Έχοντας ξυπνήσει από βαθειά ανάγνωση, φερμένος από τον ασίγητο ρυθμό των αράδων στην ομιλία, με το στόμα μισό ακόμη στο σκοτάδι, έτσι αφιερώνεται λοιπόν ο πάλι ηχογραφούμενος μονόλογος στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του χειμώνα. Αρχίζει με το πυκνό ξεθώριασμα του καθημερινού τοπίου μου, έπειτα από δριμεία χιονόπτωση, επακριβώς συμπτωματικά, ήδη τις πρώτες πρωινές ώρες. Μοναδική διέξοδός μου, ο αναντικατάστατος δασικός ορίζοντάς μου, δίχως τον οποίο δεν γνωρίζω πού βρίσκομαι∙ τα πάντα εξαφανισμένα δίχως ίχνη, κι αντί γι’ αυτά επιχωματωμένο ένα ανοιχτό, λευκό, τραχύ τίποτα, σαν να αναπέταξε κάποιο από τα πάντα κενά φύλλα μου απ’ το γραφείο και να εκτάθηκε, προς εμπαιγμό μου, απεριόριστο στην περιοχή. Το ιδιωτικό απερίγραπτο και η ασύλληπτη απροσωπία της φύσης απεικονίζονταν αδιαχώριστα το ένα μέσα στ’ άλλο και ανυψώθηκαν στη μία και μοναδική υπερανθρώπινη υποχρέωση του εξαντλημένου συγγραφέα.
[...]
Αντί να φοβηθώ, σκέφτηκα αμέσως εκείνο το τρισευτυχισμένο κορίτσι, που είχε παρουσιαστεί ξάφνου στις πρώιμές μου «Σημειώσεις για το άγχος επιθυμίας» κι είχε αφήσει εκεί πίσω της το φευγαλέο απόσπασμα μιας πραγματικά ελπιδοφόρας συνάντησης. Επέλεξα το χωρίο, όπου γίνεται λόγος γι’ αυτήν: «Σήμερα λίγο πριν αποκοιμηθώ αργά το απόγευμα ακούω μια γυναικεία φωνή κάτω στον δρόμο να φωνάζει δυνατά και καθαρά τ’ όνομά μου. Σκέφτομαι αμέσως πως ανήκει στην ιστορία ενός κοριτσιού, που κρατήθηκε μήνες προφυλακισμένη ως πολιτικά υπόδικη, και τώρα, αφού αφέθηκε αιφνίδια ελεύθερη, ταξιδεύει άρον άρον για τον φίλο της, σ’ ένα άλλο τμήμα της πόλης, και ήδη, ενώ στέκεται στ’ ανοιχτό παράθυρο στο τρένο, φωνάζει δυνατά τ’ όνομά του στη νύχτα. Σαν να μην υπήρχε τηλέφωνο, σαν να μετέφερε η ιερή ευθυμία της τον ήχο της φωνής της πάνω απ’ τις πόλεις προς αυτόν. Ο φίλος κάθεται την ίδια ώρα στο σπίτι του, δεν προαισθάνεται τίποτα και παίζει ενάντια στον εαυτό του μία παρτίδα σκάκι. Κι αυτή φθάνει στην πόλη του και φωνάζει τ’ όνομά του κάτω απ’ το παράθυρό του. Όταν όμως αυτός κοιτάζει έξω εμβρόντητος, εκείνη έχει εξαφανιστεί. Επειδή θα ήθελε, όσο αντέχεται, ν’ αναβάλει την αντάμωση. Τον ακολουθεί το πρωί, όταν εκείνος πηγαίνει στην πόλη για ψώνια, και τον φωνάζει πάλι, καταμεσής ενός ανθρώπινου πλήθους, δυνατά και χαρούμενα. Εκείνος στρέφει, όμως αυτή έχει ήδη πάλι εξαφανιστεί. Είναι πραγματικά υπερφυσικά ευτυχισμένη κι ισορροπεί στην ψηλότερη κορφή της ελευθερίας...»
[...]
Στην άλλη άκρη του ταξιδιού ένα αμυδρό φως: τα μάτια σου τα δακρυσμένα, τα γάντια σου τα λευκά, που τους λεκέδες τους οσφραίνεσαι... Σήμερα με βασανίζει για πρώτη φορά η υποψία πως τα λίγα πράγματα, που συμβαίνουν εδώ, τα συνηθισμένα βιώματα θα μπορούσαν να ξεπερνούν στην πραγματικότητα κατά πολύ τη λογική μου, όχι, ακόμη και τη φαντασία μου κατά πολύ. Πάντοτε δεν κατανοώ απ’ αυτά μόνο όσα μπορώ και ν’ αντέξω; Ίσως τύχει κάποιαν ημέρα, ένας απλός χαιρετισμός, ένα νεύμα με το κεφάλι, ένας άγνωστος, που θα μου πει «Ναι» καταπρόσωπο, να μου ανοίξει πραγματικά τα μάτια, σε κάποια γοργή ουτοπία, ανατρέποντας τις μονότονες παρατηρήσεις μου, έτσι ώστε κατόπιν ν’ αντικρίσω καθετί παροδικό σ’ ένα ανυποψίαστο εύρος σημασίας, καθετί σποραδικό σ’ ένα κόρπους σχέσεων, που δεν είχα ποτέ πριν θίξει... αχ, αυτοί οι ακτινοβόλοι συλλογισμοί! - έπειτα από δυο δευτερόλεπτα το αργότερο θα λιποθυμούσα βέβαια. Θα μου συνέβαινε, Λεία, ό,τι και στην όμορφη θυγατέρα του κυβερνήτη το βράδυ της πρώτης της χοροεσπερίδας, όπου απ’ την έξαψη και τη βιασύνη δεν λέει να κατορθώσει να ευτρεπιστεί επαρκώς λυσιτελώς. Η βιασύνη της εντείνεται επιπλέον από την πανικόβλητη βεβαιότητα πως δεν προφταίνει πλέον με τίποτα, κι εξωθεί τις τυφλές και λανθασμένες χειρονομίες της σ’ εκείνο το αποκορύφωμα παραλυτικού κυκεώνα, απ’ τον οποίον η λιποθυμία μονάχα μπορεί να τη λυτρώσει. Έτσι καταρρέει στην αγκαλιά της μητέρας της. Η μητέρα, όμως, η οποία ως τότε δεν μπορούσε να βοηθήσει, σηκώνει το αναίσθητο κεφάλι της θυγατέρας στον κόρφο της και τραβά τώρα με ηρεμία κι επιμέλεια τη φίνα γραμμή στα σφιγμένα χείλη, στα υπομονετικά χαμηλωμένα βλέφαρα. Μια λιπόθυμη ψιμυθιώνεται.
[...]
Συνέχισα να φυλλομετρώ δύσθυμα το κυρτωμένο σημειωματάριο∙ πολλές σελίδες είχαν λυγίσει κάτω απ’ την πίεση του μολυβιού μου, το οποίο αναμφισβήτητα είχε πιεστεί στην γκραβούρα, όπως άρμοζε και σ’ αυτές τις μεμονωμένες βασικές προτάσεις. Έπειτα όμως έπεσα ξάφνου πάνω σ’ ένα επίπεδο φύλλο, το οποίο είχε αγγίξει ομοιόμορφα κάποιος ήρεμος, μακρόσυρτος γραφικός χαρακτήρας, και απ’ τα αποκαθηρμένα ύδατα εκείνου του γραφικού χαρακτήρα, λιμνάζοντα και τρεχούμενα συγχρόνως, αναδυόταν, ως δεύτερο πρόσωπό μου, το θραύσμα κάποιας θεωρητικής εικασίας, δελεαστικό και προειδοποιητικό, δυσνόητο και ευνόητο, η γεννημένη απαρχή μιας πολύχρονης ερευνητικής εργασίας. Η καταχώριση που με ανησύχησε ήταν εντελώς ασύνδετη στο μικρό βιβλίο, μεταξύ τσακισμένης απόγνωσης για την προηγούμενη κι απερίσκεπτης ευθυμίας για την επόμενη σελίδα. Πρόβαλλε εντελώς αυτοτελής, εκφρασμένη με υπομονή και διακοπτόταν πάλι απότομα, διέθετε μια παράδοξα πρώιμη αποσιώπηση. Είχε ως εξής: «Ό,τι γράφω επίσης, γράφει για μένα. Γράφω ακατάπαυστα τον ξένο, που με απειλεί. Ό,τι γράφω, γνωρίζει ποιος είμαι, γνωρίζει επίσης πολύ καλά το μελλοντικό τέλος μου, και ο καθένας μπορεί να διαβάσει στα γραπτά μου για μένα, σαν τις ηλικιωμένες γυναίκες στο κατακάθι του καφέ, μόνο εγώ δεν μπορώ. Εγώ όχι, εγώ δεν μπορώ να το διαβάσω∙ ενσφράγιστη η σημασία, παραβλέπω τις προειδοποιήσεις σε κάθε αράδα. Σε κάθε λέξη, σε κάθε ολοκληρωμένη πρόταση απαντά κάτι για μένα, κι εγώ δεν λέω να το αναγνωρίσω. Μόλις στο τέλος, όταν η καταστροφή θα έχει ήδη επέλθει, θα ήμουν βέβαια σε θέση να πω: εδώ κι εκεί εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις, τούτο κι εκείνο το υποδήλωναν κιόλας. Όμως τότε, στο τέλος, θα αναμειγνύονται ούτως ή άλλως τα πάντα, η αναγνώριση και το συμβάν στον έναν και τον αυτό θόρυβο του χαρτιού, που μουσκεύει η βροχή στον καλοκαιρινό αέρα… Πουθενά στον κόσμο δεν έχω ανταμώσει κάτι πιο ξένο από μια καταφατική πρόταση, που ολοκληρώθηκε από μένα».
Τώρα άρχισε ένας διαδοχικός σχεδιασμός και υποθέσεις. Η επικείμενη μελέτη μου, αυτό τουλάχιστον ήταν κιόλας βέβαιο, θα ασχολούνταν με εκείνες τις ριψοκίνδυνες οριακές περιπτώσεις της γραφής, στις οποίες ένα διεγερτικό άγχος και μια αγχογόνος διάθεση οδηγούν στην ύψιστη απειλή του γράφοντος συγγραφέα, διερευνημένη σε κεντρικά κείμενα και μαρτυρίες των συγγραφέων της προτίμησής μου. Άγχος κι ενθουσιασμός, μάλιστα, γι’ αυτό θα επρόκειτο, τα κυνηγημένα συναισθήματα του συγγραφέα λίγο πριν από την εξαφάνισή του, λίγο πριν από την καταγραφή. Σαν τον κόμπο ενός καρπού, απ’ τον οποίο θα σχηματιζόταν καθετί επακόλουθο με εντελώς φυσιολογικό τρόπο, γευόμουν ήδη τον τίτλο της εργασίας μου στα χείλη: Θεωρία της απειλής…
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης