Imran Ayata, Έλβαν


The last drop

Σχεδόν κάθε νύχτα έχω κρίσεις πανικού, εδώ και είκοσι χρόνια περίπου. Πετάγομαι ξαφνικά, τρέμω σ’ όλο μου το σώμα και φοβάμαι, γιατί έχω την αίσθηση ότι θα πεθάνω αμέσως. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα συνειδητοποιώ ότι ήταν μονάχα ένα όνειρο. Όχι, είναι εφιάλτες. Συχνά τελειώνουν μ’ εμένα σ’ ένα ξύλινο φέρετρο να βλέπω τεράστιους σβώλους χώμα να πέφτουν πάνω μου. Ταυτόχρονα ακούω και πώς χτυπάει το μαύρο αυτό χώμα πάνω στο καπάκι του φέρετρου. Ουρλιάζω για βοήθεια, γιατί δε θέλω να με θάψουν ζωντανό. Μετά ξυπνάω έντρομος. Γυρνάω απαλά στο πλάι και σκέφτομαι πότε θα πεθάνω άραγε στην πραγματικότητα και πώς θα είναι οι τελευταίες μου στιγμές.

Τον ανιψιό μου τον Ταγλάν τον θάψανε μια φορά ζωντανό. Επειδή σε μια ανάκριση δε μίλησε και δεν είχε δώσει πληροφορίες για τους κομμουνιστές συντρόφους του, οι αξιωματικοί σκάψανε τον τάφο του παρουσία του. Του έδειξαν ένα φέρετρο για νεκροκρέβατό του. Για τους κρατούμενους που δεν ήταν «συνεργάσιμοι» επινοούσαν κι εφάρμοζαν την εποχή εκείνη κυνικές μεθόδους βασανιστηρίων. Ο Ταγλάν ήταν τόσο αδύναμος από την ψυχολογική πίεση και το βασανιστήριο στο οποίο είχε υποβληθεί προηγουμένως, που άφησε να τον ξαπλώσουν στην κάσα χωρίς να προβάλει αντίσταση. Οι στρατιωτικοί δεν έλεγαν να σταματήσουν να γελάνε, ειδικά όταν καρφώνανε το καπάκι του φέρετρου και θάψανε μετά τον Ταγλάν. Δεν ξέρω γιατί δεν τον άφησαν να πεθάνει, παρά τον βγάλανε απ’ τον τάφο μετά από τρία τέταρτα. Πώς να ’νιωσε ο ανιψιός μου; Μπορούσε μετά από μια τέτοια ιστορία να βρει έστω και κάτι ωραίο στη ζωή; Ερωτεύτηκε ποτέ μετά όπως κάνουν άλλοι; Τι να σκέφτεται ο Ταγλάν κάθε φορά που βλέπει αστυνομικό, είτε με στολή είτε με πολιτικά; Και πώς να αντιλαμβάνεται άραγε τη λαχτάρα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Δεν το ξέρω. Δε μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Με κανέναν. Όπως δε μιλάω κι εγώ ποτέ για τις δικές μου κρίσεις πανικού.

Είμαι 58 χρονών σήμερα· κι αν ζούσα καμιά δεκαριά ακόμα, θα μου φαινόταν πολύ παράξενο. Η ζωή μου κι εγώ είμαστε σαν δυο άσπονδοι εχθροί που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Όχι, δε μ’ αρέσει να παραπονιέμαι, παραείμαι αδύναμος χαρακτήρας για κάτι τέτοιο. Κι απ’ αυτή την ηλίθια ιστορία με τη μοίρα και τα χτυπήματά της έχω μπουχτίσει πια, γιατί σχεδόν δυο δεκαετίες τώρα δεν έχω καταφέρει να την πνίξω στο αλκοόλ.

Βλέπω ξανά και ξανά μπροστά μου τον εαυτό μου με την οικογένειά μου και τους Γκιουνές, τους στενότερους φίλους μας εκείνη την εποχή, να είμαι ξαπλωμένος πάνω σε δυο μεγάλες κουβέρτες με κόκκινα και μπλε καρό, που είχαμε αγοράσει φτηνά στις καλοκαιρινές εκπτώσεις του Woolworth. Είχαμε βρει έναν ωραίο μικρό κόλπο κοντά στο Μπουγιούκ Τσεκμετζέ· τότε μπορούσες ακόμη να κάνεις μπάνιο στη θάλασσα κοντά στην Ιστανμπούλ. Οι Γκιουνές κι εμείς ήμασταν κάτι παραπάνω από απλοί φίλοι, στη Γερμανία είχαμε γίνει μια μεγάλη οικογένεια. Τον Μαχμούτ Γκιουνές τον γνώρισα το 1966 στο Μόναχο. Σαν κι εμένα, είχε έρθει στη Γερμανία ένα χρόνο πριν εργάτης για προσωρινά. Σχεδόν κάθε μέρα τότε αντιμετωπίζαμε νέα ερωτήματα και άγνωστα προβλήματα, τα οποία δεν υπήρχε ελπίδα να ξεπεράσει κανείς μόνος του. Θυμάμαι που τα σαββατοκύριακα τις περισσότερες φορές τα περνούσαμε με άλλες εφτά ή οχτώ οικογένειες μαζί. Συναντιόμασταν στο σπίτι άλλης οικογένειας κάθε φορά, μαγειρεύαμε πολύ και μιλάγαμε, μέχρι που βραχνιάζανε οι φωνές μας. Οι γερμανοί γείτονες μάς περνούσαν για θεόμουρλους, νομίζω. Μπορεί γι’ αυτό να φωνάζανε και την αστυνομία καμιά φορά. Σήμερα δεν γίνονται πια τέτοιες συναντήσεις. Έχουμε γίνει όλοι μας λίγο πιο ανεξάρτητοι, ή και πιο εγωιστές.

