Γιώργος Λαμπράκος, Η φάρμα της Εδέμ

Phto by Andras Kovacs and Pavel Matousek

-Θες το αρνί;

-Πόσο το δίνεις;

-Είκοσι.

-Πιο κάτω.

-Δεκαπέντε.

-Πιο κάτω.

-Δεν γίνεται πιο κάτω.

-Πιο κάτω, αλλιώς δεν το παίρνω.

-Δέκα. Τελευταία προσφορά.

-Πέντε. Μαζί με την τροφή του.

-Αδερφέ μου, με διαλύεις.

-Τι να κάνω; Έτσι είναι αυτά.

-Εντάξει. Αλλά τελευταία φορά!

-Ξέρεις καλά πως δεν θα ‘ναι η τελευταία φορά.

-Μιχάλη, είσαι αδίστακτος!

-Βαγγέλη, είμαι ιδιοκτήτης.

Ο Cain αφαίρεσε από τον προβατώνα του Abel το τελευταίο αρνί που του είχε απομείνει και το τοποθέτησε στο μεγάλο αγροτεμάχιο που καλλιεργούσε. Η επένδυση αποδείχτηκε χρυσοφόρα σε μεταχρήμα, αφού τα συγκεκριμένα αρνιά όχι μόνο έβγαζαν απεριόριστο μαλλί, αλλά και δεν πέθαιναν εύκολα, καθώς τα συνεχή παράπονα κάποιων κτηνοτρόφων προς τον Διαχειριστή είχαν οδηγήσει στην απαγόρευση της πτήσης αετών. Ο Cain πουλούσε το μαλλί σε διάφορους περαστικούς που το χρειάζονταν ή το κρατούσε, μια και δεν χαλούσε, για να το πουλήσει αργότερα και ακριβότερα σε περιόδους κακοκαιρίας. Τους τελευταίους μήνες, πάντως, αυτές οι περίοδοι έρχονταν όλο και αραιότερα, καθώς οι παίκτες στη «Φάρμα της Εδέμ», σε αυτό το νέο αμερικανικό διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων, όχι μόνο αυξάνονταν με γεωμετρικό ρυθμό, αλλά και περνούσαν περισσότερες ώρες ημερησίως μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή καλλιεργώντας εικονικά χωράφια, ανταλλάσσοντας εικονικά προϊόντα, αγοραπωλώντας εικονικά ζώα. Πώς να μη χαίρονται όλοι σε τούτη την αβαταρική Εδέμ, τόσο οι παίκτες, που σκέδαζαν απλόχερα τον χρόνο τους μακριά από τη σκιά που ρίχνει το δέντρο της Γνώσης, όσο και ο Διαχειριστής, που έβλεπε τα εικονικά του πλάσματα να αυξάνονται και να πληθύνονται; 

 

-Μιχάλη, θέλω λεφτά.

-Αν θες λεφτά, Βαγγέλη, πρέπει να τα αγοράσεις.

-Με τι λεφτά;

-Να πουλήσεις.

-Δεν μου χουν μείνει και πολλά. Μόνο το σπίτι.

-Και μια κότα.

-Εντάξει, και μια κότα.

-Πούλα το σπίτι.

-Ξέρεις ότι, αν πουλήσω το σπίτι, θα μείνω άστεγος.

-Και;

-Και θα βγω απ’ το παιχνίδι.

-Και;

-Δεν θέλω να βγω, γι’ αυτό πρέπει να με βοηθήσεις!

-Αν σε βοηθήσω, θα χάσω.

-Και τώρα που κερδίζεις, τι κερδίζεις;

-Ό,τι κέρδιζες κι εσύ παλιά.

-Αν δεν με βοηθήσεις, θα απευθυνθώ στον Διαχειριστή.

-Να απευθυνθείς όπου θες! Άσε με ήσυχο να παίξω!

-Καλά…

 

Οι παρακλήσεις του Abel προς τον Cain δεν έπιασαν ψηφιακό τόπο, έτσι ο Abel αποφάσισε να θυσιάσει και να παραδώσει στον Διαχειριστή την τελευταία κότα που είχε απομείνει στην ιδιοκτησία του, εκλιπαρώντας τον να του επιτρέψει να μείνει λίγο ακόμα στο παιχνίδι. Ο Abel έλαβε αμέσως θετική απάντηση από τον Διαχειριστή, που τον ευχαριστούσε για την ανοιχτόκαρδη –τηρουμένων των αναλογιών– θυσία και προσφορά, και όχι μόνο του έδωσε μεταχρήματα αντίστοιχης αξίας, αλλά του χάρισε και ένα αγροτεμάχιο με έναν υπερσύγχρονο στάβλο επειδή ο Abel είχε μαζέψει πολλούς πόντους εμπειρίας, ενώ είχε και υψηλό δείκτη συνεργατικότητας. Ο Cain, εκεί όπου καθόταν αμέριμνος και ατένιζε τις οπωροφόρες κτήσεις του γεμάτος υπερηφάνεια και αισιοδοξία, ελπίζοντας βαθιά μέσα του να βρεθεί σύντομα ο Abel στην ανάγκη να του πουλήσει κοψοχρονιά ακόμα και το σπίτι του, είδε έκπληκτος τον Abel να περιφέρεται στο νέο αγροτεμάχιό του και ελέω Διαχειριστή να εκτρέφει τα νέα του ζώα. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα για τον Abel. Και πράγματι, δεν πήγαν.

 

-Ρε Βαγγέλη, πού τα βρήκες όλα αυτά;

-Μου τα χάρισε ο Διαχειριστής.

-Γιατί;

-Γιατί ο Διαχειριστής αγαπά τη θυσία.

-Τι είναι αυτά που λες; Μίλα καθαρά!

-Ήμουν φτωχός και δεν με βοήθησε ούτε καν ο αδερφός μου.

-Ήσουν φτωχός από βλακεία.

-Αν μου δινες έστω και λίγα, δεν θα γίνονταν όλα αυτά.

-Έτσι είναι ο κόσμος, Βαγγέλη: ο καθένας για τον εαυτό του και ο Διαχειριστής εναντίον όλων.

-Ο Διαχειριστής πήρε το μέρος του ανήμπορου, Μιχάλη.

-Ε, λοιπόν, θα του δώσω ένα καρπούζι για να μου χαρίσει κι εμένα κάτι.

-Μόνο ένα; Γιατί είσαι πάντα τόσο τσιφούτης;

-Ένα αρκεί.

 

Η τσιγκουνιά του Cain δεν είχε προηγούμενο, ούτε καν στην εύφορη «Φάρμα της Εδέμ». Ο Διαχειριστής απέρριψε την αλαζονική πρόταση του Cain και μάλιστα έστειλε δάκο για να καταστρέψει τις καλλιέργειές του. Όλη η προσπάθεια που κατέβαλε ο Μιχάλης για να διασώσει την περιουσία του Cain πήγε στράφι. Τώρα ο Cain άρχισε να περιφέρεται ανέστιος στη «Φάρμα της Εδέμ», ενώ τα παρατεταμένα παρακάλια του προς τα άλλα άβαταρ στην κεντρική αγορά για βοήθεια αλλά και προς την τράπεζα του Διαχειριστή για ένα δάνειο, έπεφταν ανελέητα στο κενό. Το κακό άρχισε να παραμονεύει σαν θηρίο στην πόρτα του μυαλού του Μιχάλη, γρυλίζοντας ότι ο φθόνος είναι ο αιώνιος βασιλιάς μεταξύ των επτά γνωστών –και των επτά χιλιάδων λιγότερο γνωστών– αμαρτημάτων. Η τελευταία απόπειρα του Cain να ζητήσει βοήθεια από τον εκ ρεύματος αδερφό του, τον Abel, θα έδειχνε αν η περίφημη αδερφοσύνη είχε γερές βάσεις ή αν ο διχασμός είχε επέλθει ανεπιστρεπτί. 

 

-Βαγγέλη, θέλω λεφτά.

-Αν θες λεφτά, Μιχάλη, πρέπει να τα αγοράσεις.

-Με τι λεφτά;

-Να πουλήσεις.

-Δεν μου έχει μείνει τίποτα να πουλήσω.

-Κι η ψυχή σου;

-Με κοροϊδεύεις; Δεν μπορώ να πουλήσω την ψυχή μου στην Εδέμ.

-Αν μπορούσες θα την πουλούσες.

-Έλα ρε Βαγγέλη, σε ικετεύω, θα κάνω ό,τι μου πεις.

-Δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω.

-Είμαι μεγαλύτερος. Μην το ξεχνάς!

-Φαντάσου πόσο καλύτερος είμαι από σένα…

-Ο Διαχειριστής θα με πετάξει έξω!

-Καλά θα σου κάνει.

-Βαγγέλη, θα μου το πληρώσεις!

-Τι θα κάνεις;

-Για δες…

 

Με μια μανιασμένη κίνηση, ο Μιχάλης τραβά το πληκτρολόγιο από τον υπολογιστή του και το ρίχνει σφαλιάρα στον Βαγγέλη που κάθεται δίπλα του στο ίδιο γραφείο. Αίμα αρχίζει να τρέχει από το μάτι του Βαγγέλη, αίμα που χύνει η βίαιη πράξη τού ίδιου του αίματός του, του ίδιου του αδερφού του. Το αίμα του Βαγγέλη δεν προλαβαίνει να στεγνώσει όσο βράζει το αίμα του Μιχάλη, ο οποίος δεν αργεί να ξηλώσει την οθόνη από τη βάση της και να του τη φορέσει κολάρο. Ο Βαγγέλης πέφτει στο πάτωμα κρατώντας το καθημαγμένο του κεφάλι και σφαδάζοντας από τους πόνους, ενόσω ο αδερφός του τον κοπανά νευρόσπαστα με την οθόνη, ώσπου του λιώνει τα δάχτυλα και μετά το κρανίο. Έκπτωτος μα βασιλιάς, ο Μιχάλης ενθρονίζεται στη θέση του νεκρού αδερφού και αρχίζει να χρησιμοποιεί το πληκτρολόγιό του. Μετά τον οριστικό αποκλεισμό του Cain από τη «Φάρμα της Εδέμ», ο Μιχάλης αναλαμβάνει να παίξει με το αδερφικό άβαταρ Abel. Με τους γονείς ξεκίνησαν τα προβλήματα των ανθρώπων, αλλά με τα αδέρφια ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταξύ των ανθρώπων. Ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε δεν κρατήθηκε από το να μη σκοτώσει τον δεύτερο άνθρωπο που γεννήθηκε, σκέφτεται με θυμηδία ο Μιχάλης, που έχει μια ολόκληρη βδομάδα μπροστά του μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς τους, δηλαδή οι γονείς του, και σε αυτή τη χρονική περίοδο προλαβαίνει αφενός να ξεφορτωθεί το πτώμα δηλώνοντάς το ως ατύχημα σε ώρα παιχνιδιού, αφετέρου να εξαπλώσει ακόμα περισσότερο τη φάρμα του πηγαίνοντας δυτικά, όσο το δυνατόν πιο δυτικά της Εδέμ.

 

 

Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα Το διήγημα «Η φάρμα της Εδέμ» συμπεριλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1977. Το πρώτο του βιβλίο, Αναμνήσεις από το Ρετιρέ, κυκλοφόρησε το 2009 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2010 εκδόθηκε το θεατρικό έργο του Αγνοούμενος (Εκδόσεις Γαβριηλίδης), το οποίο ανέβηκε την ίδια χρονιά στο θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία του Νικόλα Μίχα. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Υπογείωση (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) και το 2014 η ποιητική του συλλογή Ονειροπώληση από τις Εκδόσεις Κουκούτσι. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το βιβλίο Μεταμοντέρνος έρως, στο οποίο τρεις συγγραφείς, η Μαρία Γιαγιάννου, ο Γιώργος Λαμπράκος και ο Δημήτρης Νάκος,  ασχολήθηκαν με την ερωτική επιθυμία στη σύγχρονη τέχνη. Ο Γιώργος Λαμπράκος έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες (Acidart, Κοντέινερ, Μανδραγόρας, Νησίδες, Ποιητική, Τεφλόν, Αξία). Γράφει κριτικές βιβλίων στο BookPress, είναι ένα από τα μέλη της νέας συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ποιητική και εργάζεται ως επαγγελματίας μεταφραστής. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύεται και ένα απόσπασμα από το πρώτο του βιβλίο, Αναμνήσεις από το Ρετιρέ, όπως επίσης και κάποιες  μεταφράσεις του. Στο διαδίκτυο βρίσκεται στην ιστοσανίδα του.

 

© Γιώργος Λαμπράκος + Εκδόσεις Γαβριηλίδης