Georg Büchner, Πένα και νυστέρι

 




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
21. Στη μνηστή του, Μίνα 
[Γκίσεν, γύρω στις 9-12 Μαρτίου 1834.]
 
Εδώ δεν έχει βουνά με ελεύθερη θέα. Λόφοι πίσω από λόφους και φαρδιές κοιλάδες, μια κούφια μετριότητα στα πάντα· δεν μπορώ να συνηθίσω αυτή τη φύση, και η πόλη είναι ανυπόφορη. Είναι άνοιξη σ’ εμάς, μπορώ να αντικαθιστώ το μπουκέτο σου με τις βιολέτες εσαεί, είναι αθάνατο όπως ο Λάμα. Μικρό μου, τι κάνει λοιπόν η καλή πόλη του Στρασβούργου; συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί και εσύ δεν λες λέξη γι’ αυτά. Je baise les petites mains, en goûtant les souvenirs doux de Strasbourg. – 
     “Prouve-moi que tu m’aimes encore beaucoup en me donnant bientôt des nouvelles”. Κι εγώ σε άφησα να περιμένεις! Τις τελευταίες μέρες παίρνω συνέχεια την πένα στο χέρι, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω ούτε λέξη. Μελέτησα την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Ένιωσα συντετριμμένος από το φρικτό φαταλισμό της ιστορίας. Βλέπω στην ανθρώπινη φύση μια αποκρουστική ομοιότητα, μια αδυσώπητη βία στην ανθρώπινη κατάσταση, μοιρασμένη σε όλους και σε κανέναν. Το άτομο αφρός στο κύμα μόνο, το μεγαλείο μια απλή σύμπτωση, η κυριαρχία της ιδιοφυΐας ένα κουκλοθέατρο, μια γελοία πάλη εναντίον ενός ατσάλινου νόμου, να τον αναγνωρίσεις αυτόν το νόμο είναι το υπέρτατο επίτευγμα, να τον εξουσιάσεις αδύνατον. Δεν προτίθεμαι πια να σκύβω το κεφάλι μπροστά στα άλογα των παρελάσεων και στους πυλώνες της ιστορίας. Έμαθα τα μάτια μου στο αίμα. Μα δεν είμαι λεπίδα γκιλοτίνας εγώ. Το πρέπει είναι μια από τις κατάρες με τις οποίες βαφτίστηκε ο άνθρωπος. Η φράση: Οι ταραχές αναγκαστικά θα έρθουν, μα αλίμονο σ’ αυτόν που θα τις φέρει, − είναι ανατριχιαστική. Τι είναι αυτό μέσα μας που ψεύδεται, που δολοφονεί, που κλέβει; Δεν θέλω να συνεχίσω τούτη τη σκέψη. Να μπορούσα να ακουμπήσω μόνο αυτήν την κρύα και βασανισμένη καρδιά στο στήθος σου! Ο Μπ. θα σε έχει καθησυχάσει για την κατάστασή μου, του έγραψα. Καταριέμαι την υγεία μου. Ψηνόμουν, ο πυρετός με σκέπαζε με φιλιά και μ’ αγκάλιαζε σαν μπράτσο ερωμένης. Το σκοτάδι έπεφτε πάνω μου σαν σύννεφο, η καρδιά μου φούσκωνε από απέραντη νοσταλγία, αστέρια έσκιζαν τη σκοτεινιά, και χέρια και χείλη έσκυβαν από πάνω μου. Και τώρα; Και γενικότερα; Δεν νιώθω ούτε στιγμή την ηδονή του πόνου και της λαχτάρας. Από τότε που πέρασα τη γέφυρα του Ρήνου είμαι διαλυμένος, δεν βγαίνει κανένα συναίσθημα από μέσα μου. Είμαι ένα αυτόματο· μου έχουν πάρει την ψυχή. Το Πάσχα είναι πλέον η μοναδική μου παρηγοριά· στο Λαντάου έχω συγγενείς, την πρόσκλησή τους και την άδεια να τους επισκεφτώ. Έχω κάνει το ταξίδι χιλιάδες φορές πια και δεν θα κουραστώ. – Με ρωτάς: με λαχτάρησες; Το λες λαχτάρα εσύ όταν ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο σε ένα σημείο και τον έχουν ξεριζώσει απ’ αυτό, και το μόνο που του μένει μετά είναι να αισθάνεται τη δυστυχία του; Απάντησέ μου όμως. Είναι τόσο κρύα τα χείλη μου; […] – Αυτό το γράμμα είναι ένας κυκεώνας: θα σε παρηγορήσω με ένα άλλο.


35. Στον Γκούτσκο  
Στρασβούργο, [Μάρτιος 1835]
 
Αξιότιμε! 
Ενδεχομένως να έχετε πληροφορηθεί την αναχώρησή μου από το Ντάρμσταντ μέσω ενός εντάλματος σύλληψης στη Φρανκφούρτερ Ζουρνάλ. Είναι λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ· δε ξέρω αν θα μείνω, αυτό εξαρτάται από διάφορες συνθήκες. Το χειρόγραφό μου θα έχει ήδη πάρει τον δρόμο του κρυφά από χέρι σε χέρι. 
     Το μέλλον μου είναι τόσο προβληματικό που αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον και για μένα τον ίδιο, κι αυτό λέει πολλά. Δεν μπορώ εύκολα να πάρω την απόφαση να καταφύγω σε ήπια αυτοκτονία μέσω της εργασίας· ελπίζω να μπορέσω να παρατείνω την τεμπελιά μου τουλάχιστον για ένα τρίμηνο ακόμα, και ύστερα θα πάρω λίγο χαρτζιλίκι είτε απ’ τους Ιησουίτες που υπηρετούν την Μαρία είτε από τους Σαιν-Σιμονιστές που υπηρετούν την femme libre ή θα πεθάνω μαζί με την αγαπημένη μου. Θα δούμε. Ίσως να είμαι κι εγώ εκεί, όταν ο καθεδρικός φορέσει πάλι το σκούφο των Γιακωβίνων. Τι λέτε γι’ αυτό; Αστειεύομαι βέβαια. Πρέπει όμως να δείτε μόνος σας τι μπορεί να κάνει ένας Γερμανός όταν πεινάει. Ήθελα όλο το έθνος να ήταν σαν κι εμένα. Μακάρι να έχουμε και μια κακή χρονιά, για να ευδοκιμήσει μόνο η κάνναβη για τα κανναβόσκοινα! Αυτό θα είχε πλάκα – θα τα υφαίναμε όλα μαζί φτιάχνοντας έναν βόα σφιγκτήρα. Ο Δαντόν μου είναι για την ώρα μια μεταξωτή κλωστή και η μούσα μου ένας μεταμφιεσμένος Σαμψών.


42. Στον Γκούτσκο 
[Στρασβούργο]
 
[…] Ολόκληρη η επανάσταση χωρίστηκε κιόλας σε φιλελεύθερους και απολυταρχικούς, και πρέπει να περάσει στα χέρια των αγράμματων και των φτωχών· το μοναδικό επαναστατικό στοιχείο στον κόσμο είναι η σχέση μεταξύ φτωχών και πλούσιων, μόνο η πείνα μπορεί να γίνει η θεά της ελευθερίας και μόνο ένας Μωυσής που θα κάθιζε στο σβέρκο μας τις επτά πληγές της Αιγύπτου, θα μπορούσε να γίνει Μεσσίας. Παχύντε τους αγρότες και η επανάσταση θα πάθει αποπληξία. Ένα κοτόπουλο στην κατσαρόλα του κάθε αγρότη θα ξεπαστρέψει τον γαλατικό κόκορα. […]


59. Στον Γκούτσκο 
[Στρασβούργο, αρχές Ιουνίου 1836]
 
Αγαπητέ φίλε!
 [...] Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, δεν μου φαίνεται ότι εσείς και οι φίλοι σας έχετε πάρει και τον πιο έξυπνο δρόμο. Να αναμορφωθεί η κοινωνία με ιδέες, από την τάξη των μορφωμένων; Αδύνατον! Η εποχή μας είναι καθαρά υλιστική, εάν είχατε όντως αναλάβει πολιτική δράση με πιο άμεσο τρόπο, θα είχατε φτάσει σύντομα στο σημείο όπου η μεταρρύθμιση θα είχε σταματήσει από μόνη της. Δεν πρόκειται ποτέ να γεφυρώσετε το χάσμα μεταξύ των μορφωμένων και των αμόρφωτων. 
     Είμαι πεπεισμένος ότι όσα κι αν ορέγεται η μορφωμένη και ευημερούσα μειοψηφία να της παραχωρήσει η εξουσία, δεν θα θελήσει ποτέ να παραιτηθεί από την αιχμηρή της στάση απέναντι στην τάξη των πολλών. Και η τάξη των πολλών; Γι’ αυτήν υπάρχουν μόνο δύο μοχλοί, η υλική εξαθλίωση και ο θρησκευτικός φανατισμός. Όποιο κόμμα καταλάβει πώς λειτουργούν αυτοί οι μοχλοί, θα νικήσει. H εποχή μας χρειάζεται σίδερο και ψωμί– και μετά ένα σταυρό ή κάτι τέτοιο. Πιστεύω πως στα κοινωνικά ζητήματα πρέπει κανείς να ξεκινά από μια απόλυτη αρχή δικαίου, να επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικότητας στο λαό και να στέλνει στο διάολο την απαθή μοντέρνα κοινωνία. Προς τι ένα πράγμα σαν κι αυτό να κυκλοφορεί μεταξύ ουρανού και γης; Ολόκληρη η ζωή της αποτελείται από προσπάθειες να γλιτώσει από την πιο απαίσια πλήξη. Ας πεθάνει, αυτό είναι το μόνο καινούργιο πράγμα που μπορεί να βιώσει πια. […]


67. Στον Βίλχελμ Μπύχνερ 
 
Ζυρίχη, τέλη Νοεμβρίου 1836.
 
[…] Τη μέρα κάθομαι με το νυστέρι και τη νύχτα με τα βιβλία […]
 
 
 
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρία Ρούσσου
Εισαγωγή, επιμέλεια: Ευγενία Τζιρτζιλάκη


 
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο Γκέοργκ Μπύχνερ, Πένα και νυστέρι. Οι επιστολές και μια επαναστατική προκήρυξη σε μετάφραση Μαρίας Ρούσσου, επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια Ευγενίας Τζιρτζιλάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μέδουσα τον Οκτώβριο του 2023 και ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία του συγγραφέα, που αποτελεί ανεπανάληπτη μορφή για τα γερμανικά γράμματα και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις σπουδαιότερες σύγχρονες γερμανόφωνες συγγραφείς, όπως η Τζέννυ Έρπενμπεκ, αναφέρεται στον Μπύχνερ στο τελευταίο της μυθιστόρημα, Kairos (2021), υπογραμμίζοντας έτσι την επιδραστικότητά του.
Στο ελληνικό κοινό ο Γκέοργκ Μπύχνερ ίσως είναι περισσότερο γνωστός από τα θεατρικά έργα του Ο θάνατος του Δαντόν και Βόυτσεκ που έχουν ανέβει αρκετές φορές σε θεατρικές σκηνές. Μάλιστα, Ο θάνατος του Δαντόν, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1835, μετά την απόφαση του εκδότη του να αναθέσει στον μυθιστοριογράφο και δραματουργό Karl Gutzkow να αλλάξει το πρωτότυπο κείμενο του Μπύχνερ σε περισσότερα από εκατό σημεία, για να περάσει το κείμενο από τη λογοκρισία. Αργότερα ο Karl Gutzkow θα έγραφε ότι ο πραγματικός Δαντόν του Μπύχνερ δεν δημοσιεύθηκε και πως ό,τι βγήκε στο φως ήταν «τα πενιχρά κατάλοιπα, τα χαλάσματα μίας ερήμωσης».
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται: Ο Georg Büchner (1813-1837), παρότι έγραψε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες και πέθανε πριν να κλείσει τα είκοσι τέσσερά του χρόνια, χάραξε ένα ανεξίτηλο σημάδι σε πολλά πεδία ‒ της σκέψης, της τέχνης, της επιστήμης. Ανάμεσα στους επαναστάτες του καιρού του ήταν ένας φιλόσοφος, ανάμεσα στους επιστήμονες ήταν επαναστάτης, ανάμεσα στους φιλοσόφους ήταν καλλιτέχνης, ανάμεσα στους καλλιτέχνες υπήρξε η περίπτωση όπου το ταλέντο συναντάει την προσωπική τόλμη. Στην παρούσα έκδοση για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά η επιστολογραφία του Μπύχνερ, μαζί με το μόνο γνωστό του πολιτικό κείμενο, το οποίο έγραψε υπό πίεση και διανεμήθηκε παράνομα. Πρόθεση της παρούσας έκδοσης είναι να ανοίξει ένας χώρος διαλόγου με έναν άνθρωπο που αναρωτήθηκε στο παρελθόν για πράγματα που μας αφορούν και σήμερα: Πώς αλλάζει αυτός ο κόσμος; Tι είναι τέχνη; Πώς μπορούν να συναντηθούν τέχνη και πολιτική με τρόπο όχι στείρα στρατευμένο αλλά  γόνιμα αλληλοτροφοδοτούμενο; Ποια είναι η θέση του καλλιτέχνη ως ενεργού υποκειμένου σε μια εποχή πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και ποιος ρόλος της τέχνης στην επανεξέταση και συνδιαμόρφωση της πραγματικότητας;
Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα και ποια άλλα βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.



LinkWithin

Related Posts with Thumbnails