Τρώγαμε ένα τεράστιο καρπούζι στην παραλία κοντά στο Μπιουγιούκ Τσεκμετζέ. Είχαμε και άσπρο ψωμί και πρόβιο τυρί. Ο Μαχμούτ προσπάθησε να πείσει τον γιο του Τζεμ ότι ήταν φοβερή ιδέα να έρθει μαζί μας στη Σαμψούντα. Ο Τζεμ όμως δεν είχε όρεξη και προτιμούσε να μείνει στην Ιστανμπούλ, για να παίζει για τις δύο επόμενες βδομάδες ποδόσφαιρο με τους καινούργιους του φίλους από τη γειτονιά.

«Άμα δεν έρθει ο Τζέμο, θα μείνω κι εγώ εδώ», είπε η Έλβαν.

Είπα της κόρης μου ότι αυτό ήταν εκβιασμός και της θύμισα πόσο πολύ είχε πεθυμήσει η γιαγιά της να ξαναδεί όλη την οικογένεια. Δεν ήταν εύκολο να ξεγελάσω την κόρη μου, ειδικά από τότε που έγινε 17 κι άρχισε να παίρνει τη ζωή της πιο πολύ στα χέρια της.

«Αφού πάμε μόνο και μόνο για να δει τον μικρό», είπε η Έλβαν.

Ούτε η γυναίκα μου ήθελε να πάμε στην Σαμψούντα. Ήταν μόνο δική μου επιθυμία. Εγώ ήθελα να μας δουν οι γονείς μου άλλη μια φορά όλους μαζί, κυρίως επειδή ήταν πολύ άρρωστη η μάνα μου και είχα την έγνοια ότι όπου να ‘ναι θα πέθαινε. Ήταν τόσο περίεργοι να δούνε το δεύτερο παιδί μας, που ήρθε στον κόσμο 16 χρόνια μετά την Έλβαν με σύνδρομο Down.

Εκείνη τη νύχτα αναρωτιόμουν πώς τα κατάφερε άραγε η Έλβαν να πείσει τον Τζεμ να έρθει μαζί μας τελικά στη Σαμψούντα. Όπως και να ‘χει, την άλλη μέρα το μεσημέρι αγκαλιάζονταν ευτυχισμένοι λίγο πριν ξεκινήσουμε.

«Το κάνω μόνο γιατί είσαι η μεγάλη μου αδερφή», είπε ο Τζεμ.

Λίγο πριν μπούμε στον αυτοκινητόδρομο που έχει τρεις λωρίδες στο Βελή Εφέντη, εμφανίστηκε ένας νέος άντρας μπροστά στ’ αμάξι μας και ρώτησε αν μπορούσε να μας καθαρίσει τα παράθυρα αντί μικρού κασέ. Συμφώνησα και τον παρατηρούσα πώς γυάλιζε όλα τα παράθυρα μ’ ενθουσιασμό και μεγάλη ακρίβεια, ενώ ταυτόχρονα έλεγε μικρές προσευχές. Καθώς τον παρακολουθούσα, κατάλαβα γιατί είχε κάνει λόγο για κασέ. Το παλικάρι ήταν πραγματικός καλλιτέχνης. Μόλις τελείωσε, μας ξεπροβόδισε λέγοντας ότι ο Αλλάχ θα μας φύλαγε βέβαια από ζημιές κι ατυχήματα, ωστόσο κι εμείς θα έπρεπε να πηγαίνουμε με προσοχή. Κοίταξα στον καθρέφτη και είδα που ο χοντρός νεαρός έριξε έναν κουβά νερό πίσω μας, παλιό τελετουργικό αποχαιρετισμού στην Ανατολία.

Μέχρι το ταξίδι μας στην Σαμψούντα δεν είχα προσέξει ποτέ ότι ο Τζεμ ήταν μεγάλος διασκεδαστής. Έλεγε συνεχώς ανέκδοτα, μιμούνταν κοινούς γνωστούς και σχολίαζε από μνήμης ποδοσφαιρικούς αγώνες του παγκοσμίου πρωταθλήματος της Ισπανίας. Κι επειδή η Έλβαν είπε ότι ήταν χαζό το ποδόσφαιρο, εκείνος άλλαξε άθλημα και μιλούσε για διπλά λουπ, απλό τόλουπ και για το πόσο εξαιρετικά εναρμονίζονταν χορός και μουσική στο ζευγάρι του καλλιτεχνικού πατινάζ Τόρβιλ και Ντιν. Και τότε εισέπραξε θερμό χειροκρότημα από την Έλβαν.

«Κι εσύ, θεία Σέλντα, τι θα ήθελες;», ρώτησε ο Τζεμ.

«Να μου πεις με ποιαν είσαι ερωτευμένος», απάντησε η γυναίκα μου.

«Με τη Μπάγερν Μονάχου», είπε ο Τζεμ.

