Gottfried Keller, Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο

Kleider 

[Αποσπάσματα]

Μια ψυχρή μέρα του Νοέμβρη, ένας φτωχός ραφτάκος περπατούσε στη δημοσιά για την Γκόλνταχ, μια μικρή πλούσια πόλη που απέχει λίγες μόνο ώρες από την Ζελντβίλα. Ο ράφτης δεν είχε τίποτα στην τσέπη του, παρά μόνο μια δαχτυλήθρα, την οποία, λόγω παντελούς έλλειψης κάποιου κέρματος, στριφογύριζε αδιάκοπα ανάμεσα στα δάχτυλά του κάθε φορά που το κρύο τον ανάγκαζε να χώνει τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, και τα δάχτυλά του τον πονούσαν πολύ απ’ αυτό το στρίψιμο και το τρίψιμο. Διότι, εξαιτίας του φαλιμέντου ενός αρχιράφτη στην Ζελντβίλα, έχασε και τον μισθό του μαζί με τη δουλειά του, και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Δεν είχε φάει ακόμα τίποτα για πρωινό, παρά μόνο μερικές νιφάδες χιονιού που έφερνε ο αέρας στο στόμα του, και ακόμα χειρότερα δεν έβλεπε από πού θα ξεφύτρωνε ένα φτωχικό μεσημεριανό. Να ζητιανέψει τού ήταν υπερβολικά δύσκολο, του φαινόταν μάλιστα εντελώς αδύνατον, διότι πάνω από το μαύρο κυριακάτικο κοστούμι του, που ήταν και το μοναδικό του, φορούσε μια φαρδιά, σκούρα γκρι κάπα, επενδυμένη με μαύρο βελούδο, η οποία του προσέδιδε αριστοκρατική και ρομαντική εμφάνιση, προπάντων επειδή τα μακριά μαύρα μαλλιά του και το μικρό μουστάκι του ήταν περιποιημένα, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν χλομά μεν, αλλά αρμονικά.

Ο τρόπος που συνήθιζε να ντύνεται τού είχε γίνει ανάγκη, δίχως πίσω απ’ αυτό να κρύβεται κάποια κακή ή δόλια πρόθεση· απεναντίας, ήταν ικανοποιημένος όταν του έδιναν ελευθερία κινήσεων και τον άφηναν να κάνει ήσυχος τη δουλειά του· προτιμούσε όμως να λιμοκτονήσει, παρά να αποχωριστεί την κάπα του και τον πολωνικό γούνινο σκούφο του, τον οποίον ήξερε επίσης να φοράει όπως ακριβώς έπρεπε.

Μπορούσε, επομένως, να εργαστεί μόνο σε μεγαλύτερες πόλεις, όπου αυτά τα πράγματα δεν τραβούσαν και πολύ την προσοχή· όποτε περιπλανιόταν, χωρίς να έχει μαζί του κάποιο κομπόδεμα, βρισκόταν σε κατάσταση πολύ μεγάλης ανάγκης. Κάθε φορά που πλησίαζε κάποιο σπίτι, οι άνθρωποι τον παρατηρούσαν με έκπληξη και περιέργεια, και κάθε άλλο παρά να ζητιανέψει περίμεναν απ’ αυτόν· κι έτσι, επειδή, εκτός των άλλων, δεν είχε και λέγειν, τα λόγια του έσβηναν προτού προλάβει να τα ξεστομίσει, με αποτέλεσμα να μαρτυράει για χάρη του παλτού του και να υποφέρει από πείνα τόσο μαύρη, όσο και η βελούδινη φόδρα του τελευταίου.

Καθώς ανέβαινε θλιμμένος κι αδύναμος έναν λόφο, συνάντησε μια καινούργια και ευρύχωρη ταξιδιωτική άμαξα, που ο αμαξάς ενός άρχοντα την είχε παραλάβει στην Βασιλεία και πήγαινε να την παραδώσει στον κύριό του, έναν ξένο κόμη που κατοικούσε κάπου στην ανατολική Ελβετία σ’ έναν παλιό πύργο, τον οποίο είχε μισθώσει ή αγοράσει. Η άμαξα ήταν εξοπλισμένη με κάθε λογής μηχανισμούς για την τοποθέτηση των αποσκευών, και γι’ αυτό φαινόταν να είναι βαριά φορτωμένη, παρότι ήταν εντελώς άδεια. Ο αμαξάς, λόγω του απόκρημνου δρόμου, πήγαινε πλάι στ’ άλογα, και μόλις έφτασε στην κορυφή του λόφου, ξανανέβηκε στο κάθισμά του και ρώτησε τον ράφτη αν ήθελε να μπει στην άδεια άμαξα. Διότι είχε μόλις αρχίσει να βρέχει, κι αυτός με μια ματιά είχε διαπιστώσει ότι ο οδοιπόρος, εξασθενημένος κι ενδεής, πολεμούσε να τα βγάλει πέρα.

Εκείνος δέχτηκε την προσφορά μ’ ευγνωμοσύνη και ταπεινότητα, οπότε και η άμαξα έφυγε γρήγορα με αυτόν μέσα, και σε λιγότερο από μία ώρα πέρασε μεγαλοπρεπέστατα την αψιδωτή πύλη της Γκόλνταχ. Το αριστοκρατικό αμάξι σταμάτησε ξαφνικά μπροστά στο πρώτο πανδοχείο, που λεγόταν «Ο Ζυγός», και στη στιγμή ο υπηρέτης χτύπησε την καμπάνα τόσο δυνατά, που παραλίγο να κοπεί το σχοινί της στα δυο. Τότε, ο πανδοχέας και οι υπηρέτες κατέβηκαν φουριόζοι και άνοιξαν διάπλατα την πόρτα του αμαξιού· παιδιά και γείτονες είχαν ήδη περικυκλώσει την εξαίσια άμαξα, περίεργοι να δουν τι σόι πράγμα θα ’βγαινε μέσα απ’ αυτό το ασύλληπτο κέλυφος, και μόλις ο εμβρόντητος ράφτης ξεπρόβαλε, τελικά, τυλιγμένος στο παλτό του, χλομός και όμορφος και βαρύθυμος, με το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος, τους φάνηκε πως ήταν τουλάχιστον μυστηριώδης πρίγκιπας ή γιος κόμη. Ο χώρος ανάμεσα στην άμαξα και την πόρτα του πανδοχείου ήταν στενός και, πέραν αυτού, ο δρόμος είχε σχεδόν κλείσει από τους θεατές. Να έφταιγε, άραγε, η έλλειψη ετοιμότητας ή θάρρους που δεν άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος και δεν συνέχισε την πορεία του; Δεν έκανε κάτι τέτοιο, παρά αφέθηκε να τον οδηγήσουν μέσα στο πανδοχείο και, εν συνεχεία, στην κορυφή της σκάλας, και αντιλήφθηκε τη νέα ασυνήθιστη θέση του μόνον όταν είχε μεταφερθεί σε μιαν άνετη τραπεζαρία και κάποιος του έβγαζε περιποιητικά το αξιοσέβαστο παλτό του.

«Ο κύριος επιθυμεί να γευματίσει;» ρωτήθηκε. «Θα σερβιριστεί αμέσως· το φαγητό μόλις ετοιμάστηκε!»

Δίχως να περιμένει απάντηση, ο πανδοχέας του «Ζυγού» έτρεξε στο μαγειρείο και φώναξε: «Μα την Ανίερη Τριάδα! Τώρα δεν έχουμε τίποτα, πέρα από βοδινό κρέας και αρνίσιο μπούτι! Την περδικόπιτα δεν κάνει να την κόψω, διότι την έχω τάξει και την προορίζω για τους κυρίους που θα ’ρθουν το βράδυ. Αλλά έτσι είναι! Τη μοναδική μέρα που δεν περιμένουμε φιλοξενούμενο και δεν υπάρχει τίποτα, έπρεπε να έρθει ένας κύριος σαν κι αυτόν! Κι ο αμαξάς έχει ένα οικόσημο στα κουμπιά και η άμαξα μοιάζει με αυτές που έχουν οι δούκες! Κι ο νεαρός είναι τόσο αριστοκρατικός, που δεν ανοίγει καν το στόμα του!»

Ωστόσο, η ήρεμη μαγείρισσα είπε: «Ωραία, ποιος ο λόγος όμως να οδύρεστε, κύριε; Το μόνο που θα βγάλετε κάπως παρακινδυνευμένα είναι η πίτα, που δεν θα την φάει και όλη! Στους κυρίους που θα έρθουν το βράδυ, θα σερβιριστεί σε μερίδες· έξι μερίδες θα τις βγάλουμε όπως και να ’χει!»

«Έξι μερίδες; Μάλλον ξεχνάτε ότι οι κύριοι είναι συνηθισμένοι να τρώνε του σκασμού!» είπε ο πανδοχέας, αλλά η μαγείρισσα συνέχισε ατάραχη: «Κι αυτό θα κάνουν! Ας πάει κάποιος γρήγορα να φέρει μισή ντουζίνα κοτολέτες, που ούτως ή άλλως τις χρειαζόμαστε για τον ξένο, κι ό,τι περισσέψει θα το κόψω κομματάκια και θα το ανακατέψω μέσα στην πίτα, επιτρέψτε μου μόνο να το φροντίσω!»

Μα ο τίμιος πανδοχέας είπε με σοβαρότητα: «Μαγείρισσα, σας έχω ήδη πει ότι σε τούτη την πόλη και σε τούτο το πανδοχείο δεν γίνονται τέτοια πράγματα! Εμείς εδώ είμαστε άνθρωποι σοβαροί και με υπόληψη, και τα καταφέρνουμε μια χαρά!»

«Α, διάβολε, ναι, ναι!» φώναξε τελικά η μαγείρισσα, κάπως ταραγμένη. «Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει! Εδώ είναι δυο μπεκάτσες που τις αγόρασα προ ολίγου από τον κυνηγό και που, στο κάτω κάτω, μπορούμε να βάλουμε αυτές μέσα στην πίτα! Σιγά μην τους πειράξει τους καλοφαγάδες μια περδικόπιτα με γέμιση μπεκάτσας! Έπειτα έχουμε και τις πέστροφες, τη μεγαλύτερη την έριξα στο βραστό νερό με το που ήρθε η παράξενη άμαξα, κι εδώ στο τηγανάκι βράζει κιόλας ο ζωμός· έτσι, λοιπόν, έχουμε ένα ψάρι, το βοδινό, τα λαχανικά με τις κοτολέτες, το ψητό αρνί και την πίτα· δώστε μου μόνο το κλειδί για να μπορέσουμε να βγάλουμε τις κομπόστες, τα τουρσιά και το επιδόρπιο! Και το κλειδί, κύριε!, θα μπορούσατε να μου το δώσετε να το φυλάω με πίστη και τιμή, για να μην χρειάζεται να τρέχουμε διαρκώς στο κατόπι σας και να ερχόμαστε συνεχώς σε τόσο δύσκολη θέση!»

«Αγαπητή μαγείρισσα! Μην το πάρετε στραβά, μα όταν η μακαρίτισσα η γυναίκα μου ήταν στο νεκροκρέβατό της, μ’ έβαλε να της υποσχεθώ ότι τα κλειδιά θα είναι πάντα στα χέρια μου· συνεπώς, αυτό γίνεται για λόγους αρχής και όχι δυσπιστίας. Εδώ είναι τ’ αγγούρια κι εδώ τ’ αγριοκέρασα, εδώ τ’ αχλάδια κι εδώ τα βερίκοκα, αλλά δεν επιτρέπεται να εμφανίσουμε το παλιό γλυκό· να πάει γρήγορα η Λίζε στον ζαχαροπλάστη και να πάρει φρέσκα γλυκάκια, τρία πιάτα, κι αν έχει και καμιά καλή τούρτα, να της την δώσει κι αυτήν μαζί!»

«Μα, κύριε!, δεν μπορείτε, βέβαια, να τα χρεώσετε όλ’ αυτά στον μοναδικό φιλοξενούμενο. Ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων δεν θα βγάλετε τίποτα έτσι!»

«Δεν πειράζει, είναι ζήτημα τιμής! Δεν θα σημάνει δα και το τέλος μου· από την άλλη μεριά, όταν ένας σπουδαίος κύριος περνάει από την πόλη μας, πρέπει να μπορεί να λέει ότι βρήκε σωστό φαγητό, κι ας ήρθε εντελώς απροσδόκητα και μέσα στον χειμώνα! Δεν πρέπει να μιλούν για μας όπως για τους πανδοχείς της Ζελντβίλα, που καταβροχθίζουν όλα τα καλά και στους ξένους σερβίρουν τ’ αποφάγια! Εμπρός λοιπόν, σβέλτα. Στρωθείτε στη δουλειά!»

[…]

Μέσα από ένα μυροβόλο δάσος σκεπασμένο με πάχνη πετάχτηκε ένας κυκεώνας παρδαλών χρωμάτων και μορφών, και εξελίχθηκε σε πομπή με έλκηθρα, η οποία εκεί ψηλά στις παρυφές των χωραφιών διαγραφόταν πάνω στον γαλανό ουρανό και γλιστρούσε όπως και η άλλη προς το κέντρο της περιοχής· ένα αλλόκοτο θέαμα. Φαινόταν ν’ αποτελείται κυρίως από μεγάλα αγροτικά φορτηγά έλκηθρα, δεμένα ανά δύο, ώστε να χρησιμεύουν ως βάση για ιδιόμορφα κατασκευάσματα και παραστάσεις. Στο μπροστινό όχημα δέσποζε μια κολοσσιαία φιγούρα που απεικόνιζε τη θεά Φορτούνα, η οποία φαινόταν να πετάει στον αιθέρα. Ήταν μια γιγαντιαία αχυρένια κούκλα γεμάτη αστραφτερές χρυσές πούλιες, που η τούλινη φορεσιά της κυμάτιζε στον άνεμο. Στο δεύτερο όχημα όμως υπήρχε ένας εξίσου γιγάντιος τράγος, ο οποίος αποτελούσε μαύρη και ζοφερή αντίθεση προς την Φορτούνα και την καταδίωκε με τα κέρατά του χαμηλωμένα. Ακολουθούσε μια ασυνήθιστη κατασκευή, η οποία αναπαριστούσε ένα σίδερο σιδερώματος δεκαπέντε πόδια ψηλό, έπειτα ένα πελώριο ψαλίδι που ανοιγόκλεινε με τη βοήθεια ενός σπάγκου, βγάζοντας έναν κοφτό ελαφρύ ήχο, και έμοιαζε να βλέπει το καταπέτασμα τ’ ουρανού για γαλάζιο βελούδινο ύφασμα γιλέκων. Ακολουθούσαν κι άλλοι τέτοιοι υπαινιγμοί στη ραφτική τέχνη, και στη βάση όλων αυτών των κατασκευασμάτων, πάνω στα ευρύχωρα έλκηθρα, που το καθένα σερνόταν από τέσσερα άλογα, καθόταν η συντροφιά των ανθρώπων της Ζελντβίλα με πολύ παρδαλές φορεσιές, με δυνατά γέλια και τραγούδια.

Μόλις και οι δύο πομπές ανέβηκαν, συγχρόνως, στην πλατεία μπροστά από το ξενοδοχείο, δημιουργήθηκε μια θορυβώδης σκηνή και μεγάλος συνωστισμός ανθρώπων και αλόγων. Οι κύριοι και οι κυρίες της Γκόλνταχ εξεπλάγησαν και σάστισαν με την αλλόκοτη αυτή συνάντηση· από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι της Ζελντβίλα καμώνονταν για την ώρα τους καλοσυνάτους και τους φιλικά ταπεινούς. Το πρώτο τους έλκηθρο με τη Φορτούνα έφερε την επιγραφή: «Ο Άνθρωπος Κάνει τα Ρούχα», κι έτσι συμπέραινε κανείς ότι όλη αυτή η συντροφιά αναπαριστούσε απλώς ράφτες απ’ όλα τα έθνη και όλες τις εποχές. Ήταν, σαν να λέμε, παρέλαση ραφτάδων ιστορικού και εθνογραφικού χαρακτήρα, η οποία έκλεινε με την αντεστραμμένη και συμπληρωματική επιγραφή: «Τα Ρούχα Κάνουν τον Άνθρωπο!» Διότι στο τελευταίο έλκηθρο με αυτήν την επιγραφή κάθονταν, με άκρα επισημότητα, αξιοσέβαστοι αυτοκράτορες και βασιλιάδες, συμβουλάτορες και λοχαγοί, πραιλάτοι και μοναχές, που ήταν τα δημιουργήματα των ειδωλολατρών και χριστιανών μαστόρων της βελόνας που προπορεύονταν.

[...]


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη

 

Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Gottfried Keller Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο που κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αυτό είναι το πρώτο έργο του Κέλλερ που μεταφράζεται στα Ελληνικά και αρχίζει να καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία όσον αφορά το έργο του Ελβετού συγγραφέα. H Logotexnia21 ελπίζει να ακολουθήσει όσο το δυνατόν συντομότερα και η ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος  Der grüne Heinrich [Ο πράσινος Χάινριχ].



Σημείωμα της Εύης Μαυρομμάτη για Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο

Gottfried_Keller_by_Karl_ Stauffer-Bern_Ο Γκότφρηντ Κέλλερ γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1819, όπου και πέθανε σε ηλικία 71 ετών. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και στα πέντε του έχασε τον πατέρα του από φυματίωση. Ξεκίνησε ως ζωγράφος, αλλά χωρίς επιτυχία. Τη ζωγραφική διαδέχτηκε η ποίηση και χάρη στον γερμανό πολιτικό πρόσφυγα στη Ζυρίχη και μαικήνα των γερμανικών γραμμάτων Άντολφ Λούντβιχ Φόλεν, είδε το 1846 τα ποιήματά του να εκδίδονται. Λόγω της καλής υποδοχής που έτυχαν αλλά και χάρη στη μεσολάβηση κυβερνητικών αξιωματούχων και φίλων τού χορηγήθηκε μια υποτροφία για σπουδές στη Χαϊδελβέργη. Στην πορεία διαπίστωσε πως είχε ταλέντο στη μυθιστοριογραφία, και δεν είχε καθόλου άδικο. Το μεγάλο αυτοβιογραφικό έργο του, με τίτλο «Ο πράσινος Χάινριχ», το οποίο του χάρισε αναγνώριση πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του , έκανε τον Νίτσε να πει ότι ο Κέλλερ ήταν «ο μοναδικός Γερμανός εν ζωή συγγραφέας».

Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τα στοιχεία που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη δεν είναι μόνον οι περιγραφικές του ικανότητες ή η δηκτικότητα με την οποία σχολιάζει τα διάφορα ζητήματα, αλλά και το απρόβλεπτο χιούμορ του, το οποίο δεν εμφανίζεται σαν «χρυσό βερνίκι σε μια επιφάνεια», αλλά αναδύεται από τα βάθη της μελαγχολικής του ύπαρξης.

Η πλοκή του διηγήματος «Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο» παρακολουθεί την ιστορία ενός φτωχού ράφτη που έχει χάσει τη δουλειά του και απένταρος, παίρνει τον δρόμο για τη γειτονική πόλη Γκόλνταχ. Στην πορεία συναντάει μια μεγαλοπρεπή άμαξα κι ο αμαξάς τού προτείνει να μπει. Ο ράφτης δέχεται την προσφορά. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στον ράφτη μας αρέσει πολύ το κομψό ντύσιμο. Το κοστούμι και η κάπα που φοράει είναι μεν τα μόνα που διαθέτει, αλλά του προσδίδουν μιαν αριστοκρατική εμφάνιση. Όταν φτάνει, λοιπόν, στην Γκόλνταχ και οι κάτοικοι της πόλης βλέπουν τον καλοντυμένο και περιποιημένο ξένο να προβάλλει από την εξαίσια άμαξα, βγάζουν το συμπέρασμα πως έχουν να κάνουν με έναν πολωνό κόμη. Έτσι, αρχίζουν αμέσως να παρέχουν στον ραφτάκο κάθε λογής περιποιήσεις και εξυπηρετήσεις, τις οποίες εκείνος αποδέχεται αδιαμαρτύρητα, ενώ παράλληλα δειλιάζει να λύσει την παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί. Οι παρεξηγήσεις αρχίζουν να διαδέχονται η μία την άλλη, και σαν να μην έφτανε αυτό, εμφανίζεται στο προσκήνιο και μια πανέμορφη κοπέλα, την οποία ο ράφτης ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τα διλήμματα, ο φόβος και η ντροπή μπροστά στο ενδεχόμενο της αποκάλυψης ταλανίζουν την ψυχή του ήρωά μας. Συν τοις άλλοις, ένας ερωτικός αντίζηλος που έχει καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά με τον «πολωνό κόμη», βρίσκει τη χειρότερη στιγμή για να του δώσει ένα γερό χτύπημα κάτω από τη μέση…

Εκ πρώτης όψεως, η αφήγηση θυμίζει ανάλαφρο πικάντικο ρομάντζο που πραγματεύεται απλώς την αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι. Ωστόσο, αναπόσπαστο μέρος της πρόζας του Κέλλερ αποτελεί ένας γλυκός, μα ακλόνητος σκεπτικισμός. Ας μην ξεχνάμε ότι ενώ άλλοι συγγραφείς τείνουν να αφηγούνται και να εξηγούν, ο Κέλλερ επιλέγει να δείχνει. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που μεγάλος θαυμαστής του ήταν ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, ο οποίος σύστηνε στους φίλους του να διαβάσουν το «Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο».