Η παρακάτω συνέντευξη της Jenny Erpenbeck στον Αλέξανδρο Κυπριώτη πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2005.
A.K.: Πέρυσι τον Νοέμβριο ήρθες για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Αθήνα, για την παρουσίαση της Ιστορίας του γερασμένου παιδιού, τώρα που μιλάμε ετοιμάζεσαι για τη δεύτερη επίσκεψή σου, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη, όπου οργανώνεται ένα θεατρικό σεμινάριο με αφορμή την παράσταση του πρώτου θεατρικού έργου σου. Πώς νιώθεις;
J.E.: Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να μην έχω έρθει πολύ νωρίτερα. Οι Έλληνες με υποδέχθηκαν με τόσο φιλικά συναισθήματα και τόσο ενδιαφέρον, σαν να με περίμεναν από καιρό. Πρέπει μάλλον να υπάρχει κάτι σαν συγγένεια ψυχής, και τώρα πραγματικά είμαι περίεργη ν’ ανακαλύψω από πού προέρχεται.
A.K.: Την Ιστορία του γερασμένου παιδιού την έγραψες μετά τον θάνατο της γιαγιάς σου, απ’ την οποία άκουσες και την πραγματική ιστορία που στάθηκε αφορμή για το βιβλίο σου. Ήταν στην πραγματικότητα ο δικός σου τρόπος να την αποχαιρετήσεις;
J.E.: Όχι, το γράψιμο αυτής της ιστορίας είχε περισσότερο να κάνει με το ότι είχα πια τελειώσει τις σπουδές μου και για πρώτη φορά είχα τον χρόνο να γράψω κάτι μεγαλύτερο.
A.K.: Πότε έγραψες κάτι για πρώτη φορά;
J.E.: Ημερολόγιο άρχισα να γράφω στο τέλος της πρώτης τάξης, μόλις δηλαδή έμαθα να γράφω – αλλά τα πρώτα δικά μου κείμενα, που προορίζονταν να είναι «τέχνη», στα δεκατέσσερά μου, όταν οι γονείς μου μου πήραν δώρο την πρώτη μου γραφομηχανή. Βλέποντας τα τυπωμένα γράμματα πήρα θάρρος, δεν ήμουν αναγκασμένη ν’ αντικρίζω πια τον εαυτό μου στον γραφικό μου χαρακτήρα, και δεν ντρεπόμουν πια για τον εαυτό μου, όταν έγραφα «άγρια» πράγματα.
A.K.: Είπες ότι η Ιστορία δεν είχε σχέση με τον θάνατο της γιαγιάς σου. Είναι παρ’ όλ’ αυτά ένα είδος αποχαιρετισμού;
J.E.: Μάλλον της χώρας που μεγάλωσα, της ΓΛΔ, και της ζωής που είχα γνωρίσει, που εκείνο τον καιρό διαλυόταν με απίστευτη ταχύτητα και που με την ανασκόπηση απ’ την πλευρά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας την αξιολογούσαν σχεδόν πάντα αποκλειστικά αρνητικά. Με ενδιέφερε εκείνη την αξιολόγηση να την «αντιστρέψω» και πάλι, κι εκείνη την άλλη ματιά στα πράγματα να τη μεγεθύνω περνώντας πια στο παράλογο.
A.K.: Πράγμα που κάνεις με έναν θαυμάσια σκληρό και ποιητικό συγχρόνως τρόπο και στο τελευταίο σου βιβλίο, το Παιχνίδι με τις λέξεις. Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι είσαι και πολιτική συγγραφέας; Και θα ήθελα να μου πεις αν σε ενοχλεί αυτός ο χαρακτηρισμός.
J.E.: Κάθε άλλο, είναι μάλλον φιλοφρόνηση! Όταν βλέπω τι γίνεται στον κόσμο, δεν θα ήθελα ουσιαστικά να γράφω τίποτα που παράλληλα με το προσωπικό επίπεδο δεν θα ήταν και πολιτικό.
A.K.: Ποιος ήταν ο άνθρωπος που διάβασε πρώτος την Ιστορία;
J.E.: Ο τότε φίλος μου, σκηνοθέτης κινηματογράφου, που αρχικά ήθελε να κάνει ταινία την Ιστορία. Όταν το βιβλίο μετά τέλειωσε, είπε ότι έτσι όπως ήταν τότε δεν μπορούσε να το κάνει ταινία. Και τώρα πια πιστεύω πράγματι ότι είχε δίκιο: κεντρική είναι αυτή η ιστορία της προσποίησης και της μεταμφίεσης, που ο αναγνώστης μπορεί να την συμπληρώσει πολύ καλά με τη φαντασία του, αλλά μέσω της συγκεκριμένης απεικόνισης από μία ηθοποιό θα έχανε πολλά από το μυστήριό της. Και, πέρα απ’ αυτό, το βιβλίο αποτελείται και από μία σειρά σκέψεων, που δεν είναι δυνατόν να τις αφηγηθεί κανείς με οπτικά μέσα.
A.K.: Όταν διάβαζα την Ιστορία του γερασμένου παιδιού είχα την αίσθηση ότι δημιουργείς τη γλώσσα απ’ την αρχή, επινοώντας την όταν θέλεις να εκφράσεις κάτι που δεν λέγεται στη μητρική σου γλώσσα, όπως για παράδειγμα το σημείο με την πέτρα και την νερολακούβα, όπου στην πραγματικότητα περιγράφεις αναλυτικά την ελληνική φράση «κάνω μια τρύπα στο νερό». Τι είναι αλήθεια οι λέξεις, τι είναι η γλώσσα για σένα;
J.E.: Τα Ελληνικά δυστυχώς δεν μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω! Πάντως είναι πράγματι παράξενη σύμπτωση που υπάρχει αυτή η έκφραση στα Ελληνικά. Τις περισσότερες φορές δεν επινοώ καθόλου τη γλώσσα, αλλά χρησιμοποιώ απλώς κάποιες εκφράσεις, που έχουν γίνει συνήθεια πια, κυριολεκτικά και μόνο, κι έτσι γίνονται πάλι «φρέσκες». Τώρα, όσο δούλευα το νέο μου βιβλίο, το Παιχνίδι με τις λέξεις, σκεφτόμουν πολύ ότι μέσω της γλώσσας και των λέξεων, που ουσιαστικά είναι απλώς και μόνο το περίβλημα των πραγμάτων, μαθαίνουμε τα ίδια τα πράγματα. Όταν λοιπόν γίνεται απάτη με τις λέξεις, χάνει κανείς και τα σύνεργα που χρειάζεται για να συναναστραφεί κατάλληλα τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ.
A.K.:Οι γάτες έχουν επτά ζωές. Στα Ελληνικά λέμε «οι γάτες είναι εφτάψυχες», όσον αφορά λοιπόν τις γάτες φαίνονται η ζωή και η ψυχή να είναι συνώνυμα. Ισχύει αυτό και για τις γυναίκες;
J.E.: Εγώ θα το συνέχιζα μάλιστα και θα έλεγα: Αυτό ισχύει μάλλον για όλους τους ανθρώπους. Φυσικά υπάρχουν συγκεκριμένες σταθερές συμπεριφοράς σε κάθε άνθρωπο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω ότι ο καθένας φέρεται σε κάθε σχέση που συνάπτει με καινούργιο τρόπο. Ο καθένας είναι πολλοί. Τις ζωές στο θεατρικό έργο τις μοίρασα σε διαφορετικούς χαρακτήρες, συγχρόνως όμως προσπάθησα μέσω των εμβόλιμων να θυμίζω ότι ουσιαστικά πάντα πρόκειται για μία ψυχή μόνο, που διαρκώς κομματιάζεται και κατακερματίζεται.
A.K.: Γιατί έδωσες αυτόν τον τίτλο στο έργο σου;
J.E.: Στην αρχή ήταν απλώς ένας προσωρινός τίτλος, όσο έγραφα το έργο. Μου άρεσε αυτή η έκφραση στα Γερμανικά κι εκείνο τον καιρό διάβαζα και το Αίμα στο λαιμό της γάτας του Fassbinder. Ουσιαστικά είναι κλισέ το να παρομοιάζεις τις γυναίκες με γάτες, αλλά λόγω της δομής του έργου παρέμεινε απλώς ο καλύτερος δυνατός τίτλος.
A.K.: Ποια είναι η γνώμη σου για τον Fassbinder; Ξεχωρίζεις κάποια ταινία του;
J.E.: Ο Fassbinder είναι για μένα σαν μετεωρίτης στην ιστορία του κινηματογράφου. Στη Γερμανία δεν υπάρχει κανένας άλλος κινηματογραφιστής που να έχει αφηγηθεί με τέτοια καθαρότητα και αθωότητα, και συγχρόνως με τόσο απίστευτα μέσα ουσιαστικές ιστορίες. Είναι δύσκολο να πω ποια ταινία του είναι η αγαπημένη μου. Είναι όλες καλές, η κάθε μία με τον τρόπο της. Αν έπρεπε πράγματι να διαλέξω, ίσως να έλεγα το Faustrecht der Freiheit (ελλ. τίτλος: Το παιχνίδι της τύχης).
A.K.: Παρακμή, κατάρρευση, απώλεια, προδοσία. Είναι αυτά τα αγαπημένα σου θέματα;
J.E.: Έτσι φαίνεται. Πριν από πέντε χρόνια δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε και σ’ εμένα την ίδια.
A.K.: Όποτε διαβάζω κάποιο βιβλίο σου θυμάμαι πάντα αυτό που είχε γράψει κάπου ο Kafka, ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Το πιστεύεις κι εσύ αυτό;
J.E.: Απολύτως.
A.K.: Στη συλλογή διηγημάτων σου Σκύβαλα εμφανίζεται τρεις φορές το θέμα του έρωτα. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Στο μισοσκόταδο του κρανίου μου», στο «Atropa bella-donna» και τέλος στη «Σιβηρία». Έχει ο έρωτας να κάνει πάντα με προδοσία και πόνο;
J.E.: Θα έλεγα σχεδόν πάντα. Ο έρωτας είναι ένα τόσο δυνατό συναίσθημα, που συχνά λειτουργεί καταστρεπτικά, αν βρεθεί κάτι στον δρόμο του. Στην άλλη περίπτωση, όταν ο ερωτευμένος παίρνει ή πρέπει να πάρει υπ’ όψη του και τον άλλον και κάνει πίσω, αυτή η καταστροφή γυρίζει συχνά στον ίδιο του τον εαυτό. Στον έρωτα μπλέκονται δυστυχώς συχνά πάνω από δύο.
A.K.: Στο ομότιτλο διήγημα «Σκύβαλα» η αφηγήτρια μιλά για τη γιαγιά της, ενώ σ’ ένα άλλο διαβάζουμε την ιστορία μίας ηλικιωμένης γυναίκας, της Μαρίας από το Κάινμπαχ. Ποια είναι η σχέση σου με τους ηλικιωμένους ανθρώπους;
J.E.: Συχνά οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μου φαίνονται απ’ την αρχή πολύ γνώριμοι. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένες γυναίκες. Ίσως οφείλεται στο ότι για έναν χρόνο στην πρώιμη παιδική μου ηλικία μεγάλωσα κοντά στη γιαγιά και την προγιαγιά μου απ’ την πλευρά της μητέρας μου. Ιδιαίτερα την προγιαγιά μου την αγαπούσα πολύ. Μου είναι εύκολο να μιλώ με μεγάλες γυναίκες, με ενδιαφέρει να μοιράζομαι τη ζωή τους, που συχνά διαφέρει ριζικά απ’ τη δική μου, και με ενδιαφέρουν προ πάντων αυτά που έχουν να διηγηθούν. Όταν ακούς για πολέμους, κατατρεγμούς, διωγμούς, εμιγκρέδες, πολλά που μπορεί να σου φαίνονται δύσκολα στη σημερινή ζωή αποκτούν μια άλλη διάσταση.
A.K.: Πιστεύεις ότι οι ηλικιωμένοι μας προστατεύουν απ’ το να ξεχνάμε;
J.E.: Ίσως περισσότερο απ’ το να μη γνωρίζουμε. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς μου έμειναν ανοιχτά πάρα πολλά ερωτήματα, που μερικές φορές μου δημιουργήθηκαν χρόνια αργότερα. Αλλά κάποιον που έχει ήδη φύγει δεν μπορείς πια να τον φέρεις πίσω.
A.K.: Με την απάντησή σου θυμάμαι τα λόγια του Brecht «Στέκουμε θλιμμένοι και βλέπουμε συγκινημένοι την αυλαία να πέφτει κι όλα τα ερωτήματα ανοιχτά». Στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού αναφέρεται και το έργο του Ο κύριος Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι. Ποια είναι αλήθεια η σχέση σου με τον Brecht;
J.E.: Εδώ στο Βερολίνο υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να πάρεις υπερβολική δόση Brecht, αλλά ο Brecht είναι, δόξα τω Θεώ, κάποιος που τα βιβλία του μπορείς πάντα να τ’ ανοίγεις σε οποιαδήποτε σελίδα – και πάντα έχουν ενδιαφέρον, πάντα είναι ασυνήθιστα και ξεχωριστά, πάντα αρχίζεις να σκέφτεσαι.
A.K.: Μου έχεις ήδη πει κάποια φορά ότι αγαπάς τα παραμύθια των Grimm. Σου έλεγε ή σου διάβαζε κάποια γιαγιά σου παραμύθια;
J.E.: Ουσιαστικά οι γονείς μου. Αλλά ήμουν ανυπόμονη, ήθελα να διαβάσω μόνη μου και μετά, μόλις έμαθα να διαβάζω, άρχισα να «καταβροχθίζω» όλα τα παραμύθια που μπορούσα να βρω ανεξαιρέτως.
A.K.: Θυμάσαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες όταν ήσουν παιδί;
J.E.: Δυστυχώς όχι.
A.K.: Θυμάσαι τότε το τελευταίο βιβλίο που διάβασες και σου άρεσε;
J.E.: Αυτόν τον καιρό διαβάζω δύο βιβλία συγχρόνως. Το Die Wand [Ο τοίχος] της Marlen Haushofer και το Alle Tage [Όλες τις μέρες] της Terézia Mora. Και τα δύο είναι εξαιρετικά βιβλία.
A.K.: Ποιοι συγγραφείς σε έχουν σημαδέψει;
J.E.: Παιδί και έφηβη διάβαζα πολύ συγγραφείς του 19ου αιώνα: Keller, Stifter, Storm, E.T.A. Hofmann. Αργότερα κατάφερα να «προαχθώ» στον Thomas Mann και τον Kafka, που τους αγαπώ πολύ. Και τον Thomas Bernhard φυσικά.
A.K.: Ποιους σύγχρονους γερμανόφωνους συγγραφείς θεωρείς καλούς;
J.E.: Από τους νέους γερμανόφωνους συγγραφείς υπάρχουν κάποιοι που με έχουν συγκινήσει πολύ: Ο Josef Winkler, που πάντα γράφει για τον θάνατο, ο Ingo Schulze, ή όπως είπα πριν η Terézia Mora.
A.K.: Πόσο εύκολο ήταν να μεγαλώσεις σε μία οικογένεια με τέτοια λογοτεχνική παράδοση; Εννοώ, σου ήταν απλό να καθιερωθείς ως συγγραφέας εντός της οικογένειας;
J.E.: Το καλό μ’ εμάς στην οικογένειά μου είναι ότι ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να γράφει. Τη δική μου γραφή αυτήν καθ’ εαυτήν πάντα την υποστήριζε η οικογένειά μου, αλλά οι γονείς μου ή ο παππούς και η γιαγιά μου ποτέ δεν με πίεσαν να τους δώσω τα κείμενά μου «για διόρθωση». Τα πρώτα χρόνια κρατούσα για τον εαυτό μου ό,τι έγραφα και μπόρεσα να εξελιχθώ έτσι όπως μου ταίριαζε. Αργότερα, όταν ήρθε η επιτυχία, οι γονείς μου ήταν πολύ περήφανοι για μένα.
A.K.: Την Ιστορία του γερασμένου παιδιού την αφιέρωσες στη μητέρα σου, τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα στον σύντροφό σου και πατέρα του παιδιού σου και το Παιχνίδι με τις λέξεις το αφιερώνεις στον πατέρα σου. Γράφεις και γι’ αυτούς που αγαπάς; Για ποιον λόγο γράφεις;
J.E.: Χωρίς τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, τον φίλο μου σίγουρα δεν θα υπήρχαν τα βιβλία, χωρίς την αγάπη τους, την υποστήριξή τους και την πίστη τους στη δουλειά μου. Είναι ωραίο όταν μπορείς με την αφιέρωση να τους επιστρέψεις κάτι. Γράφω όμως για άλλους λόγους. Είναι για μένα ένας καλός τρόπος να μοιράζομαι με άλλους ανθρώπους ερωτήματα που έχω. Και γράφω σίγουρα και για να δώσω σε ανθρώπους που για κάτι που έχουν ζήσει δεν έχουν καμία γλώσσα τη δική μου τη γλώσσα.
A.K.: Σ’ ευχαριστώ πολύ.
J.E.: Κι εγώ.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Highlights (τ. 15, Μάρτιος - Απρίλιος 2005) και αναδημοσιεύεται εδώ με ελάχιστες αλλαγές (στην γραφή των ονομάτων και στους τίτλους των βιβλίων). Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Σιβηρία» από τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, το διήγημα «και η ευχή θα εκπληρωθεί» και το αυτοβιογραφικό κείμενο «Στο επέκεινα των αχρήστων». Δείτε φωτογραφίες από την παράσταση του θεατρικού έργου Οι γάτες έχουν επτά ζωές από την DameBlanche στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη και μετάφραση Τατιάνας Λιάνη. Δείτε στη βιβλιιοnet τη σελίδα για την Jenny Erpenbeck. Παρακολουθήστε την ανάγνωση του διηγήματος «Sibirien» από την Jenny Erpenbeck στις «Μέρες γερμανόφωνης λογοτεχνίας 2001» (Διαγωνισμός για το Βραβείο Ingeborg Bachmann) στο YouTube ή το Dailymotion.
© Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis