμως να σταματήσω κάπου εδώ και να μη φανερώσω τίποτα παραπάνω. Ούτε λέξη παραπάνω- γιατί κάποτε επιτέλους πρέπει να ξαναγίνουμε σεμνοί και ταπεινοί και να μάθουμε να μη λέμε τα πάντα. Να μας αρκεί ένα τέλος σαν αυτό περίπου:

Γυρίζοντας στο σπίτι το βράδυ βρήκα τα πράγματα σε τάξη. Η μητέρα μού διηγήθηκε πώς έφτιαξε ο μάστορας τη βρύση. Μου το διηγήθηκε τρεις-τέσσερις φορές με τα ίδια λόγια, σαν παιδί που έχει μάθει το μάθημα απ’ έξω. Τίποτα φοβερό δεν έγινε τελικά, τα χρήματα ήταν στη θέση τους. Και μέχρι σήμερα τίποτα φοβερό δεν έχει γίνει. Αλλά δε μ’ αφήνει ούτε λεπτό η αίσθηση ότι η πτώση μου συνεχίζεται.



Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της το παραπάνω ανέκδοτο διήγημά του. Στις σελίδες της μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού.

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails