Christa Wolf, Υπό τας Φιλύρας
[Αποσπάσματα]
Υπό τας Φιλύρας μου άρεσε πάντα να πηγαίνω. Προτιμούσα, το ξέρεις, μόνη. Πρόσφατα ο δρόμος, αφού τον είχα αποφύγει για καιρό, εμφανίστηκε στ’ όνειρό μου. Τώρα μπορώ επιτέλους να μιλήσω γι΄ αυτόν.
Αγαπώ απερίγραπτα εκείνες τις σίγουρες ενάρξεις, τις οποίες πετυχαίνουν μόνο εκείνοι που είναι ευτυχισμένοι. Πάντα ήξερα πως κάποτε αυτές θα ήτανε πάλι στη διάθεσή μου. Αυτό θα ήτανε το σημάδι πως με αποδέχονται πάλι στο σύλλογο, την αυστηρότητα του οποίου ξεπερνά μόνο το ελεύθερο πνεύμα του: στο σύλλογο των ευτυχισμένων. Επειδή τελευταία εγώ η ίδια δεν έχω καμία αμφιβολία, θα με πιστέψουνε πάλι. Πλέον δεν είμαι δεμένη με τα γεγονότα. Μπορώ να λέω ελεύθερα την αλήθεια.
Διότι πάνω απ΄ όλα βάζουμε τη διάθεση να είμαστε γνωστοί.
Το ότι ο δρόμος είναι φημισμένος, δε μ’ ενόχλησε ποτέ, ούτε στον ξύπνιο μου και φυσικά ούτε στο όνειρό μου. Κατανοώ πως αυτήν την αναποδιά τη χρωστά στη θέση του: άξονας – Ανατολής- Δύσης. Αυτός και ο δρόμος που παρουσιάζεται στο όνειρό μου δεν έχουνε καμία σχέση μεταξύ τους. Ο ένας κατά την απουσία μου κακοποιείται από φωτογραφίες εφημερίδων και τουριστών, ο άλλος επίσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα παραμένει αλώβητος στη διάθεσή μου. Το ομολογώ, αν το δει κάποιος επιφανειακά μπορεί να μπερδέψει τον έναν με τον άλλο. Κι εγώ η ίδια πέφτω σ’ αυτό το λάθος: διασχίζω απρόσεκτα το δρόμο μου και δεν τον γνωρίζω. Πρόσφατα τον απέφυγα για πολλές ημέρες και αναζήτησα αλλού την τύχη μου αλλά δεν μπόρεσα να τη βρω.
Καλοκαίριασε, ονειρεύτηκα πως έφτασε η μέρα. Βγήκα έξω, επειδή μου είχανε κανονίσει ραντεβού. Δεν το είπα σε κανέναν και δεν ήθελα ούτε εγώ η ίδια να το παραδεχτώ. Σκέφτηκα (όπως μπορεί να σκεφτεί κανείς πονηρά στον ξύπνιο του και στα όνειρά του για να παραπλανήσει τον εαυτό του) επιτέλους τώρα θα έβλεπα τις καινούριες γειτονιές για τις οποίες μιλούσαν κι έγραφαν παντού. Αλλά ακόμα κι ο ελεγκτής του λεωφορείου συνωμοτούσε – με ποιον, μένει να το δούμε. Εξαιτίας μιας ασήμαντης αφορμής μου φέρθηκε με αγένεια κι εγώ τρέμοντας από θυμό τον ξεπλήρωσα με όλες τις ανείπωτες αγένειες της ζωής μου λες και θα πέθαινα άμα ανεχόμουνα κι αυτήν επίσης. Ο άντρας σώπασε αμέσως, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω ειρωνικά και τώρα ήταν σειρά μου να θυμώσω που το έκανα τόσο εύκολο γι’ αυτούς. Τώρα λοιπόν έπρεπε να κατέβω θιγμένη στην επόμενη στάση και βρέθηκα, σχεδόν διόλου έκπληκτη, ακριβώς εκεί όπου ήθελαν να μ’ έχουνε: μπροστά από την Κρατική Όπερα, Υπό τας Φιλύρας.
Λοιπόν έφτασε η ώρα. Το γνωρίζεις μάλλον: ξέρεις μόνο πως σου έχουνε κανονίσει ραντεβού και πρέπει να υπακούσεις. Ώρα, τόπος και σκοπός του ραντεβού δεν σου γνωστοποιούνται. Χρειάζεται να κάνεις υποθέσεις που πηγάζουν από επιθυμίες και άρα συχνά είναι άστοχες. Όλα τα παιδιά ξέρουν από τα παραμύθια πως πρέπει να προχωράς ξένοιαστα και να στρέφεσαι σε όλα τα πράγματα ανενδοίαστα και φιλικά. Ακριβώς έτσι περπατούσα κι εγώ μέσα στην ξηρή, ευχάριστα έντονη ζέστη του Ιουνίου, μέσα στη μυρωδιά από σκόνη και βενζίνη, μέσα στο θόρυβο των μηχανών και στο άσπρο φως, που χτυπούσε πάνω στις πέτρες. Αίφνης λειτούργησε η φωτεινή, διαυγής παρατηρητικότητα την οποία εδώ και καιρό τόσο πικρά είχα απολέσει. Η μέρα ήτανε πολύ ωραία.
[…]
Εκείνη τη στιγμή ήρθε προς το μέρος μου ένας και μοναδικός άνθρωπος, μία νεαρή γυναίκα. Ποτέ το βλέμμα ενός ξένου ανθρώπου δεν καρφώθηκε πάνω μου τόσο πολύ. Φορούσε ένα κοστούμι από το ύφασμα που έψαχνα να βρω εδώ και καιρό και ένα λαμπερό πουλόβερ, το χρώμα του έφτανε στο πρόσωπό της σαν αντανάκλαση. Περπατούσε γρήγορα και χαλαρά όπως ήθελα πάντα κι εγώ να περπατάω και μας κοίταζε όλους με προσοχή όμως χωρίς προκατάληψη. Τα λίγο μακριά σκούρα μαλλιά της τα φυσούσε ο αέρας προς τα πίσω κι εκείνη γελούσε όπως επιθυμούσα κι εγώ να γελάω μέσα από την καρδιά μου. Αμέσως μόλις πέρασε από δίπλα μου, χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Προτού τη δω δεν μπορούσα να ξέρω τι σημαίνει ζήλια. Ποτέ πριν μια συνάντηση δε με είχε αγγίξει τόσο πολύ. Αυτή τη γυναίκα δε θα την εγκατέλειπε ποτέ η τύχη. Όλα όσα δεν κατάφερναν οι άλλοι, εκείνη τα κατάφερνε. Ποτέ, ποτέ δεν μπορούσε να κινδυνέψει να κάνει λάθος. Κανένα σημάδι στο μέτωπό της δεν υποδήλωνε μπλεξίματα που δεν μπορούσαν να λυθούν. Είχε την ελευθερία από τις υποσχέσεις και τους πειρασμούς της ζωής να διαλέξει αυτό που της ταίριαζε.
Από ζήλια και ανησυχία άρχισα να κλαίω γοερά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Απ’ αυτό ξύπνησα. Το πρόσωπό μου ήτανε μούσκεμα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί ήμουνα τόσο ανακουφισμένη. Με αληθινή περιέργεια έφερνα συνεχώς μπροστά στα μάτια μου εκείνη τη γυναίκα, το πρόσωπό της, το περπάτημά της, τη μορφή της. Με μιας είδα: αυτή ήμουν εγώ. Εγώ ήμουν, κανένας άλλος πέρα από μένα την ίδια, εγώ ήμουν που τη συνάντησε.
Τώρα ξεκαθαρίστηκαν όλα με μιας. Έπρεπε να ξαναβρώ τον εαυτό μου, αυτή ήταν η ουσία της προκαθορισμένης συνάντησης. Κύτταρο το κύτταρο γέμιζε το σώμα μου με τη νέα χαρά. Μια σειρά ενδοιασμών έφυγαν για πάντα από πάνω μου. Καμιά δυστυχία δεν είχε αφήσει οριστικά τη σφραγίδα της στο μέτωπό μου. Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο τυφλή και να υποβάλλω τον εαυτό μου σ’ ένα λάθος ρητό;
Πολύ αργότερα μόνο, σήμερα, μου ήρθε στο νου να δώσω κατά το σύνηθες λόγο για τα βιώματά μου, διότι πάνω απ’ όλα βάζουμε τη διάθεση να είμαστε γνωστοί. Εγώ Ευτυχισμένη ήξερα αμέσως σε ποιον μπορούσα να το διηγηθώ, ήρθα σε σένα, είδα πως ήθελες ν’ ακούσεις και άρχισα: Υπό τας Φιλύρας μου άρεσε πάντα να πηγαίνω. Προτιμούσα, το ξέρεις, μόνη.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου
Η Κρίστα Βολφ γεννήθηκε στις 18/3/1929 στο Λάντσμπεργκ της σημερινής Πολωνίας και συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές εν ζωή συγγραφείς της εποχής μας. Σπούδασε γερμανική φιλολογία και από το 1953 ζει στο Βερολίνο. Το βιβλίο "Υπό τας Φιλύρας", ο τίτλος του οποίου αναφέρεται στο γνωστό κεντρικό δρόμο (Unter den Linden) του πρώην ανατολικού Βερολίνου, που καταλήγει στην Πύλη του Βραδεμβούργου, γράφτηκε το 1969 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1974. Η αφήγηση γίνεται σε α' πρόσωπο παρουσιάζοντας τις προσωπικές αναζητήσεις και ανησυχίες της ηρωίδας μέσα από καθημερινές συνήθειες, κοινωνικές δομές και καθεστωτικές αναλγησίες. Έτσι, η Βολφ συμβάλλει στην εισαγωγή ενός είδους "νέου ρομαντισμού" στους λογοτεχνικούς δρόμους της ΓΛΔ στα τέλη της δεκαετίας του '60 . Η Κρίστα Βολφ έχει τιμηθεί με το βραβείο Heinrich Mann το 1963, με το βραβείο Georg Büchner το 1980 κ.ά.
Σούλα Ζαχαροπούλου