Χάσου μέσα |
στον λαβύρινθό μου |
λέει το σπίτι |
και βροντά |
τις πόρτες |
Irena Vrkljan |
|
Το σπίτι του χθες και του σήμερα δεν μπορεί να σχεδιαστεί. Ούτε η κάτοψή του είναι καθορισμένη ούτε ο αριθμός των ορόφων, αλλά ούτε κι ο αριθμός των δωματίων. Συνεχώς προστίθενται καινούρια. Μήπως κλείνουν άλλα; Δεν μπορούν να ξανανοιχτούν ποτέ; Αυτό δεν είναι βέβαιο. Να πηγαίνω σ’ αυτά ανάλογα με τα κέφια μου ή ανάλογα με την ανάγκη μου πάντως δεν μπορώ.
Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι Το σπίτι του χθες και του σήμερα δεν είναι το κτήριο στο οποίο ζω στην πραγματικότητα: η πολυκατοικία με τους πέντε ορόφους ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων σε μια ζωηρή συνοικία κάποιας μεγαλούπολης. Μου φαίνεται μάλλον σαν να μην έχει καθόλου εξωτερική μορφή. Ποτέ μέχρι τώρα δεν το έχω δει απ’ έξω, δεν έχω μπει ποτέ από μια κυρία είσοδο. Πάντοτε βρίσκομαι στο εσωτερικό του σπιτιού, περιφέρομαι μέσα σ’ αυτό και ξαφνιάζομαι από συνεχώς καινούρια δωμάτια, αίθουσες, χώρους πίσω από κάθε είδους πόρτες. Μερικά δωμάτια έχουν τον δικό τους έξω κόσμο. Όταν βγαίνω έξω, βρίσκομαι ξαφνικά σε μια πλατεία, σ’ ένα δρόμο ή σε ένα τοπίο. Το σπίτι του χθες και του σήμερα δεν έχει τίποτα κοινό με ένα οικοδόμημα, δεν μπερδεύεται με την πραγματικότητα.
Δεν γνωρίζω ποτέ πόσα και ποια άτομα μένουν στο σπίτι μου εκτός από μένα. Ένα μόνο είναι σίγουρο: δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Εδώ έχουν όλοι ίσα δικαιώματα εμφάνισης και επίσκεψης. Ίσως είναι πάρα πολλοί αυτοί που αλωνίζουν στα δωμάτια. Κλείσ’ τους την πόρτα κατάμουτρα, πέτα τους έξω, θα με συμβούλευαν πολλοί. Όμως θα έπρεπε πραγματικά; Εφόσον έχουν έρθει στο σπίτι μου, τότε δεν ανήκουν σε μένα;
Και ακριβώς όπως σ’ αυτό το σπίτι δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς, έτσι δεν διαφέρουν μεταξύ τους και το παρόν με το παρελθόν. Εδώ το βέλος του χρόνου δεν φεύγει ευθεία μπροστά ανεπιστρεπτί. Σ’ αυτό το σπίτι ο χρόνος μένει ακίνητος. Δεν υπάρχουν όλες οι εξελίξεις που προχωρούν και μετά αφήνουν πίσω τους ιστορία. Στα δωμάτια όπου μπαίνω μερικές φορές συμβαίνουν πράγματα που συνήθως χάνονται στο παρελθόν. Έχουν την ίδια παρουσία με τα γεγονότα του παρόντος και την ίδια με το ενδεχόμενο το οποίο υπάρχει συνήθως μόνο στη φαντασία. Το σπίτι του χθες και του σήμερα είναι το σπίτι των ονείρων και των τραυμάτων - και όλα συμβαίνουν εδώ και τώρα, αυτή τη στιγμή.
Κανίβαλοι
Μια τρομερή μυρωδιά έρχεται κάτω από τη γυρτή πόρτα. Προσεχτικά τη σπρώχνω ν’ ανοίξει λίγο ακόμα. Τότε δυο γάτες στριμώχνονται να βγουν από τη χαραμάδα και πέφτουν πάνω στα πόδια μου, φαίνονται καλοθρεμμένες, άγριες, δεν σ’ αφήνουν να τις αγγίξεις. Κι ύστερα το βλέμμα μου πέφτει στο κρεβάτι στον τοίχο του δωματίου, ακριβώς απέναντί μου. Τη γυναίκα στο κρεβάτι – την αναγνωρίζω. Τη γνωρίζω καλά. Είναι νεκρή. Εδώ και καιρό νεκρή. Το αίμα που έχει τρέξει στο στόμα είναι καφέ, στα μάγουλα, στα γυμνά χέρια χάσκουν τρύπες, πληγές, και μόλις γυρίζω απ’ την άλλη, εκείνες κάθονται κολλητά δίπλα δίπλα, με τις ουρές γύρω απ’ τα ποδαράκια, και γουργουρίζουν, οι δυο κανίβαλοι.
[…]
Στρώνω τραπέζι
Το ευάερο λευκό δωμάτιο στο οποίο μπαίνω είναι άδειο αν εξαιρέσεις ένα τραπέζι κάτω απ’ το παράθυρο. Παρατηρώ το τραπέζι, είναι από ανοιχτόχρωμο ξύλο, με καλές αναλογίες, η επιφάνεια ένα τετράγωνο. Τώρα βλέπω ότι το τραπέζι είναι στρωμένο. Πάνω σε σουπλά από καλάμια υπάρχει ένα σερβίτσιο απλού, μοντέρνου σχήματος. Λευκό. Βαρύ. Πόσο όμορφο δείχνει. Σαν να ετοιμάζεται μια τελετουργία Ζεν.
Όταν μπαίνω μερικά βήματα πιο μέσα στο χώρο, ανακαλύπτω ότι ένα δεύτερο τραπέζι είναι τοποθετημένο κάτω απ’ το παράθυρο, δείχνει ακριβώς το ίδιο με το πρώτο. Δεν εκπλήσσομαι, απεναντίας χαίρομαι. Θα στρώσω την τετραγωνική του επιφάνεια για ένα απλό γεύμα. Το τραπέζι μου θα είναι το ίδιο ωραίο με το πρώτο. Ξέρω ότι δεν πρέπει να αντιγράψω τίποτα έτσι εύκολα, όμως είμαι βέβαιη ότι έχω κατανοήσει το νόμο της ομορφιάς.
Από πού να πάρω αυτά που χρειάζομαι για να στρώσω το τραπέζι, καθόλου δεν νοιάζομαι. Όλα θα τακτοποιηθούν. Θα είμαι πολύ ικανοποιημένη.
[…]
Η μητέρα μου
Είμαι λυπημένη και πολύ κουρασμένη, πτώμα στην κούραση. Όταν μια πόρτα ανοίγει μπροστά μου και σ’ ένα δωμάτιο ανακαλύπτω ένα φρεσκοστρωμένο κρεβάτι, μπαίνω μέσα, κλείνω την πόρτα πίσω μου, βγάζω τα σανδάλια και ξαπλώνω με το ανοιχτόχρωμο καλοκαιρινό φουστάνι μου στο κρεβάτι.
Πόσο καλό κάνει να ξαπλώνεις έτσι.
Νά σου έρχεται η μητέρα μου στην πόρτα. Έχει νεανικό πρόσωπο, το δέρμα είναι βαθιά μαυρισμένο, όπως πάντα το καλοκαίρι, όταν ακόμη ζούσε. Όμως τα μαλλιά της δεν είναι σκούρα και δεμένα κότσο αλλά της πέφτουν ανοιχτόχρωμα στους ώμους. Ποτέ δεν τα είχε έτσι. Κι επίσης και το πολύ ανοιχτόχρωμο φουστάνι που φοράει είναι ξένο πάνω της, τέτοια φουστάνια δεν τα φορούσε.
Στέκεται στην πόρτα και κοιτάζει προς το μέρος μου. Στέκεται σαν να περιμένει κάτι που πρέπει εγώ να κάνω. Όταν εγώ παραμένω στο κρεβάτι, χωρίς να κουνηθώ, γυρίζει απ’ την άλλη και φεύγει απ’ την πόρτα.
Δεν παίρνει πολλή ώρα, και νά σου επιστρέφει. Πάλι με το ανοιχτόχρωμο φόρεμα. Το πρόσωπό της είναι πιο χλωμό, φαίνεται ότι γέρασε γρήγορα, όμως τα μαλλιά της λάμπουν εντονότερα απ’ ό,τι πριν. Την κοιτάζω ώρα, όσο στέκεται εκεί στην πόρτα και με εκπλήσσει πόσο πολύ μου μοιάζει. Αυτή η ανακάλυψη δεν με συγκινεί, απεναντίας όλα αντιτίθενται σ’ αυτό.
Μου γνέφει απ’ την πόρτα. Ξανά και ξανά. Βαθμιαία λίγο ανυπόμονα. Πρέπει να πάω, λέει. Εγώ ανασηκώνομαι στο κρεβάτι αλλά δεν λέω να σηκωθώ. Χαίρομαι όταν τελικά βγαίνει έξω κι εγώ μπορώ πάλι να τεντωθώ.
Έρχεται και τρίτη φορά, φυσικά. Αυτή τη φορά το δέρμα της είναι άσπρο και διάφανο σαν περγαμηνή, τα μακριά μαλλιά λάμπουν, λευκό αστράφτει το φουστάνι. Αυτή τη φορά έρχεται στο κρεβάτι μου και μου μιλάει. Με το καλό. Τώρα πρέπει, λέει, να πάω επιτέλους.
Όλα μέσα μου εναντιώνονται στο να πάω μαζί της. Μένω ξάπλα αποφασισμένη. Όμως τώρα εκείνη επιμένει έντονα, μ’ αρπάζει μάλιστα απ’ το χέρι και προσπαθεί να με σηκώσει απ’ το κρεβάτι. Εγώ σπρώχνω με δύναμη τα πόδια μου στο ξύλινο ποδαρικό του κρεβατιού και τινάζω το χέρι μου ελεύθερα. «Δεν θέλω!», λέω.
Τότε εκείνη πάει να ξαπλώσει δίπλα μου στο κρεβάτι. «Όχι!», λέω και τη σπρώχνω. Τελικά κάνει μεταβολή κι εξαφανίζεται. Για ένα διάστημα περιμένω, όμως εκείνη δεν επιστρέφει.
Σχεδόν ντρέπομαι που την έδιωξα. Όμως έπειτα αποτινάζω τη ντροπή. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν χρειάζεται να με πάρει κανείς. Θα πάω από μόνη μου. Όμως τώρα δεν είναι ακόμα η ώρα.
[…]
Το μωρό
Ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα που έχω ανοίξει αρχίζει η άμμος, είναι η ανθρακί άμμος της Λανθαρότε. Ανηφορίζει ελαφρά σε έναν αμμόλοφο κι εκεί όπου θα ’πρεπε να περιμένεις τον πίσω τοίχο του απλόχωρου δωματίου, σκάει το κύμα μουρμουρίζοντας, η θάλασσα ανοίγεται από πίσω ως τον ασημένιο ορίζοντα.
Κοντά στο νερό κάθεται ένα μωρό, δέκα μηνών είναι περίπου και συγχρόνως γιγαντόσωμο. Φοράει ένα λευκό καπελάκι για τον ήλιο και ένα κομψό, λευκό πουκαμισάκι που καλύπτει τα χεράκια του και τους στρογγυλούς ώμους. Κοιλιά, πωπός και ποδαράκια είναι γυμνά: στρουμπουλό, λευκό λίπος στο οποίο έχει καθίσει η μαύρη άμμος της Λανθαρότε, μοιάζει σαν παναρισμένο. Μου γαργαλάει το λαρύγγι. Τρομακτικά γλυκό και συγχρόνως διεστραμμένο είναι αυτό που βλέπω.
[…]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Κατερίνα Τζιναβά
Το σπίτι του χθες και του σήμερα (Das Haus von gestern und heute) της Edith Dühl (Έντιτ Ντυλ) εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2009 από τον εκδοτικό οίκο Leonardo Press. Το βιβλίο απαρτίζουν 61 συνολικά μικρές ιστορίες οι οποίες ξετυλίγονται πίσω από τις πόρτες των αναρίθμητων δωματίων του και - είτε διαδραματίζονται στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό του - συνδέονται με κάποιο τρόπο με αυτό. Η Έντιτ Ντυλ γεννήθηκε το 1944 στην Ανατολική Πρωσία. Έχει σπουδάσει γερμανική φιλολογία & ιστορία της τέχνης στο Κίελο και παιδαγωγική & διδακτική στο Αμβούργο της Γερμανίας. Έχει εκδώσει ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε και το διήγημά της Ο Κινέζος.