Γιάννης Καλογερόπουλος, Το σχέδιο

Man Writing by Oliver Ray

Ένα διήγημα την εβδομάδα έγραφε, κάθε Κυριακή αποθήκευε την οριστική εκδοχή, Δευτέρα πρωί ξεκινούσε την έρευνα για το επόμενο, εδώ και δεκαεπτά μήνες, κάθε εβδομάδα, τυπικός στην προσωπική δέσμευση. Εκείνη γκρίνιαζε, αλλά για πόσο ακόμα; Όταν θα κέρδιζε τον διαγωνισμό τότε θα φούσκωνε όλο καμάρι, ούτε εκείνη να το είχε γράψει, θα έπαιρνε τις φίλες της με τη σειρά, αφού όμως πρώτα ενημέρωνε τη μαμά, ήταν άλλωστε οι καλύτερες φίλες, εκείνη θα ενθουσιαζόταν, ήπια όμως, πιστή στον ρόλο της, ο πατέρας της, που πάντα κρυφάκουγε από τη δεύτερη συσκευή, θα σκάρωνε κάποιο αποτυχημένο αστείο, ευτυχώς εκείνος, όπως το φανταζόταν, δεν θα ήταν μπροστά, άρα θα διέφευγε της υποχρεώσεως να γελάσει, ο αδερφός της δεν θα ασχολείτο, παραήταν όμορφος. Προς το παρόν όμως γκρίνιαζε, έπαιρνε τις φίλες της με τη σειρά, αφού όμως πρώτα έκανε τα παράπονά της στη μαμά, εκείνη τη συμμεριζόταν, ήπια όμως, πιστή στο ρόλο της, να διαφυλάξει την ευτυχία της κόρης της, ο πατέρας της σκάρωνε κάποιο αποτυχημένο αστείο, διαφορετικό κάθε φορά, μα εξίσου αποτυχημένο, γέλαγε βροντερά, σε ένα θέαμα αστείο, ο αδερφός της δεν ασχολείτο, παραήταν όμορφος.

 

Μα ίσως τελικά να αξίζουν κάτι, τόσα έχουν μαζευτεί πια, συγκέντρωσέ τα σε μια συλλογή, στείλε τα κάπου, κάνε κάτι, έλεγε εκείνη όταν ήταν σε καλή διάθεση. Περιμένω τον κατάλληλο διαγωνισμό, απαντούσε εκείνος μηχανικά. Για όλα; επέμενε εκείνη κάθε φορά, αρνούμενη να συμβιβαστεί, έτοιμη να χαλάσει τη διάθεσή της. Και πώς θα ξέρω σε ποιο απ’ όλα θα αναφέρεται ο επόμενος διαγωνισμός; Σου έχω εξηγήσει ένα εκατομμύριο φορές πως αν έχει ήδη εκδοθεί αυτόματα τίθεται εκτός, οπότε πάει το βραβείο, πάνε τα λεφτά, πάνε όλα. Μα ποιο βραβείο, αγάπη μου, ποια λεφτά, ποια όλα; Του διαγωνισμού, απαντούσε εκείνος, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στο ρολόι του τοίχου, υπολογίζοντας πόση ώρα τού έμενε διαθέσιμη ακόμα. Πέμπτη σήμερα, μέρα κρίσιμη, ελλόχευε η παγίδα μιας πιθανής επανάπαυσης, έχω καιρό μέχρι την Κυριακή, θα σκεφτόταν και δεν θα έγραφε, μια και δυο την είχε πατήσει; Το διήγημα που δούλευε ήταν το πλέον φιλόδοξο· συνδύαζε τόσο τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, όσο και ένα θέμα σαφώς προσδιορισμένο, με μικρό περιθώριο ελιγμών. Είχε καλό προαίσθημα αυτή τη φορά. Με ακούς; ούρλιαξε επαναφέροντάς τον στον αγωνιστικό χώρο πριν βροντήξει την πόρτα.

 

Πρώτα αναζητούσε το θέμα, ύστερα τις λέξεις-κλειδιά. Η ιδέα για τη συγκεκριμένη τεχνική προέκυψε από ένα άρθρο στην εφημερίδα, ντάλα καλοκαίρι, που του έφερε στο νου τα χρόνια του λυκείου, και τελικώς εκεί έμοιαζε να βρίσκεται το κλειδί της μελλοντικής επιτυχίας, παράξενα τα παιχνίδια του μυαλού. Αρχικώς ο τίτλος του, ‘Αναμενόμενα τα θέματα για τους κατάλληλα προετοιμασμένους’, του τράβηξε την προσοχή, και πώς όχι άλλωστε, αφού ήδη είχε περάσει ένας χρόνος γεμάτος από άκαρπες απόπειρες, θαύμα ήταν που δεν τα είχε παρατήσει κιόλας, τέτοια ήταν η βεβαιότητά του όταν πρωτοαποφάσισε να προετοιμαστεί για έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό: στην αρχή το θεωρούσε θέμα χρόνου, και εργαζόταν ολοένα και πιο σκληρά, ύστερα η απογοήτευση του χτύπησε την πόρτα, ήταν τότε που αντίκρισε τον τίτλο, ‘Αναμενόμενα τα θέματα για τους κατάλληλα προετοιμασμένους’, τσαλάκωσε την εφημερίδα στην προσπάθειά του να τη διπλώσει στα δύο με σκοπό να τη φέρει ακόμα πιο κοντά, καμία λεπτομέρεια δεν έπρεπε να του διαφύγει. Πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα, αναλογιζόταν, ο καλά προετοιμασμένος αναμένει τα θέματα, αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του καθηγητή του στην έκθεση.