Περνούσαμε πολύ καλά και δεν καταλάβαμε για πότε προχωρήσαμε τόσο πολύ. Το βράδυ φάγαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Κορού» κοντά στο Μπολού και κάναμε μια δίωρη στάση. Είπα να διανυκτερεύσουμε σ’ εκείνο το περίφημο ξενοδοχείο πολυτελείας. Όλοι βρήκαν φοβερή την ιδέα, ακόμα και η Σέλντα, που ήταν τότε αντίθετη σε όλα όσα πρότεινα εγώ. Αυτό για μένα σήμαινε ότι ουσιαστικά δεν είχαμε τίποτα πια να πούμε μεταξύ μας. Το τελευταίο, το ανάπηρο παιδί μας κρατούσε το γάμο μας, παρ’ όλο που δε σωζόταν πια. Η κυρία στη ρεσεψιόν μάς ενημέρωσε ότι ήταν κλεισμένοι εδώ κι εβδομάδες. Κι έτσι συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Μετά από τρεις ώρες οδήγηση έκλειναν τα μάτια μου. Σταμάτησα σ’ ένα ωραίο πάρκινγκ, περίπου 50 χιλιόμετρα πριν το Τσόρουμ. Κοιμηθήκαμε δύο ώρες στο αυτοκίνητο, ώσπου άρχισε να κλαίει ο μικρός και μας ξύπνησε όλους. Η Έλβαν, ο Τζεμ κι εγώ φρεσκαριστήκαμε στο πάρκινγκ με παγωμένο νερό, που έτρεχε από μια μικρή βρύση. Χαζολογήσαμε λίγο ακόμη από δω κι από κει. Ήτανε λες κι είχε εξαφανιστεί η κούρασή μας. Όταν επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο και θέλαμε να μπούμε μέσα, η Έλβαν επέμενε να αλλάξουν θέσεις με τον Τζεμ και να κάτσει μπροστά εκείνος.

«Έλβαν άμπλα, δε χρειάζεται. Μείνε εσύ μπροστά», είπε ο Τζεμ αρνούμενος την προσφορά της.

«Όχι, θ’ αλλάξουμε.»

Ο Τζεμ συμφώνησε να βάλει και ζώνη. Η Έλβαν του την είχε περάσει από πίσω, όταν έβαλα πάλι μπρος. «Αφού δεν είμαστε στη Γερμανία. Εδώ δε βάζει κανείς ζώνη», ισχυρίστηκε ο Τζεμ.

«Δεν έχει σημασία. Βάλ’ τη τη ριμάδα. Σε παρακαλώ», είπε η Έλβαν.

Ο ήλιος ήταν κόντρα, εγώ κατέβασα το σκίαστρο, ο Τζεμ με μιμήθηκε αμέσως κι έβαλε μια κασέτα. Οδηγούσα με σταθερή ταχύτητα στο χαλικόστρωτο δρόμο, που έμοιαζε με μακριά ευθεία γραμμή στο τοπίο. Εκατομμύρια φορές μέχρι σήμερα προσπάθησα να θυμηθώ πώς έγινε κι έχασα ξαφνικά τον έλεγχο του αμαξιού και βουτήξαμε ολόισια στον γκρεμό.

«Ισμεεεεεεετ, θα μας σκοτώσεις όλους», ούρλιαξε η Σέλντα πίσω.

Έκοψα αντανακλαστικά το τιμόνι αριστερά και πρέπει ταυτόχρονα να πάτησα και το φρένο. Το αμάξι άρχισε να ντεραπάρει. Μία. Δύο. Τρεις. Νεκρική σιγή στο αυτοκίνητο. Τη μια στιγμή αιωνιότητα, την άλλη μηδαμινότητα. Όλα σε ένα. Ήταν τα πιο αργά δευτερόλεπτα της ζωής μου. Ήθελα να σταματήσουν και σκεφτόμουν πως έτσι θα είναι, όταν τελειώνει η ζωή. Η τελευταία σκηνή πριν απ’ το μαύρο των τίτλων τέλους. Και πριν προλάβω να τελειώσω τη σκέψη μου, σκάσαμε με όλη μας τη δύναμη πάνω σ’ ένα βράχο.

Μετά τη σύγκρουση ακουγόταν να μουρμουρίζει από το κασετόφωνο ο Φερντί Εζμπεγιέν, που από τότε τον μισώ όσο κανέναν άλλο μουσικό στον κόσμο. Εκτός απ’ αυτόν άκουγα μόνο τις ρόδες του Renault να γυρνάνε στον αέρα. Ένας παράξενος θόρυβος που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω.

Η πρώτη μου σκέψη πήγε στον Τζεμ. Ο Μαχμούτ κι η Γκιουλουζάρ μάς τον είχαν εμπιστευτεί. Ξέρω πόσο αντίθετος ήταν πάντοτε ο Μαχμούτ στο να ξαναπιάσω τιμόνι μετά από δέκα χρόνια. Έδωσα για δίπλωμα οδήγησης στις αρχές της δεκαετίας του `70. Στην πραγματικότητα δε χρειαζόμουν δίπλωμα, γιατί μπορούσα να πηγαίνω με τα πόδια απ’ το σπίτι στη δουλειά. Σ’ εμάς όμως τους μετανάστες από την Ανατολία ήταν απίστευτη μόδα εκείνη την εποχή να παίρνεις το παλιόχαρτο. Για να είμαι ειλικρινής, έδωσα μόνο και μόνο επειδή ο Μαχμούτ κι οι άλλοι είχαν από καιρό τέτοια άδεια οδήγησης. Δεν ήταν και τόσο απλό. Τα θεωρητικά τα πέρασα αμέσως, την οδήγηση όμως μόνο με την πέμπτη προσπάθεια. Όσο κι αν με κορόιδευαν οι συνάδελφοί μου, εμένα δε μου καιγότανε καρφί. Δε με πείραξε πολύ ούτε το ότι εφτά μήνες μετά ο Μαχμούτ μ’ έπεισε ν’ αφήσω την οδήγηση. Σε μια κυριακάτικη εκδρομή στη λίμνη Κίμζεε, αυτό το είχαμε ξεσηκώσει απ’ τους Γερμανούς, μου μπούκωσε πολλές φορές το χρυσαφί Opel Rekord του Μαχμούτ και στο τέλος δεν κατάφερα να βάλω το σαράβαλο σε μια τεράστια θέση για πάρκινγκ. Κι εκτός απ’ αυτό, στο πήγαινε παραλίγο να πέσω δυο φορές πάνω στο μπροστινό αμάξι. Αυτό εξάντλησε την υπομονή του Μαχμούτ, φοβήθηκε ότι μπορεί να πάθαινα σοβαρό ατύχημα, και μου έδωσε τελεσίγραφο: ή φιλία ή οδήγηση. Επέλεξα τη φιλία μας.

«Τζεμ, Τζεμ. Όγλουμ, πες κάτι, σε παρακαλώ», τον ικέτευσα. Ο Τζεμ γύρισε πολύ αργά προς το μέρος μου, χωρίς να πει κουβέντα. Ανακουφίστηκα. Ο Τζεμ ήταν ζωντανός κι είχε τις αισθήσεις του. Σύρθηκα αναστατωμένος έξω απ’ τ’ αμάξι, γιατί φοβόμουν μήπως πιάσει φωτιά. Μόλις κατάφερα να βγω από το Renault, διαπίστωσα ότι στα ντεραπαρίσματα είχαν ανοίξει οι πίσω πόρτες του αμαξιού. Η Σέλντα, η Έλβαν κι ο Ερκούτ είχαν τιναχτεί έξω απ’ τ’ αμάξι. Ξεκληρίστηκε. Η οικογένειά μου ξεκληρίστηκε, σκέφτηκα και πήγα προς την πλευρά του συνοδηγού. Τράβηξα προσεχτικά τον Τζεμ έξω απ’ τ’ αμάξι. Αυτό πραγματικά δεν ήταν καθόλου απλό, γιατί από τη σύγκρουση είχε πατηθεί κι είχε γίνει σαν τοστ. Κατάφερα ωστόσο με κάποιον τρόπο να απεγκλωβίσω τον Τζεμ από τ’ αυτοκίνητο και να τον ακουμπήσω στην άκρη του δρόμου. Τον αγκάλιασα και του είπα να μην ανησυχεί κι ότι όλα καλά θα πάνε. Ο Τζεμ ήταν κατάχλωμος, ήταν σαν παράλυτος και είπε: «Όλα χάλια θα πάνε». Ύστερα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Εγώ, σέρνοντας το δεξί μου πόδι, πήγαινα πάνω κάτω στον τόπο του ατυχήματος, για να βρω τους άλλους. Ούρλιαζα να μας σώσουν, ούρλιαζα να μ’ ακούσει ο Αλλάχ, ούρλιαζα να με συγχωρέσουν.

Λίγο αργότερα σταμάτησε ένα πούλμαν, ο οδηγός και οι επιβάτες του έτρεξαν να με βοηθήσουν. Βρήκαν πρώτα τον μικρό, που έκλαιγε σιγανά. Έπειτα ανακάλυψαν τη γυναίκα μου, που έχοντας υποστεί ψυχικό τραύμα ψέλλιζε ασυναρτησίες. Ήταν στα δέκα μέτρα περίπου από την άκρη του δρόμου, δεν μπορούσε να κουνηθεί και αιμορραγούσε στα χέρια και τους ώμους. Η Έλβαν είχε τιναχτεί πιο μακριά απ’ όλους. Ο οδηγός του λεωφορείου την είχε δει πρώτος. Της μίλησε σιγανά. Πλησίασα κι εγώ κι έκανα το ίδιο. Δεν αντιδρούσε καθόλου. Σιγά-σιγά σταμάτησαν κι άλλα οχήματα. Επειδή ασθενοφόρο δεν ερχόταν, η γυναίκα μου, ο μικρός μας Ερκούτ κι ο Τζεμ μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο του Τσόρουμ με Ι.Χ. Με τον οδηγό του λεωφορείου βάλαμε την Έλβαν προσεχτικά σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο, που ακολούθησε το σκούρο μπλε Şahin. Η Έλβαν δεν κουνιόταν. Το πρόσωπό της είχε μελανιάσει. Έδειχνε γαλήνια.

Ο αρχίατρος στο επαρχιακό νοσοκομείο είπε ότι είχαν τόσο σοβαρές ελλείψεις στον εξοπλισμό, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την Έλβαν. Κι ότι η κατάστασή της ήταν κρίσιμη.

«Αν έχετε σχέσεις με τον στρατό, προσπαθήστε να εξασφαλίσετε ένα στρατιωτικό ελικόπτερο και πηγαίνετε την κόρη σας στην Άγκυρα. Κάθε λεπτό μετράει», είπε.

Έχω ταπεινή καταγωγή από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η οικογένειά μου αντιπολιτεύεται γενιές τώρα τους κρατούντες. Δεν είχα μέσο στο στρατό να βάλω. Δοκίμασα ωστόσο την τύχη μου. Όταν με συνέδεσαν με τον υπεύθυνο αξιωματικό, γεννήθηκε μια μικρή ελπίδα μέσα μου. Τον ικέτευσα για βοήθεια, του έταξα ό, τι είχα και δεν είχα.

«Λυπάμαι. Δεν μπορώ να σας διαθέσω ελικόπτερο», είπε ξερά.

Βάλαμε μπρος με το ασθενοφόρο για Άγκυρα. Πέρασε πολλή ώρα, μέχρι ν’ αφήσουμε πίσω μας το κέντρο του Τσόρουμ. Η Έλβαν ήταν ξαπλωμένη στο φορείο, που πρέπει να ήταν τουλάχιστον εικοσαετίας. Είχε αρχίσει να σκουριάζει. Κρατούσα το χέρι της Έλβαν και προσπαθούσα ν’ ακούσω τη σιγανή της ανάσα. Προσευχόμουν, προσπαθούσα να είμαι δυνατός. Η νοσοκόμα ήταν συμπονετική και μου έδινε δύναμη.

Η Έλβαν δεν τα κατάφερε, πέθανε λίγο μετά το Κίζιλιρμακ. Τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες και τις μέρες μετά τα θυμάμαι αποσπασματικά μόνο. Όταν αγκάλιασα την κόρη μου στο φορείο, δεν υπήρχα εγώ πια, μόνο το πένθος κι η απελπισία μου είχαν απομείνει. Στο δρόμο για την Άγκυρα ο Τζεμ είχε τηλεφωνήσει στον πατέρα του στην Ιστανμπούλ και του είχε πει για το ατύχημα. Ο Μαχμούτ πρώτα μάλλον θα θυμήθηκε ότι είχε ξαναπροσπαθήσει πριν από μερικούς μήνες να με εμποδίσει να οδηγήσω πάλι. Αργότερα έμαθα ότι ο Μαχμούτ είχε πείσει τον γιο του να έρθει μαζί μας στη Σαμψούντα. Δουλειά του θα ήταν να προσέχει να μη με πάρει ο ύπνος στο τιμόνι ή να μη συμβεί τίποτα παρόμοιο. Ο Τζεμ θα έπρεπε να μιλάει πολύ και να ζητάει συνεχώς ν’ ακούσει μουσική.

«Μπαμπά, έπαιζε η καινούργια κασέτα του Φερντί Εζμπεγιέν κι εγώ έκανα βλακείες όλη την ώρα», το πρώτο πράγμα που θα είπε ο Τζεμ στον πατέρα του, μόλις τον ξανάδε στο νοσοκομείο του Τσόρουμ μετά το ατύχημα. Ο Μαχμούτ κι η γυναίκα του η Γκιουλουζάρ είχαν ξεκινήσει από την Ιστανμπούλ με φίλους τους αμέσως μόλις έμαθαν για το ατύχημα. Όταν είδε η Γκιουλουζάρ το λιωμένο κόκκινο Renault στον τόπο του ατυχήματος, λιποθύμησε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα έβγαινε ποτέ κανείς σώος κι αβλαβής μέσα από εκείνα τα συντρίμμια.

Η αντιπροσωπεία από την Ιστανμπούλ φρόντισε για όλα. Εγώ προσωπικά δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτα πια. Οι φίλοι μας μετέφεραν τη σορό στην Ιστανμπούλ με το λεωφορείο. Τη γυναίκα μου την πήγανε αεροπορικώς στο Γερμανικό Νοσοκομείο της Ιστανμπούλ. Ήταν έξι μέρες σε κώμα. Οι γιατροί διέγνωσαν, εκτός από ισχυρό ψυχικό τραύμα, τέσσερα σπασμένα πλευρά, σπάσιμο στο πόδι και πληγές σ’ όλο το σώμα. Ο Ερκούτ, εκείνη την εποχή μόλις 14 μηνών, δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. Ο Τζεμ τη γλίτωσε με ελαφρείς τραυματισμούς, ήταν όμως για αρκετό καιρό ακόμα σοκαρισμένος και φοβόταν να μπει σε αυτοκίνητο.

Αποφασίσαμε να κηδέψουμε την Έλβαν στην Ιστανμπούλ, όσο ακόμα ήταν σε κώμα η Σέλντα. Ούτε ο Τζεμ ήταν στην κηδεία. Σήμερα δεν μπορώ πια να το εξηγήσω, τον είχαμε όμως αφήσει απ’ έξω, γιατί πιστεύαμε πως δε θα το άντεχε. Του στερήσαμε τη δυνατότητα να αποχαιρετίσει την άμπλα του. Όταν άρχισε η Σέλντα να αντιλαμβάνεται και πάλι τον εαυτό της και το περιβάλλον της, έπρεπε να της πω ότι η κόρη μας δε ζούσε πια. Ποτέ μου δεν είχα φοβηθεί συζήτηση τόσο πολύ. Στην απελπισία μου ζήτησα βοήθεια από τον γερμανό γιατρό.

«Εσείς πρέπει να της το πείτε. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν μεγάλο λάθος», είπε ο γιατρός, το όνομα του οποίου δεν μπορώ να θυμηθώ.

Ο Μαχμούτ κι η Γκιουλουζάρ δε μ’ άφησαν δευτερόλεπτο μόνο μου εκείνες τις μέρες. Περίμεναν στο νοσοκομείο έξω απ’ το δωμάτιο της Σέλντα, όταν μπήκα, για να της πω την πιο τρομακτική αλήθεια. Κάθισα κοντά στο κρεβάτι της Σέλντα. Ήταν σαν ετοιμοθάνατη.

«Πώς είσαι:»

«Έχω ανυπόφορους πόνους. Πού είναι η Έλβαν κι ο Ερκούτ;»

«Ο Ερκούτ είναι στην αδερφή σου την Αϊτέν.»

«Κι η Έλβαν;»

«Η Έλβαν…»

«Τι έπαθε η Έλβαν;»

«Η Έλβαν…»

«Ισμεεεεετ. Μίλα. Τι έπαθε η κόρη μου;»

«Η… Έλβαν.»

«Ισμεεεεεεετ. Τι έπαθε η Έλβαν; Θέλω να τη δω.»

«Σέλντα, η Έλβαν δεν επέζησε απ’ το ατύχημα.»

Παρ’ όλο που η Σέλντα δεν μπορούσε καλά-καλά ν’ αναπνεύσει, ούρλιαξε τόσο δυνατά, που όρμησαν αμέσως στο δωμάτιο η Γκιουλουζάρ κι ο Μαχμούτ. Είδαν τη γυναίκα μου να με χτυπάει αδύναμη ασταμάτητα και να ουρλιάζει συνέχεια «Δολοφόνε».

Ο Μαχμούτ μ’ έβγαλε απ’ το δωμάτιο. Εγώ κατέρρευσα στο διάδρομο του νοσοκομείου. Η Γκιουλουζάρ κι η Σέλντα έκλαιγαν μέχρι την άλλη μέρα το πρωί.

Η γυναίκα μου από κει κι έπειτα δε μου έλεγε λέξη πια. Έξι βδομάδες αργότερα γυρίσαμε χωριστά αεροπορικώς στη Γερμανία. Εγώ μετακόμισα σ’ ένα μικρό δυάρι στο Βέστεντ κι άρχισα να ψάχνω παρηγοριά στο αλκοόλ. Δεν υπήρξε βράδυ που να μην ήπια μισή ντουζίνα Άσμπαχ με κόκα-κόλα, μέχρι να μπορέσω σιγά-σιγά να ξεχάσω τις εικόνες του ατυχήματος, το πρόσωπο της κόρης μου και την ταφή της στο νεκροταφείο Ζιντζιρλί-κουγιού. Έκοψα τη φιλία που είχα με τον Μαχμούτ και την οικογένειά του, γιατί μου έσπαγαν τα νεύρα οι προσπάθειές του να με κρατήσει μακριά απ’ το αλκοόλ. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο δεν ήθελε να παραδεχτεί πως δε μου έμενε τίποτ’ άλλο για να τ’ αντέξω όλα αυτά. Βρήκα καινούργιους φίλους που το καταλάβαιναν καλύτερα. Έπιναν μαζί μου και μου γνώρισαν τουρκάλες ιερόδουλες, που με το αζημίωτο με παρηγορούσαν στα γυμνά τους στήθια. Για περισσότερα πράγματα δεν ήμουν ικανός εκείνη την εποχή. Το διαζύγιο με τη Σέλντα προχώρησε μέσω των δικηγόρων μας. Δεν εμφανίστηκε ούτε καν στη δίκη, γιατί δεν άντεχε να με βλέπει, όπως έμαθα αργότερα. Στην αίθουσα του δικαστηρίου θυμήθηκα που παλιότερα βλέπαμε με τη Σέλντα παρέα το «Γάμοι ενώπιον δικαστηρίου» στην τηλεόραση κι απορούσαμε με την ψυχραιμία με την οποία χώριζαν ενώπιον δικαστηρίου τα ζευγάρια στη Γερμανία. Για εμάς ήταν κάτι παραπάνω από παράδοξο εκείνη την εποχή.

Η Σέλντα πήρε την επιμέλεια του Ερκούτ κι εγώ έπρεπε να πληρώνω διατροφή. Χρειάστηκα πέντε χρόνια, για ν’ αρχίσω να πιάνω σιγά-σιγά τι συνέβαινε μ’ εμένα και την καθημερινότητά μου. Από θαύμα δεν έχασα εκείνη τη δύσκολη εποχή τη δουλειά μου στο τυπογραφείο Σμιτ, παρ’ όλο που έλειπα συχνά, δούλευα αφηρημένος κι έκανα πολλά λάθη.

Το καλοκαίρι του 1988 πήγα για δεύτερη φορά μετά το ατύχημα στη Σαμψούντα. Έμεινα δυο βδομάδες στο Λάντικ, για να πάω μετά με το λεωφορείο στην Ιστανμπούλ. Εκεί συναντήθηκα τη δεύτερη μέρα με τον Φικρέτ σ’ ένα μπαρ στο δρομάκι Ιμάμ Αντνάν, μια πάροδο της γνωστής λεωφόρου Ιστικλάλ. Είχαμε καιρό να ιδωθούμε και γι’ αυτό είχαμε και κάμποσα να πούμε. Ο Φικρέτ ήπιε εκείνο το βράδυ πολύ ρακί κι άσχημο σέρι. Σε μια μικρή σκηνή έπαιζε μια μπάντα συναισθηματικά τραγούδια, που ενθάρρυναν το φιλαράκι μου να πίνει ακόμα πιο πολύ. Εγώ ήπια δύο ποτήρια λευκό κρασί τότε που ανταμώσαμε.

Όταν ο Φικρέτ κι εγώ φύγαμε απ’ το μπαρ, του πρότεινα ν’ αφήσουμε το αυτοκίνητο και να πάρουμε ταξί να πάμε σπίτι.

«Αδερφέ, εδώ είναι Ιστανμπούλ κι όχι Μόναχο. Αν το αφήσουμε εδώ το όχημα, μέχρι αύριο θα ‘χει εξαφανιστεί. Σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων να ψάξεις, δε θα βρεις κανέναν να στοιχηματίσει το αντίθετο. Δεν μπορείς να οδηγήσεις;»

«Όχι. Δεν οδηγάω από το ατύχημα και μετά.»

«Αυτό όμως δε γίνεται να κρατήσει αιώνια. Πρέπει να το ξεπεράσεις. Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία: είμαι εγώ μαζί σου, η διαδρομή έχει σχετικά λίγη κίνηση αυτή την ώρα και μέχρι το Μπακίρκεϊγ είναι δυο βήματα.»

Δεν ξέρω γιατί συμφώνησα εκείνη τη νύχτα να κάτσω στο τιμόνι. Ίσως ήθελα ν’ απελευθερωθώ απ’ το ατύχημα κάνοντας άλλο ένα βήμα παρακάτω. Όπως και να ‘χει, ξεκινήσαμε απ’ την πλατεία Ταξίμ για το Αξαράιγ, για να συνεχίσουμε μετά προς Μπακίρκεϊγ. Ο Φικρέτ φαινόταν να ξέρει καλά το δρόμο, με οδηγούσε σίγουρος μέσα στην Ιστανμπούλ τη γλυκιά αυγουστιάτικη νύχτα. Στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή. Αρχικά οδηγούσα πολύ φοβισμένος, έπειτα προσεχτικά.

