Μαρία-Χριστίνα Γιαννακάκη, Τελευταίος προορισμός Αλεξάνδρεια

Vivian Maier _ Jeffrey Goldstein Collection  

Γενάρης ’48, Αλεξάνδρεια, Μεσάνυχτα.

 

Ένας άντρας με καπέλο και καπαρντίνα κατεβαίνει από το πλοίο. Χωρίς αποσκευές. Πατάει στην αποβάθρα του λιμανιού, κοιτάει προσεκτικά γύρω και κατεβάζει το καπέλο πιο χαμηλά. Μπαίνει σε μια λέσχη. Πίνει ένα ποτό κι έπειτα χάνεται στους δρόμους της πόλης. Πάνω στο μπαρ κάτω απ’ τα λεφτά αφήνει και την φωτογραφία μιας γυναίκας. Μελαχρινή με έντονο βλέμμα και μεγάλα μάτια. Από πίσω αφιέρωση «Θα με βρεις εκεί που η σκόνη κρύβει τον ορίζοντα».

 

Όλη του η ζωή μια αναζήτηση. Ένας σκοπός μοναχικός. Περιπλανιέται στους δρόμους της Ανατολής ψάχνοντάς την. Η Αλεξάνδρεια είναι ο τελευταίος προορισμός. Ο ήλιος ξεπροβάλλει. Αυτός ψάχνει μανιωδώς κάπου να μείνει. Κλείνει ένα δωμάτιο, ζητάει να μην τον ενοχλήσουν και κλειδώνει την πόρτα πίσω του. Κλείνει τις κουρτίνες για να διώξει το φως. Ανάβει ένα τσιγάρο και ξαπλώνει. Έχει ακόμα ώρα μέχρι να νυχτώσει ξανά. Αποκοιμιέται. Μια μυρωδιά έντονη τρυπάει το σκοτάδι. Ξυπνάει. Καταλαβαίνει πως εκείνη είναι κοντά. Βγάζει ένα μπουκαλάκι από μια κρυφή τσέπη στην καπαρντίνα του και αρωματίζει τον χώρο. Διπλοκλειδώνει. Ξαναπέφτει στο κρεβάτι και αυτή τη φορά χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Ανακουφίζεται. Δεν τον ενοχλεί πια η μυρωδιά. Το σούρουπο δεν αργεί. Είναι όμως τόσο κοντά. Ίσως αν άνοιγε την πόρτα να την έβρισκε να τον περιμένει εκεί. Και τότε δεν θα είχε άλλο χρόνο, αλλά ούτε και προσμονή. Και το ταξίδι θα τελείωνε. Και κλείνει τα αυτιά να μην ακούει. Και κλείνει τα μάτια να μην δει. Ανοίγει το στόμα και ουρλιάζει για να μην ακούσει. Αλλά η μυρωδιά επιμένει. Επιμένει και τον τυλίγει. Και αυτός την φαντάζεται μ’ ένα πράσινο φόρεμα μακρύ, με τα μαύρα της μαλλιά λυτά και τα μάτια της να λάμπουν στο ημίφως, να στέκει πίσω από την πόρτα, έτοιμη να φωνάξει τ’ όνομά του. Και ουρλιάζει ξανά, μην την ακούσει. Και τελικά τα καταφέρνει, και η μυρωδιά εξαφανίζεται. Κι αυτός κουρασμένος από την προσπάθεια αποκοιμιέται.

 

Ο ήλιος πέφτει. Το σκοτάδι τυλίγει τους δρόμους της πόλης και η ώρα του έχει έρθει. Εκείνη η ώρα που νιώθει ασφαλής. Βγαίνει έξω και αρχίζει να ψάχνει ξανά. Χώνεται σε σκονισμένα σοκάκια και υπόγειες λέσχες. Χάνεται μες στο αλκοόλ και τον καπνό. Άγνωστος σ’ έναν κόσμο μυστήριο και καχύποπτο. Σ’ έναν κόσμο που προσφέρει απλόχερα την σαρκική ηδονή. Με βλέμματα άλλοτε άγρια και άλλοτε λάγνα να καρφώνονται πάνω του. Και αυτός προσπερνάει ταγμένος στον σκοπό του. Όταν ξαφνικά μυρίζει την αυγή. Τότε όμως, τον αρπάζει από το χέρι ένας γέρος, τυφλός. Αυτός ξαφνιάζεται και αποτραβιέται. Δεν σταματάει να μάθει, παρά τρέχει μακριά χωρίς να κοιτάξει πίσω. Οποιαδήποτε επαφή του προκαλεί αποστροφή.

 

Με κλειστές κουρτίνες κι ένα βουνό αποτσίγαρα βρίσκεται ξανά να περιμένει την μυρωδιά. Σίγουρος πως θα επιστρέψει. Οι ώρες περνούν. Οι δείκτες του ρολογιού ηχούν μέσα στο σκοτάδι και του θυμίζουν εκείνη την μακρινή του υπόσχεση. Εκείνο το καλοκαίρι. Τότε που το φως δεν τον έδιωχνε. Κάθε χτύπος κι ένα βήμα πιο κοντά. Ή και πιο μακριά. Κι αποκοιμιέται ξανά. Εξαντλημένος από την προσπάθεια. Ξαφνικά ένας θόρυβος έρχεται απέξω. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει στην χαραμάδα της πόρτας μια σκιά. Φαντάζεται πως θα είναι εκείνος ο γέρος του δρόμου. Ίσως και να ελπίζει. Προσπαθεί να αφουγκραστεί μα βλέπει μόνο έναν φάκελο να τινάζεται μπροστά του. Σκέφτεται ν’ ανοίγει την πόρτα και να την βλέπει μπρος στα μάτια του. Στέκεται για λίγο και κοιτάζει τον φάκελο. Την σκέφτεται όπως την είχε δει τότε. Τελικά σηκώνεται, τον παίρνει για μια στιγμή στα χέρια του μα τον αφήνει ξανά σφραγισμένο στο πάτωμα. Ξαπλώνει στο κρεβάτι και του γυρίζει την πλάτη. Προσπαθεί να τον ξεχάσει. Να κάνει πως δεν υπήρξε ποτέ εκεί. Να αδιαφορήσει. Αυτός όμως επίμονα του τρυπάει το μυαλό. Κάθε τόσο γυρνάει να τον ελέγξει. Δεν εξαφανίζεται όμως. Είναι αληθινός. Αποκοιμιέται με την ελπίδα να ξεχάσει.

 

Ο ήλιος ανατέλλει. Σηκώνεται ξανά με την ελπίδα. Πατάει πάνω στον φάκελο. Κουμπώνει το σακάκι του. Η ώρα έχει φτάσει. Ανάβει ένα τσιγάρο και βγαίνει.

 

 

 

© Μαρία-Χριστίνα Γιαννακάκη