Ernst Weiß, Ο αυτόπτης μάρτυρας
[...]
Τώρα πια ήμουν ένας πολύ αξιόπιστος λαντζέρης. Δεν έκανα αυτή τη
δουλειά διαφορετικά από έναν εργοστασιακό εργάτη που δούλευε σε μηχανή, έπρεπε
να συμβεί κάτι ιδιαίτερο, για να σπάσω κάτι. Πραγματικές καταστροφές στα ωραία
πιατικά προκάλεσα μόλις την επόμενη άνοιξη μετά το Πάσχα, όταν στο τέταρτο
εξάμηνο άρχισαν οι πρακτικές ασκήσεις στη Φυσιολογία, και μάλιστα τα πειράματα
σε ζωντανά ζώα, η επονομαζόμενη ζωοτομία.
Ήξερα ήδη πολύ καιρό πριν τι ήταν. Μου είχε πει ο Χέλμουτ μες στη βροχή
στον μικρό κήπο μας. Ήδη τότε είχα φοβηθεί τρομερά. Πολύ καιρό δεν ήθελα να
δίνω το χέρι μου στον μυστικοσύμβουλο Κάιζερ (ούτε βέβαια κι εκείνος σε μένα το
δικό του), επειδή σκεπτόμουν ότι το είχε βουτήξει στο αίμα των πλασμάτων που
είχαν μαρτυρήσει χάριν της επιστήμης. Θα μπορούσα να είχα πει ότι αυτό βέβαια
ήταν χαρακτηριστικό του επαγγέλματός μας και ότι δεν θα το γλύτωνα. Ίσως και να
το είχα πει τότε αυτό και να το είχα αποδεχθεί και να είχα παρηγορηθεί ότι δεν
θα είναι τόσο κακό, και ότι αφού είχα μπορέσει να κάνω νεκροτομή με ψυχική
ηρεμία στο πτώμα του αδελφούλη της γεντιανής, δεν θα λιποψυχήσω μπροστά στη θέα
ενός ελεεινού κόπρου. Αλλά – δεν θα περιγράψω τις λεπτομέρειες. Δεν θα πω τι
είδους ήταν το πείραμα, πώς συμπεριφερόταν το ζώο και πώς οι άνθρωποι.
Ένα μόνο θα πω: το ιατρικό επάγγελμα ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής
μου. Το μοναδικό ιδανικό μου, αν θέλετε. Αλλά αν ήξερα δυο χρόνια πριν τι
συνεπάγεται αυτό, θα είχα προτιμήσει να γίνω ξεναγός ή μεταλλεργάτης ή μαραγκός
να δουλεύω με καπλαμάδες. Εγώ ήθελα να κυριαρχήσω, και ήθελα να πλατύνω τις
γνώσεις μου. Αλλά δεν ήθελα να κυριαρχήσω επί ενός έξυπνου ζώου που έμοιαζε
στον άνθρωπο και είχε επιλεγεί τυφλά από τη «μοίρα», που μπορούσε να υποφέρει
σαν άνθρωπος και ίσως μες στην κακομοιριά του ακόμη περισσότερο, διότι δεν είχε
καμία ελπίδα, καμία πίστη, καμία ανάμνηση και κανένα όνειρο για τη βασιλεία των
ουρανών για σκύλους.
Δεν ήθελα να μάθω τίποτα από ένα τέτοιο πλάσμα, δεν ήθελα να καταπραΰνω
τη δίψα μου για γνώση με τους δικούς του μηχανικούς σπασμούς. Αργότερα είδα
πολλούς ανθρώπους να υποφέρουν απάνθρωπα, την επόμενη χρονιά κιόλας, στο πρώτο
κλινικό εξάμηνο, στα κρεβάτια των αρρώστων, στο τραπέζι για τις επιδέσεις. Αλλά
έναν άνθρωπο μπορούσα να τον κάνω χίλιες φορές πιο εύκολα απ’ ό,τι ένα ζώο να
υποφέρει και να ουρλιάζει, να τρίζει τα δόντια του, να γυρίζουν τα μάτια του
και να τον λούζει σύγκορμο κρύος ιδρώτας, διότι εγώ δεν ευθυνόμουν για τους
πόνους του. Ίσως δεν μπορούσα να τον βοηθήσω ακόμη, ήμουν ο φιλομαθής αυτόπτης
μάρτυρας. Δεν είχα όμως καμία ευθύνη, δεν είχα καμία πρόθεση. Στα πάθη όμως του
σκύλου ή σ’ εκείνα της ακόμη πιο αξιοθρήνητης γάτας, που, επειδή είναι πιο
πεισματάρα, χτυπιέται ακόμη πιο τρομακτικά, και που ουρλιάζει ακόμη πιο
απελπισμένα, επειδή είναι πιο έξυπνη, εκεί την έπιανε την καρδιά μου φρίκη. Δεν
ήθελα να επωφεληθώ από εκείνο το μάθημα. Μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό;
Ανώφελη ερώτηση. Η φρίκη ήταν πιο δυνατή από τη λογική, ήταν η παλιά σύνθλιψη
που με κατέλαβε. Ήταν μια καρδιά, που εδώ πάνω στο τραπέζι δούλευε αποκαλυμμένη
όπως η δική μου, ένας πνεύμονας, που ανέπνεε όπως ο δικός μου, και με εξόργιζε
βαθύτατα που ήταν ακριβώς αυτή η ομοιότητα με τον άνθρωπο, η συγγένεια του
πολιτισμένου ανθρώπου με τα από αμνημονεύτων χρόνων απαράλλαχτα ακόμη πρωτόγονα
ζώα, που εξαιτίας της κατέληγε το κακόμοιρο το πλάσμα να έχει αυτή τη μοίρα.
Εκτός εαυτού από τον τρόμο και τη ντροπή αναρωτιόμουν ποιος ήταν ο κτηνώδης, ο
άνθρωπος ή το κτήνος. Ξαφνικά θυμήθηκα το όνειρο με την καταματωμένη Κατίνκα,
και μ’ έπιασε τρόμος για ’κείνη. Χλομός σαν πτώμα, με τα γόνατά μου να τρέμουν,
βγήκα στον διάδρομο, περίμενα να τελειώσει το μάθημα, πήρα το καπέλο μου και
όλο το απόγευμα περιφερόμουν στην πόλη. Το βράδυ πήγα στη δουλειά στο ξενοδοχείο.
Έσπαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Όμως τα χέρια μου δεν έτρεμαν, ήταν λες και
μου τα κινούσε ο διάβολος τα χέρια. Τότε για πρώτη φορά πίστεψα στην ύπαρξη του
Σατανά, κατάλαβα ότι η μέχρι τότε εικόνα μου για τον κόσμο παραήταν
«χαριτωμένη», ότι πολλά δεν είχα δει, επειδή δεν ήθελα να τα δω. Μέσα σ’ όλη τη
δυστυχία μου η μυρωδιά του λίπους και του «αρπαγμένου» ζαρκαδιού, που με είχε
αφήσει για πολύ καιρό, κόλλησε τώρα εκ νέου πάνω μου. Δεν με άφηνε, και ήταν
μια κολασμένη ημέρα. Σκέφθηκα να πάω στο σπίτι μου, να βρω καταφύγιο στη μητέρα
μου, να της εμπιστευθώ τα πάντα. Αλλά την ντρεπόμουν. Είχα αποφασίσει να γίνω
Σπαρτιάτης, και δεν μπορούσα καν ν’ αντέξω θαρραλέα αυτό που οι συμφοιτητές μου
παρακολουθούσαν ήρεμοι, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα και τα μάτια γεμάτα ψυχρή δίψα
για γνώση και – περιέργεια. Ή μήπως να εμπιστευόμουν τον μυστικοσύμβουλο;
Εκείνον, που από προσωπική φιλοδοξία, για να κάνει μία έρευνα που θα προκαλούσε
αίσθηση και για να γίνει στα μάτια μιας από τις χαζές γυναίκες του φημισμένος
άνδρας, όταν θα έπαιρνε κάποιο επιστημονικό βραβείο, κάποια υψηλή τιμητική
διάκριση, είχε θυσιάσει –μάταια, καθώς φαινόταν– εκατόμβες ζώων;
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα του Αυστριακού γιατρού και συγγραφέα Ερνστ Βάις (1882-1940) Ο αυτόπτης μάρτυρας που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2017 από τις εκδόσεις Σκαρίφημα. Αυτό είναι το πρώτο έργο του Βάις που κυκλοφορεί στα Ελληνικά.
Ο συγγραφέας έγραφε για αυτό το τελευταίο του μυθιστόρημα από το Παρίσι, όπου ήταν αυτοεξόριστος, σε έναν
επίσης αυτοεξόριστο φίλο του στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1939: «Πρόκειται,
όπως σας έχω ήδη μάλλον πει, για ένα μυθιστόρημα με γιατρούς (της
Ψυχιατρικής), στο οποίο παίζει κάποιον ρόλο ο Χίτλερ· δεν είναι ο
πρωταγωνιστής, αλλά κατά κάποιον τρόπο περιστρέφεται γύρω απ' αυτόν.
Δύσκολα νομίζω ένας εκδοτικός οίκος εδώ ή στην Ολλανδία θα βρει το
θάρρος να βγάλει κάτι τέτοιο».
Ο αυτόπτης μάρτυρας εκδόθηκε για
πρώτη φορά το 1963, είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα
του, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση λόγω της διεισδυτικής ματιάς του Ερνστ
Βάις στην ανθρώπινη φύση και στο φαινόμενο της γέννησης, της ανόδου και
της επικράτησης του ναζισμού.