Luigi Pirandello, ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

 Illusion, foto by Khaane

Ο κύριος Αλμπέρτο Χάιντς, από το Μπάφαλο των Ηνωμένων Πολιτειών, αμφιταλαντευόμενος μεταξύ του έρωτά του για τη σύζυγό του και μια εικοσάχρονη δεσποινίδα, σκέφτεται να καλέσει και τη μια και την άλλη σε μια συνάντηση, για να πάρουν μαζί του μια απόφαση.

Οι δυο γυναίκες και ο κύριος Χάιντς βρίσκονται στην ώρα τους στον τόπο της συνάντησης∙ συζητούν για πολλή ώρα, και στο τέλος συμφωνούν.

Αποφασίζουν να θανατωθούν και οι τρεις.

Η κυρία Χάιντς επιστρέφει στο σπίτι∙ αυτοπυροβολείται και πεθαίνει. Ο κύριος Χάιντς, τότε, και η εικοσάχρονη δεσποινίδα-ερωμένη του, βλέποντας πως με τον θάνατο της κυρίας Χάιντς απομακρύνεται κάθε εμπόδιο για την ευτυχή τους ένωση, παραδέχονται πως δεν έχουν πλέον λόγο να αυτοκτονήσουν και παίρνουν την απόφαση να παραμείνουν στη ζωή και να παντρευτούν. Οι δικαστικές αρχές, όμως, παίρνουν διαφορετική απόφαση, και τους συλλαμβάνουν.

Λαϊκότατος επίλογος.

(Βλέπε τις εφημερίδες τής Νέας Υόρκης της 25ης Ιανουαρίου 1921, πρωινή έκδοση.)

*

Ας υποθέσουμε πως ένας ατυχής κωμωδιογράφος έχει την κακή έμπνευση, να μεταφέρει στη σκηνή μια παρόμοια περίπτωση.

Μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πως η φαντασία του θα έχει ενδοιασμούς πρώτ’ απ’ όλα να θεραπεύσει με δραστικά τεχνάσματα τον παραλογισμό της αυτοκτονίας της κυρίας Χάιντς, ώστε να την κάνει με κάποιο τρόπο αληθοφανή.

Μπορεί κανείς, όμως, να είναι επίσης σίγουρος, πως, ακόμη και με όλα τα δραστικά τεχνάσματα που επινοούνται απ’ τον κωμωδιογράφο, ενενήντα εννέα στους εκατό κριτικούς δράματος θα κρίνουν παράλογη εκείνη την αυτοκτονία και μη αληθοφανή την κωμωδία.

Διότι η ζωή, λόγω όλων των έντονων παραλογισμών, μικρών και μεγάλων, με τους οποίους ευτυχώς είναι γεμάτη, έχει το ανυπολόγιστο προνόμιο να μπορεί να κάνει δίχως εκείνη την ηλιθιότατη αληθοφάνεια, στην οποία η τέχνη θεωρεί καθήκον της να υπακούει.

Οι παραλογισμοί της ζωής δεν έχουν ανάγκη να δείχνουν αληθοφανείς, διότι είναι αληθινοί. Σε αντίθεση μ’ εκείνους της τέχνης που, για να δείχνουν αληθινοί, έχουν ανάγκη να είναι αληθοφανείς. Και τότε, αφού είναι αληθοφανείς, δεν είναι πλέον παραλογισμοί.

Ένα γεγονός της ζωής μπορεί να είναι παράλογο∙ ένα έργο τέχνης, αν είναι έργο τέχνης, όχι.

Το να εξακολουθεί ένα έργο τέχνης να κατηγορείται για παραλογισμό και μη αληθοφάνεια, στο όνομα της ζωής, είναι απερισκεψία.

Στο όνομα της τέχνης, ναι∙ στο όνομα της ζωής, όχι.

*

Υπάρχει στη φυσική ιστορία ένα βασίλειο που μελετάται απ’ τη ζωολογία, διότι κατοικείται απ’ τα ζώα.

Μεταξύ των τόσων ζώων που το κατοικούν περιλαμβάνεται και ο άνθρωπος.

Και ο ζωολόγος, ναι, μπορεί να μιλήσει για τον άνθρωπο και να πει, επί παραδείγματι, πως δεν είναι ένα τετράποδο μα, ένα δίποδο, και πως δεν έχει ουρά, θέλεις όπως η μαϊμού, θέλεις όπως ο γάιδαρος, θέλεις όπως το παγώνι.

Στον άνθρωπο για τον οποίο μιλά ο ζωολόγος δεν μπορεί ποτέ να συμβεί η συμφορά να χάσει, ας υποθέσουμε, ένα πόδι και να το φτιάξει ξύλινο∙ να χάσει ένα μάτι και να το φτιάξει γυάλινο. Ο άνθρωπος του ζωολόγου έχει πάντα δύο πόδια, εκ των οποίων κανένα δεν είναι ξύλινο∙ έχει πάντα δύο μάτια, εκ των οποίων κανένα δεν είναι γυάλινο.

Και είναι αδύνατον να αντικρούσεις τον ζωολόγο. Διότι ο ζωολόγος, αν του παρουσιάσετε έναν τέτοιον, με ένα ξύλινο πόδι ή ένα γυάλινο μάτι, θα σας απαντήσει πως δεν τον αναγνωρίζει, διότι αυτός δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά κάποιος άνθρωπος.

Είναι αλήθεια, όμως, πως όλοι εμείς, με τη σειρά μας, μπορούμε να απαντήσουμε στον ζωολόγο πως ο άνθρωπος που εκείνος αναγνωρίζει δεν υφίσταται, και πως αντίθετα υφίστανται άνθρωποι εκ των οποίων κανένας δεν είναι όμοιος με τον άλλο και πως μπορεί επίσης να έχουν εξαιτίας κάποιας συμφοράς ένα ξύλινο πόδι ή ένα γυάλινο μάτι.

Αναρωτιέται κανείς σ’ αυτό το σημείο αν θέλουν να θεωρούνται ζωολόγοι ή κριτικοί λογοτεχνίας όλοι εκείνοι οι κύριοι που, κρίνοντας ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα ή μια κωμωδία επικρίνουν το ένα ή το άλλο πρόσωπο, τη μια ή την άλλη παρουσίαση γεγονότων ή συναισθημάτων, όχι βέβαια στο όνομα της τέχνης όπως θα ήταν σωστό, αλλά στο όνομα της ανθρωπότητας, που φαίνεται να γνωρίζουν τέλεια, λες και πραγματικά υφίσταται θεωρητικά, έξω δηλαδή από την απειράριθμη ποικιλία ανθρώπων ικανών να διαπράξουν όλους εκείνους τους προαναφερθέντες παραλογισμούς, που δεν έχουν ανάγκη να δείχνουν αληθοφανείς, διότι είναι αληθινοί.

*

Εν τω μεταξύ, απ’ την εμπειρία που απ’ την πλευρά μου μπόρεσα να έχω με μια τέτοια κριτική, το ωραίο είναι αυτό: πως, ενώ ο ζωολόγος παραδέχεται πως ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα για το γεγονός επίσης ότι ο άνθρωπος συλλογίζεται και ότι τα ζώα δεν συλλογίζονται, ακριβώς αυτός ο συλλογισμός (δηλαδή αυτό που είναι το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ανθρώπου) σε πολλά δικά μου κάθε άλλο παρά χαρούμενα πρόσωπα φάνηκε πολλές φορές στους κυρίους κριτικούς, όχι υπερβολή ενδεχομένως, αλλά αντίθετα ελάττωμα της ανθρώπινης φύσης. Διότι φαίνεται πως ανθρώπινη φύση, γι’ αυτούς, είναι κάτι που έγκειται περισσότερο στο συναίσθημα παρά στον συλλογισμό.

