Arthur Schnitzler, Απελευθέρωση
[Απόσπασμα]
[…]
Περιπατητές ανηφόριζαν από το λιβάδι προς το πανδοχείο. Κάποιοι χαιρέτησαν καθώς περνούσαν και ένας απ’ αυτούς, ο πιο νέος, κρατώντας ένα παιδί από το χέρι, είπε στον Χάινριχ: «Ωραία μέρα, μαγιάτικη».
Στην αρχή ο Χάινριχ ασυναίσθητα ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει από χαρά, όπως ένιωθε ορισμένες φορές μπροστά σε τέτοια απλόχερη και αναπάντεχη φιλική συμπεριφορά. Αμέσως το ξανασκέφτηκε, συνειδητοποιώντας ότι ο νεαρός θα ήταν μεθυσμένος από τη γλυκύτητα της μέρας και τη γαλήνη του τοπίου· στα βάθη της ψυχή του, όμως, θα ήταν κι αυτός εχθρικός απέναντί του, όπως όλοι οι άλλοι που περνούσαν από δίπλα του δήθεν χωρίς κακές προθέσεις. Εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί η θέα εκείνων των χαμηλών λόφων, της βυθισμένης στο ημίφως πόλης, του προκαλούσε τέτοιο γλυκό πόνο και συγκίνηση, παρόλο που ακόμη και οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ σήμαιναν ελάχιστα και σπάνια κάτι θετικό για εκείνον.
Η ομάδα των ποδηλατών κινήθηκε αργά, σφυρίζοντας, στο διπλανό δρομάκι, τα σακάκια τους ανέμιζαν ριγμένα στους ώμους τους, τα εμβλήματά τους έλαμπαν και τα άγρια γέλια τους αντηχούσαν πάνω από τα λιβάδια.
«Απαίσιος λαός», είπε ο Λέο, δίχως να αλλάξει θέση.
Ο Χάινριχ έδειξε κάτω με μια αόριστη κίνηση του κεφαλιού του. «Και αυτοί οι παλιάνθρωποι», είπε σφίγγοντας τα δόντια, «φαντάζονται πως εδώ είναι περισσότερο σπίτι τους παρά σπίτι μας».
«Βέβαια», απάντησε ο Λέο ήρεμα, «αυτοί οι παλιάνθρωποι δεν έχουν και τόσο άδικο».
Ο Χάινριχ γύρισε και του είπε περιφρονητικά: «Συγχωρήστε με, Λέο, προς στιγμήν είχα ξεχάσει ότι επιθυμείτε να θεωρείστε κι εσείς άνθρωπος με ανοχή».
«Ποτέ δεν ευχήθηκα κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε ο Λέο χαμογελώντας, «και δεν χρειάζεται να με αντιμετωπίζετε με τέτοια κακεντρέχεια. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να κρατήσει κακία σ’ αυτούς τους ανθρώπους επειδή εκείνοι φαίνονται ντόπιοι, ενώ εσείς κι εγώ ξένοι. Εκφράζουν τελικά το υγιές ένστικτο ενός ανθρωπολογικά και ιστορικά αποδεδειγμένου γεγονότος. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό και οι συνέπειές του δεν αντιμετωπίζονται ούτε με εβραϊκούς ούτε και με χριστιανικούς συναισθηματισμούς». Και γυρίζοντας στον Γκέοργκ, ρώτησε με ευγενικό ύφος: «Δεν συμφωνείτε;»
Ο Γκέοργκ κοκκίνισε, έβηξε αμήχανα, δεν επιχείρησε όμως να απαντήσει, γιατί ο Χάινριχ, που είχε εμφανίσει δύο βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, πήρε αμέσως πικραμένος τον λόγο: «Το ένστικτο παίζει για μένα τον ίδιο καθοδηγητικό ρόλο όπως και το ένστικτο των κυρίων Γιαλάουντεκ, πατρός και υιού, και το ένστικτο αυτό μου λέει με απόλυτη βεβαιότητα ότι εδώ, ακριβώς εδώ, είναι η πατρίδα μου και όχι σε οποιαδήποτε άλλη άγνωστη χώρα, που δεν μου αρέσει καθόλου μάλιστα από τις περιγραφές, για την οποία τώρα κάποιοι άνθρωποι θέλουν να με πείσουν ότι είναι η πατρίδα μου, με την αιτιολογία ότι οι πρόγονοί μου πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια είχαν ξεκινήσει από εκείνο το μέρος και εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Γι’ αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι για τους προγόνους του κυρίου Γιαλάουντεκ, αλλά και του φίλου μας, του βαρόνου φον Βέργκεντιν, ο τόπος αυτός δεν ήταν περισσότερο πατρίδα τους απ’ όσο ήταν για τους δικούς μου και τους δικούς σας».
«Μην μου κακιώσετε», αποκρίθηκε ο Λέο, «αλλά η άποψή σας σ’ αυτά τα θέματα είναι κοντόφθαλμη. Σκέφτεστε πάντα τον εαυτό σας και το επουσιώδες γεγονός –συγγνώμη για την έκφραση περί επουσιώδους γεγονότος– ότι είστε ένας ποιητής που έτυχε να μιλά γερμανικά, επειδή γεννήθηκε σε γερμανική χώρα, και έτυχε να γράφει για τους Αυστριακούς και τις συνθήκες ζωής τους, επειδή ζει στην Αυστρία. Σε πρώτη φάση, όμως, το πρόβλημα δεν αφορά ούτε εσάς ούτε εμένα ούτε εκείνους τους λίγους Εβραίους κρατικούς υπαλλήλους που δεν πήραν προαγωγή ούτε εκείνους τους λίγους Εβραίους εθελοντές που δεν έγιναν αξιωματικοί ούτε τους Εβραίους λέκτορες που δεν έγιναν ποτέ ή άργησαν να γίνουν καθηγητές. Αυτά είναι δυσκολίες δευτερεύουσας σημασίας θα έλεγα· εδώ έχουμε να κάνουμε με τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, που τους γνωρίζετε ελάχιστα ή και καθόλου, για πεπρωμένα πάνω στα οποία, σας διαβεβαιώ, αγαπητέ Χάινριχ, πάνω στα οποία σίγουρα, παρά την υποχρέωσή σας άλλωστε, δεν έχετε ακόμη στοχαστεί σε βάθος. Σίγουρα όχι... Διαφορετικά δεν θα μιλούσατε για όλα αυτά τα πράγματα τόσο επιφανειακά και με τόσο... εγωιστικό τρόπο». Στη συνέχεια αφηγήθηκε τις εμπειρίες του από το σιονιστικό συνέδριο στη Βασιλεία, στο οποίο είχε συμμετάσχει την περασμένη χρονιά, που του έδωσε την ευκαιρία να διεισδύσει περισσότερο από ποτέ στην ουσία και στον ψυχισμό του εβραϊκού λαού. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που πρώτη φορά τούς έβλεπε από κοντά, η νοσταλγία για την Παλαιστίνη, το ήξερε τώρα, δεν ήταν καθόλου τεχνητή· επιδρούσε μέσα τους σαν ένα αληθινό, άσβεστο και τώρα αναζωπυρωμένο αναγκαστικά συναίσθημα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, είχε δει την ιερή οργή να φουντώνει στο βλέμμα τους όταν ένας από τους ομιλητές τούς εξήγησε ότι σταδιακά θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την ελπίδα για την Παλαιστίνη και να αρκεστούν στην εποίκιση περιοχών της Αφρικής και της Αργεντινής. Είδε τότε γέρους άντρες, όχι αμόρφωτους, όχι, καλλιεργημένους, σοφούς άντρες, να κλαίνε, επειδή φοβήθηκαν ότι ακόμη κι αν υλοποιούνταν τα πιο έξυπνα σιονιστικά σχέδια, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πατήσουν το πόδι τους στη γη των πατέρων τους, αλλά ούτε και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους θα είχαν πλέον πρόσβαση εκεί.
Ο Γκέοργκ άκουγε παραξενεμένος και κάπως συγκινημένος. Ο Χάινριχ, όμως, που όσο μιλούσε ο Λέο περπατούσε με μικρά βήματα πάνω κάτω στο λιβάδι, εξήγησε ότι θεωρούσε τον σιονισμό τη χειρότερη μάστιγα που είχε πλήξει ποτέ τους Εβραίους, και τα λόγια του Λέο τον έπειθαν γι’ αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε προηγούμενο επιχείρημα ή εμπειρία. Εθνικό αίσθημα και θρησκεία ήταν ανέκαθεν λέξεις που τον πίκραιναν με την επιπολαιότητα και την επίβουλη, μάλιστα, αμφιλεγόμενη σημασία τους. Πατρίδα... ένα αποκύημα της φαντασίας, ένας πολιτικός όρος, μετέωρος, μεταβλητός, απροσδιόριστος. Μόνο το σπίτι είχε πραγματική σημασία, όχι η πατρίδα... Κι έτσι η αίσθηση και το δικαίωμα να έχεις ένα σπίτι ήταν συνώνυμα. Και όσον αφορά τις θρησκείες, η χριστιανική και η εβραϊκή μυθολογία τού άρεσαν εξίσου με την ελληνική και την ινδική· συγχρόνως όμως, καθεμιά του ήταν αφόρητη και απωθητική όταν προσπαθούσε να του επιβάλει το δόγμα της. Με κανέναν δεν ταυτιζόταν, όχι, με κανέναν πάνω στη γη. Ούτε με τους κλαίοντες Εβραίους της Βασιλείας, αλλά ούτε και με τους φωνακλάδες οπαδούς του παγγερμανισμού, που μούγκριζαν στο αυστριακό κοινοβούλιο· ούτε με τους Εβραίους τοκογλύφους, αλλά ούτε και με τους ληστοσυμμορίτες ιππότες αριστοκρατικής καταγωγής· ούτε με τους σιονιστές εμπόρους ρακής, αλλά ούτε και με τους χριστιανοσοσιαλιστές παντοπώλες. Και η συνείδηση του διωγμού που είχαν υποστεί, του μίσους από το οποίο είχαν υποφέρει τον συνέδεε ακόμη λιγότερο μ’ αυτούς τους ανθρώπους, από τους οποίους αισθανόταν πολύ μακριά μέσα του. Αναγνώριζε τον σιονισμό μόνο ως ηθική αρχή και ως κοινωνικό κίνημα, αν μπορούσε πραγματικά να ειδωθεί ως τέτοιο· η ιδέα της ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους, σε θρησκευτική και εθνική βάση, του φαινόταν ανόητη πράξη απείθειας απέναντι στο πνεύμα της ιστορικής εξέλιξης. «Και εσείς από τα βάθη της μακαριότητάς σας», αναφώνησε ακίνητος μπροστά στον Λέο, «δεν πιστεύετε, ότι αυτός ο σκοπός θα επιτευχθεί ποτέ, επειδή δεν το εύχεστε, αν και ο δρόμος αυτός, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, σας ευχαριστεί. Τι είναι για σας η ‘’Παλαιστίνη’’; Ένας γεωγραφικός όρος. Τι σημαίνει για σας ‘’η πίστη των πατέρων σας’’; Μια συλλογή εθίμων, που δεν τηρείτε πια, ενώ τα περισσότερα μάλιστα σας φαίνονται, όπως και σε μένα, γελοία και κακόγουστα».
Μιλούσαν πολλή ώρα, πότε- πότε έντονα και σχεδόν εχθρικά, ύστερα πάλι με ηρεμία και ειλικρινή προσπάθεια να πείσουν ο ένας τον άλλον. Κάποιες φορές, μάλιστα, προς μεγάλη τους έκπληξη κατέληγαν σε κοινή άποψη, για να χαθούν πάλι την επόμενη στιγμή σε μια νέα διαφωνία. Ο Γκέοργκ, ξαπλωμένος στο παλτό του, τους άκουγε με προσοχή. Κάποιες στιγμές αισθανόταν πιο κοντά στις απόψεις του Λέο, που στα λόγια του ένιωθε να πάλλεται η συμπόνια για τους άτυχους ομογενείς του, ενώ την ίδια στιγμή θα γύριζε περήφανος την πλάτη του σε ανθρώπους που δεν τον θεωρούσαν όμοιο τους. Άλλοτε πάλι συναισθηματικά ένιωθε πιο κοντά στον Χάινριχ, που οργιζόταν με την υπερβολική και κοντόφθαλμη συγχρόνως προσπάθεια να μαζευτούν από όλες τις γωνιές της γης όσοι αισθάνονται ότι ανήκουν στη φυλή του Ισραήλ, εκ των οποίων μάλιστα οι καλύτεροι έχουν ανέλθει σε όλους τους τομείς του πολιτισμού της χώρας όπου ζουν, ή έχουν συμβάλει τουλάχιστον σ’ αυτόν, για να πάνε όλοι μαζί σε μια ξένη χώρα, που δεν θα τους θύμιζε καθόλου το σπίτι τους. Ο Γκέοργκ συνειδητοποίησε τότε, πόσο δύσκολο ήταν για εκείνους τους καλύτερους για τους ποίους μιλούσε ο Χάινριχ, για εκείνους ακριβώς, οι οποίοι σχεδίαζαν στην ψυχή τους το μέλλον της ανθρωπότητας, να πάρουν μια τέτοια απόφαση· πόσο πρέπει να πάλευαν ανάμεσα στον φόβο μήπως γίνουν βάρος και στην πικρία απέναντι στην απαίτηση να υποχωρήσουν υπέρ μιας ξεδιάντροπης πλειοψηφίας – ανάμεσα στην εγγενή συνείδηση ότι σπίτι τους ήταν το μέρος όπου ζούσαν και δούλευαν και στην αγανάκτηση που ένιωθαν βλέποντας τον εαυτό τους να διώκεται και να εξυβρίζεται έτσι· πόσο μπερδεμένοι πρέπει να ήταν με την αίσθηση της ύπαρξης, της αξίας και των δικαιωμάτων τους μπροστά στην περιφρόνηση και την καταπόνηση. Για πρώτη φορά ο χαρακτηρισμός Εβραίος, που και ο ίδιος συχνά τον χρησιμοποιούσε απερίσκεπτα, κοροϊδευτικά και υποτιμητικά, άρχισε να αποκτά μια εντελώς νέα και συγχρόνως σκοτεινή διάσταση. Είχε αρχίσει να ξυπνά μέσα του η ιδέα εκείνου του λαού άγνωστης καταγωγής, ο οποίος μιλούσε στον καθένα που προερχόταν από τους κόλπου· όχι λιγότερο σ’ εκείνους που πάσχιζαν να ξεφύγουν από τις ρίζες τους λες και ήταν ντροπή, κάτι κακό ή ένα παραμύθι που δεν τους αφορούσε, αλλά κι σ’ εκείνους που επίμονα ανέτρεχαν σ’ αυτές, όπως ανατρέχει κανείς στη μοίρα, στην τιμή ή σε ένα ιστορικό γεγονός, που έχει αποδειχτεί βάσιμο.
Και καθώς χάθηκε στη θέα των δύο συνομιλητών του και άρχισε να παρατηρεί τις μορφές τους, που διακρίνονταν ανάγλυφες κάτω από τον κοκκινωπό, βιολετή ουρανό, σκληρές, αδιάκοπα κινούμενες γραμμές, του ήρθε, όχι για πρώτη φορά, στο μυαλό ότι ο Χάινριχ, που επέμενε ότι εδώ ήταν το σπίτι του, έμοιαζε στην όψη και στις χειρονομίες με φανατικό ραβίνο, ενώ ο Λέο, που ήθελε να πάει μαζί με τον λαό του στην Παλαιστίνη, του θύμιζε στο πρόσωπο και στην κορμοστασιά το άγαλμα ενός Έλληνα εφήβου που έχει δει κάποτε στο Βατικανό ή στο μουσείο της Νάπολης. Και κατάλαβε πάλι, καθώς τα μάτια του ακολουθούσαν με απόλαυση τις ζωηρές και αριστοκρατικές κινήσεις του Λέο, γιατί η Άννα πριν από χρόνια, εκείνο το καλοκαίρι στη λίμνη, είχε ενθουσιαστεί με τον αδερφό της φίλης της.
Ο Χάινριχ και ο Λέο στέκονταν ακόμη στο λιβάδι, ο ένας απέναντι στον άλλο, και η συζήτηση είχε χάσει πια κάθε ειρμό. Οι προτάσεις έπεφταν με ορμή η μία πάνω στην άλλη, πάλευαν μεταξύ τους, πυροβολούσαν ξυστά και χάνονταν στο κενό – κάποια στιγμή ο Γκέοργκ πρόσεξε ότι άκουγε μόνο τη φωνή τους, δίχως να μπορεί να παρακολουθήσει το περιεχόμενο της συζήτησης.
Ένας πιο ψυχρός άνεμος φύσηξε από την πεδιάδα και ο Γκέοργκ σηκώθηκε από το γρασίδι ανατριχιάζοντας ελαφρά. Οι άλλοι, που είχαν σχεδόν ξεχάσει την παρουσία του, επανήλθαν στην πραγματικότητα και αποφάσισαν να διακόψουν. Το φως της μέρας έπεφτε ακόμη άπλετο στο τοπίο, ενώ ο ήλιος αναπαυόταν βαθυκόκκινος και άτονος πάνω σε ένα μακρουλό βραδινό σύννεφο.
Ενώ στερέωνε το παλτό του στο ποδήλατο, ο Χάινριχ είπε: «Ύστερα από τέτοιες συζητήσεις νιώθω πάντα ανικανοποίητος, μια αίσθηση που εξελίσσεται σε στομαχόπονο. Πραγματικά. Δεν οδηγούν πουθενά. Και τι σημασία έχουν άλλωστε οι πολιτικές απόψεις ανθρώπων, όταν η πολιτική δεν είναι ούτε επάγγελμα ούτε υπόθεσή τους; Μήπως δέχονται την παραμικρή επιρροή στον τρόπο που ζουν και σκέφτονται; Εσείς, Λέο, κι εγώ, εμείς οι δύο, δεν θα κάνουμε ποτέ κάτι διαφορετικό, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να εκπληρώνουμε ό,τι μπορούμε να εκπληρώσουμε σύμφωνα με τον χαρακτήρα και τις ικανότητές μας. Δεν πρόκειται να μεταναστεύσετε ποτέ στην Παλαιστίνη, ακόμη κι αν ιδρυθεί το εβραϊκό κράτος και σας κάνουν αμέσως πρωθυπουργό – ή έστω σας δώσουν μόνιμη θέση πιανίστα».
«Δεν μπορείτε να το ξέρετε αυτό», τον διέκοψε ο Λέο.
«Το ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα», είπε ο Χάινριχ. «Γι’ αυτό και δηλώνω ευθέως μπροστά σας ότι παρά την πλήρη αδιαφορία μου για κάθε είδους θρησκευτική έκφανση δεν πρόκειται να βαφτιστώ ποτέ, ακόμη κι αν με αυτό τον τρόπο –πράγμα που σήμερα είναι πιο απίθανο από ποτέ– θα ήταν δυνατόν να ξεφύγω μια για πάντα από τον αντισημιτικό φανατισμό και την κακοήθεια».
«Κι αν ανάψουν πάλι οι φωτιές του Μεσαίωνα...» είπε ο Λέο.
«Σ’ αυτή την περίπτωση», απάντησε ο Χάινριχ, «δεσμεύομαι ειλικρινά να σας υπακούσω πιστά».
«Αυτές οι εποχές δεν πρόκειται να ξανάρθουν», αντιτάχθηκε ο Γκέοργκ.
Οι άλλοι γέλασαν που με τα λόγια αυτά είχε την καλοσύνη, όπως παρατήρησε ο Χάινριχ, να τους καθησυχάσει, στο όνομα της χριστιανοσύνης, για το μέλλον τους.
[…]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Ρούσσου
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα Απελευθέρωση του Άρτουρ Σνίτσλερ, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση Μαρίας Ρούσσου. O Άρτουρ Σνίτσλερ γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1862 στη Βιένη. Εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του. Σε ηλικία μόλις εννέα ετών έκανε τις πρώτες του απόπειρες θεατρικής γραφής. Σπούδασε ιατρική και από το 1888 έως το 1893 εργάστηκε ως βοηθός του πατέρα του στην Πολυκλινική της Βιένης. Μετά τον θάνατο του τελευταίου άνοιξε ιδιωτικό ιατρείο, ώστε να μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στη συγγραφή. Το 1880 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα και το 1886 τα πρώτα του κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά, το 1893 ανέβηκε το πρώτο θεατρικό του έργο, το 1894 κυκλοφόρησε η πρώτη του νουβέλα με τίτλο Πεθαίνοντας, το 1901 το πρώτο του διήγημα με τίτλο Η κυρία Μπέρτα Γκάρλαν και το 1908 το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Απελευθέρωση. Υπήρξε μέλος του λογοτεχνικού κύκλου «Νέα Βιένη», στον οποίο ανήκαν γνωστοί λογοτέχνες της εποχής, όπως ο Hugo von Hofmannsthal (1874-1929), ο Felix Salten (1869-1945), ο Richard Beer-Hofmann (1866-1945) και ο Hermann Bahr (1863-1934). Ο Άρτουρ Σνίτσλερ δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα του, παρά μόνο για να ταξιδέψει, και πέθανε εκεί στις 21 Οκτωβρίου του 1931.