Το υποσχέθηκα στα παιδιά. Όλο το αναβάλλαμε τα τελευταία δύο τρία χρόνια μέσα στον πανικό του covid και τον πανικό των εφημεριών στο νοσοκομείο. Πού χρόνος; Δεν είχα γιορτές ούτε αργίες, άλλωστε δεν δώσαμε όρκο στον Ιπποκράτη για να ’μαστε αραχτοί, να κόβουμε βόλτες, να στολίζουμε σπίτι και δέντρα εν καιρώ υγειονομικού πολέμου. Η θέση μας είναι κοντά στους ανθρώπους, δίπλα στους ασθενείς μας που περιμένουν από εμάς να κάνουμε ένα μικρό θαύμα, που αυτή είναι η δουλειά μας, ή το λειτούργημά μας όπως πολλοί το αποκαλούν. Στα μάτια των ασθενών είμαστε θαυματοποιοί που μετατρέπουμε το φόβο τους σε ελπίδα, τους επουλώνουμε τις πληγές, τα τραύματα, τις ραγισμένες καρδιές, πασχίζουμε να κρατήσουμε στη ζωή τη ζωή που δείχνει να τους αποχαιρετά. Κι εσύ, Έλλη μου, μου λες συχνά, να μάθω να λέω όχι, να μην ξεχνάω ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος, να μειώσω τις τακτικές μου εμφανίσεις στα συνέδρια αλλά κι αυτά δουλειά μου είναι. Ήταν. Είναι.
Και στα παιδιά να μάθω να λέω όχι. Παιδιά είναι, σου είπα, τους το έταξα για φέτος και το περιμένουν, είμαι λίγο πιο χαλαρός οπότε θα γίνει. Δεν κοστίζει τίποτα παρά μονάχα λίγο χρόνο. Την απόφαση την έχω πάρει προ πολλού και περίμενα να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, ο τόπος, ο τρόπος.
Ξέρεις, η χαρά συνοδεύεται από μια ή πολλές κατοπινές λύπες. Τη μια μέρα αντικρίζουμε το φως, παίρνουμε τα πάνω μας, αναθαρρεύουμε κι εκεί που είμαστε έτοιμοι να το πλησιάσουμε, την αμέσως επόμενη μέρα το σκοτάδι υπενθυμίζει την παρουσία του και μας τυλίγει στα πλοκάμια του, ώσπου να ’ρθει η ώρα που θα του ξεφύγουμε και θα γυρεύουμε χαραμάδες φωτός, για νέα αρχή και ισορροπία. Ήμουν αυτό που λέμε η ψυχή της παρέας στον εργασιακό χώρο, έδινα κουράγιο στους συναδέλφους, όταν εκείνοι το είχαν χάσει και είχαν περάσει με το ένα πόδι στην απέναντι όχθη, ταλαιπωρημένοι και άυπνοι για μέρες ολόκληρες απ’ τις ατέλειωτες εφημερίες. Τους ενθάρρυνα ότι θα τα καταφέρουμε, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, ότι τα δύσκολα θα φτάσουν σε ένα κάποιο τέλος, ότι θα αντέξουμε, οφείλουμε να αντέξουμε για εμάς τους ίδιους, για τους ασθενείς μας και τις οικογένειές μας. Έβγαζα πυρετώδη λογύδρια πίσω από τη μάσκα προστασίας –και την άλλη τη μάσκα, του πρωταγωνιστή–, ίδρωνα, πνιγόμουν, στέγνωνε ο λαιμός μου, στην καρδιά μου πέφτανε απανωτοί κεραυνοί κι εκείνη έτρεχε πανικόβλητη να γλιτώσει, έφευγε από τη θέση της και κατέβαινε στο στομάχι και στα πόδια, ανέβαινε σαν αλλοπαρμένη στο λαιμό και στο κεφάλι. Ήμουν ολόκληρος μια καρδιά σε σεισμό πολλών ρίχτερ, προκειμένου να σωθούμε και να σώσουμε. Το όφειλα. Να σώσω εκατοντάδες για χάρη του ενός.
Μου παραπονιόσουν, Έλλη, ότι έκανα το νοσοκομείο σπίτι μου, ότι ξέχασα τις υποχρεώσεις μου και όλα πέσανε πάνω σου και δεν αντέχεις και πάλι τα ’παιρνες πίσω γιατί ήξερες πως δεν είχα άλλη επιλογή. (Κι όμως, καλή μου, είχα, αλλά δεν ήταν ακόμα η στιγμή.) Σε έπαιρνα αγκαλιά και σου ’λεγα πως όλα θα φτιάξουν, όλα πάλι θα μπουν σε μια κανονική ροή και κοιμόσουν μετά κι εγώ ξαγρυπνούσα, ακούγοντας την ανάσα σου άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε βαριά, κι ερχόταν στο νου μου εκείνη η ανάσα που πάντα μου φέρνει ομίχλη και βροχή στα μάτια και με καταδίκασε στο παγωμένο κελί των ενοχών. Σου κρατούσα μυστικό. Τόσα χρόνια περπατούσα πλάι σου κουβαλώντας στα πόδια βαριές αλυσίδες κατάδικου που μου έγδερναν λίγο λίγο το δέρμα, ώσπου μπήκαν πιο μέσα κι άρχισαν να μου γδέρνουν τη σάρκα κι η τοξική τους σκουριά κύλησε απ’ άκρη σ’ άκρη στο αίμα μου. Σε έπιανα κάποιες φορές να με κοιτάς εξεταστικά, δεν ρωτούσες τίποτα, δεν θα σου έλεγα τίποτα, θα το ’ριχνα στην κούραση ως συνήθως.
Κάτω απ’ το δέντρο της αυλής μας, ο πατέρας μου, τότε, με βλοσυρό βλέμμα μου είπε κοφτά να ξεχάσω αυτό που συνέβη, πως το θέμα έκλεισε, πως αυτά είναι ρουτίνα στη δουλειά μας, άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά πάνω σε χειρουργικά τραπέζια και θαλάμους νοσηλείας, δεν είμαστε θεοί, πως είμαι ακόμα νέος στη δουλειά και θα το συνηθίσω. Τι να συνηθίσω; Πώς συνηθίζεται ο θάνατος από λάθος, πώς συνεχίζεται η ζωή όταν η ζωή μπροστά σου κι εξαιτίας σου χάνεται και βυθίζει στο πένθος άλλες ζωές; Αυτά του είπα χαμηλόφωνα –ενώ ήθελα να του ουρλιάξω κατάμουτρα– από φόβο μη μας ακούσει η μάνα μου κι εσύ, Έλλη, που μπαινοβγαίνατε εκνευριστικά κεφάτες, ανυποψίαστες και όμορφες σερβίροντας το φαγητό. (Ακόμα θυμάμαι ότι είχες μαγειρέψει τα πρώτα σου γεμιστά. Ήμασταν ένα μήνα πριν το γάμο μας, θα ενώναμε τις τραπεζικές μας καταθέσεις, τα πτυχία μας και τον δυνατό μας έρωτα, αναμφισβήτητα.) Ταφόπλακα, είπε με συγκρατημένη οργή ο πατέρας, μόλις ξαναφύγατε για να φέρετε το επιδόρπιο αργότερα. Βάλε ταφόπλακα και στάσου στο ύψος σου, μην σε πάρει χαμπάρι κανείς, κακομοίρη μου. Στη δουλειά μας δεν χωράνε δράματα, θρήνοι, ευαισθησίες και αναλύσεις. Να μπορούσα να τον σκοτώσω εκείνη την ώρα, να τον πνίξω και να πεθάνω κι εγώ. Έγνεψα συγκαταβατικά και μίσησα τον πατέρα μου, την ωμότητά του, την ιδιότητά του, τη μορφή του. Και κυρίως μίσησα αυτό που έγινα, για να μη χαλάσω το γόητρο της οικογενειακής παράδοσης. Κάτω απ’ το δέντρο μας, έβαλα ταφόπλακα ή έτσι προσποιήθηκα. Ήμουν ένοχος και βαθιά παντοτινά συντετριμμένος, με συσσωρευμένο ανέκφραστο πόνο. Ύστερα, Έλλη, παντρευτήκαμε, ήρθαν τα παιδιά, ήμουν ένας ευτυχισμένος ένοχος που παρέπαιε στην άκρη του γκρεμού.
Σου τα εξηγώ όλα αυτά γιατί πρέπει να ξέρεις ότι βάσανο μεγαλύτερο απ’ αυτό που έζησα δεν υπάρχει κι ότι κατέρρευσα πια, στοιχειωμένος από εκείνη την τελευταία αναπνοή.
Ήταν ένα παιδί, Έλλη. Ένα παιδί στην εφηβεία. Δεν κατάφερα να το σώσω και μπήκε ολόκληρο μέσα μου, ολοκλήρωσε την εφηβεία του, ενηλικιώθηκε και κουβαλάω εμένα κι εκείνο μαζί με τις κραυγές της μάνας του την ώρα ανακοίνωσης του θανάτου του. Εγώ είμαι εγώ μαζί μ’ έναν έφηβο που τις νύχτες φανταζόμουν πώς θα ήταν σήμερα αν ζούσε, αν ήμουν ικανότερος. Πλάθω συχνά τη μορφή του κι όλο τη χάνω μέσα στην ομίχλη των τύψεων, τον κουβαλάω και ζυγίζω τόνους! Σ' ένα κόσμο από στάχτη παρίστανα την αναμμένη φλόγα. Σβήνω, Έλλη. Έσβησα. Έχω ήδη πεθάνει και κοιμάσαι δίπλα στο φάντασμά μου. Σε ξεγέλασα όπως τους ξεγέλασα όλους. Σε εξαπάτησα όλες τις φορές που κάναμε έρωτα, όταν σου απαντούσα με θέρμη στους όρκους ότι θα γεράσουμε μαζί, όταν ονειρευόμασταν το μεγάλωμα των παιδιών μας, το μέλλον τους, το μέλλον μας. Δεν υπάρχει μέλλον, πια το ξέρεις. Σε εξαπάτησα ακόμα και την περασμένη Κυριακή στη βόλτα μας στην Πλάκα, όταν μέσα στον κόσμο, λες και ήσουν ερωτευμένο κοριτσόπουλο, με άρπαξες απ’ το σβέρκο και με φίλησες με πάθος και φώναξες «σ’ αγαπώ» κι εγώ σου απάντησα «σ' αγαπώ κι εγώ πολύ, πολύ, πολύύύύύ...»
Δεν σου ζητώ να με συγχωρέσεις, να προσπαθήσεις να με καταλάβεις σου ζητώ.
Ήρθε η ώρα. Φέτος θα γίνει, Τώρα θα γίνει. Το υποσχέθηκα στα παιδιά. Το δέντρο της αυλής μας θα στολιστεί με τα πιο λαμπερά φωτάκια και τα ωραιότερα στολίδια του κόσμου. Το δέντρο κάτω απ’ το οποίο συμφώνησα –μάταια– να ξεχάσω, θα φωτιστεί, θα φωταγωγήσει, θα γίνει η απελευθέρωσή μου κι η δική σου οδύνη. Θα φοράω το χακί πουκάμισο που μου έκανες δώρο πέρσι στα γενέθλιά μου, στην αριστερή του τσέπη θα βρεις αυτό το γράμμα.
Θα είμαι ένα παλιό στολίδι κρεμασμένο στο δέντρο μας. Κι όταν περάσουν οι γιορτές –προς Θεού μην ξεστολίσεις πριν τις 10 Γενάρη– θα μπω στο κουτί με τα υπόλοιπα στολίδια και μετά θα μπούμε στο πατάρι της σοφίτας.
Σε λίγο, τελειώνοντας αυτές τις γραμμές, θα βγω να περάσω τα λαμπάκια, έχει αέρα σήμερα αλλά θα τα καταφέρω. Θα κρεμάσω με χοντρό σύρμα κόκκινες και ασημένιες μπάλες, μικρούς και μεγάλους αγιοβασίληδες, τις στιγμές μας, τις χαρές μας, τις ενοχές μου και εμένα!
Πες στον Άλκη και στη Φωτεινή μας ότι το δέντρο μας θα είναι πάντα στη θέση του να ρίχνει το ίσκιο του, να τους ψιθυρίζει, να τους ξεκουράζει στον κορμό του. Η ψυχή μου, Έλλη, θα είναι ένα φύλλο ανάλαφρο απαλλαγμένο από ενοχές που μετά από πολλά χρόνια θα γεννήσει φύλλα της αθωότητας.
Και στα παιδιά να μάθω να λέω όχι. Παιδιά είναι, σου είπα, τους το έταξα για φέτος και το περιμένουν, είμαι λίγο πιο χαλαρός οπότε θα γίνει. Δεν κοστίζει τίποτα παρά μονάχα λίγο χρόνο. Την απόφαση την έχω πάρει προ πολλού και περίμενα να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, ο τόπος, ο τρόπος.
Ξέρεις, η χαρά συνοδεύεται από μια ή πολλές κατοπινές λύπες. Τη μια μέρα αντικρίζουμε το φως, παίρνουμε τα πάνω μας, αναθαρρεύουμε κι εκεί που είμαστε έτοιμοι να το πλησιάσουμε, την αμέσως επόμενη μέρα το σκοτάδι υπενθυμίζει την παρουσία του και μας τυλίγει στα πλοκάμια του, ώσπου να ’ρθει η ώρα που θα του ξεφύγουμε και θα γυρεύουμε χαραμάδες φωτός, για νέα αρχή και ισορροπία. Ήμουν αυτό που λέμε η ψυχή της παρέας στον εργασιακό χώρο, έδινα κουράγιο στους συναδέλφους, όταν εκείνοι το είχαν χάσει και είχαν περάσει με το ένα πόδι στην απέναντι όχθη, ταλαιπωρημένοι και άυπνοι για μέρες ολόκληρες απ’ τις ατέλειωτες εφημερίες. Τους ενθάρρυνα ότι θα τα καταφέρουμε, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, ότι τα δύσκολα θα φτάσουν σε ένα κάποιο τέλος, ότι θα αντέξουμε, οφείλουμε να αντέξουμε για εμάς τους ίδιους, για τους ασθενείς μας και τις οικογένειές μας. Έβγαζα πυρετώδη λογύδρια πίσω από τη μάσκα προστασίας –και την άλλη τη μάσκα, του πρωταγωνιστή–, ίδρωνα, πνιγόμουν, στέγνωνε ο λαιμός μου, στην καρδιά μου πέφτανε απανωτοί κεραυνοί κι εκείνη έτρεχε πανικόβλητη να γλιτώσει, έφευγε από τη θέση της και κατέβαινε στο στομάχι και στα πόδια, ανέβαινε σαν αλλοπαρμένη στο λαιμό και στο κεφάλι. Ήμουν ολόκληρος μια καρδιά σε σεισμό πολλών ρίχτερ, προκειμένου να σωθούμε και να σώσουμε. Το όφειλα. Να σώσω εκατοντάδες για χάρη του ενός.
Μου παραπονιόσουν, Έλλη, ότι έκανα το νοσοκομείο σπίτι μου, ότι ξέχασα τις υποχρεώσεις μου και όλα πέσανε πάνω σου και δεν αντέχεις και πάλι τα ’παιρνες πίσω γιατί ήξερες πως δεν είχα άλλη επιλογή. (Κι όμως, καλή μου, είχα, αλλά δεν ήταν ακόμα η στιγμή.) Σε έπαιρνα αγκαλιά και σου ’λεγα πως όλα θα φτιάξουν, όλα πάλι θα μπουν σε μια κανονική ροή και κοιμόσουν μετά κι εγώ ξαγρυπνούσα, ακούγοντας την ανάσα σου άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε βαριά, κι ερχόταν στο νου μου εκείνη η ανάσα που πάντα μου φέρνει ομίχλη και βροχή στα μάτια και με καταδίκασε στο παγωμένο κελί των ενοχών. Σου κρατούσα μυστικό. Τόσα χρόνια περπατούσα πλάι σου κουβαλώντας στα πόδια βαριές αλυσίδες κατάδικου που μου έγδερναν λίγο λίγο το δέρμα, ώσπου μπήκαν πιο μέσα κι άρχισαν να μου γδέρνουν τη σάρκα κι η τοξική τους σκουριά κύλησε απ’ άκρη σ’ άκρη στο αίμα μου. Σε έπιανα κάποιες φορές να με κοιτάς εξεταστικά, δεν ρωτούσες τίποτα, δεν θα σου έλεγα τίποτα, θα το ’ριχνα στην κούραση ως συνήθως.
Κάτω απ’ το δέντρο της αυλής μας, ο πατέρας μου, τότε, με βλοσυρό βλέμμα μου είπε κοφτά να ξεχάσω αυτό που συνέβη, πως το θέμα έκλεισε, πως αυτά είναι ρουτίνα στη δουλειά μας, άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά πάνω σε χειρουργικά τραπέζια και θαλάμους νοσηλείας, δεν είμαστε θεοί, πως είμαι ακόμα νέος στη δουλειά και θα το συνηθίσω. Τι να συνηθίσω; Πώς συνηθίζεται ο θάνατος από λάθος, πώς συνεχίζεται η ζωή όταν η ζωή μπροστά σου κι εξαιτίας σου χάνεται και βυθίζει στο πένθος άλλες ζωές; Αυτά του είπα χαμηλόφωνα –ενώ ήθελα να του ουρλιάξω κατάμουτρα– από φόβο μη μας ακούσει η μάνα μου κι εσύ, Έλλη, που μπαινοβγαίνατε εκνευριστικά κεφάτες, ανυποψίαστες και όμορφες σερβίροντας το φαγητό. (Ακόμα θυμάμαι ότι είχες μαγειρέψει τα πρώτα σου γεμιστά. Ήμασταν ένα μήνα πριν το γάμο μας, θα ενώναμε τις τραπεζικές μας καταθέσεις, τα πτυχία μας και τον δυνατό μας έρωτα, αναμφισβήτητα.) Ταφόπλακα, είπε με συγκρατημένη οργή ο πατέρας, μόλις ξαναφύγατε για να φέρετε το επιδόρπιο αργότερα. Βάλε ταφόπλακα και στάσου στο ύψος σου, μην σε πάρει χαμπάρι κανείς, κακομοίρη μου. Στη δουλειά μας δεν χωράνε δράματα, θρήνοι, ευαισθησίες και αναλύσεις. Να μπορούσα να τον σκοτώσω εκείνη την ώρα, να τον πνίξω και να πεθάνω κι εγώ. Έγνεψα συγκαταβατικά και μίσησα τον πατέρα μου, την ωμότητά του, την ιδιότητά του, τη μορφή του. Και κυρίως μίσησα αυτό που έγινα, για να μη χαλάσω το γόητρο της οικογενειακής παράδοσης. Κάτω απ’ το δέντρο μας, έβαλα ταφόπλακα ή έτσι προσποιήθηκα. Ήμουν ένοχος και βαθιά παντοτινά συντετριμμένος, με συσσωρευμένο ανέκφραστο πόνο. Ύστερα, Έλλη, παντρευτήκαμε, ήρθαν τα παιδιά, ήμουν ένας ευτυχισμένος ένοχος που παρέπαιε στην άκρη του γκρεμού.
Σου τα εξηγώ όλα αυτά γιατί πρέπει να ξέρεις ότι βάσανο μεγαλύτερο απ’ αυτό που έζησα δεν υπάρχει κι ότι κατέρρευσα πια, στοιχειωμένος από εκείνη την τελευταία αναπνοή.
Ήταν ένα παιδί, Έλλη. Ένα παιδί στην εφηβεία. Δεν κατάφερα να το σώσω και μπήκε ολόκληρο μέσα μου, ολοκλήρωσε την εφηβεία του, ενηλικιώθηκε και κουβαλάω εμένα κι εκείνο μαζί με τις κραυγές της μάνας του την ώρα ανακοίνωσης του θανάτου του. Εγώ είμαι εγώ μαζί μ’ έναν έφηβο που τις νύχτες φανταζόμουν πώς θα ήταν σήμερα αν ζούσε, αν ήμουν ικανότερος. Πλάθω συχνά τη μορφή του κι όλο τη χάνω μέσα στην ομίχλη των τύψεων, τον κουβαλάω και ζυγίζω τόνους! Σ' ένα κόσμο από στάχτη παρίστανα την αναμμένη φλόγα. Σβήνω, Έλλη. Έσβησα. Έχω ήδη πεθάνει και κοιμάσαι δίπλα στο φάντασμά μου. Σε ξεγέλασα όπως τους ξεγέλασα όλους. Σε εξαπάτησα όλες τις φορές που κάναμε έρωτα, όταν σου απαντούσα με θέρμη στους όρκους ότι θα γεράσουμε μαζί, όταν ονειρευόμασταν το μεγάλωμα των παιδιών μας, το μέλλον τους, το μέλλον μας. Δεν υπάρχει μέλλον, πια το ξέρεις. Σε εξαπάτησα ακόμα και την περασμένη Κυριακή στη βόλτα μας στην Πλάκα, όταν μέσα στον κόσμο, λες και ήσουν ερωτευμένο κοριτσόπουλο, με άρπαξες απ’ το σβέρκο και με φίλησες με πάθος και φώναξες «σ’ αγαπώ» κι εγώ σου απάντησα «σ' αγαπώ κι εγώ πολύ, πολύ, πολύύύύύ...»
Δεν σου ζητώ να με συγχωρέσεις, να προσπαθήσεις να με καταλάβεις σου ζητώ.
Ήρθε η ώρα. Φέτος θα γίνει, Τώρα θα γίνει. Το υποσχέθηκα στα παιδιά. Το δέντρο της αυλής μας θα στολιστεί με τα πιο λαμπερά φωτάκια και τα ωραιότερα στολίδια του κόσμου. Το δέντρο κάτω απ’ το οποίο συμφώνησα –μάταια– να ξεχάσω, θα φωτιστεί, θα φωταγωγήσει, θα γίνει η απελευθέρωσή μου κι η δική σου οδύνη. Θα φοράω το χακί πουκάμισο που μου έκανες δώρο πέρσι στα γενέθλιά μου, στην αριστερή του τσέπη θα βρεις αυτό το γράμμα.
Θα είμαι ένα παλιό στολίδι κρεμασμένο στο δέντρο μας. Κι όταν περάσουν οι γιορτές –προς Θεού μην ξεστολίσεις πριν τις 10 Γενάρη– θα μπω στο κουτί με τα υπόλοιπα στολίδια και μετά θα μπούμε στο πατάρι της σοφίτας.
Σε λίγο, τελειώνοντας αυτές τις γραμμές, θα βγω να περάσω τα λαμπάκια, έχει αέρα σήμερα αλλά θα τα καταφέρω. Θα κρεμάσω με χοντρό σύρμα κόκκινες και ασημένιες μπάλες, μικρούς και μεγάλους αγιοβασίληδες, τις στιγμές μας, τις χαρές μας, τις ενοχές μου και εμένα!
Πες στον Άλκη και στη Φωτεινή μας ότι το δέντρο μας θα είναι πάντα στη θέση του να ρίχνει το ίσκιο του, να τους ψιθυρίζει, να τους ξεκουράζει στον κορμό του. Η ψυχή μου, Έλλη, θα είναι ένα φύλλο ανάλαφρο απαλλαγμένο από ενοχές που μετά από πολλά χρόνια θα γεννήσει φύλλα της αθωότητας.
Το παραπάνω διήγημα του Γιάννη Δρούγου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2022 στην εφημερίδα του πολιτιστικού συλλόγου «Ο Πηλέας» του Πλατυστόμου Φθιώτιδας.
Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο», «Sense of forgiveness» και «Η κόκκινη ομπρέλα».
Ο Γιάννης Δρούγος γεννήθηκε το 1977 στο Καρπενήσι. Ζει και εργάζεται στη Λαμία στον χώρο του βιβλίου και διατηρεί το ιστολόγιο into my books...
Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται τα κείμενά του «Αντίστροφα», «Εγκλεισμός», «Ανεπίδοτο», «Sense of forgiveness» και «Η κόκκινη ομπρέλα».