 

Αφού έβρισκε το θέμα, αναζητούσε τις λέξεις-κλειδιά. Ήταν απαραίτητο, και γι’ αυτό εμπλούτισε άμεσα την τεχνική του θέματος, όπως την αποκαλούσε. Είχε παρατηρήσει πως οι περισσότεροι διαγωνισμοί απαιτούσαν τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, αυτή ήταν άλλωστε και η δυσκολία, η πραγματική δυσκολία, το θέμα συνήθως ήταν αρκετά γενικό, όλο και κάποιο διήγημα θα ταίριαζε, αν όχι ακριβώς, τότε αρκετά, ώστε να μη θεωρηθεί εκτός θέματος, αλλά τις λέξεις είτε τις περιείχε είτε όχι, μέση λύση δεν υπήρχε. Και ήταν λέξεις σπάνιες, από εκείνες που δεν χρησιμοποιεί κανείς τυχαία αλλά επί τούτου, δίχως συνώνυμα και περιφραστικά αντίστοιχα, λέξεις μοναδικές. Βέβαια, υπήρχαν και οι άλλοι διαγωνισμοί, οι αμιγώς θεματικοί, όμως εκείνοι δεν τον ενδιέφεραν, μόνο έπαινοι και συλλογές προς έκδοση, εκείνος ήθελε να ζήσει από τη συγγραφή, θα ακολουθούσε τον δύσκολο δρόμο.

 

Προετοίμαζε παράλληλα το έδαφος, ήξερε πως δεν ζούσε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, ήταν σύγχρονος της εποχής του, της ψηφιακής εποχής, των μέσων δικτυακής κοινωνικοποίησης, γελούσε με κάτι αστείους τύπους, που πίστευαν πως η αναγνώριση θα ερχόταν διαμέσου της αξίας του έργου, καημένοι συγγραφείς, ψευτορομαντικοί, θα πιστεύουν, σκεφτόταν, επίσης στη μετά θάνατο αναγνώριση, θα νιώθουν πως δεν γίνονται κατανοητοί, ευρισκόμενοι μπροστά από την εποχή τους, εκείνοι που είχαν ξεμείνει σε αιώνες μακρινούς, δακρύζοντας στην ιδέα της γραφομηχανής. Δυστυχισμένοι άνθρωποι. Εκείνος έχτιζε το δικό του δίκτυο, φίλο τον φίλο, ακόλουθο τον ακόλουθο, με επιμονή και υπομονή, με σχέδιο, ενασχόληση παράλληλη με τη συγγραφή, μου αρέσει εκείνο, μου αρέσει και το άλλο, θέση δεν παίρνω ποτέ, σε έριδες δεν μπλέκω, το άκρως απαραίτητο γλείψιμο, ιδανικά διακριτό μόνο από το αντικείμενο της δήθεν αποθέωσης, και επιστροφή στο διήγημα, στο κάθε διήγημα με το ευδιάκριτο θέμα και τις λέξεις-κλειδιά. Φρόντιζε να χτίζει έναν μύθο γύρω από το όνομά του, πότε επιβεβαιώνοντας και πότε διαψεύδοντας τις φήμες πως κάτι γράφει· παλιά, σπάνια, μία στο τόσο, για χρήση προσωπική, είμαι απλώς αναγνώστης, είμαι βιβλιόφιλος, από ανάγκη, δεν με ενδιαφέρει η έκδοση, συνήθιζε να λέει. Στην πρώτη διάκριση, θα διατηρούσε χαμηλό προφίλ, συνετά φερόμενος, θα δήλωνε κολακευμένος, θα το απέδιδε στη σύμπτωση, προς θεού, δεν θα αποκάλυπτε σε κανέναν το μεγαλοφυές του σχέδιο, μέχρι την τελική επικράτηση, την εγκαθίδρυση του ονόματός του στο λογοτεχνικό πάνθεον και την εγχρήματη αναγνώρισή του. Ύστερα θα είχε όλο τον καιρό να απολαύσει το οικοδόμημά του, αφού πρώτα άφηνε εκείνη να πιστέψει πως αποτελεί σύντροφο συγγραφέα, και πείθοντας τους φίλους του πως ποτέ δεν θίχτηκε πραγματικά από τα λόγια τους. Τότε θα είχε όλον τον καιρό. Τώρα έπρεπε να μείνει πιστός στο σχέδιο.


 

 

Το διήγημα του Γιάννη Καλογερόπουλου (No14me) «Το σχέδιο» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη σουρεαλιστική επιθεώρηση πολιτισμού «Τα Νέα του Βελγίου».  Ο Γιάννης Καλογερόπουλος γεννήθηκε το 1983 στην Πάτρα. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει για ό,τι βλέπει, διαβάζει και ακούει στο blog No14me. Έχει συνεργαστεί  με το mixtape.gr και με το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση Bookstand. Κάθε Σάββατο η εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» φιλοξενεί τη στήλη του για το βιβλίο, Αφορμή, στο ένθετο «Διαδρομές». Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποιες αναδημοσιεύσεις από το blog του, No14me, και το διήγημα «Διαπραγματεύσεις».