«Ισμέτ, έχεις όρεξη για ένα υπνωτικό;», έτσι έλεγε ο Φικρέτ το τελευταίο ποτηράκι πριν τον ύπνο.

«Όχι, άσ’ το καλύτερα. Φτάνουμε, δε φτάνουμε;»

«Ναι, εκεί στο δεύτερο δεξιά.»

Έστριψα στην πάροδο που μου είπε. Το αμάξι άρχισε ξαφνικά να γλιστράει και βρήκε με δύναμη το μπροστινό φτερό μιας παρκαρισμένης BMW από την οποία έβγαινε εκείνη τη στιγμή ο οδηγός. Λόγω της σύγκρουσης, πόρτα και πλαίσιο τον συνέθλιψαν. Ο Τόλγκα Ντεμίρ, που εκείνο το βράδυ γιόρτασε μαζί με τους γονείς του και μερικούς φίλους σ’ ένα εστιατόριο την αποφοίτησή του από το ελίτ πανεπιστήμιο Μπογάζιτσι της Ιστανμπούλ, πέθανε δυο μέρες μετά. Μια τουρκική εταιρεία χόλντινγκ του είχε ήδη προσφέρει μια επικερδή δουλειά μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του με τιμητική διάκριση.

Προφυλακίστηκα. Μες στην απελπισία μου παρακάλεσα το δικηγόρο μου να έρθει σ’ επαφή με τον Μαχμούτ στο Μόναχο, παρ’ όλο που η φιλία μας είχε διαλυθεί κι είχαμε χρόνια που δεν μιλούσαμε. Είχα θυμηθεί ότι ο Μαχμούτ ήξερε κάποιον πολιτικό της τοπικής αυτοδιοίκησης της Ιστανμπούλ με μεγάλη επιρροή. Μόνο με καλές διασυνδέσεις είχα πιθανότητες για δίκαιη δίκη. Περίεργο που προσπαθούσα να οργανώσω βοήθεια, αν και ήμουν έτοιμος να δεχτώ οποιαδήποτε ποινή. Καταστράφηκα, γιατί αφαίρεσα τη ζωή νέου ανθρώπου για δεύτερη φορά. Πρώτα της Έλβαν, έπειτα του Τόλγκα, που, όπως κι η κόρη μου, θα είχε μάλλον μεγάλα σχέδια για το μέλλον.

Ξεχνάμε κι απωθούμε πολλά πράγματα στη ζωή μας, εγώ τουλάχιστον το έχω κάνει. Αλλά την έκφραση που είχαν οι γονείς του Τόλγκα στη δίκη τη βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου. Μέχρι σήμερα. Η διαδικασία ήταν για όλους ένα αίσχος. Η απόφαση δεν ήταν δίκαιη, τη γλίτωσα με ήπια ποινή. Ο πολιτικός της τοπικής αυτοδιοίκησης είχε δώσει τον καλύτερό του εαυτό.

Αποφάσισα να μην ξαναπάω στην Τουρκία. Το Μόναχο έγινε πια η πόλη μου. Πίσω στη Γερμανία, ήθελα να ευχαριστήσω τον Μαχμούτ που χωρίς ενδοιασμούς έβαλε τον γνωστό του να με βοηθήσει στη δίκη. Εκείνος αρνήθηκε να μου μιλήσει. Ο Μαχμούτ δεν πρόκειται να μου συγχωρέσει ποτέ ότι μετά το ατύχημα στο Τσόρουμ έπιασα φιλίες με ανθρώπους που κατά τη γνώμη του δεν ήταν φίλοι κι ότι έψαξα στήριγμα σε πόρνες, αντί να φροντίσω τη Σέλντα και τον Ερκούτ. Δε με πίστεψε ποτέ ότι η Σέλντα με είχε ήδη ξεγράψει για πάντα από τότε που ήταν στο Γερμανικό Νοσοκομείο. Πριν από τρία χρόνια η Σέλντα κι ο Ερκούτ εγκαταστάθηκαν στο Ιζμίρ. Εγώ δεν το βρίσκω καλή ιδέα, αλλά είμαι ο τελευταίος που θα ρωτήσουν την άποψή του στην συγκεκριμένη περίπτωση. Παλιότερα ονειρευόμουν να ζήσω κάπου στις τουρκικές ακτές της Μεσογείου μετά τη σύνταξη, για να περάσω τα τελευταία μου χρόνια στην πατρίδα, ας πούμε. Σήμερα δε μου λέει τίποτα πια η φλυαρία περί πατρίδας. Όποτε βλέπω την Τουρκία σε κάποιο χάρτη, η ματιά μου χάνεται στα σημεία που είναι σημειωμένα το Τσόρουμ κι η Ιστανμπούλ. Αυτό πρέπει να το συνηθίσω.

Ο Τζεμ έκανε ασυνήθιστη καριέρα για παιδί μεταναστών. Τώρα είναι διπλωμάτης και ζει στο Όσλο παντρεμένος με μια νορβηγίδα ιδιοκτήτρια γκαλερί. Ο Τζεμ σπούδασε διεθνές δίκαιο κι ήταν ασκούμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Πρέπει να άφησε πολύ καλή εντύπωση εκεί, για να του προσφέρει ένας τμηματάρχης θέση προϊσταμένου, όπου θα φρόντιζε για ζητήματα σχετικά με την Τουρκία. Το αρνήθηκε λέγοντας στον ανώτερό του πως δεν είναι ειδικός σε θέματα Ανατολής. Πήγε σε άλλο τμήμα και πήρε γρήγορα προαγωγή. Στη γερμανική πρεσβεία στο Όσλο θα φροντίζει μάλλον για τις γερμανο-σκανδιναβικές οικονομικές σχέσεις. Η μικρότερη αδερφή του η Φουντά είναι καθηγήτρια σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Είμαι σίγουρος ότι ο Μαχμούτ κι η Γκιουλουζάρ είναι πραγματικά περήφανοι για τον Τζεμ και τη Φουντά. Είχαν πάθει εμμονή με την ιδέα ότι τα παιδιά μας θα περνούσαν καλύτερα στη ζωή τους απ’ ό, τι εμείς, αν έπαιρναν καλή μόρφωση. Γι’ αυτό σκοτώνονταν στη δουλειά δεκαετίες ολόκληρες στο Μόναχο. Πόσο είχαν χαρεί τότε που η Έλβαν πήγε μετά το δημοτικό στο γυμνάσιο. Προσπαθούσαν συνεχώς να κάνουν πλύση εγκεφάλου στον Τζεμ να πάρει την Έλβαν για παράδειγμα. Εκείνη την εποχή όμως ο Τζεμ ένα μόνο πράγμα είχε στο μυαλό του, να γίνει ποδοσφαιριστής στη Μπάγερν Μονάχου. Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, εκείνος κλώτσαγε την μπάλα σε γκαραζόπορτες και τοίχους σπιτιών κι ονειρευόταν να μοιάσει στον Ερχάν Ενάλ, που ήταν ο πρώτος Τούρκος που φόρεσε την ιερή φανέλα. Οι επιτυχίες της Έλβαν στο σχολείο φαίνονταν να τον εκνευρίζουν. Θυμάμαι που εκείνη την εποχή ο Τζεμ έλεγε την Έλβαν «σπασίκλω άμπλα». Η Έλβαν το έπαιρνε χαλαρά κι έλεγε: «Εσύ θα γίνεις μεγάλος ποδοσφαιριστής, θα βγάζεις πάρα πολλά λεφτά κι εγώ θα γίνω δικηγόρος και θ’ αγωνίζομαι για δικαιοσύνη.» Μετά το θάνατο της Έλβαν ο Τζεμ δεν ξανάπαιξε ποδόσφαιρο. Πρώτα έγινε καλός μαθητής, έπειτα άριστος φοιτητής νομικής. Ένας φίλος μου που ξέρει κι αυτός καλά τον Μαχμούτ μού είπε πρόσφατα πως σ’ ένα οικογενειακό γλέντι ο Τζεμ ήπιε λίγο παραπάνω και είπε, λέει, δακρυσμένος ότι σπούδασε νομικά στη μνήμη και της Έλβαν λιγάκι.

Μπορείς να ζεις μόνο μέσα στις αναμνήσεις; Μάλλον όχι. Το να ζεις όμως χωρίς αυτές είναι λιγάκι σαν να βγαίνεις απ’ το σπίτι χωρίς παπούτσια. Φυσικά μού είπε όλος ο κόσμος να κάνω ψυχοθεραπεία. Αρνιόμουνα πάντα, γιατί ξέρω την αφορμή και τους λόγους για τη ζωή μου που είναι σκατά. Είναι τόσο ξεκάθαροι, γιατί να πρέπει να τους μοιραστώ μ’ έναν ψυχίατρο; Και για ποιο πράγμα να είναι η θεραπεία; Για τη μοναξιά; Για την έλλειψη χρημάτων; Για την κατάθλιψη; Για την αφωνία; Για όλα αυτά μαζί;

Μερικές φορές ονειρεύομαι να κοιμηθώ καλά, χωρίς εφιάλτες, χωρίς κρίσεις πανικού, χωρίς φόβους θανάτου. Γιατί με κάνουν να νιώθω πιο μόνος ακόμα.

Χθες τη νύχτα ήπια πολύ μετά από καιρό. Κι αυτό μάλιστα σ’ ένα ορθάδικο μπαρ με αποπνικτική ατμόσφαιρα κοντά στο σταθμό του τρένου. Δεν ξέρω γιατί άρχισα πάλι να πέφτω με τα μούτρα στο μεθύσι. Μάλλον επειδή την ίδια μέρα πριν από είκοσι χρόνια ακριβώς συνέβη κοντά στο Τσόρουμ το φριχτό εκείνο ατύχημα. Χθες τα ’τσουξα μ’ έναν Σέρβο, που μου έλεγε ότι στον πόλεμο τού σκότωσαν την κόρη μπροστά στα μάτια του. Είχε προσπαθήσει μάταια να ρίξει το σώμα του μπροστά της, για να βρει αυτόν αντί για εκείνην η σφαίρα.

Εγώ παραείμαι δειλός.

Εγώ φοβάμαι το θάνατο.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαριάννα Χάλαρη


imran_ayata Ο Imran Ayata γεννήθηκε το 1969 στο Ουλμ, σήμερα ζει στο Βερολίνο, διευθύνει ένα Πρακτορείο Επικοινωνίας, είναι συγγραφέας και DJ. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Φρανκφούρτη και διατέλεσε συντάκτης του περιοδικού Die Beute. Politik und Verbrechen (Η Λεία. Πολιτική και Έγκλημα). Έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στη Γερμανία και την Τουρκία. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της αντιρατσιστικής οργάνωσης Kanak Attak. Η συλλογή διηγημάτων Hürriyet Love Exrpess (Kiepenheuer & Witsch, 2005), στην οποία συμπεριλαμβάνεται το διήγημα “Elvan”, είναι το πρώτο του βιβλίο.

© Logotexnia 21 + Imran Ayata + Marianna Chalari