Botho Strauß, Θεωρία της απειλής

Patricia Lister Kennedy - Self-portrait from distorted mirror

Έχοντας ξυπνήσει από βαθειά ανάγνωση, φερμένος από τον ασίγητο ρυθμό των αράδων στην ομιλία, με το στόμα μισό ακόμη στο σκοτάδι, έτσι αφιερώνεται λοιπόν ο πάλι ηχογραφούμενος μονόλογος στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του χειμώνα. Αρχίζει με το πυκνό ξεθώριασμα του καθημερινού τοπίου μου, έπειτα από δριμεία χιονόπτωση, επακριβώς συμπτωματικά, ήδη τις πρώτες πρωινές ώρες. Μοναδική διέξοδός μου, ο αναντικατάστατος δασικός ορίζοντάς μου, δίχως τον οποίο δεν γνωρίζω πού βρίσκομαι∙ τα πάντα εξαφανισμένα δίχως ίχνη, κι αντί γι’ αυτά επιχωματωμένο ένα ανοιχτό, λευκό, τραχύ τίποτα, σαν να αναπέταξε κάποιο από τα πάντα κενά φύλλα μου απ’ το γραφείο και να εκτάθηκε, προς εμπαιγμό μου, απεριόριστο στην περιοχή. Το ιδιωτικό απερίγραπτο και η ασύλληπτη απροσωπία της φύσης απεικονίζονταν αδιαχώριστα το ένα μέσα στ’ άλλο και ανυψώθηκαν στη μία και μοναδική υπερανθρώπινη υποχρέωση του εξαντλημένου συγγραφέα.

 

[...]

 

Αντί να φοβηθώ, σκέφτηκα αμέσως εκείνο το τρισευτυχισμένο κορίτσι, που είχε παρουσιαστεί ξάφνου στις πρώιμές μου «Σημειώσεις για το άγχος επιθυμίας» κι είχε αφήσει εκεί πίσω της το φευγαλέο απόσπασμα μιας πραγματικά ελπιδοφόρας συνάντησης. Επέλεξα το χωρίο, όπου γίνεται λόγος γι’ αυτήν: «Σήμερα λίγο πριν αποκοιμηθώ αργά το απόγευμα ακούω μια γυναικεία φωνή κάτω στον δρόμο να φωνάζει δυνατά και καθαρά τ’ όνομά μου. Σκέφτομαι αμέσως πως ανήκει στην ιστορία ενός κοριτσιού, που κρατήθηκε μήνες προφυλακισμένη ως πολιτικά υπόδικη, και τώρα, αφού αφέθηκε αιφνίδια ελεύθερη, ταξιδεύει άρον άρον για τον φίλο της, σ’ ένα άλλο τμήμα της πόλης, και ήδη, ενώ στέκεται στ’ ανοιχτό παράθυρο στο τρένο, φωνάζει δυνατά τ’ όνομά του στη νύχτα. Σαν να μην υπήρχε τηλέφωνο, σαν να μετέφερε η ιερή ευθυμία της τον ήχο της φωνής της πάνω απ’ τις πόλεις προς αυτόν. Ο φίλος κάθεται την ίδια ώρα στο σπίτι του, δεν προαισθάνεται τίποτα και παίζει ενάντια στον εαυτό του μία παρτίδα σκάκι. Κι αυτή φθάνει στην πόλη του και φωνάζει τ’ όνομά του κάτω απ’ το παράθυρό του. Όταν όμως αυτός κοιτάζει έξω εμβρόντητος, εκείνη έχει εξαφανιστεί. Επειδή θα ήθελε, όσο αντέχεται, ν’ αναβάλει την αντάμωση. Τον ακολουθεί το πρωί, όταν εκείνος πηγαίνει στην πόλη για ψώνια, και τον φωνάζει πάλι, καταμεσής ενός ανθρώπινου πλήθους, δυνατά και χαρούμενα. Εκείνος στρέφει, όμως αυτή έχει ήδη πάλι εξαφανιστεί. Είναι πραγματικά υπερφυσικά ευτυχισμένη κι ισορροπεί στην ψηλότερη κορφή της ελευθερίας...»

 

[...]

 

Στην άλλη άκρη του ταξιδιού ένα αμυδρό φως: τα μάτια σου τα δακρυσμένα, τα γάντια σου τα λευκά, που τους λεκέδες τους οσφραίνεσαι... Σήμερα με βασανίζει για πρώτη φορά η υποψία πως τα λίγα πράγματα, που συμβαίνουν εδώ, τα συνηθισμένα βιώματα θα μπορούσαν να ξεπερνούν στην πραγματικότητα κατά πολύ τη λογική μου, όχι, ακόμη και τη φαντασία μου κατά πολύ. Πάντοτε δεν κατανοώ απ’ αυτά μόνο όσα μπορώ και ν’ αντέξω; Ίσως τύχει κάποιαν ημέρα, ένας απλός χαιρετισμός, ένα νεύμα με το κεφάλι, ένας άγνωστος, που θα μου πει «Ναι» καταπρόσωπο, να μου ανοίξει πραγματικά τα μάτια, σε κάποια γοργή ουτοπία, ανατρέποντας τις μονότονες παρατηρήσεις μου, έτσι ώστε κατόπιν ν’ αντικρίσω καθετί παροδικό σ’ ένα ανυποψίαστο εύρος σημασίας, καθετί σποραδικό σ’ ένα κόρπους σχέσεων, που δεν είχα ποτέ πριν θίξει... αχ, αυτοί οι ακτινοβόλοι συλλογισμοί! - έπειτα από δυο δευτερόλεπτα το αργότερο θα λιποθυμούσα βέβαια. Θα μου συνέβαινε, Λεία, ό,τι και στην όμορφη θυγατέρα του κυβερνήτη το βράδυ της πρώτης της χοροεσπερίδας, όπου απ’ την έξαψη και τη βιασύνη δεν λέει να κατορθώσει να ευτρεπιστεί επαρκώς λυσιτελώς. Η βιασύνη της εντείνεται επιπλέον από την πανικόβλητη βεβαιότητα πως δεν προφταίνει πλέον με τίποτα, κι εξωθεί τις τυφλές και λανθασμένες χειρονομίες της σ’ εκείνο το αποκορύφωμα παραλυτικού κυκεώνα, απ’ τον οποίον η λιποθυμία μονάχα μπορεί να τη λυτρώσει. Έτσι καταρρέει στην αγκαλιά της μητέρας της. Η μητέρα, όμως, η οποία ως τότε δεν μπορούσε να βοηθήσει, σηκώνει το αναίσθητο κεφάλι της θυγατέρας στον κόρφο της και τραβά τώρα με ηρεμία κι επιμέλεια τη φίνα γραμμή στα σφιγμένα χείλη, στα υπομονετικά χαμηλωμένα βλέφαρα. Μια λιπόθυμη ψιμυθιώνεται.

 

[...]

 

Συνέχισα να φυλλομετρώ δύσθυμα το κυρτωμένο σημειωματάριο∙ πολλές σελίδες είχαν λυγίσει κάτω απ’ την πίεση του μολυβιού μου, το οποίο αναμφισβήτητα είχε πιεστεί στην γκραβούρα, όπως άρμοζε και σ’ αυτές τις μεμονωμένες βασικές προτάσεις. Έπειτα όμως έπεσα ξάφνου πάνω σ’ ένα επίπεδο φύλλο, το οποίο είχε αγγίξει ομοιόμορφα κάποιος ήρεμος, μακρόσυρτος γραφικός χαρακτήρας, και απ’ τα αποκαθηρμένα ύδατα εκείνου του γραφικού χαρακτήρα, λιμνάζοντα και τρεχούμενα συγχρόνως, αναδυόταν, ως δεύτερο πρόσωπό μου, το θραύσμα κάποιας θεωρητικής εικασίας, δελεαστικό και προειδοποιητικό, δυσνόητο και ευνόητο, η γεννημένη απαρχή μιας πολύχρονης ερευνητικής εργασίας. Η καταχώριση που με ανησύχησε ήταν εντελώς ασύνδετη στο μικρό βιβλίο, μεταξύ τσακισμένης απόγνωσης για την προηγούμενη κι απερίσκεπτης ευθυμίας για την επόμενη σελίδα. Πρόβαλλε εντελώς αυτοτελής, εκφρασμένη με υπομονή και διακοπτόταν πάλι απότομα, διέθετε μια παράδοξα πρώιμη αποσιώπηση. Είχε ως εξής: «Ό,τι γράφω επίσης, γράφει για μένα. Γράφω ακατάπαυστα τον ξένο, που με απειλεί. Ό,τι γράφω, γνωρίζει ποιος είμαι, γνωρίζει επίσης πολύ καλά το μελλοντικό τέλος μου, και ο καθένας μπορεί να διαβάσει στα γραπτά μου για μένα, σαν τις ηλικιωμένες γυναίκες στο κατακάθι του καφέ, μόνο εγώ δεν μπορώ. Εγώ όχι, εγώ δεν μπορώ να το διαβάσω∙ ενσφράγιστη η σημασία, παραβλέπω τις προειδοποιήσεις σε κάθε αράδα. Σε κάθε λέξη, σε κάθε ολοκληρωμένη πρόταση απαντά κάτι για μένα, κι εγώ δεν λέω να το αναγνωρίσω. Μόλις στο τέλος, όταν η καταστροφή θα έχει ήδη επέλθει, θα ήμουν βέβαια σε θέση να πω: εδώ κι εκεί εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις, τούτο κι εκείνο το υποδήλωναν κιόλας. Όμως τότε, στο τέλος, θα αναμειγνύονται ούτως ή άλλως τα πάντα, η αναγνώριση και το συμβάν στον έναν και τον αυτό θόρυβο του χαρτιού, που μουσκεύει η βροχή στον καλοκαιρινό αέρα… Πουθενά στον κόσμο δεν έχω ανταμώσει κάτι πιο ξένο από μια καταφατική πρόταση, που ολοκληρώθηκε από μένα».

 

Τώρα άρχισε ένας διαδοχικός σχεδιασμός και υποθέσεις. Η επικείμενη μελέτη μου, αυτό τουλάχιστον ήταν κιόλας βέβαιο, θα ασχολούνταν με εκείνες τις ριψοκίνδυνες οριακές περιπτώσεις της γραφής, στις οποίες ένα διεγερτικό άγχος και μια αγχογόνος διάθεση οδηγούν στην ύψιστη απειλή του γράφοντος συγγραφέα, διερευνημένη σε κεντρικά κείμενα και μαρτυρίες των συγγραφέων της προτίμησής μου. Άγχος κι ενθουσιασμός, μάλιστα, γι’ αυτό θα επρόκειτο, τα κυνηγημένα συναισθήματα του συγγραφέα λίγο πριν από την εξαφάνισή του, λίγο πριν από την καταγραφή. Σαν τον κόμπο ενός καρπού, απ’ τον οποίο θα σχηματιζόταν καθετί επακόλουθο με εντελώς φυσιολογικό τρόπο, γευόμουν ήδη τον τίτλο της εργασίας μου στα χείλη: Θεωρία της απειλής

 

[...]

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

ΜποτοΣτράουςΘεωρίαΤηςΑπειλής Τα παραπάνω αποσπάσματαα είναι από το βιβλίο του Μπότο Στράους (γεν. 1944) Θεωρία της απειλής που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος το 2001 και είναι ένα από τα δύο πρώτα πεζογραφικά κείμενα του Μπότο Στράους που δημοσιεύθηκαν το 1975. Ο Μιχάλης Αρβανίτης έγραψε μεταξύ άλλων στην κριτική του στο περιοδικό Μανδραγόρας: «Εκεί που τελειώνει το αίνιγμα, ξεκινά η θεωρία της απειλής. Ένα σύγχρονο δοκίμιο στο αποκλίνον με τη μορφή αφηγηματικής εξομολόγησης. Κομμάτια πάζλ σκορπισμένα στο τραπέζι των παραισθήσεων, χρωματιστά πίξελ που ανασυνθέτουν την εικόνα του χαμού». Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου έγραψε μεταξύ άλλον στην Ελευθεροτυπία: «Ο Μπότο Στράους πιστεύει στον υπέρτατο νόμο της τέχνης. Η γραφή, ακόμη κι όταν φτάνει ώς την αυτοκατάργησή της, ορίζει τα πάντα στη "Θεωρία της απειλής", μοιράζει με απόλυτη ευχέρεια τους λιγοστούς αφηγηματικούς ρόλους, εμπνέει και καθοδηγεί την τρέλα, αναστατώνει την καθημερινότητα και αποφασίζει για λογαριασμό του έρωτα ή του θανάτου». Ο No14me γράφει στην κριτική του μεταξύ άλλων: «Ο Στράους μαεστρικά, σελίδα τη σελίδα, χτίζει τον τρόμο και παραθέτει τα γεγονότα όπως εκείνα επανέρχονται σταδιακά στη μνήμη του αφηγητή».

Στην εισαγωγή του μεταφραστή που συνοδεύει την έκδοση αναφέρεται: «[...] Το θεατρικό παρελθόν του Μπότο Στράους δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει και τον πεζογράφο Στράους. Η θεατρική γραφή του Στράους είναι γραφή προβοκατόρικη, που υπονομεύει την ίδια τη θεατρική υπόστασή της. Ονειρικές εικόνες, αινιγματικές σκηνές, χρονικές ανακολουθίες, η απουσία οροθετημένου χώρου διαρρηγνύουν τον θεματικό ιστό του έργου αποκαλύπτοντας ανερμάτιστους χαρακτήρες· μια αποκάλυψη ωστόσο που δεν παίρνει ποτέ μορφή καταγγελίας, αφού ο Μπότο Στράους εμμένει να αναζητά με διεισδυτική ματιά την προσωπική αλήθεια του καθενός. Η πραγματικότητα στον Στράους μόνο αποσπασματικά μπορεί να γίνει κατανοητή, επειδή ο Στράους δίνει κάποια από τα κομμάτια ενός παζλ, που μέλλει να χάσκει ανολοκλήρωτο. Και αν η πεμπτουσία του θεάτρου αντανακλάται απαράμιλλα στα θεατρικά έργα του Λουίτζι Πιραντέλλο, εκείνα που είναι γνωστά και ως «θέατρο εν θεάτρω» με αποκορύφωμα ίσως το Έξι πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα, τότε η Θεωρία της απειλής, όντας ένα αφήγημα που αφηγείται τη δημιουργία ενός αφηγήματος, αντανακλά την πεμπτουσία της γραφής εν γένει. Μόνο που και σε αυτήν την περίπτωση τον εγκεφαλικό Στράους, τον θεωρητικό-αναλυτικό κριτικό, έρχεται να διασώσει ο βιωματικός Στράους δημιουργώντας μιαν ισορροπία, που αν και δεν ανατρέπεται ποτέ, παραμένει επισφαλής απ’ την αρχή ως το τέλος. [...] Με μια πρόταση προς ηχογράφηση αρχίζει η Θεωρία της απειλής και υποβάλλει εξ αρχής την ένταση των αισθήσεων, της όρασης και της ακοής. Ο αναγνώστης ακολουθεί το βλέμμα του ήρωα και με μια ματιά άκρως κινηματογραφική, με ένα επιβλητικό zoom-out, που θα το διαδεχθεί ένα αγωνιώδες zoom-in, από το αχανές στο συγκεκριμένο, το περιορισμένο, το απτό, ο Μπότο Στράους κατορθώνει με τις πρώτες αράδες να εγκαταστήσει τον αναγνώστη στο κεφάλι του ήρωά του. Ο αναγνώστης δεν βλέπει απλώς εμπρός του ό,τι περιγράφεται στον μονόλογο που ηχογραφείται, αλλά εξαναγκάζεται να αφουγκραστεί την τεταμένη σιωπή των αντικειμένων, μέχρι που εκείνη θα σπάσει. Με τη Θεωρία της απειλής ο Μπότο Στράους εξυφαίνει ένα εγκεφαλικό θρίλερ με υλικό την απουσία του έρωτα που στοιχειώνει το διαταραγμένο πνεύμα ενός συγγραφέα και την εφιαλτική πορεία του προς την αυτογνωσία και τη λύτρωση. Οδηγός του σε αυτή την εγωκεντρική, σχεδόν αυτιστική, κάθοδο η μορφή μιας γυναίκας με όνομα βιβλικό, η Λεία. Πρόκειται άραγε για μιαν απλή σύμπτωση των ονομάτων; Πιθανότατα η Λεία από τη Θεωρία της απειλής να μην έχει καμμία σχέση με τη βιβλική Λεία, που πήρε τεχνηέντως τη θέση της αδελφής της, Ρεβέκκας, στη νυφική παστάδα, για να γίνει γυναίκα του Ιακώβ, δίχως εκείνος να το γνωρίζει. Άλλωστε ο αφηγητής της Θεωρίας της απειλής ψυχανεμίζεται εξ αρχής μιαν απάτη να μηχανορραφείται εναντίον του. Η πρώτη εικόνα της Λείας επάνω σ’ ένα σκαμνί θυμίζει περισσότερο τη Μέγαιρα, παραμορφωμένη από τα πινέλα του Φράνσις Μπέικον έτσι όπως τα οδηγούσε το αλκοόλ, και η τελευταία μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο στο χέρι να φέρνει πάλι στον νου τη δαδοφόρο Ερινύα. Το έγκλημα δεν είναι άλλο παρά η περιφρόνηση της ζωής χάριν της γραφής, η παραχάραξη της γραφής σε προϊόν συνεύρεσης ερωτικής και συνεπώς η αναζήτηση της μούσας. Η αφήγηση, άκρως υποκειμενική, κλειστοφοβική, παραληρηματική, ακολουθεί τους λαβυρίνθους της ιδεοληψίας, κατατρώγει, συρρικνώνει και αναπλάθει τον αφηγητή».

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Μπότο Στράους και δείτε ποια βιβλία του έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά.