Θυμάμαι τους απόντες. Δεν τους κλαίω, αλλά ούτε πιστεύω ότι όταν τους φέρνω στη μνήμη μου με αυτόν τον τρόπο ξαναζούν, αστείες υποθέσεις. Η θύμησή τους είναι συντροφιά παρηγορητική, που με φέρνει μακριά σε εκείνα τα χρόνια. Όσο θα ζήσω ακόμη. Ύστερα θα χαθούμε μαζί για πάντα, όταν το «για πάντα» δεν θα έχει νόημα πλέον, στην αντίπερα όχθη.
Με την Ευτέρπη συναντιόμαστε σε ένα μικρό δωμάτιο στο ταρατσάκι ενός ακατοίκητου σπιτιού, μου είχε δώσει το κλειδί ο Γιάννης. Αργότερα, μια μέρα, τα ’ριξε στην Ευτέρπη κι αυτός, ο κανάγιας, και κόψαμε να πηγαίνουμε στο μαγαζί του. Έτσι, δεν ξαναείδα το δωμάτιο εκείνο. Ένας παλιός καναπές που γινόταν και κρεβάτι, ένα αρχαίο τραπεζάκι και μια ψάθινη πολυθρόνα με ένα σκισμένο μαξιλάρι, που είχε κεντημένο πάνω του τον δικέφαλο αετό. Το μικρό παραθυράκι ήταν καρφωμένο με σανίδες, τζάμια δεν υπήρχαν. Και η πόρτα, σωστό σαράβαλο, που έτριζε και σφήνωνε στο τσιμεντένιο δάπεδο καθώς πήγαινες να την ανοίξεις.
Η Ευτέρπη τώρα είναι μαζί με τους άλλους απόντες, όλους εκείνους που συνωστίζονται στη μνήμη μου. Μια μέρα, εκεί που διάβαζα στην εφημερίδα μου τις κηδείες, κάτι που δεν παραλείπω ποτέ, συγκλονίστηκα διαβάζοντας: Την ΕΥΤΕΡΠΗ ΑΡ. Κ[…]Η, αρχαιολόγο, κηδεύομε στο νεκροταφείο της Αίγινας κ.λπ. Ο σύζυγος: Τιμολέων. Η μητέρα: Σοφία. Οι λοιποί συγγενείς.
Σε ένα παγκάκι στο Πεδίο του Άρεως μιλήσαμε για τελευταία φορά. Ακριβώς δεν μιλήσαμε, λογοφέραμε για κάποια ασήμαντη αιτία, και κουβέντα στην κουβέντα, είπαμε λόγια βαριά, ο ένας κατηγορούσε τον άλλον ότι αυτός είχε προετοιμάσει τους τίτλους του τέλους.
Την είδα μια μέρα, θα ’χαν περάσει δυο τρία χρόνια, σε μια έκθεση στο Ζάππειο να συνοδεύεται από έναν ασπρομάλλη άντρα. Δεν μου μίλησε, μπορεί και να μην πρόσεξε την παρουσία μου ή να μην ήθελε να τη δει ο συνοδός της.
Στο πρώτο μας ραντεβού χιόνιζε και της κρατούσα το χέρι. Ύστερα στο πατάρι ενός ζαχαροπλαστείου μου μιλούσε για τις σπουδές της στο Λονδίνο, για έναν φοιτητή που είχαν μια σχέση και που αυτός, μια μέρα, έτρεξε ολόγυμνος και έπεσε στον Τάμεση. Όχι, μου είπε, δεν τσακώθηκαν. Ξαφνικά χωρίς λόγο, πέταξε τα ρούχα του, και άρχισε να τρέχει προς το ποτάμι. Δεν τον είδε έκτοτε, έμαθε ότι διέκοψε τις σπουδές του και τον έχουν στο σπίτι του με χάπια.
Ζούσε με τη χήρα μητέρα της. Της άρεσε, είπε, να κρύβεται κάτω από τα κρεβάτια και να την ψάχνει η Σοφία.
Μια περίοδο δούλεψε στο μουσείο της Ακρόπολης. Εκεί γνώρισε τον Μιχάλη, ο οποίος είχε πάθος με τη φωτογραφία. Της έκανε ερωτική εξομολόγηση λέγοντάς της ότι πρώτα αγαπάει τη φωτογραφική του μηχανή και ύστερα αυτήν. Ο πατέρας του, εύπορος αστός των βορείων προαστίων της πρωτεύουσας, προετοίμαζε τον μοναχογιό του, αιώνιο φοιτητή του Χημικού, για κληρονόμο της φαρμακαποθήκης του.
Πέρασαν ένα χρόνο μαζί, πήγαν το καλοκαίρι διακοπές σε ένα νησί στο Αιγαίο, και μια μέρα ο Μιχάλης, που έμενε μόνος του σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, την προσκάλεσε στο σπίτι του πατέρα του, οι γονείς του θα πήγαιναν εκδρομή στις Μυκήνες. Όμως, ξαφνικά, εμφανίστηκε ο πατέρας και τους έπιασε γυμνούς στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του. Έξαλλος πέταξε με τις κλοτσιές στον δρόμο την Ευτέρπη, βρίζοντας και βλαστημώντας την, ότι πάει να τυλίξει αυτή η ξεβράκωτη τον μοναχογιό του, και ότι αυτός την περιουσία του την έκανε με ιδρώτα και αίμα και δεν θα την αφήσει να τη φάει ένα γύναιο. Εκείνο που θυμόταν η Ευτέρπη και αργότερα το σκεφτόταν και γέμιζε ο νους της μαύρες υποψίες, ήταν ότι μετά την ερωτική τους επαφή, σε μια στιγμή ο Μιχάλης σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και τηλεφώνησε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και, τότε, εμφανίστηκε ο πατέρας του.
Τη θυμάμαι να κάθεται σε μια πέτρα στον λόφο του Φιλοπάππου και ο άνεμος να φυσάει τα μαλλιά της, να μου δείχνει την Ακρόπολη, και να μιλάει επί ώρα για τα θαυμάσια των αρχαίων Ελλήνων, για τον Ικτίνο, τον Καλλικράτη και τον Φειδία, για τη χρυσή τομή και, ξαφνικά, αλλάζοντας ρότα, να αρχίζει να τραγουδά ένα ρεμπέτικο τραγούδι.
Μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης και την έψαχνα χωρίς να μπορώ να τη βρω πουθενά. Στο σπίτι της δεν ήταν, στο κινητό δεν απαντούσε. Είχε περάσει μια εβδομάδα όταν μου χτύπησε το κουδούνι και την άκουσα από το θυροτηλέφωνο να λέει:
«Άνοιξε, είμαι η Ευτέρπη».
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο φουριόζα, ξάπλωσε στον καναπέ και, «γαμώ το κέρατό μου, τίποτα!», αναφώνησε. Και όταν τη ρώτησα τι έγινε, γιατί είχε χαθεί και πού βρισκόταν τόσες ημέρες, με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας πικρά και μου είπε:
«Είχα πάει στο Ταίναρο για να βρω την πύλη του Άδη!»
«Καλά, και πώς έφτασες μέχρι εκεί κάτω;» ρώτησα.
«Με το ποδήλατό μου!» απάντησε.
Συχνά πυκνά, «είμαι τριών χιλιάδων ετών, μικρέ μου!» έσκυβε και μου φώναζε στο αφτί. Χάθηκε στα τριάντα της. Δεν λέω έφυγε για τον άλλον κόσμο, γιατί και αυτή δεν πίστευε στην ύπαρξή του.