Θέλοντας, όμως, να μιλήσω έτσι αφηρημένα όπως κάνουν αυτοί οι κριτικοί, δεν είναι άραγε αλήθεια πως ποτέ ο άνθρωπος δεν συλλογίζεται με τόσο πάθος (ή παραλογίζεται, που είναι το ίδιο), όσο όταν υποφέρει, διότι συγκεκριμένα για τα βάσανά του θέλει να βρει τη ρίζα, και όποιον του τα προκάλεσε, και αν και πόσο ήταν σωστό να του τα προκαλέσει∙ ενώ, όταν χαίρεται, πιάνεται από την ευχαρίστηση και δεν συλλογίζεται, λες και το να χαίρεται είναι δικαίωμά του;

Καθήκον των ζώων είναι να υποφέρουν δίχως να συλλογίζονται. Όποιος υποφέρει και συλλογίζεται (ακριβώς επειδή υποφέρει), για ’κείνους τους κυρίους κριτικούς δεν είναι ανθρώπινος∙ διότι φαίνεται πως όποιος υποφέρει είθισται να είναι μονάχα ζώο, και πως μονάχα όταν είναι ζώο είναι γι’ αυτούς ανθρώπινος.

*

Πρόσφατα όμως βρήκα έναν κριτικό, που του είμαι πολύ ευγνώμων.

Σχετικά με την απάνθρωπη και, όπως φαίνεται, αθεράπευτη «εγκεφαλικότητά» μου και την παράδοξη μη αληθοφάνεια των μύθων μου και των προσώπων μου, ρώτησε τους άλλους κριτικούς από πού άντλησαν το κριτήριο για να κρίνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κόσμο τής τέχνης μου.

«Απ’ τη λεγόμενη φυσιολογική ζωή;» ρώτησε. «Μα, τι είναι αυτή αν όχι ένα σύστημα σχέσεων, που εμείς επιλέγουμε μέσα στο χάος των καθημερινών γεγονότων και που αυθαίρετα χαρακτηρίζουμε φυσιολογική;» Εν κατακλείδι πως «δεν μπορεί κάποιος να κρίνει τον κόσμο ενός καλλιτέχνη μ’ ένα κριτήριο που αντλείται από κάπου αλλού και όχι απ’ αυτόν τον ίδιο τον κόσμο».

Πρέπει να προσθέσω, για να δείξω εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον κριτικό σε σχέση με τους άλλους κριτικούς, πως πέρα απ’ αυτό, μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, κι εκείνος έπειτα κρίνει δυσμενώς το έργο μου: διότι του φαίνεται, δηλαδή, πως εγώ δεν μπορώ να δώσω αξία και αίσθηση καθολικά ανθρώπινη στους μύθους μου και στα πρόσωπά μου∙ τόσο που να αφήνω αμήχανο όποιον πρέπει να τους κρίνει, εφόσον εγώ δεν προτίθεμαι μάλλον να περιοριστώ στο να αναπαράγω κάποιες παράξενες περιπτώσεις, κάποιες πάρα πολύ ιδιαίτερες ψυχολογικές καταστάσεις.

Εφόσον όμως η καθολικά ανθρώπινη αξία και αίσθηση κάποιων μύθων μου και κάποιων προσώπων μου, μες στην αντίθεση, όπως αυτός λέει, μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, μεταξύ προσωπικής μορφής και της κοινωνικής της εικόνας, έγκειται πρώτ’ απ’ όλα στην αίσθηση και την αξία που αποδίδεται σ’ εκείνη την πρώτη αντίθεση, η οποία, λόγω μιας σταθερής φάρσας τής ζωής, μας αποκαλύπτεται πάντα ασυνεπής, μια και, αναγκαστικά δυστυχώς, κάθε πραγματικότητα του σήμερα προορίζεται να μας αποκαλυφθεί ψευδαίσθηση αύριο, αναγκαία, όμως, ψευδαίσθηση, αφού δυστυχώς έξω απ’ αυτή δεν υπάρχει για εμάς άλλη πραγματικότητα. Εφόσον έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, το ότι ένας άνδρας ή μια γυναίκα, που έχουν μπει από άλλους ή από τον ίδιο τους τον εαυτό σε μια λυπηρή κατάσταση, κοινωνικά αφύσικη, όσο παράλογη κι αν φαίνεται, αντέχουν σ’ αυτή, την ανέχονται, την παρουσιάζουν μπροστά στους άλλους, μέχρι που δεν τη βλέπουν, είναι βέβαια λόγω της δικής τους τύφλωσης ή της απίστευτης αφέλειάς τους∙ και γιατί λοιπόν μόλις τη βλέπουν σαν σ’ έναν καθρέφτη που μπαίνει απέναντί τους, δεν την ανέχονται άλλο, νιώθουν εξαιτίας της όλη τη φρίκη και τη θρυμματίζουν ή, αν δεν μπορούν να τη θρυμματίσουν, αισθάνονται να πεθαίνουν εξαιτίας της; Εφόσον έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, μια κατάσταση, κοινωνικά αφύσικη, γίνεται αποδεκτή, ακόμη και όταν τη βλέπεις σ’ έναν καθρέφτη, που σ’ αυτή την περίπτωση μας εμφανίζει μπροστά στα μάτια μας την ίδια μας την ψευδαίσθηση∙ και τότε την παριστάνει κάποιος, υποφέροντας εξαιτίας της όλο το μαρτύριο, μέχρι να είναι δυνατή η παράστασή της μέσα από την ασφυκτική μάσκα που επιβάλλουμε σ’ εμάς τους ίδιους ή μας την επιβάλλουν άλλοι ή μας την έχει επιβάλει κάποια σκληρή ανάγκη, μέχρι, δηλαδή, το σημείο που κάτω απ’ αυτή τη μάσκα ένα δικό μας συναίσθημα, πολύ ζωντανό, να μην πληγώνεται τόσο βαθιά, ώστε η επανάσταση στο τέλος να ξεσπάει κι εκείνη η μάσκα να σκίζεται και να ποδοπατιέται;

«Τότε, ξαφνικά» λέει ο κριτικός «ένας ανθρώπινος χείμαρρος πλημμυρίζει αυτά τα πρόσωπα, οι μαριονέτες απροσδόκητα παίρνουν σάρκα και οστά, και λέξεις που καίνε την ψυχή και σκίζουν την καρδιά βγαίνουν από τα χείλη τους.»

Ασφαλώς! Ανακάλυψαν τη γυμνή τους προσωπική μορφή κάτω από εκείνη τη μάσκα που τους έκανε μαριονέτες του εαυτού τους, ή υποχείρια των άλλων∙ που αρχικά τους έκανε να φαίνονται σκληροί, άκαμπτοι, δύστροποι, δίχως τελειότητα, και δίχως λεπτότητα, πολύπλοκοι και απειλητικοί, όπως καθετί που ταιριάζει και μπαίνει όχι με τη θέλησή του, μα κατ’ ανάγκη, σε μια κατάσταση αφύσικη, μη αληθοφανή, παράδοξη, εν ολίγοις τέτοια που στο τέλος αυτοί δεν μπόρεσαν πλέον να την αντέξουν και την κατέστρεψαν.

Ο κυκεώνας, επομένως, αν υπάρχει είναι ηθελημένος∙ ο μηχανισμός, επομένως, αν υπάρχει είναι ηθελημένος∙ όχι όμως από μένα: μα, από τον ίδιο τον μύθο, από τα ίδια τα πρόσωπα∙ και φανερώνεται αμέσως, πράγματι: συχνά σχεδιάζεται σκόπιμα και μπαίνει μπροστά στα μάτια την ίδια στιγμή που πάει να σχεδιαστεί και να ταιριάξει: είναι η μάσκα για μια παράσταση∙ το παιχνίδι των ρόλων∙ εκείνο που θα θέλαμε ή θα έπρεπε να είμαστε∙ εκείνο που στους άλλους φαίνεται πως είμαστε∙ ενώ αυτό που είμαστε δεν το ξέρουμε, μέχρι ενός σημείου, μήτε καν κι εμείς οι ίδιοι∙ η ανόητη, αβέβαιη δική μας μεταφορά∙ η περίπλοκη δημιουργία, που συχνά κάνουμε για εμάς, ή που οι άλλοι κάνουν για εμάς: επομένως, πράγματι, ένας μηχανισμός, ναι, όπου ο καθένας ηθελημένα, επαναλαμβάνω, είναι η μαριονέτα του ίδιου του του εαυτού∙ κι έπειτα, στο τέλος, η κλωτσιά που καταστρέφει το κουκλοθέατρο.

Πιστεύω πως δεν μου μένει παρά να συγχαρώ τη φαντασία μου αφού, με όλους τους ενδοιασμούς της, έκανε να φανούν σαν πραγματικές αδυναμίες ό,τι ήθελε εκείνη: αδυναμίες μιας ψεύτικης δημιουργίας που τα ίδια τα πρόσωπα επέβαλαν στον εαυτό τους και στη ζωή τους, ή που κάποιος άλλος τις επέβαλε γι’ αυτά: εν ολίγοις τις αδυναμίες της μάσκας μέχρι ν’ αποκαλυφθεί γυμνή.

*

Μια μεγαλύτερη παρηγοριά, όμως, μου ήρθε από τη ζωή, ή από την καθημερινή επικαιρότητα, σε απόσταση περίπου είκοσι ετών από την πρώτη δημοσίευση αυτού μου του μυθιστορήματος Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ, το οποίο ακόμη μια φορά σήμερα επανεκδίδεται.

Ούτε σ’ αυτό, όταν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, έλειψε, με ομόφωνη σχεδόν συμφωνία βέβαια, η κατηγορία κάποιου για μη αληθοφάνεια.

Λοιπόν, η ζωή θέλησε να μου δώσει την αίσθηση τής πραγματικότητάς του σ’ ένα μέγεθος πραγματικά υπέροχο, μέχρι και στις ασήμαντες λεπτομέρειες κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που δημιουργήθηκαν αυθόρμητα από τη φαντασία μου.

Να όσα γράφτηκαν στο Corriere della Sera της 27ης Μαρτίου 1920:

 

Ο ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΕΝΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ

Μια ασυνήθιστη περίπτωση διγαμίας, οφειλόμενη στον επικυρωμένο αλλά όχι πραγματικό θάνατο ενός συζύγου, αποκαλύφθηκε αυτές τις ημέρες. Ας ανατρέξουμε εν συντομία στο συμβάν. Στην περιοχή τού Καλβαϊράτε στις 26 Δεκεμβρίου 1916 κάποιοι χωρικοί ψάρεψαν από τα νερά στο κανάλι των «Τσίνκουε κιούζε» το πτώμα ενός άνδρα ντυμένου με πουλόβερ και παντελόνι καφέ χρώματος. Για την εξιχνίαση ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία άρχισε τις έρευνες. Λίγο μετά το πτώμα αναγνωρίστηκε από κάποια Μαρία Τεντέσκι, γυναίκα ακόμη επιθυμητή γύρω στα σαράντα, και από κάποιους Λουίτζι Λονγκόνι και Λουίτζι Μαγιόλι, για εκείνο του ηλεκτροτεχνίτη Αμπρότζο Καζάτι τού Λουίτζι, γεννημένου το 1869, συζύγου της Τεντέσκι. Ο πνιγμένος πραγματικά έμοιαζε πολύ με τον Καζάτι.

Εκείνη η μαρτυρία, απ’ ό,τι έχει αποδειχθεί τώρα, θα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα, ειδικά για τον Μαγιόλι και την Τεντέσκι. Ο πραγματικός Καζάτι ήταν ζωντανός! Ήταν, όμως, ακόμη στη φυλακή από τις 21 Φεβρουαρίου του προηγούμενου χρόνου για φθορά ξένης ιδιοκτησίας και εδώ και καιρό, είχε χωρίσει, αν και όχι επίσημα, τη σύζυγό του. Μετά έξι μήνες πένθους, η Τεντέσκι προχωρούσε σε νέο γάμο με τον Μαγιόλι, δίχως να ενοχληθεί από κανέναν γραφειοκρατικό σκόπελο. Ο Καζάτι ολοκλήρωσε την έκτιση της ποινής του στις 8 Μαρτίου του 1917 και μόνος του εκείνες τις μέρες έμαθε πως ήταν… νεκρός και πως η σύζυγός του είχε παντρευτεί ξανά και είχε εξαφανιστεί. Τα πληροφορήθηκε όλ’ αυτά, όταν πήγε στο Ληξιαρχείο στην πλατεία Μισόρι, έχοντας ανάγκη ένα έγγραφο. Ο υπάλληλος, στο γκισέ, αμείλικτα παρατήρησε:

«Μα, εσείς είστε νεκρός! Η νόμιμη κατοικία σας είναι στο κοιμητήριο του Μουζόκκο, 44ος κοινοτικός τομέας, τάφος αρ. 550…»

Κάθε διαμαρτυρία εκείνου που ήθελε να αναγνωριστεί ζωντανός ήταν μάταιη. Ο Καζάτι πρότεινε να αναγνωριστούν τα δικαιώματά του με την… αναβίωση, και αφού διευθετηθεί, όσο τον αφορά, η κοινωνική του κατάσταση, η υποτιθέμενη χήρα που είχε παντρευτεί ξανά θα έβλεπε τον δεύτερο γάμο της ν’ ακυρώνεται.

Εν τω μεταξύ η παράξενη περιπέτεια δεν προκάλεσε θλίψη στον Καζάτι: αντιθέτως, θα λέγαμε πως το πήρε με καλή διάθεση, και επιθυμώντας νέες συγκινήσεις, θέλησε να κάνει μια σύντομη επίσκεψη στον… τάφο του και ως φόρο τιμής προς τη μνήμη του τοποθέτησε πάνω στον τάφο ένα μυρωδάτο στεφάνι και άναψε το καντήλι!

Η υποτιθέμενη αυτοκτονία σ’ ένα κανάλι∙ το πτώμα που έβγαλαν και αναγνώρισε η σύζυγος κι εκείνος που έπειτα θα γινόταν ο δεύτερός της σύζυγος∙ η επιστροφή του ψεύτικου νεκρού κι επίσης ο φόρος τιμής στο μνήμα του! Όλα τα στοιχεία τού γεγονότος, φυσικά δίχως όλα εκείνα που έπρεπε να δώσουν στο γεγονός αξία και καθολικά ανθρώπινη αίσθηση.

Δεν μπορώ να υποθέσω πως ο κύριος Αμπρότζο Καζάτι, ο ηλεκτροτεχνίτης, είχε διαβάσει το μυθιστόρημά μου και πήγε λουλούδια στον τάφο του μιμούμενος τον μακαρίτη Ματτία Πασκάλ.

Η ζωή, εν τω μεταξύ, με την ευλογημένη περιφρόνηση κάθε αληθοφάνειας, μπόρεσε να βρει έναν ιερέα κι έναν δήμαρχο που ένωσαν εις γάμου κοινωνία τον κύριο Μαγιόλι και την κυρία Τεντέσκι, δίχως να φροντίσουν να μάθουν ένα δεδομένο, το οποίο βέβαια θα ήταν πανεύκολο να μάθουν, πως δηλαδή ο σύζυγος κύριος Καζάτι βρισκόταν στη φυλακή και όχι στο χώμα.

Η φαντασία θα είχε ενδοιασμούς, βέβαια, να προσπεράσει ένα τέτοιο δεδομένο∙ και τώρα χαίρεται, αναλογιζόμενη την κατηγορία της μη αληθοφάνειας που ακόμη και τότε της είχε αποδοθεί, να γνωστοποιεί για ποια πραγματική μη αληθοφάνεια είναι ικανή η ζωή, ακόμη και στα μυθιστορήματα που, δίχως να το ξέρει, αντιγράφει από την τέχνη.


Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


pirandello Ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Λουίτζι Πιραντέλλο πρόσθεσε το παραπάνω κείμενο μετά το τέλος  του μυθιστορήματός του Ο Μακαρίτης Ματτία Πασκάλ το 1921, 16 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος, απαντώντας έμμεσα στους κριτικούς που έκαναν δυσμενή σχόλια για το έργο του. Η παρούσα μετάφραση συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Ο Μακαρίτης Ματτία Πασκάλ που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση Αρχοντίας Κυπριώτου.